Ο όρος Ένωσις αναφέρεται στην βαθιά επιθυμία καθώς και σε ένα ιστορικό, πολιτικό και κοινωνικό αγώνα του αλύτρωτου ελληνισμού της Κύπρου για την ενσωμάτωση του νησιού στην Ελλάδα ως μέρος της διαδικασίας δημιουργίας εθνικού κράτους και του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης. Αυτός ο πόθος έχει βαθιές ρίζες στην ιστορία και την ταυτότητα των Ελλήνων της Κύπρου και εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο του ελληνικού εθνικού κινήματος, που επιδίωκε την ένωση όλων των περιοχών με ελληνικό πληθυσμό με το ελληνικό κράτος. Παρόμοιες επιδιώξεις είχαν καταγραφεί και σε άλλες περιοχές με ελληνικούς πληθυσμούς, όπως τα Επτάνησα, η Θεσσαλία, η Κρήτη, η Μακεδονία, η Ήπειρος, η Θράκη, τα νησιά του Αιγαίου και τα Δωδεκάνησα, οι οποίες κατάφεραν να ενσωματωθούν στην Ελλάδα σε διάφορες ιστορικές περιόδους. Η Ελληνική Επανάσταση επέφερε την ανεξαρτησία της Ελλάδος το 1830 όμως η Κύπρος παρέμεινε υπόδουλη στους Οθωμανούς ως και το 1878, όταν η διοίκησή της παραχωρήθηκε στη Βρετανική Αυτοκρατορία. Οι Έλληνες Κύπριοι, εμπνευσμένοι από τον ελληνικό εθνικισμό και την Επανάσταση του 1821, επιζητούσαν την ένωση με την Ελλάδα. Για την Κύπρο υπάρχουν καταγεγραμμένα αιτήματα για Ένωση από την εποχή της Τουρκοκρατίας και επί Αγγλοκρατίας οι προσπάθειες για Ένωση πήραν την μορφή μαζικού κινήματος.

Διαδήλωση Κυπρίων στη δεκαετία του 1930 υπέρ της Ενώσεως.

Οι προσπάθειες για Ένωση της Κύπρου αποτέλεσαν πηγή μεγάλων εντάσεων και συγκρούσεων, ιδιαίτερα κατά τον 20ό αιώνα, οδηγώντας σε σημαντικές εξελίξεις, όπως τα Οκτωβριανά του 1931. Αργότερα υπήρξαν και εσωτερικές διαμάχες σχετικά με την Ένωση της Κύπρου κυρίως κατά τις δεκαετίες του 1940 και του 1950. Αυτές οι διαμάχες αφορούσαν διαφορετικές πολιτικές απόψεις και ιδεολογίες μεταξύ των Ελληνοκυπρίων, με βασικούς πρωταγωνιστές το εθνικιστικό κίνημα και το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου, μετέπειτα ΑΚΕΛ. Παρά τις εσωτερικές διαμάχες και την αντίθεση των κομμουνιστών, το εθνικιστικό κίνημα ξεκίνησε τον ένοπλο αγώνα της ΕΟΚΑ για την αποτίναξη της βρετανικής κυριαρχίας και την ένωση με την Ελλάδα. Ο αγώνας της ΕΟΚΑ έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην επίτευξη της ανεξαρτησίας της Κύπρου το 1960. Ωστόσο, δεν κατέληξε στην ένωση με την Ελλάδα, όπως ήταν ο αρχικός στόχος της οργάνωσης. Αντίθετα, η ανεξαρτησία της Κύπρου ήταν το αποτέλεσμα ενός συμβιβασμού που επήλθε μετά από διαπραγματεύσεις μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών. Μετά την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, ένα μικρό τμήμα των σκληροπυρηνικών υπέρ της Ενώσεως εντάχθηκε σε ένοπλες αντι-Μακαριακές ομάδες, αντιτάχθηκαν στην μετριοπαθή προσέγγιση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ στο ζήτημα της Ένωσης με την Ελλάδα και στις σχέσεις του με την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Ορισμένοι εξ αυτών συμμετείχαν στο πραξικόπημα του 1974. Μετά την τουρκική εισβολή που ακολούθησε, η ιδέα της Ενώσεως έχει υποχωρήσει.

