Αιχμαλωσία του Δ΄ Σώματος Στρατού στο Γκέρλιτς

Την Άνοιξη του 1916, στην κορύφωση του Εθνικού Διχασμού, η Κυβέρνηση Σκουλούδη αποφάσισε την παράδοση της οχυρωματικής γραμμής του Ρούπελ στις Γερμανοβουλγαρικές δυνάμεις.[2] Η παράδοση του Ρούπελ οδήγησε στη Β΄ Βουλγαρική Κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας.[3][4].

«...Οι κάτοικοι της πόλης τους υποδέχθηκαν με στρατιωτικά εμβατήρια, εορταστικές γιρλάντες και καλωσόρισμα στα ελληνικά. Στην πραγματικότητα βέβαια αυτή η υποδοχή δεν ήταν παρά κομμάτι της γερμανικής προπαγάνδας, αφού οι Έλληνες στρατιώτες είχαν μεταφερθεί εκεί ως ιδιότυποι αιχμάλωτοι πολέμου με κάποια προνόμια, λόγω της σχέσης του τότε Βασιλιά Κωνσταντίνου με τον γερμανό Κάιζερ....» [1]

Προς το τέλος Αυγούστου του 1916, το ελληνικό Δ΄ Σώμα Στρατού με απόφαση του διοικητή του Ιωάννη Χατζόπουλου, αποφάσισε αντί να αιχμαλωτιστεί από τους Βουλγάρους, να παραδοθεί εθελοντικά στους Γερμανούς. Πράγματι, στις 18 Αυγούστου το Δ' Σώμα (που αποτελούνταν από περίπου 7.000 αξιωματικούς και οπλίτες) ξεκίνησε από τη Δράμα, με προορισμό το στρατόπεδο της πόλης Γκέρλιτς της Γερμανίας.

Υπόβαθρο

Επεξεργασία

Την άνοιξη του 1916, και εν μέσω του Εθνικού Διχασμού (1915-1917), η κυβέρνηση Σκουλούδη που διαδέχθηκε τον Βενιζέλο, μετά από πρόταση του αναπληρωτή επιτελάρχη Ιωάννη Μεταξά αποφάσισε στις 26 Μαΐου του 1916, την άνευ όρων παράδοση της οχυρωματικής γραμμής του Ρούπελ στις Γερμανοβουλγαρικές δυνάμεις[2]. Η αμαχητί παράδοση του Ρούπελ άφησε την Ανατολική Μακεδονία ανυπεράσπιστη, οδηγώντας στην πολύνεκρη για την Ελλάδα Β΄ Βουλγαρική Κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας, καθώς και στην αιχμαλωσία του Δ' Σώματος Στρατού[2][3][4][5].

Στην αιχμαλωσία

Επεξεργασία

Η παράδοση του Σώματος στους Γερμανούς έγινε κατόπιν αφόρητων πιέσεων των δύο εμπόλεμων πλευρών (κυρίως των Γερμανοβουλγάρων αλλά και της Αντάντ, που είχαν επέμβει ένοπλα στην ακόμη ουδέτερη Ελλάδα), κυριολεκτικά με το πιστόλι στον κρόταφο, και μετά την -εκ μέρους του φιλομοναρχικού εθνικού κέντρου- ρητή απαγόρευση οποιασδήποτε ένοπλης αντίστασης. Από την ηγεσία του εγκαταλελειμμένου στην τύχη του Σώματος, προκρίθηκε τότε αυτόβουλα η Γερμανία ως τόπος κατ' ευφημισμό «φιλοξενίας», προκειμένου να αποφευχθεί την τελευταία στιγμή η επώδυνη βουλγαρική αιχμαλωσία. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για ιδιότυπη αιχμαλωσία, καθώς κανένας απολύτως δεν είχε το δικαίωμα να εγκαταλείψει το γερμανικό έδαφος καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου. Εάν εξαιρέσουμε τη μερίδα των φιλοβασιλικών και φιλογερμανών αξιωματικών, που απολάμβανε προνόμια (γιατί η μειονότητα των βενιζελικών αξιωματικών υπέστη στη Γερμανία άγριες διώξεις), οι στρατιώτες υπέφεραν επί μακρόν το μαρτύριο των στερήσεων, της ελλιπούς διατροφής και του αφόρητου κρύου στις παράγκες του στρατοπέδου, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 400 περίπου άτομα, τα περισσότερα από φυματίωση.

