Στη Βιοχημεία με το όνομα αλδόζη, (aldose), φέρεται οποιοδήποτε σάκχαρο όπου στη μοριακή του σύνθεση περιέχει μια ομάδα αλδεΰδης προσκολλημένη στο πρώτο άτομο του άνθρακα.

Οι αλδόζες είναι οργανικές ενώσεις που μαζί με τις κετόζες ανήκουν στους μονοσακχαρίτες. Χαρακτηριστικό τους είναι η ύπαρξη μιας αλδεϋδομάδας (-CH=O) στο μόριό τους. Ανάλογα με τον αριθμό ατόμων άνθρακα ή οξυγόνου που περιέχουν στο μόριό τους διακρίνονται σε αλδοτριόζες, (με μία αλδεϋδομάδα και δύο υδροξύλια, -ΟΗ), αλδοτετρόζες, (με μία -CH=Ο και τρία -ΟΗ), αλδοπεντόζες, (με μία -CH=Ο και τέσσερα -ΟΗ), αλδοεξόζες, (με μία -CH=Ο και πέντε -ΟΗ) κ.λπ.
Λόγω του μεγάλου αριθμού ασύμμετρων ατόμων άνθρακα που περιέχουν εμφανίζονται με διάφορες στερεοχημικές μορφές. Επίσης παρουσιάζουν αναγωγικές ιδιότητες και οξειδώνονται σε αλδονικά οξέα ή και σε σακχαρικά οξέα αν ταυτόχρονα με την χαρακτηριστική τους ομάδα οξειδωθεί και η πρωτοταγής αλκοολική ομάδα. Υπό την επίδραση της φαινυλυδραζίνης οι αλδόζες παρέχουν οζαζόνες.

Σημαντικότερες αλδόζες (αλφαβητικά) είναι: η αραβινόζη, η γλυκεριναλδεΰδη, η γλυκόζη, η ερυθρόζη, η μαννόζη, η ξυλόζη και η ριβόζη.