Τουρκοκρατία 1571–1878

Επεξεργασία

Οι Τουρκοκύπριοι είναι Σουνίτες Μουσουλμάνοι καταγόμενοι κυρίως από Τούρκους εποίκους που εισήχθησαν από τη νότια και ανατολική Μικρά Ασία μετά την Οθωμανική κατάκτηση της Κύπρου. Αρχικά, αποτελούσαν μια αγροτική κοινότητα και εγκαταστάθηκαν σε διάφορα μέρη του νησιού, εκτός από τα βουνά του Τροόδους, συχνά σε γεωργική γη που είχε αρπαχθεί από Έλληνες και Λατίνους. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, οι κοινωνικές σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων ήταν περιορισμένες, με τους μικτούς γάμους να απαγορεύονται δια νόμου, εκτός αν προηγείτο εξισλαμισμός. Αυτό συνδέεται με το Σύμφωνο του Ομάρ, που αποτέλεσε τη βάση των νόμων που ρύθμιζαν τις ελευθερίες και τους περιορισμούς για τους μη-μουσουλμάνους κατακτημένους στις Οθωμανικές περιοχές[1][2].

Ορισμένοι ερευνητές, υποστηρίζουν ότι υπήρξε «ελληνοτουρκική ειρηνική συνύπαρξη» στην Κύπρο. Ωστόσο, αυτή η ερμηνεία παραβλέπει σημαντικές ιστορικές πραγματικότητες. Οι Έλληνες της Κύπρου υπό την Οθωμανική Αυτοκρατορία θεωρούνταν Ζιμμήδες (dhimmis), (ο μουσουλμανικός όρος για τους Χριστιανούς ή Εβραίους υπήκοους μουσουλμάνων ηγεμόνων, σύμφωνα με το Κορανικό εδάφιο 9:29)[3]. Η Συνθήκη του Ομάρ[2], η οποία καθόριζε τη μεταχείριση των μη μουσουλμάνων (dhimmis) υπό την Οθωμανική κυριαρχία[1], αποδεικνύει ότι οι Οθωμανοί εφάρμοζαν ένα καθεστώς ανισότητας και περιορισμών για τους χριστιανούς και τους εβραίους υπηκόους τους. Επιπλέον, ο Βρετανός διπλωμάτης Niven Kerr, σε διάφορες αναφορές του, τεκμηριώνει την καταπίεση και τις διακρίσεις που αντιμετώπιζαν οι Έλληνες της Κύπρου κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου[4].

Η λεγόμενη «ελληνοτουρκική ειρηνική συνύπαρξη» στην Κύπρο πρέπει πράγματι να εξεταστεί υπό το πρίσμα της μουσουλμανικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου οι Έλληνες βρισκόταν σε θέση υποτέλειας ως ζιμμήδες (dhimmis). Οι Τουρκοκύπριοι, αν και μειοψηφία στο νησί, είχαν πλεονέκτημα χάρη στη θέση ισχύος τους υπό την οθωμανική κυριαρχία και συχνά εκμεταλλεύονταν τους χριστιανούς. Η κοινωνική θέση των Ελλήνων της Κύπρου ήταν τέτοια που σπάνια τολμούσαν να αντιταχθούν στις πράξεις ή τις προθέσεις των Τουρκοκυπρίων.[5]. Η κατάσταση αυτή διατηρήθηκε όσο το νησί βρισκόταν υπό τον έλεγχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς η οθωμανική διοίκηση προστάτευε τα μουσουλμανικά προνόμια. Ωστόσο, η Ελληνική Επανάσταση του 1821 έφερε ένταση στις σχέσεις των δύο κοινοτήτων. Ο απόηχος της επανάστασης προκάλεσε ανησυχία και αντιδράσεις στους Τουρκοκυπρίους, καθώς η μουσουλμανική κυριαρχία άρχισε να αμφισβητείται. Οι Έλληνες της Κύπρου, ενθαρρυμένοι από τον αγώνα για ανεξαρτησία στην Ελλάδα, άρχισαν να αντιδρούν όχι μόνο στις θρησκευτικές αδικίες που υφίσταντο ως χριστιανοί υπό οθωμανική κυριαρχία, αλλά και στις εθνικές καταπιέσεις που αφορούσαν την ελληνική τους ταυτότητα. Η αφύπνιση αυτή οδήγησε σε συχνές συγκρούσεις και εντάσεις με την τουρκοκυπριακή κοινότητα και τις οθωμανικές αρχές, καθώς οι Έλληνες Κύπριοι άρχισαν να διεκδικούν τα δικαιώματά τους με μεγαλύτερη τόλμη.

