Αετοχώρι Πέλλας
Συντεταγμένες: 41°5′40.3″N 22°10′28.82″E / 41.094528°N 22.1746722°E
Το Αετοχώρι (μέχρι το 1925 Τούσιν) είναι οικισμός του δήμου Αλμωπίας της περιφερειακής ενότητας Πέλλας στην περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, έχει 25 κατοίκους. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός ορεινός οικισμός.[1]
Αετοχώρι Αλμωπίας, Πέλλης | |
---|---|
Διοίκηση | |
Χώρα | Ελλάδα |
Περιφέρεια | Κεντρικής Μακεδονίας |
Περιφερειακή Ενότητα | Πέλλας |
Δήμος | Αλμωπίας |
Γεωγραφία και στατιστική | |
Γεωγραφικό διαμέρισμα | Μακεδονία |
Υψόμετρο | 680 |
Πληθυσμός | 25 (2011) |
Άλλα | |
Παλαιά ονομασία | Τούσιανη |
Ταχ. κωδ. | 58400 |
Τηλ. κωδ. | +30 2384 |
ΓεωγραφίαΕπεξεργασία
Το Αετοχώρι βρίσκεται στα ορεινά της Αλμωπίας του νομού Νομού Πέλλας σε υψόμετρο 680 μέτρα.[2] Βρίσκεται στα σύνορα με τη Βόρεια Μακεδονία σε απόσταση 22 χλμ. ΒΑ. από την Αριδαία (έδρα του δήμου) και 116 χλμ. ΒΔ. από την Θεσσαλονίκη.
Στα βορειοδυτικά του οικισμού βρίσκεται ο ορεινός όγκος Πίνοβο, το οποίο μαζί με τον γειτονικό του Τζένα αποτελούν περιοχές ιδιαίτερου αλπικού κάλλους, και εντάσσονται στο Δίκτυο Φύση 2000 (NATURA2000).[3] Η συνολική έκταση της περιοχής ειδικής προστασίας, ανέρχεται στα 20.066,86 εκτάρια (ha). Ο ορεινός όγκος του Βόρα μαζί με τα γειτονικά βουνά του Πίνοβο, της Τζένα και Πάικο συνθέτουν το ορεινό τόξο της Αλμωπίας, το οποίο μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’90 δεν ήταν επαρκώς ερευνημένο. Η ορνιθολογική σημασία της περιοχής είναι μεγάλη, καθώς τα υπάρχοντα στοιχεία την κατατάσσουν ως μία από τις σημαντικότερες περιοχές για αρπακτικά πουλιά στην Ελλάδα, αλλά και για άλλα σπάνια είδη. Μεταξύ άλλων απαντώνται και Carduelis carduelis, Carduelis spinus, Carduelis cannabina, Parus ater, Parus (Cyanistes) caeruleus, Carduelis chloris, Corvus corone cornix κ.α.
ΙστορίαΕπεξεργασία
Το χωριό ονομαζόταν παλαιότερα Τούσιανη[4], η οποία ανήκε στον καζά της Γευγελής, περιοχή της Καρατζόβας ή Βλαχομογλενών. Πριν τους Βαλκανικούς πολέμους ζούσαν περίπου 1.050 εξαρχικοί Μακεδόνες. Με την Συνθήκη του Νεϊγύ, 39 οικογένειες από την Τούσιανη μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Έπειτα, το 1923-24 η ελληνική κυβέρνηση εγκατέστησε στο χωριό 10 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1928 ο πληθυσμός ήταν 624 άτομα εκ των οποίων τα 29 ήταν προσφυγικής καταγωγής. Στο χωριό εγκαταστάθηκε ο αδελφός του Δεσπότη Μογλενών που τούρκεψε κι ονομαζόταν Δημήτριος, δηλ. Τούσης, γι' αυτό και το χωριό με την παλιά ονομασία του λέγεται Τούσιμ ή Τούσιανη όμως με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών Γεώργιου Κονδύλη μετονομάσθηκε ως Αετοχώριον (ΦΕΚ Α 148/1925).[5] Περιμετρικά του οικισμού και σε ακτίνα 500-700 μέτρων βρίσκονται πέντε παρεκκλήσια Άγιος Συμεών, Άγιος Αθανάσιος, Αγία Κυριακή, της Παναγίας καθώς και της Αγίας Παρασκευής.