Η τύχη το έφερε η άφιξη των χιλιάδων στρατευμένων να είναι η πρώτη στην ιστορία μαζική συνάντηση Ελλήνων και Γερμανών επί γερμανικού εδάφους. Έτσι παρατηρήθηκαν αξιοπρόσεκτες παρεμβάσεις πολλών Γερμανών διανοούμενων φιλελλήνων στο στρατόπεδο του Γκέρλιτς, που σκόπευαν κυρίως στη διενέργεια μελετών, ερευνών και ηχογραφήσεων (μεταξύ αυτών και η πρώτη καταγραφή μπουζουκιού παγκοσμίως), που σήμερα μόλις βγαίνουν στο φως προκαλώντας επιστημονικό και γενικότερο ενδιαφέρον. Αξιόλογη ήταν επίσης η πνευματική και πολιτισμική δραστηριότητα πολλών Ελλήνων αιχμαλώτων καλλιτεχνών και διανοουμένων (όπως ο αργότερα σπουδαίος θεατρικός συγγραφέας Βασίλης Ρώτας, ο λογοτέχνης Λέων Κουκούλας και ο ζωγράφος Παύλος Ροδοκανάκης). Αμέτρητα ήταν τα νήματα που συνέδεσαν τότε τους δύο λαούς με εκατοντάδες μικτούς γάμους και αρραβώνες, ενώ δεν έλλειψαν και οι προσπάθειες χρησιμοποίησης τού ελληνικού στρατεύματος για την επίτευξη πολιτικών και στρατιωτικών στόχων στο Μακεδονικό Μέτωπο και στη χωρισμένη τότε στα δύο και αλληλοσπαρασσόμενη Ελλάδα (Εθνικός Διχασμός).

Η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο, όταν μετά την ανακωχή οι βασιλικοί αξιωματικοί, φοβούμενοι αντίποινα, αρνούνταν να επιστρέψει το Σώμα στη βενιζελική Ελλάδα. Αυτό έδωσε το έναυσμα στους απελπισμένους στρατιώτες να πάρουν αθρόα μέρος στη γερμανική επανάσταση των Σπαρτακιστών (Ρόζα Λούξεμπουργκ), με αίτημα την άμεση επιστροφή στην πατρίδα. Μετά την -εν μέρει αιματηρή- αποτυχία της εξέγερσής τους, δραπέτευσαν άτακτα με κάθε μέσο και επέστρεψαν κατά ομάδες, ύστερα από αφάνταστες ταλαιπωρίες και με πολλά επί πλέον θύματα. Υπήρξαν οικογένειες που έψαχναν με αγγελίες στη Γερμανία τα στρατευμένα παιδιά τους εφτά ολόκληρα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου. Όμως η «Οδύσσεια» των αιχμαλώτων του Γκέρλιτς δεν σταμάτησε εκεί. Μετά την πολυπόθητη επιστροφή υπέστησαν διώξεις εκ μέρους των βενιζελικών αρχών, τη χλεύη και την άδικη κατηγορία της προδοσίας. Υπήρξαν μέχρι και θανατικές καταδίκες αξιωματικών, οι οποίες όμως δεν εκτελέστηκαν.

Κατά μια παράδοξη ιστορική σύμπτωση, τριάντα περίπου χρόνια αργότερα, τα τραγικά γεγονότα επαναλήφθηκαν. 14.000 πολιτικοί πρόσφυγες, μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου στην Ελλάδα (1949), κατέφυγαν στη ίδια ακριβώς πόλη. Το Γκέρλιτς εν τω μεταξύ είχε διχοτομηθεί (1945), με σύνορο τον ποταμό Νάισε που διασχίζει την πόλη, και οι ανατολικές συνοικίες του είχαν παραχωρηθεί στην Πολωνία με το όνομα Ζγκοζέλετς (Zgorzelec). Έτσι στη χωρισμένη στα δύο πόλη, βρέθηκαν Έλληνες διαφορετικών γενεών -θύματα των δύο μεγάλων συρράξεων του 20ου αιώνα- που για πολλά χρόνια ούτε καν θα υποψιάζονται την ύπαρξη συμπατριωτών τους στην απέναντι όχθη[1].

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 https://www.dw.com/el/οι-έλληνες-του-γκέρλιτς-και-τα-παιχνίδια-της-ιστορίας/a-36989687
  2. 2,0 2,1 2,2 «Η ντροπή του εθνικού διχασμού». Μηχανή του Χρόνου. 29 Απριλίου 1941. Ανακτήθηκε στις 8 Απριλίου 2020. 
  3. 3,0 3,1 Δ. Πασχαλίδη, Τά δεινοπαθήματα τῆς Χωριστῆς κατά τή δεύτερη βουλγαρική κατοχή τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας, Χωριστή 2006.
  4. 4,0 4,1 Σπύρος Κουζινόπουλος, Δράμα 1941. Μια παρεξηγημένη εξέγερση, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2011, σελ. 19-20.
  5. «Η παράδοση του Ρούπελ και της Αν. Μακεδονίας: Όταν ο Μεταξάς είπε «ΝΑΙ» στους Γερμανοβουλγάρους». Ανακτήθηκε στις 8 Απριλίου 2020.