Όταν ξεκίνησε η Επανάσταση, ο Τούρκος σουλτάνος διέταξε την αφόπλιση των Κυπρίων - κάτι που έγινε χωρίς αντίσταση. Ο Κυπριανός προσπάθησε να πείσει τους Κύπριους να υπακούσουν (κάτι παρόμοιο έκανε και ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄) και διαβεβαίωσε τον Τούρκο κυβερνήτη, Κιουτσούκ Μεχμέτ, για την υπακοή των Ελλήνων.[6]

Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, υπήρξαν προσπάθειες για συμμετοχή των Κυπρίων στον αγώνα για την ανεξαρτησία της Ελλάδας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Παρόλο που η Κύπρος δεν αποτέλεσε σημαντικό πεδίο μάχης, υπήρξε έντονη εθνική δραστηριότητα και υποστήριξη του επαναστατικού αγώνα. Αρκετοί ήταν οι εκ τής μεγαλονήσου Κύπρου αγωνιστές κατά την ελληνική επανάσταση προσφέροντας και αυτή την ίδια τη ζωή τους για την ελευθερία της Ελλάδας. Μάλιστα οι εκ Κύπρου αγωνιστές, μέλη τού Κυπριακού Ιερού Λόχου, διέθεταν και δική τους σημαία. Η σημαία αποτελούνταν από ένα άσπρο πανί στο οποίο υπήρχε ένας γαλάζιος σταυρός με επιγραφή: ΣΗΜΕΑ ΕΛΗΝΗΚΙ-ΠΑΤΡΗΣ ΚΗΠΡΟΥ [7].

Ο αρχιμανδρίτης Θεοφύλακτος Θησεύς διένειμε προκηρύξεις στη Λάρνακα, με σκοπό να ξεσηκώσει σε αγώνα τους Έλληνες της Κύπρου - κάτι που έχει καταγγελθεί από τον Τούρκο κυβερνήτη στην Υψηλή Πύλη.[6] Ο σουλτάνος επέτρεψε στον Κιουτσούκ να συλλάβει, να δημεύσει την περιουσία και να εκτελέσει αυτούς που συμμετείχαν σ' αυτό το κίνημα.[6]

Έχει υποστηριχθεί πώς οι απαρχές του κυπριακού ενωτικού κινήματος εντοπίζονται το 1830 με την έκκληση που έκανε ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Πανάρετος στον πρώτο Κυβερνήτη της Ελλάδας, τον Ιωάννη Καποδίστρια, ζητώντας του να αιτηθεί την ένταξη της Κύπρου στην Ελλάδα στις επικείμενες διαπραγματεύσεις του με ευρωπαίους ηγέτες, ενώ σημειώνεται πως ο Καποδίστριας έθεσε την Κύπρο εντός των ορίων της «νέας Ελλάδας».[8][9]

Σε απάντηση στη συμμετοχή των Κυπρίων στην Ελληνική Επανάσταση, οι Οθωμανοί κατέστειλαν βίαια την οποιαδήποτε εξέγερση στο νησί. Σημαντική ήταν η εκτέλεση του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού εκτελώντας ταυτόχρονα και άλλους ιεράρχες και πρόκριτους της Κύπρου, σε μια προσπάθεια να καταπνίξουν το εθνικό κίνημα και να αποφύγουν την επέκταση της Ελληνικής Επανάστασης στην Κύπρο Ήταν σε αυτό το στάδιο που οι ελληνοτουρκικές σχέσεις στην Κύπρο ξεκίνησαν μια πορεία αργής αλλά προοδευτικής επιδείνωσης.