Το 1912 Έλληνες στρατιώτες αφού αποκαθήλωσαν τις εξαρχικές εικόνες από το παρεκκλήσι του Αγίου Αθανασίου, έσβησαν τις επιγραφές που ήταν γραμμένες στην κυριλλική, συγκέντρωσαν τους κατοίκους στην μικρή πλατεία του χωριού, και με απειλές τους ζητούσαν να επιστρέψουν στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Έπιασαν και κρέμασαν πέντε εξαρχικούς ιερείς, λεηλάτησαν το χωριό και έσφαξαν δύο κατοίκους. Το ίδιο χρονικό διάστημα κρατούσαν τον πληθυσμό σε κατάσταση τρόμου και αγωνίας, μέχρι που πολλοί εγκατέλειψαν το χωριό και έφυγαν για τη Βουλγαρία. Στον Εμφύλιο το χωριό βομβαρδίστηκε και έτσι έμεινε ερείπιο με λιγοστούς γέροντες.[εκκρεμεί παραπομπή]
Ο ναός του Αγίου ΔημητρίουΕπεξεργασία
Αξιοθέατο του χωριού είναι η παλιά εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, με το ψηλό τετραώροφο πυργοειδές καμπαναριό με ύψος 15 μέτρα.[6]
Η εκκλησία χτίστηκε το 1842, όπως τεκμηριώνεται από τη σκαλισμένη σε πέτρα χρονολογία, και είναι τρίκλιτη βασιλική με κλειστό περίστωο.
Η αγιογράφηση της εκκλησίας έγινε από οικογένεια λαϊκών ζωγράφων από το Κρούσοβο, η οποία άλλωστε αγιογράφησε όλες τις εκκλησίες της Άνω Αλμωπίας. Στις αγιογραφίες εκτυλίσσονται σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη, όπως η δημιουργία των Πρωτοπλάστων, η ζωή τους στον Παράδεισο, το αμάρτημά τους, η εκδίωξή τους, αλλά και από την Καινή Διαθήκη, όπως η Γέννηση του Χριστού, η Ανάσταση κ.ά.[εκκρεμεί παραπομπή]
Στην εκκλησία του χωριού έρχονταν και συνεόρταζαν, μαζί με τους ντόπιους και οι εξισλαμισμένοι βλαχόφωνοι κάτοικοι της Νότιας. Και παρότι οι Αετοχωρίτες είναι ντόπιοι, οι βλαχόφωνοι μωαμεθανοί της Νότιας είχαν στενούς δεσμούς μαζί τους, ως την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923.[εκκρεμεί παραπομπή]
ΔιοικητικάΕπεξεργασία
Ως οικισμός αναφέρεται με την παλιά ονομασία Τούσιν ή Τούσιανη, μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας, το 1919 στο ΦΕΚ 80Α - 14/04/1919 να προσαρτάται στην τότε κοινότητα Νώτιας (Νοτίας). Το 1925 με το ΦΕΚ 148Α - 13/06/1925 μετονομάστηκε σε Αετοχώριον[7]. Σύμφωνα με το σχέδιο Καλλικράτης μαζί με τη Νότια αποτελούν την τοπική κοινότητα Νοτίας που υπάγεται στη δημοτικά ενότητα Εξαπλατάνου του δήμου Αλμωπίας και σύμφωνα με την απογραφή 2011 έχει πληθυσμό 25 κατοίκους[8].
ΠληθυσμόςΕπεξεργασία
Έτος | Πληθυσμός |
---|---|
1991 | 66 |
2001 | 60 |
2011 | 25 |
Έτος | Πληθυσμός |
---|---|
1961 | 168 |
1971 | 147 |
1981 | 79 |
1991 | 69 |
2001 | 62 |
2011 | 24 |
ΠαραπομπέςΕπεξεργασία
- ↑ (ΦΕΚ Δ 691/1992)
- ↑ Εγκυκλοπαίδεια Νέα Δομή. Αθήνα: Τεγόπουλος - Μανιατέας. 1996. σελ. 11, τομ. 2.
- ↑ «NatureBank - Βιότοπος NATURA - ORI TZENA». filotis.itia.ntua.gr. Ανακτήθηκε στις 3 Απριλίου 2020.
- ↑ «Πανδέκτης: Tousin -- Aetochori». pandektis.ekt.gr. Ανακτήθηκε στις 3 Απριλίου 2020.
- ↑ «Διοικητικές Μεταβολές Οικισμών». ΕΕΤΑΑ. Ανακτήθηκε στις 3 Απριλίου 2020.
- ↑ «Η Ανατολική Αλμωπία κρύβει "θησαυρούς"!». Λουτρά Πόζαρ | Τουριστικός Οδηγός. 13 Νοεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 3 Απριλίου 2020.
- ↑ «Διοικητικές Μεταβολές Οικισμών». ΕΕΤΑΑ. Ανακτήθηκε στις 23 Μαΐου 2020.
- ↑ «ΦΕΚ αποτελεσμάτων ΜΟΝΙΜΟΥ πληθυσμού απογραφής 2011», σελ. 10520 (σελ. 46 του pdf)
- ↑ https://www.eetaa.gr/metaboles/apografes/apografi_2011_monimos.pdf
- ↑ https://www.eetaa.gr/metaboles/apografes/apografi_2001_monimos.pdf
- ↑ https://www.eetaa.gr/metaboles/apografes/apografi_1991_monimos.pdf
- ↑ ΠΛ 1:476
- ↑ ΠΛΜ 3:171
- ↑ https://www.statistics.gr/2011-census-pop-hous
ΠηγέςΕπεξεργασία
- Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, 1978, 2006 (ΠΛΜ)
- Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς, 1963 (ΠΛ)