Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Σωφρόνιος Γ΄
Ο Σωφρόνιος Γ΄ (κατά κόσμον Αντωνίου) ήταν Ορθόδοξος επίσκοπος τον 19ο αιώνα, ο οποίος διετέλεσε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κατά τα έτη 1865 ως 1900.
Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Σωφρόνιος Γ΄ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 27 Απριλίου 1826 Πρόδρομος |
Θάνατος | 22 Μαΐου 1900 Λευκωσία |
Χώρα πολιτογράφησης | Κύπρος |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | χριστιανός ιερέας ιερέας |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου |
Σχετικά πολυμέσα | |
Βιογραφικά στοιχεία
ΕπεξεργασίαΓεννήθηκε στις 27 Απριλίου του 1826 στο χωριό Πρόδρομος (χωριό της μητέρας του). Γονείς του ήταν ο Παναγιώτης Ιωάννου από το Φοινί και η Χριστίνα Μιχαήλ. Σε πολύ μικρή ηλικία η οικογένειά του μετοίκησε στο χωριό Φοινί (χωριό του πατέρα του) της Επαρχίας Λεμεσού, από το οποίο προσέλαβε και το προσωνύμιο «Φοινιεύς»[1]. Σε ηλικία επτά ετών μπήκε στη Μονή Τροοδίτισσας, όπου διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα από τον θείο του Σκευοφύλακα Χαράλαμπο. Εκεί έγινε δόκιμος μοναχός και στις 16 Απριλίου 1842, σε ηλικία δεκαέξι ετών, χειροτονήθηκε Ιεροδιάκονος από τον Μητροπολίτη Πάφου Χαρίτωνα στην Ιερά Μονή Χρυσορρωγιάτισσας.
Από το 1843 μέχρι το 1847 υπηρέτησε ως Διάκονος στην Αττάλεια της Πισιδίας. Τον Ιανουάριο του 1847 πήγε στη Σμύρνη, όπου υπηρέτησε ως Διάκονος του Ελληνικού Νοσοκομείου, φοιτώντας παράλληλα στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης. Μετά το τέλος των σπουδών του δίδαξε ως δάσκαλος στην Ευαγγελική Σχολή για δύο έτη (1851-1853)[1]. Το 1853 πήγε στην Αθήνα, όπου υπηρέτησε ως Διάκονος στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Πειραιά, φοιτώντας παράλληλα στο Β' Γυμνάσιο Αθηνών, στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή και κατόπιν στη Θεολογική Σχολή Αθηνών. Μετά το τέλος των σπουδών του επέστρεψε στην Κύπρο, όπου διηύθυνε το Σχολαρχείο Λευκωσίας επί πενταετία (1861-1865).
Το 1862 προτάθηκε για τη χηρεύουσα Επισκοπή Κυρηνείας, αλλά αποποιήθηκε την πρόταση[1]. Τον Οκτώβριο του 1865 εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, διαδεχόμενος τον Μακάριο Α', ο οποίος προερχόταν επίσης από την Τροοδίτισσα. Στις 26 Οκτωβρίου 1865 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και στις 28 Οκτωβρίου 1865 Αρχιεπίσκοπος Κύπρου.
Ο Σωφρόνιος εργάσθηκε δραστήρια για την πρόοδο της Μεγαλονήσου. Το 1871 υπήρξε υποψήφιος για τον θρόνο τον Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά ήταν ένας από τους δύο που η Υψηλή Πύλη εξαίρεσε από την λίστα εκλογίμων[2]. Συμμετείχε στη Σύνοδο του 1872, η οποία καταδίκασε τη Βουλγαρική Εξαρχία[1]. Όταν, κατά τα τέλη Ιουλίου του 1879, έφτασε στη Λευκωσία ο πρώτος Άγγλος Ύπατος Αρμοστής της Κύπρου Υποστράτηγος Sir Garnet Joseph Wolseley, ο Σωφρόνιος, ως εκκλησιαστικός και εθνικός ηγέτης του Ελληνικού πληθυσμού της Μεγαλονήσου, τον προσφώνησε «κατά χρέος» το «ευ παρέστης», βεβαιώνοντάς τον ότι:
- «η Κύπρος οικείται υπό λαού φιλησύχου και ευαγώγου, όστις δεν αρνείται την καταγωγήν και τους πόθους του, και επιθυμεί να εθισθή εις την οδόν την ευθείαν, εις την οδόν δηλονότι της αληθείας, του καθήκοντος και της ελευθερίας[3]. Αποδεχόμεθα την μεταπολίτευσιν τοσούτω μάλλον καθ΄ όσον έχομεν την πεποίθησιν ότι η Μεγάλη Βρεταννία θα βοηθήση την Κύπρον, ως έπραξε και περί των Ιονίων Νήσων να ενωθή με την μητέρα Ελλάδα, με την οποίαν φυσικώς συνδέεται[4].
Ουσιαστικά η παραπάνω δήλωση του Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου Γ΄ αποτελεί και την πρώτη επίσημη δήλωση για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Το 1889, όταν πήγε στο Λονδίνο για να υποβάλει υπόμνημα για τα προβλήματα του νησιού, του απονεμήθηκε το δίπλωμα του επίτιμου διδάκτορα της Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Συνέβαλε σημαντικά στην ίδρυση του Παγκυπρίου Γυμνασίου το 1893[5].
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 Μάρκου, Μάρκος. «Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου κυρός Σωφρόνιος. (1825-1900)». Ανακτήθηκε στις 22 Ιουλίου 2022.
- ↑ «Άνθιμος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο Στ´». Ιερά Μονή Εσφιγμένου Αγίου Όρους. Ανακτήθηκε στις 22 Ιουλίου 2022.
- ↑ (Φ. Ζαννέττος, Β' 43-49, Λάρνακα 1912)
- ↑ Ι. Κουτσοχέρας «Το ιστορικό της Κύπρου» Αθήναι 1965 σελ. 5
- ↑ Κηπιάδου Β. Ιωάννου, Λεπταί Γραμμαί, Κύπρος 1894, 147-159 και Λ. Φιλίππου, Τα Ελληνικά γράμματα εν Κύπρω επί Τουρκοκρατίας, Λευκωσία, 1930, 79—80