Αγγλοκρατία

Επεξεργασία

Η αγγλοκρατία στην Κύπρο ξεκίνησε το 1878 και διήρκεσε μέχρι το 1960, όταν η Κύπρος απέκτησε ανεξαρτησία. Η Βρετανία απέκτησε τον έλεγχο του νησιού ως αποτέλεσμα της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως, που υπογράφηκε το 1878 μεταξύ της Βρετανίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Η Συνθήκη αυτή καθόρισε τους όρους με τους οποίους η Βρετανία ανέλαβε τη διοίκηση της Κύπρου. Τα κύρια σημεία της συμφωνίας περιλαμβάνουν:

  1. Διοίκηση της Κύπρου: Η Βρετανία ανέλαβε τη διοίκηση του νησιού για στρατηγικούς και στρατιωτικούς σκοπούς, διασφαλίζοντας την ασφάλεια και την τάξη στην περιοχή.
  2. Διατήρηση Οθωμανικής Κυριαρχίας: Αν και η Βρετανία είχε τη διοίκηση, η Οθωμανική Αυτοκρατορία διατηρούσε την κυριαρχία της, και οι Βρετανοί υποχρεώθηκαν να τηρούν τους νόμους και τις συνθήκες που ισχύουν για τους ντόπιους.
  3. Ενοίκιο: Σύμφωνα με τη Συνθήκη, οι Βρετανοί υποχρεώθηκαν να πληρώνουν ενοίκιο για τη χρήση της Κύπρου. Το ποσό καθορίστηκε σε 92.799 στερλίνες ετησίως.
  4. Διασφάλιση του ποσού: Το ποσό του ενοικίου διασφαλίστηκε μέσω εσόδων που προέρχονταν από φόρους και άλλες πηγές εισοδήματος που συλλέγονταν από την Κύπρο. Η Βρετανία φρόντισε να διατηρήσει τα έσοδα του νησιού σε επίπεδα που να διασφαλίζουν την ικανότητά της να καταβάλλει το ενοίκιο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι Βρετανοί συγκέντρωναν φόρους στην Κύπρο, και κάθε πλεόνασμα εσόδων αποστελλόταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μέσω του Βρετανικού Θησαυροφυλακίου. Ωστόσο, μετά την αδυναμία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να εξυπηρετήσει τα χρέη της, ο φόρος ενοικίου κατευθύνθηκε στην αποπληρωμή του οθωμανικού χρέους, οδηγώντας τελικά την βρετανική κυβέρνηση να κρατήσει το ποσό για την εξυπηρέτηση του χρέους.
  5. Προστασία των Οθωμανικών Ενδιαφερόντων: Η Βρετανία συμφώνησε να προστατεύσει τα συμφέροντα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένων των μειονοτήτων.
  6. Δικαίωμα Παρέμβασης: Η Βρετανία διατήρησε το δικαίωμα να παρέμβει στρατιωτικά αν υπήρχε κίνδυνος για τα συμφέροντά της ή αν η δημόσια τάξη στην Κύπρο διαταράσσονταν.

Η άφιξη των Βρετανών στην Κύπρο το 1878 είχε σημαντική επίδραση στα αισθήματα απελευθέρωσης των Ελληνοκυπρίων και τις φιλοδοξίες τους για ένωση με την Ελλάδα. Αρχικά, πολλοί Ελληνοκύπριοι θεωρούσαν τη βρετανική διοίκηση ως πιθανό μονοπάτι για την επίτευξη του διαρκούς πόθου τους για Ένωση. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, αυτό το αίσθημα εξελίχθηκε λόγω διαφόρων παραγόντων.[10]

Καθώς οι Βρετανοί εδραίωσαν τη διακυβέρνησή τους, οι Ελληνοκύπριοι άρχισαν να οργανώνονται πολιτικά και κοινωνικά, αντλώντας έμπνευση από τον Εθνικοαπελευθερωτικό Πόλεμο των Ελλήνων και τις ευρύτερες εθνικές κινήσεις στα Βαλκάνια. Αυτό το αυξανόμενο αίσθημα ταυτότητας συνέβαλε στις φιλοδοξίες τους για ένωση με την Ελλάδα.

