Ο Αρσένιος της Τιφλίδας, γεωργιανά: არსენ თბილელი Arsen Tbileli, γεννημένος Iεσσαί იესე, (απεβ. στις 30 Νοεμβρίου 1812) ήταν Γεωργιανός εκκλησιαστικός και γόνος της βασιλικής γραμμής τού Οίκου των Μπαγκρατιόνι-Μουχράνι. Ο Αρσέν ήταν επίσης γνωστός με το επίθετο Nαϊμπατζέ (ნაიბაძე) από τον τίτλο naib τού πατέρα του. [1] Διετέλεσε μητροπολίτης τηςΤιφλίδας με τον τίτλο Tbileli από το 1795 έως το 1810 και είναι γνωστός για τον αμφιλεγόμενο ρόλο του στις εκκλησιαστικές υποθέσεις της Γεωργίας στα πρώτα χρόνια της ρωσικής κυριαρχίας.

Αρσέν της Τιφλίδας
Γενικές πληροφορίες
Θάνατος30  Νοεμβρίου 1812
Τιφλίδα
ΘρησκείαΑνατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός
Πληροφορίες ασχολίας
Οικογένεια
ΓονείςΑμπντουλάχ Μπεγκ του Κάρτλι
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΒραβεύσειςΤάγμα της Αγίας Άννης, Β΄ Τάξη

Πρώιμη ζωή Επεξεργασία

Ο Aρσέν γεννήθηκε ως Iεσσαί, γιος τού Αρτσίλ (Aμπντουλάχ Μπεγκ) τού Κάρτλι από τη σύζυγό του, την πριγκίπισσα Kετεβάν-Μπεγκούμ τού Kαχέτι. Ήταν, λοιπόν, εγγονός δύο μοναρχών, τού βασιλιά Ιεσσαί τού Κάρτλι από την πλευρά τού πατέρα του και τού βασιλιά Ηρακλή Α΄ τού Καχέτι από την πλευρά της μητέρας του. Ο πατέρας τού Ιεσσαί, Αρτσίλ, ήταν προσήλυτος στο Ισλάμ με το όνομα Αμπντουλάχ Μπεγκ και φιλο-ιρανός naib (κυβερνήτης) τού Kάρτλι, που τελικά εκδιώχθηκε από τον Καχετιανό πεθερό του Ηρακλή Β΄ το 1747. [1]

Λίγα είναι γνωστά για την πρώιμη ζωή τού Ιεσέ. Έμεινε χήρος νέος και αποσύρθηκε σε μοναστήρι, παίρνοντας το όνομα Αρσέν. Στη δεκαετία του 1760, αφού ο αδελφός του Δαβίδ και ο εξάδελφός του Παάτα θανατώθηκαν για συνωμοσία πραξικοπήματος κατά τού Ηρακλή Β΄, ο Aρσέν κατέφυγε στο βασίλειο τού Iμερέτι (δυτική Γεωργία) και υπηρέτησε για πολλά χρόνια στο μοναστήρι Kάτσχι. Τελικά, με την αιγίδα τού Καθολικού Αντώνιου Β΄, γιου τού Ηρακλή Β΄, ο Αρσέν μπόρεσε να επιστρέψει στο Κάρτλι και να διοριστεί επίσκοπος τού Νικόζι. Το 1795, ο Αντώνιος Α΄ ανύψωσε περαιτέρω τον βαθμό τού Αρσέν, προς δυσαρέσκεια τού πατέρα του, στη μητροπολιτική επισκοπή της Τιφλίδας, της πρωτεύουσας τού βασιλείου, η οποία στη συνέχεια παρέμεινε σε ερείπια μετά την ιρανική εισβολή. [1] Μέχρι το 1800, η ενορία του αποτελούνταν από την Τιφλίδα και 18 άλλους οικισμούς, με επτά ευγενείς, τρεις δούκες (tavadi) και τέσσερις κατώτερους ευγενείς (aznauri). [2] [3]

Ρώσος πιστός Επεξεργασία

Καθώς η ρωσική κυριαρχία εξαπλώθηκε στη Γεωργία το 1800, ο Αρσέν συνεργάστηκε με τους Ρώσους. Τέλεσε λειτουργία στον Καθεδρικό Ναό της Σιώνης για να εορτάσει την αυτοκρατορική διακήρυξη για τη ρωσική προσάρτηση της Γεωργίας τον Φεβρουάριο του 1801. Την ίδια χρονιά, κατέθεσε εναντίον τού πρίγκιπα Σολομόν Λιονίτζε, ηγετικής φυσιογνωμίας της αντι-ρωσικής αντιπολίτευσης, που θεωρούνταν ύποπτος ότι εμπλέκεται σε μυστική αλληλογραφία με τη χήρα βασίλισσα Νταρετζάν. Η πίστη τού Αρσέν, κατά τη διάρκεια των ταραχών στη Γεωργία, τιμήθηκε από τη ρωσική κυβέρνηση με το παράσημο της Αγ. Άννας 2ης Τάξης το 1802, και ένα πολύτιμο λευκό καλιμαύχιο (klobuk) με ειδικό διάταγμα εκτίμησης από τον Τσάρο Αλέξανδρο Α΄ το 1807. [2]

