Αιγυπτιακή Επανάσταση του 1952

Η Αιγυπτιακή Επανάσταση του 1952 (αραβικά: ثورة 23 يوليو 1952‎‎ ), γνωστή και ως Επανάσταση της 23ης Ιουλίου[1], ήταν μια περίοδος βαθιάς πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής αλλαγής στην Αίγυπτο που ξεκίνησε στις 23 Ιουλίου 1952 με την πραξικοπηματική ανατροπή του βασιλιά Φαρούκ από το Κίνημα των Ελεύθερων Αξιωματικών, μια ομάδα στρατιωτικών με επικεφαλής τον Μοχάμεντ Ναγκίμπ και τον Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ. Η Επανάσταση πυροδότησε ένα κύμα επαναστάσεων στον Αραβικό Κόσμο και συνέβαλε στην επιτάχυνση της αποαποικιοποίησης και στην ανάπτυξη της αλληλεγγύης του Τρίτου Κόσμου κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.

Αν και αρχικά επικεντρώθηκε σε παράπονα κατά του βασιλιά Φαρούκ, το κίνημα είχε ευρύτερες πολιτικές φιλοδοξίες. Στα πρώτα τρία χρόνια της Επανάστασης, οι Ελεύθεροι Αξιωματικοί κινήθηκαν για να καταργήσουν τη συνταγματική μοναρχία και την αριστοκρατία της Αιγύπτου και του Σουδάν, να εγκαθιδρύσουν δημοκρατία, να τερματίσουν τη βρετανική κατοχή της χώρας και να εξασφαλίσουν την ανεξαρτησία του Σουδάν (που προηγουμένως διοικούνταν ως συγκυριαρχία της Αιγύπτου και του Ηνωμένου Βασιλείου[2]). Η επαναστατική κυβέρνηση υιοθέτησε μια σταθερά εθνικιστική, αντιιμπεριαλιστική ατζέντα, η οποία εκφράστηκει κυρίως μέσω του αραβικού εθνικισμού και του διεθνούς κινήματος των Αδεσμεύτων.

Η Επανάσταση αντιμετώπισε άμεσες απειλές από τις δυτικές αυτοκρατορικές δυνάμεις, ιδιαίτερα το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο είχε καταλάβει την Αίγυπτο από το 1882, και τη Γαλλία. Αμφότερες ήταν επιφυλακτικές απέναντι στην αύξηση του εθνικιστικού αισθήματος σε εδάφη που είχαν υπό τον έλεγχό τους σε όλη την Αφρική και τον Αραβικό Κόσμο. Η συνεχιζόμενη εμπόλεμη κατάσταση με το Κράτος του Ισραήλ αποτελούσε επίσης μια σοβαρή πρόκληση, καθώς οι Ελεύθεροι Αξιωματικοί αύξησαν την ήδη σημαντική υποστήριξη της Αιγύπτου στους Παλαιστινίους. Αυτά τα δύο ζητήματα συνέκλιναν το πέμπτο έτος της Επανάστασης, όταν το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και το κράτος του Ισραήλ εισέβαλαν στην Αίγυπτο κατά την λεγόμενη «κρίση του Σουέζ» του 1956 (γνωστή στην Αίγυπτο ως Τριμερής Επίθεση). Παρά τις τεράστιες στρατιωτικές απώλειες, ο πόλεμος θεωρήθηκε πολιτική νίκη για την Αίγυπτο, ειδικά διότι άφησε τη Διώρυγα του Σουέζ σε αδιαμφισβήτητο αιγυπτιακό έλεγχο για πρώτη φορά από το 1875, απαλείφοντας αυτό που θεωρούνταν σημάδι εθνικής ταπείνωσης. Αυτό ενίσχυσε την απήχηση της επανάστασης σε άλλες αραβικές χώρες.

Η χονδρική αγροτική μεταρρύθμιση και τα τεράστια προγράμματα εκβιομηχάνισης ξεκίνησαν την πρώτη μιάμιση δεκαετία της Επανάστασης και οδήγησαν σε μια άνευ προηγουμένου περίοδο κατασκευής υποδομών και αστικοποίησης. Μέχρι τη δεκαετία του 1960, ο αραβικός σοσιαλισμός είχε γίνει κυρίαρχη ιδεολογία, μετατρέποντας την Αίγυπτο σε μια κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία. Ο φόβος μιας αντεπανάστασης υπό την αιγίδα της Δύσης, ο εγχώριος θρησκευτικός εξτρεμισμός, η πιθανή κομμουνιστική διείσδυση και η σύγκρουση με το Κράτος του Ισραήλ αναφέρονταν ως λόγοι που επέβαλλαν αυστηρούς και μακροχρόνιους περιορισμούς στην αντιπολίτευση και την απαγόρευση ενός πολυκομματικού συστήματος. Αυτοί οι περιορισμοί στην πολιτική δραστηριότητα παρέμειναν σε ισχύ μέχρι την προεδρία του Ανουάρ Σαντάτ από το 1970 και μετά, κατά την οποία πολλές από τις πολιτικές της Επανάστασης αμβλύνθηκαν ή αντιστράφηκαν.

Οι πρώτες επιτυχίες της Επανάστασης ενθάρρυναν πολλά άλλα εθνικιστικά κινήματα σε άλλες χώρες, όπως η Αλγερία, όπου υπήρχαν αντιιμπεριαλιστικές και αντιαποικιακές εξεγέρσεις εναντίον των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών. Ενέπνευσαν επίσης την ανατροπή των υφιστάμενων φιλοδυτικών μοναρχιών και κυβερνήσεων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής.

Η Επανάσταση γιορτάζεται κάθε χρόνο στην Αίγυπτο στις 23 Ιουλίου.

Παραπομπές Επεξεργασία