Η προσφορά του 1915

Επεξεργασία

Το 1915 η Βρετανία έκανε πρόταση στην Ελλάδα να παραχωρηθεί η Κύπρος, αν εντασσόταν η Ελλάδα στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο μαζί της, αλλά ο φιλογερμανός βασιλιάς Κωνσταντίνος Α' απόρριψε την προσφορά. Είχε προηγηθεί η παραίτηση του Ελευθερίου Βενιζέλου, λόγω της αδιαλλαξίας του βασιλιά και ο σχηματισμός οικουμενικής κυβέρνησης από τον Αλέξανδρο Ζαΐμη. Τότε η Βρετανία, υπέβαλε πρόταση στην Ελλάδα στις 5/17 Οκτωβρίου 1915. Ο Ζαΐμης ζήτησε να δει πρώτα τον βασιλιά, και πέρασαν 48 ώρες μέχρι να τον συναντήσει. Τελικά, η απόφαση ήταν να απορρίψουν την πρόταση της Βρετανίας.[11]

Όταν μαθεύτηκε αυτή η προσφορά στη κοινή γνώμη αρκετά αργότερα, οι ελληνοκύπριοι απογοητεύτηκαν. Μετά τον πόλεμο, ο Βενιζέλος, δεν έκανε λόγο για την Κύπρο, όταν προωθούσε άλλες ελληνικές διεκδικήσεις, προφανώς γιατί ήθελε την εύνοια των Βρετανών. Οι Κύπριοι απέστειλαν αντιπροσωπία στο Λονδίνο για να ζητήσουν την Ενωση από τους Βρετανούς. Οι Βρετανοί υποστήριζαν τότε τις διεκδικήσεις του Βενιζέλου στην Θράκη και Μικρά Ασία. Ο Βενιζέλος επεδίωκε να υπαχθούν οι Κύπριοι στο εθνικό κέντρο, αλλά τα συμφέροντα της Ελλάδας προηγούνταν της Κύπρου. Οι κύπριοι διαβεβαίωσαν τον Βενιζέλο ότι θα ακολουθήσουν την πολιτική του, πιστεύοντας πως όταν δινόταν η ευκαιρία, οι Άγγλοι θα παρέδιδαν την Κύπρο στην Ελλάδα. Ωστόσο, οι Βενιζέλος έχασε τις εκλογές του 1920 και οι μοναρχικοί επέστρεψαν στην εξουσία, τους οποίους οι Άγγλοι αντιπαθούσαν. [12]

Οκτωβριανά

Επεξεργασία
Κύριο λήμμα: Οκτωβριανά

Τα Οκτωβριανά του 1931 ήταν ο επόμενος κομβικός σταθμός του κινήματος της Ενώσεως καθώς όξυναν την αντιπαράθεση με την Βρετανική αυτοκρατορία.[13] Τα Οκτωβριανά ξεκίνησαν με μια πύρινη ομιλία του μητροπολίτη Κιτίου Νικόδημου Μυλωνά στην Λεμεσό στις 18 Οκτωβρίου, ενώ στις 21 Οκτωβρίου, πλήθος ελληνοκυπρίων βάδισαν προς το Κυβερνείο του νησιού και το πυρπόλησαν. Ξέσπασαν ταραχές τις επόμενες μέρες σε όλα τα αστικά κέντρα και στην ύπαιθρο. Στις ταραχές συμμετείχε, πέρα της Εθναρχίας, και το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου. [14] Τα Οκτωβριανά ακολούθησε η περίοδος της Παλμεροκρατίας, μια περίοδος όπου σκληρά μέτρα επιβλήθηκαν στον πληθυσμό της Κύπρου. Τα μέτρα αυτά οδήγησαν σε περαιτέρω ενίσχυση του κινήματος για Ένωση, η οποία εκφράστηκε με τον αγώνα της ΕΟΚΑ το 1955.[15]

Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος

Επεξεργασία

Ο επόμενος σταθμός πάντως ήταν ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος. Τόσο οι εθνικιστές, όσο και οι κομμουνιστές ελληνοκύπριοι ήταν στο ίδιο στρατόπεδο με τους βρετανούς. Αυτό οδήγησε σε αισιοδοξία ότι με το επιτυχημένο τέλος του πολέμου, οι Βρέτανοί θα παρέδιδαν την Κύπρο στην Ελλάδα, ως ανταμοιβή του αγώνα της Ελλάδας. Οι Βρετανοί φρόντισαν να ενισχύσουν αυτό το φορτισμένο κλίμα με το σύνθημα "Fight for Freedom and Greece" (Πολέμησε για την Ελευθερία και την Ελλάδα).[13]