Αντιπαράθεση με τον Καθολικό Επεξεργασία

Καθώς ο ρωσικός έλεγχος των εκκλησιαστικών υποθέσεων της Γεωργίας ενισχυόταν, ο Αρσέν έκανε ό,τι ήταν δυνατό για να εξασφαλίσει τη θέση του ενάντια στους εκκλησιαστικούς του. Κατηγόρησε λοιπόν τον Καθολικό Αντώνιο Β΄ ότι ιδιοποιήθηκε τις εκκλησιαστικές περιουσίες και κατήγγειλε τον αρχιμανδρίτη του Kβαταχέβι, Δοσίθεο Πιτσχελάουρι, επειδή διορίστηκε παράνομα επί αντιβασιλείας τού πρίγκιπα Δαβίδ της Γεωργίας. Σε ένα αξιοσημείωτο περιστατικό τον Ιανουάριο του 1803, ο Αρσέν δέχτηκε επίθεση και τραυματίστηκε σε έναν δρόμο της Τιφλίδας μετά από καυγά με τον προστατευόμενο τού Αντώνιου Α΄, τον πρωτοθιερέα Σολομόν, στον Καθεδρικό Ναό τού Σιόνι. Οι ρωσικές αρχές υποπτεύθηκαν τα παιδιά τού Σολομόν και συνέλαβαν έναν από τους γιους του. [2]

Τον Αύγουστο του 1809 ο Αρσέν έστειλε μία μακροσκελή επιστολή στον Αλέξανδρο Α΄, υπενθυμίζοντάς του τις προηγούμενες υπηρεσίες του και παραπονούμενος για την πίεση, που βίωνε από τον Καθολικό Αντώνιο Α΄. Σε απάντηση, τον Φεβρουάριο του 1810, ο Aντώνιος Α΄ συγκάλεσε εκκλησιαστικό δικαστήριο, το οποίο αποφάσισε ότι ο Aρσέν έπρεπε να απομακρυνθεί από το αξίωμά του και να σταλεί σε ένα απομακρυσμένο μοναστήρι με κατηγορίες για παράπτωμα, κατάχρηση εξουσίας και διαφθορά, κάτι που ο επίσκοπος αρνήθηκε κατηγορηματικά και υπέβαλε καταγγελία στον Ρώσο κυβερνήτη της Γεωργίας, στρατηγό Αλεξάντερ Τορμάσοφ. Εν τω μεταξύ, η ρωσική κυβέρνηση προχώρησε στην οριστική κατάργηση της γεωργιανής αυτοκεφαλίας. Ο Καθολικός Αντώνιος Α΄ συνοδεύτηκε στη Ρωσία τον Νοέμβριο του 1810 και καθαιρέθηκε με το αυτοκρατορικό διάταγμα τον Ιούλιο του 1811. Ο Αρσέν έπεσε γρήγορα σε σύγκρουση με τον νέο διορισμένο από τη Ρωσία ιεράρχη, τον έξαρχο Βαρλάμ. Ο προκλητικός επίσκοπος απαλλάχθηκε από τη θέση του. Ξεκίνησε μία έρευνα για τους ισχυρισμούς για διαφθορά του, αλλά στη συνέχεια σταμάτησε λόγω τού τέλους τού Άρσεν. [2]

Βιβλιογραφικές αναφορές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 Tukhashvili, Lovard (1975). «არსენ თბილელი» (στα Georgian). ქართული საბჭოთა ენცილოპედია, ტ. 1 [Georgian Soviet Encyclopedia, vol. 7]. Tbilisi, σελ. 585. 
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 Guruli, Vakhtang (2010). საქართველოს სამოციქულო ეკლესიის ავტოკეფალიის გაუქმება (1811–1814) (PDF) (στα Georgian). Tbilisi: Universali. σελίδες 16, 19, 31, 36–39, 42–50, 60–64, 79–83. ISBN 978-9941-12-990-2. 
  3. Grdzelidze, Tamara, επιμ. (2006). Witness Through Troubled Times: A History of the Orthodox Church of Georgia, 1811 to the Present. London: Bennett and Bloom. σελ. 115. ISBN 1898948690.