Κομμουνιστικό Κόμμα, ΑΚΕΛ και Ένωσις

Επεξεργασία

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου (ΚΚΚ), από τις αρχές της ίδρυσης του το 1922, είχε οικονομικά και κοινωνικά θέματα στην ατζέντα του. Δήλωνε πως ο αγώνας της Ένωσης το άφηνε αδιάφορο, ενώ στο πρόγραμμα του υποστήριζε το ξεπέρασμα του Καπιταλισμού μέσω μιας δημοκρατίας εργατικών ενώσεων. Αργότερα, στο 6ο Συνέδριο (1949) αποφάσισε να επιδιώξει την ένωση με ειρηνικούς και μαζικούς αγώνες. Επέλεξε να κρατήσει ουδετερότητα στον αγώνα της ΕΟΚΑ.

Στα Οκτωβριανά πάντως συμμετείχε, όταν με μια συμβολική κίνηση, ο γενικός γραμματέας του ΚΚΚ, Χαράλαμπος Βατυλιώτης φίλησε το χέρι του Αρχιεπισκόπου. Με το τέλος των Οκτωβριανών, η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος εξορίστηκε, το κόμμα κηρύχθηκε παράνομο και η κατοχή κομμουνιστικών βιβλιων επέφερε ποινή φυλάκισης δύο ετών.[16][17]

To 1949 το ΑΚΕΛ (η μετεξέλιξη του ΚΚΚ) έκανε στροφή στο ζήτημα της Ενώσεως. Στο 6ο συνέδριο του κόμματος, εκλέχθηκε ο Εζεκίας Παπαϊωάννου και υπερίσχυσε η γραμμή που ζητούσε την Ενωση. Οι πραγματιστές και φιλελεύθεροι του κόμματος, όπως ο προηγούμενος γενικός γραμματέας Πλουτής Σέρβας, παραγκωνίστηκαν. Η στροφή του ΑΚΕΛ υπέρ της ένωσης ήταν παράξενη, δεδομένου στην Ελλάδα είχαν μόλις ηττηθεί οι κομμουνιστές και το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν παράνομο. Μια εξήγηση είναι πως ήθελε η ηγεσία του ΑΚΕΛ να μην αφήσει το ζήτημα της ένωσης στα χέρια της Δεξιάς και της Εκκλησίας. Επιπλέον, δεδομένου ότι να επιτευχθεί Ένωση φάνταζε απίθανο, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως πιεστικός μοχλός κατά των Βρετανών και της κυβέρνησης της Ελλάδας, οι οποίοι δεν θα επιδίωκαν πράγματι την Ενωση.[18]

Η στάση που επέλεξε το ΑΚΕΛ να κρατήσει απέναντι στον Ενωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ ήταν η ουδετερότητα. Αυτό εξέθεσε το ΑΚΕΛ ως αντιπατριωτικό κόμμα, κάτι που ακούγεται ως σήμερα.[19] Το ΑΚΕΛ όποια απόφαση και να λάμβανε, θα ήταν λάθος.[19] Το ΑΚΕΛ και Γρίβας έβλεπαν ο ένας τον άλλο με καχυποψία. Τον Αύγουστο του 1957, ξεκίνησε επίθεση κατά της Αριστεράς, κατηγορώντας τους για συνεργασία με τους Βρετανούς. Οι Βρετανοί έκαναν ότι μπορούσαν για να δημιουργήσουν αυτή την ένταση. Στα τέλη του Αυγούστου 1959, μέλη της ΕΟΚΑ επιτέθηκαν σε μέλη και οικήματα της ΠΕΟ (συνδικαλιστικής οργάνωσης του ΑΚΕΛ), ενώ αργότερα προέβησαν σε δολοφονίες προδοτών[20]. Συνολικά σε όλη την διάρκεια του Αγώνα της ΕΟΚΑ, σκοτώθηκαν 23 μέλη του ΑΚΕΛ.[20]

Τούρκοι και Τουρκοκύπριοι

Επεξεργασία

Οι Τουρκοκύπριοι, λιγότεροι αριθμητικά, δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα όσο το νησί ανήκε στους Οθωμανούς. Η κατάσταση όμως άλλαξε άρδην με την Ελληνική Επανάσταση και την απαρχή του κινήματος της Ένωσης. Οι Τουρκοκύπριοι ανησυχούσαν με την αναδυόμενη δύναμη της Εκκλησίας, οι Τούρκοι εκτέλεσαν δημόσια τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου όπως και άλλους επιφανής Χριστιανούς για να καταπνίξουν οποιαδήποτε αντίσταση, αν και υπήρχαν ελάχιστες αποδείξεις ότι Κύπριοι βοηθούσαν τους Έλληνες της ηπειρωτικής χώρας. Σε αυτό το στάδιο οι ελληνοτουρκικές σχέσεις στην Κύπρο ξεκίνησαν μια πορεία αργής αλλά προοδευτικής επιδείνωσης που τελικά οδήγησε πρώτα σε διαμάχες και μετά σε πόλεμο. Η βασική αιτία ήταν το άσβεστο αίτημα των Κυπρίων για Ένωση με την Ελλάδα.

Κατά την διάρκεια της Αγγλοκρατίας, οι τουρκοκύπριοι εναντιώθηκαν στην ιδέα της Ενώσεως.[21] Η κατάρρευση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και η διωγμοί μουσουλμάνων από περιοχές που έλεγχε προηγουμένως η αυτοκρατορία, δημιούργησαν το λεγόμενο σύνδρομο της Κρήτης.[22][23] Μπροστά στο δίλημμα «υπαγωγή στους Βρετανούς ή σε Ελληνικό κράτος;» η απάντηση ήταν εύκολη.[24] Στο δημοψήφισμα για ένωση το 1950, οι τουρκοκύπριοι έκαναν μεγάλη διαδήλωση στην Λευκωσία και απαιτούσαν από την αγγλική κυβέρνηση να μην πραγματοποιηθεί. Κατά την διάρκεια του αγώνα της ΕΟΚΑ, ιδρύθηκε η υπερεθνικιστική τρομοκρατική οργάνωση ΤΜΤ.

Το 1955, δημιουργήθηκε η μαχητική Εθνική Οργάνωσις Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ) που έδρασε κατά την χρονική περίοδο 1955-1959 για την απελευθέρωση της Κύπρου από την Βρετανική κυριαρχία και την ένωσή της με την Ελλάδα, ενάντια των μέτρων που είχε λάβει ο νέος τότε κυβερνήτης και πρώην στρατάρχης Τζ. Χάρτινγκ που προηγουμένως είχε καταπνίξει παρόμοιο κίνημα στη Κένυα. Τελικά, με τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, ίδρύθηκε ένα δικοινοτικό κράτος, το οποίο δεν ήταν η Ένωσις που οραματίζονταν οι αγωνιστές της ΕΟΚΑ.

Κυπριακή Δημοκρατία

Επεξεργασία

Η ιδέα της Ενώσεως δεν εγκαταλείφθηκε αμέσως. Κατά τη διάρκεια της προεδρικής εκστρατείας του 1968 ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ΄ δήλωσε ότι η Ένωση ήταν «επιθυμητή» ενώ η ανεξαρτησία ήταν «πιθανή». Αυτή η δήλωση τον ξεχώρισε από το κίνημα που επιθυμούσε «μόνο και μόνο την Ένωση». Οι σκληροπυρηνικοί υπέρμαχοι της Ενώσεως κατέφυγαν στην τρομοκρατία.[25] Το 1971 δημιουργήθηκε η ΕΟΚΑ Β' με αυτό το σκοπό, υπό την αρχηγία του Γεώργιου Γρίβα - Διγενή. Η οργάνωση συμμετείχε στο στρατιωτικό πραξικόπημα του 1974 εναντίον του Μακαρίου, το οποίο οργανώθηκε και υποστηρίχθηκε από την στρατιωτική δικτατορία στην Ελλάδα. Η τουρκική κυβέρνηση αντέδρασε αρχικά με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974 .

Μετά το 1974

Επεξεργασία

Σήμερα η Κύπρος παραμένει διαμελισμένη, με αποτέλεσμα η ελληνική κοινότητα να κατοικεί στις ελεύθερες περιοχές υπό την κυριαρχία της επίσημα αναγνωρισμένης Κυπριακής Δημοκρατίας και η τουρκική κοινότητα να κατοικεί στη μη αναγνωρισμένη από τον ΟΗΕ «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου». Οι Ελληνοκύπριοι έχουν ταυτιστεί έντονα με την Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία μετά τα γεγονότα του 1974, έχει μείνει αποκλειστικά υπό τον έλεγχό τους. Η Κυπριακή Δημοκρατία ως ένα διεθνώς αναγνωρισμένο κράτος και πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 2004 τηρεί στενές σχέσεις με την Ελλάδα αλλά η Ένωσις δεν είναι πλέον στόχος κανενός πολιτικού κόμματος.

Το 2017, στην Κυπριακή Δημοκρατία τα ελληνοκυπριακά κόμματα, πλην του ΑΚΕΛ, πέρασαν νόμο για να εορτάζεται το Ενωτικό Δημοψήφισμα στα σχολεία, κάτι που καταδίκασε η Τουρκία.[26]

Σημειώσεις

Επεξεργασία

Δείτε επίσης

Επεξεργασία

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 Εγκυκλοπέδια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας λήμμα "dhimmi (zimmi)", σ. 185.
  2. 2,0 2,1 Εγκυκλοπέδια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας λήμμα "dhimmi Pact of Umar", σ. 185.
  3. Βλ. Κοράνιο 9:29
  4. Εγκυκλοπέδια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας λήμμα "dhimmi (zimmi)", σ. 185.
  5. Jennings, Ronald. *Christians and Muslims in Ottoman Cyprus and the Mediterranean World, 1571-1640*. New York University Press, ISBN-10 :08147418191993
  6. 6,0 6,1 6,2 9η Ιουλίου 1821 εν Λευκωσία[νεκρός σύνδεσμος], «Ελληνική Αντίσταση»
  7. Τελετή παράδοσης αντιγράφου της σημαίας των Κυπρίων αγωνιστών της επανάστασης του 1821
  8. Παπαπολυβίου 2014.
  9. Koumoulides 1986, σελ. 118.
  10. Theodoulou, Michael. "The Cyprus Problem: A Historical Overview." Cyprus Review, 2010.
  11. Παπαπέτρου 2015.
  12. Richter 2010, σελ. 27.
  13. 13,0 13,1 Michael 2015, σελ. 125.
  14. Rappas 2014, σελ. 1-6.
  15. Rappas 2014, σελ. 8.
  16. Rappas 2014, σελ. 2&8.
  17. Richter 2010, σελ. 33.
  18. Richter 2010, σελ. 40.
  19. 19,0 19,1 Richter 2010, σελ. 53.
  20. 20,0 20,1 Richter 2010, σελ. 77.
  21. Editors of Britanicca 2018.
  22. Κτωρής 2013, σελ. 80.
  23. Kizilyürek 2001, σελ. 198 - 199:The Turkish Cypriot nationalism mainly developed in reaction to the Greek Cypriot national desire for union with Greece. In the desire of the Greek Cypriots to unify with Greece, the Turkish Cypriot community saw a danger to its own existence. This perception of threat is partly related to the historical experience of the dissolution of the Ottoman Empire in a period of national movements, which ended up in creating independent nation states. The experiences of the Muslim population in the Balkans, where national struggles caused atrocities and deportation, were the main points of reference in the construction of Turkish Cypriot nationalism. Particularly, the example of Crete was to become among the Turkish Cypriots what can be called a ‘‘Crete syndrome’’. Crete’s attempts to unify with Greece and, finally, the realization of this dream of union in 1912 had resulted in the deportation of the Muslim population of the island and its emigration to Turkey. A few years later (1922), the expedition of the Greek army to Asia Minor increased the fears of uprooting among the Turkish Cypriots
  24. Papageorgiou 1997, σελ. 61.
  25. Michael 2015, σελ. 128.
  26. «Turkey slams Greek Cyprus' Enosis move». Hürriyet Daily News. 15 Φεβρουαρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 2018. 

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία