Η Βαγξία η ακανθώδης (Banksia aculeata) είναι είδος φυτού της οικογένειας των Πρωτεΐδων (Proteaceae), το οποίο προέρχεται από την περιοχή Στέρλινγκ στα νοτιοδυτικά της Δυτικής Αυστραλίας. Είναι θάμνος που φτάνει έως τα 2 μέτρα ύψος, έχει πυκνό φύλλωμα και φύλλα με πολύ αγκαθωτά πριονωτά άκρα. Οι ασυνήθιστα ροζ, εκκρεμείς (κρεμάμενες) ταξιανθίες, είναι γενικά κρυμμένες στο φύλλωμα και εμφανίζονται κατά τις αρχές του καλοκαιριού. Αν και συλλέχθηκε από τον φυσιοδίφη Τζέιμς Ντράμοντ στη δεκαετία του 1840, η Banksia aculeata δεν περιγράφηκε επισήμως έως το 1981, οπότε περιγράφτηκε από τον Άλεξ Τζορτζ στη μονογραφία του γένους.

Βαγξία η ακανθώδης

Κατάσταση διατήρησης

Προτεραιότητα 2 — Ελάχιστες πληροφορίες ταξινομίας (DEC)
Συστηματική ταξινόμηση
Γένος: Βαγξία
Είδος: Βαγξία η ακανθώδης

Η Banksia aculeata είναι ένα σπάνιο φυτό, βρίσκεται σε χαλικώδη εδάφη στις υπερυψωμένες περιοχές. Ιθαγενές σε ένα περιβάλλον το οποίο καίγεται από περιοδικές πυρκαγιές, καίγεται από τις πυρκαγιές και μετά αναγεννιέται από τους σπόρους του. Σε αντίθεση με άλλες δυτικές αυστραλιανές βαγξίες, φαίνεται να έχει κάποια αντίσταση στον ωομύκητα Phytophthora cinnamomi.

Περιγραφή Επεξεργασία

 
Διάγραμμα όπου φαίνονται τα μέρη ενός ώριμου άνθους. Σε αυτό το παράδειγμα το περιάνθιο χωρίζεται στον κάλυκα (σέπαλα) και την στεφάνη (πέταλα).

Ένα θαμνώδες χαμόκλαδο, η Banksia aculeata φτάνει έως τα 2 metres (7 ft) ύψος, με σχισμένο γκρι φλοιό στον κορμό και τα κλαδιά της. Σε αντίθεση με πολλά άλλα είδη banksia, δεν έχει ξυλώδη βάση ή ξυλώδη κόνδυλο (lignotuberus). Τα φύλλα έχουν μήκος 4–9 cm (1 123 12 in) και πλάτος 080–3 cm (31 121 14 in), με αιχμηρούς άκαμπτους λοβούς στα άκρα.[1] Εμφανιζόμενες το Φεβρουάριο και το Μάρτιο,[2] οι κυλινδρικές αιχμές των ανθέων—γνωστές ως ταξιανθίες—ποικίλουν σε μήκος από 6–9 cm (2 143 12 in), αναπτυσσόμενες επί των άκρων των ηλικίας 2–3 ετών βραχέων φυλλωδών κλάδων. Κρεμάμενα παρά αναπτυσσόμενα ευθυτενώς όπως εκείνα των περισσότερων άλλων banksias, αποτελούνται από μια κεντρική ξύλινη ακίδα ή άξονα, από την οποία πολλά συμπαγή ατομικά άνθη προκύπτουν καθέτως. Αυτές οι φυτικές μονάδες αποτελούνται από ένα λείο σωληνοειδές περιάνθιο,[Σημ. 1] το οποίο περιβάλλει τα γεννητικά όργανα του λουλουδιού. Το περιάνθιο έχει μήκος 3,0–4,3 cm (1 141 34 in) και είναι χρώματος ροζ στη βάση, σταδιακά μετατρεπόμενο σε κρεμ. Στο τέλος του ανθοφόρου οφθαλμού (μπουμπούκι), στο άκρο του το περιάνθιο, έχει ένα χαρακτηριστικό τετραγωνικό σχήμα. Ακολούθως, διασπάται στην άνθηση για να αποκαλύψει τον ομαλό ευθύ ύπερο του άνθους, ο οποίος είναι ελαφρώς βραχύτερος από την περιβάλλουσα δομή του, μήκους 3,0–4,2 cm (1 141 34 in).[3] Ο καρποφόρος κώνος, είναι μια εξογκωμένη ξυλώδης ακίδα στην οποία έχουν ενσωματωθεί έως και 20 μαζικά θυλάκια, τα μαραμένα τεμάχια των λουλουδιών επιμένουν να βρίσκονται στην ακίδα, δίνοντάς της μια τριχωτή εμφάνιση.[1] Ωοειδούς σχήματος, τα ωοθυλάκια είναι ρυτιδωμένα στην υφή και καλυμμένα με λεπτές τρίχες. Έχουν μήκος 3,0–4,5 cm (1 141 34 in), ύψος 2,5–3,0 cm (1–1 14 in) και πλάτος 2,0–2,5 cm (34–1 in).[3]

Ο σπόρος έχει σχήμα ωοειδές με μήκος 4–5 cm (1 58–2 in) και αρκετά πεπλατυσμένος. Αποτελείται από το σφηνοειδές σώμα του σπόρου (το οποίο περιέχει το εμβρυϊκό φυτό), μήκους 1,0–1,2 cm (3812 in), πλάτους 1,5–1,8 cm (5834 in) και ένα χαρτώδες φτερό. Η μία πλευρά, που ονομάζεται εξωτερική επιφάνεια, είναι γκρίζα και ζαρωμένη και η άλλη είναι μαύρη και ελαφρώς λαμπυρίζουσα. Οι σπόροι διαχωρίζονται από έναν σθεναρό σκούρο καφέ διαχωριστή σπόρων ο οποίος έχει περίπου το ίδιο σχήμα με τους σπόρους με μια καχεξία εκεί όπου το σώμα του σπόρου κάθεται δίπλα του στο περικάρπιο. Γνωστοί ως κοτυληδόνες, το πρώτο ζεύγος των φύλλων που παράγονται από τα σπορόφυτα είναι σφηνοειδή και έχουν μήκος 1,1–1,2 cm (3812 in) και πλάτος 1,9 cm (34 in). Είναι θαμπά σκουροπράσινα, μερικές φορές με κοκκινωπή χροιά και το περιθώριο της σφήνας είναι καμπύλο. Ο λοβός στη βάση του φύλλου της κοτυληδόνας είναι αιχμηρός και έχει μήκος 3 cm (1 18 in). Το υποκοτύλιο [Σημ. 2] είναι παχύ, απαλό και σκούρο κόκκινο. Τα αντωοειδή [Σημ. 3] προς επιμήκη φύλλα δενδρυλλίων έχουν μήκος 4-9 cm (1½-3½ in) 4–9 cm (1 123 12 in) και πλάτος 2,0–2,5 cm (34–1 in) με πριονωτά περιθώρια, κοιλώματα σχήματος "ν" και αιχμηρούς οδόντες.[3] Η συγγενική Banksia caleyi είναι παρόμοια στην εμφάνιση, αλλά μπορεί να ξεχωρίσει από τα ανακυρτωμένα (προς τα κάτω καμπύλα) τα περιθώρια φύλλων, τα μικρότερα περικάρπια και τα περιάνθια. Τα λουλούδια του εμφανίζονται από τον Οκτώβριο έως τον Δεκέμβριο.[2]

Ταξινομική Επεξεργασία

Η Banksia aculeata συλλέχθηκε για πρώτη φορά από τον Τζέιμς Ντράμοντ σε ένα από τα τρία ταξίδια του στην περιοχή Στέρλινγκ μεταξύ του 1843 και του 1848, αν και δεν τη θεωρούσε ξεχωριστή από την B. caleyi—αυτή αναγνωρίστηκε από τον Άλεξ Τζορτζ, ένα μόλις αιώνα αργότερα. Ο Τζορτζ περιέγραψε την B. aculeata το 1981 στη μονογραφία του «Το γένος Banksia L.f. (Proteaceae)». Για τον τύπο του είδους, ο Τζορτζ επέλεξε ένα δείγμα το οποίο συνέλεξε στις 20 Μαρτίου 1972 από την οδό Τσέστερ Πας στην Περιοχή Στέρλινγκ, ανατολικά του Κράνμπρουκ. Του έδωσε το συγκεκριμένο επίθετο aculeata (Λατινικά: "αιχμηρό"), σε σχέση με τους αιχμηρούς λοβούς των φύλλων.[3]

Ο Τζορτζ κατέταξε την B. aculeata στην B. υπογένος Banksia γιατί η ταξιανθία του είναι μια τυπική ακίδα λουλουδιών Banksia· στην B. τμήμα Banksia λόγω των ίσιων στυλ (styles)[Σημ. 4] και Banksia ser. Tetragonae λόγω των αιωρουμένων ταξιανθιών της. Θεώρησε τον πλησιέστερο συγγενή να είναι η B. caleyi, από την οποία διαφέρει έχοντας στενότερα φύλλα με λιγότερους μεγαλύτερους λοβούς· μακρύτερα περιάνθια, τα οποία βαθμολογούνται από ερυθρά σε κρεμ και όχι από κρεμ σε ερυθρά· βραχύτερους ύπερους ανθέων· και επίσης διαφορές στα περικάρπια, σπόρους και τον χρόνο ανθοφορίας.[3]

Το 1996, οι Κέβιν Θιλ και Πολίν Λαντίζ δημοσίευσαν τα αποτελέσματα μίας κλαδικής ανάλυσης των μορφολογικών χαρακτήρων της Banksia. Διατήρησαν τα υπογένη του George και πολλές από τις σειρές του, αλλά απέρριψαν τα τμήματά του. Η B. ser. Tetragonae του Τζορτζ βρέθηκε να είναι μονοφυλετική και συνεπώς διατηρήθηκε· και οι αναλύσεις τους για τις σχέσεις εντός των σειρών υποστήριξαν την τοποθέτηση της B. aculeata παραπλεύρως της B. caleyi.[4]

 
Αιχμές λουλουδιών στην πρώιμη φάση του ανθοφόρου οφθαλμού (μπουμπουκιού).

Η τοποθέτηση της B. aculeata στη διευθέτηση των Thiele και Ladiges, δύναται να συνοψιστούν ως εξής:[4]

Banksia
B. υπογένος Isostylis (3 είδη)
B. elegans (ανιεράρχητη βαθμίδα)
B. υπογένος Banksia
B. ser. Tetragonae
B. elderiana
B. lemanniana
B. caleyi
B. aculeata

Η διευθέτηση των Θιλ και Λαντίζ δεν έγινε αποδεκτή από τον Τζορτζ και απορρίφθηκε στην αναθεώρηση του 1999. Το 1999, υπό την διευθέτηση του Τζορτζ η τοποθέτηση της B. aculeata ήταν όπως παρακάτω:[1]

Banksia
B. υπογένος Banksia
B. sect. Banksia
B. ser. Salicinae (11 είδη, 7 υποείδη)
B. ser. Grandes (2 είδη)
B. ser. Banksia (8 είδη)
B. ser. Crocinae (4 είδη)
B. ser. Prostratae (6 είδη, 3 ποικιλίες)
B. ser. Cyrtostylis (13 είδη)
B. ser. Tetragonae
B. lemanniana
B. caleyi
B. aculeata

Από το 1998 ο Όστιν Μαστ δημοσιεύει αποτελέσματα συνεχιζόμενων κλαδιστικών αναλύσεων δεδομένων ακολουθίας DNA, για την υποφυλή Banksiinae. Οι αναλύσεις του υποδηλώνουν μια φυλογένια[Σημ. 5] η οποία είναι μάλλον διαφορετική από τις προηγούμενες ταξινομικές ρυθμίσεις, αλλά υποστηρίζουν την τοποθέτηση της B. aculeata παραπλεύρως της B. caleyi σε ένα κλάδο ο οποίος αντιστοιχεί στενά με την B. ser. Tetragonae.[5][6][7] Μια μοριακή μελέτη του 2013 από τον Μάρσελ Καρντίγιο και συνεργάτες που χρησιμοποίησε το χλωροπλαστικό DNA και συνδυάζοντάς την με προηγούμενα αποτελέσματα, διαπίστωσε ότι η B. aculeata ήταν αδελφή με την B. lemanniana και ότι η Β. Caleyi ήταν ο επόμενος πλησιέστερος συγγενής.

Στις αρχές του 2007 οι Μαστ και Θιλ ξεκίνησαν μια αναδιάταξη μεταφέροντας τη Dryandra στην Banksia και δημοσιεύοντας την B. υπογένος Spathulatae για τα είδη που έχουν κοτυληδόνες σε σχήμα κουταλιού· με αυτόν τον τρόπο επαναπροσδιόρισαν επίσης το autonym B. υπογένος Banksia. Προέβλεψαν δημοσιεύοντας μια πλήρη ρύθμιση μόλις ολοκληρώθηκε η δειγματοληψία DNA της Dryandra· εν τω μεταξύ, αν οι ονοματολογικές μεταβολές των Mast και Thiele ληφθούν ως προσωρινή ρύθμιση, τότε η B. aculeata τοποθετείται στην B. υπογένος Banksia.[8]

Διανομή και φυσικό περιβάλλον Επεξεργασία

 
Διανομή εντός της Δυτικής Αυστραλίας.

Η B. aculeata είναι εγγενής στους πρόποδες της περιοχής Στέρλινγκ στα νοτιοδυτικά της Δυτικής Αυστραλίας, απαντάται σε υψόμετρο μεταξύ 250 και 500 μέτρων (825 και 1.650 ποδών), σε θαμνότοπους σε χαλικώδη, αργιλώδη εδάφη.[9] Η ετήσια βροχόπτωση είναι περίπου 600 mm (24 in).[2] Πρόκειται για ένα αρκετά σπάνιο φυτό, με τους περισσότερους πληθυσμούς να αποτελούνται από λιγότερα από 100 φυτά.[9] Με αρκετά μικρούς πληθυσμούς και στενή διανομή, η B. aculeata θεωρείται σπάνια, αλλά προς το παρόν δεν χαρακτηρίζεται ως απειλούμενο είδος, επειδή τουλάχιστον ορισμένοι πληθυσμοί θεωρούνται ότι δεν απειλούνται άμεσα. Το Τμήμα Περιβάλλοντος και Διατήρησης της Κρατικής Κυβέρνησης της Δυτικής Αυστραλίας κατατάσσει τη χλωρίδα ως "Προτεραιότητας Δύο – Πτωχής Γνώσης".[10]

Οικολογία Επεξεργασία

Όπως και πολλά φυτά στη νοτιοδυτική Αυστραλία, η Banksia aculeata είναι προσαρμοσμένη σε ένα περιβάλλον στο οποίο οι θαμνώδεις πυρκαγιές είναι σχετικά συχνές. Τα περισσότερα είδη της Banksia μπορούν να τοποθετηθούν σε μία από τις δύο ευρείες ομάδες ανάλογα με την αντίδρασή τους στη φωτιά: τα φυτά επανασποράς (reseeders)[Σημ. 6] σκοτώνονται από την πυρκαγιά, αλλά η πυρκαγιά πυροδοτεί επίσης την απελευθέρωση της τράπεζας σπόρων θόλου (canopy seed bank),[Σημ. 7] προωθώντας έτσι την στρατολόγηση της επόμενης γενιάς· τα επαναβλαστούμενα (resprouters)[Σημ. 8] επιβιώνουν από την πυρκαγιά, επαναβλαστάνοντας από ένα λιγνοκόνδυλο (lignotuber)[Σημ. 9] ή σπανιότερα, epicormic[Σημ. 10] ανθοφόρων οφθαλμών (μπουμπουκιών) προστατευμένων από χονδρό φλοιό.[11] Η B. aculeata σκοτώνεται από πυρκαγιά επειδή δεν διαθέτει ούτε χονδρό προστατευτικό φλοιό ούτε λιγνοκόνδυλο από τον οποίο να αναπαραχθεί. Είναι σεροτινικό[Σημ. 11][Παρ. Σημ. 1] - συσσωρεύει μια τράπεζα σπόρων θόλων η οποία απελευθερώνεται μόνο ως απάντηση σε πυρκαγιά - έτσι οι πληθυσμοί συνήθως αναρρώνουν γρήγορα μετά από μια πυρκαγιά, αλλά αυτή η στρατηγική την καθιστά εξαρτώμενη σε ένα καθεστώς πυρκαγιών. Τα φυτά χρειάζονται τρία έως τέσσερα έτη για να φτάσουν στην ανθοφορία μετά από μια πυρκαγιά.[9]

Δεν έχουν παρατηρηθεί επικονιαστές,[9] και η περίοδος ανθοφορίας είναι σύντομη σε σύγκριση με άλλες banksias. Εντούτοις, τα άνθη εμφανίζονται όταν δεν υπάρχουν άλλα, προσφέροντας έτσι μια πολύτιμη πηγή τροφής προς τα ζώα.

Η B. aculeata έχει αναφερθεί ως ευαίσθητη στην αποκοπή (die-back)[Σημ. 12] από την Phytophthora cinnamomi, μια μούχλα που γεννάται στο έδαφος,[12] αλλά σε μια μελέτη του 2008 αυτή η παθογένεια διαπιστώθηκε να μην έχει άμεσο αντίκτυπο στο είδος. Ως αποτέλεσμα αυτής της εύρεσης, μαζί με το χαμηλό ποσοστό των πληθυσμών που έχουν μολυνθεί ή αντιμετωπίζουν επικείμενη μόλυνση, το είδος κατετάγη ως έχον πολύ χαμηλό κίνδυνο εξαφάνισης.[13]

Καλλιέργεια Επεξεργασία

Η Banksia aculeata αναπτύσσεται αργά, γενικά χρειάζεται πέντε έως έξι έτη για να ανθίσει από σπόρο,[2] αν και υπάρχει αναφορά για την ανθοφορία της σε τρία χρόνια στο Στράθμερτον της Βικτόρια.[14] Όσον αφορά τις δυνατότητές του ως διακοσμητικό φυτό, ο Άλεξ Τζορτζ παρατηρεί ότι τα άνθη είναι έντονα χρωματισμένα αλλά έχουν μια σύντομη ζωή και καλύπτονται από το φύλλωμα, το οποίο είναι αρκετά ακανθώδες. Παρόλα αυτά, θεωρεί ελκυστικά τόσο το νέο φύλλωμα όσο και το φυτό.[15] Αυτό το είδος μπορεί να αναπτυχθεί σε μια σειρά τύπων εδάφους, εφόσον παρέχουν καλή αποστράγγιση. Το ονομαστικό εύρος pH του εδάφους είναι από 5,5 έως 6,5. Προτιμάει τον πλήρη ήλιο, αν και θα αναπτυχθεί σε μερικώς σκιασμένες καταστάσεις, παράγοντας λιγότερα άνθη. Θα ανεχθεί το ελαφρύ κλάδεμα.[2][15]


Σημειώσεις Επεξεργασία

  1. Το περιάνθιο (perianth) και που μερικές φορές ονομάζεται «περιγόνιον» (perigonium) ή (perigon)), είναι το μη αναπαραγωγικό μέρος του λουλουδιού και η δομή του που σχηματίζει ένα περίβλημα γύρω από τα γεννητικά όργανα, αποτελείται από τον κάλυκα (σέπαλα) και την στεφάνη (πέταλα). Ο όρος περιάνθιο προέρχεται από το ελληνικό «περί», που σημαίνει γύρω από και «άνθος», που σημαίνει λουλούδι, ενώ το «περιγόνιον» προέρχεται από το «γόνος», που σημαίνει σπόρος, δηλαδή τα γεννητικά όργανα (βλέπε σχετικό διάγραμμα).
  2. Το υποκοτύλιο (hypocotyl) είναι το τμήμα του στελέχους ενός φυτού εμβρύου κάτω από τα στελέχη των φύλλων σπόρων ή των κοτυληδόνων και ακριβώς πάνω από τη ρίζα.
  3. Obovate είναι (ένα φύλλο) ωοειδούς σχήματος με το στενότερο άκρο του προς τη βάση.
  4. Στύλος (style), είναι το επίμηκες τμήμα ενός καρπόφυλλου ή μιας ομάδας συγχωνευμένων καρπόφυλλων, μεταξύ των ωοθηκών και του στίγματος.
  5. Ένα φυλογενετικό δέντρο ή εξελικτικό δένδρο είναι ένα διάγραμμα διακλάδωσης ή «δέντρο» το οποίο δείχνει τις εξελικτικές σχέσεις μεταξύ διαφόρων βιολογικών ειδών ή άλλων οντοτήτων — τη φυλογενίτιδα τους — που βασίζεται σε ομοιότητες και διαφορές στα φυσικά ή γενετικά τους χαρακτηριστικά. Όλη η ζωή στη Γη είναι μέρος ενός ενιαίου φυλογενετικού δέντρου, υποδεικνύοντας κοινή καταγωγή.
  6. Reseed είναι να διατηρηθεί (από μόνο του) με αυτοσπειρωμένους σπόρους.
  7. Τράπεζα σπόρων θόλου (canopy seed bank) ή μια τράπεζα εναέριων σπόρων είναι το σύνολο των βιώσιμων σπόρων που αποθηκεύονται από ένα φυτό στο θόλο του. Οι τράπεζες σπόρων θόλου απαντώνται σε φυτά που για κάποιο λόγο αναβάλλουν την απελευθέρωση σπόρων.
  8. Τα επαναβλαστούμενα (resprouters) είναι φυτικά είδη τα οποία είναι σε θέση να επιβιώσουν από την πυρκαγιά με την ενεργοποίηση αδρανοποιημένων φυτικών ανθοφόρων οφθαλμών (μπουμπουκιών) για την παραγωγή επαναβλάστησης.
  9. Ένας λιγνοκόνδυλος (lignotuber) είναι ένα ξυλώδες πρήξιμο του στελέχους κάτω ή λίγο πάνω από το έδαφος· περιέχει τυχαίους ανθοφόρους οφθαλμούς (μπουμπούκια) από τους οποίους μπορούν να αναπτυχθούν νέοι βλαστοί, π.χ. μετά από φωτιά.
  10. Το epicormic λέγεται για βλαστούς ανθοφόρων οφθαλμών (μπουμπουκιών) ή λουλουδιών τα οποία αναπτύσσονται από τα παλαιά ξύλα των δέντρων, ειδικά μετά από τραυματισμό ή πυρκαγιά.
  11. Η σεροτίνη (serotiny) είναι μια οικολογική προσαρμογή η οποία εκδηλώνεται από μερικούς σπόρους φυτών, όπου η απελευθέρωση των σπόρων συμβαίνει σε απόκριση μιας περιβαλλοντικής σκανδάλης, παρά αυθορμήτως κατά την ωρίμανση των σπόρων.
  12. Η αποκοπή (die-back) είναι μια κατάσταση στα ξυλώδη φυτά κατά την οποία περιφερειακά μέρη θανατώνονται (όπως από παράσιτα).
Παραπομπές σημειώσεων
  1. Lamont, B.; Lemaitre, D.; Cowling, R.; Enright, N. (1991). «Canopy seed storage in woody-plants». Botanical Review 57 (4): 277–317. doi:10.1007/bf02858770. 

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 George, Alex S. (1999). «Banksia». Στο: Wilson, Annette. Flora of Australia. 17B. Collingwood, Victoria: CSIRO Publishing on behalf of the Australian Biological Resources Study. σελίδες 175–251. ISBN 0-643-06454-0. 
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 Collins, Kevin· Collins, Kathy· George, Alex S. (2008). Banksias. Melbourne, Victoria: Bloomings Books Pty Ltd. ISBN 978-1-876473-68-6. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 George, Alex S. (1981). «The Genus Banksia L.f. (Proteaceae)». Nuytsia 3 (3): 239–473 [386–89]. ISSN 0085-4417. 
  4. 4,0 4,1 Thiele, Kevin; Ladiges, Pauline Y. (1996). «A Cladistic Analysis of Banksia (Proteaceae)». Australian Systematic Botany 9 (5): 661–733. doi:10.1071/SB9960661. 
  5. Mast, Austin R. (1998). «Molecular Systematics of Subtribe Banksiinae (Banksia and Dryandra; Proteaceae) Based on cpDNA and nrDNA Sequence Data: Implications for Taxonomy and Biogeography». Australian Systematic Botany 11 (4): 321–42. doi:10.1071/SB97026. 
  6. Mast, Austin R.; Givnish, Thomas J. (2002). «Historical Biogeography and the Origin of Stomatal Distributions in Banksia and Dryandra (Proteaceae) Based on Their cpDNA Phylogeny». American Journal of Botany 89 (8): 1311–23. doi:10.3732/ajb.89.8.1311. PMID 21665734. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2006-06-12. https://web.archive.org/web/20060612205444/http://www.amjbot.org/cgi/content/full/89/8/1311. Ανακτήθηκε στις 2018-12-31. 
  7. Mast, Austin R.; Jones, Eric H.; Havery, Shawn P. (2005). «An Assessment of Old and New DNA Sequence Evidence for the Paraphyly of Banksia with Respect to Dryandra (Proteaceae)». Australian Systematic Botany 18 (1): 75–88. doi:10.1071/SB04015. 
  8. Mast, Austin R.; Thiele, Kevin (2007). «The Transfer of Dryandra R.Br. to Banksia L.f. (Proteaceae)». Australian Systematic Botany 20: 63–71. doi:10.1071/SB06016. 
  9. 9,0 9,1 9,2 9,3 Taylor, Anne· Hopper, Stephen (1988). The Banksia Atlas (Australian Flora and Fauna Series Number 8). Canberra, Australian Capital Territory: Australian Government Publishing Service. σελίδες 48–49. ISBN 0-644-07124-9. 
  10. «Banksia aculeata A.S.George». FloraBase. Western Australian Government Department of Biodiversity, Conservation and Attractions. 
  11. Lamont, Byron B.; Markey, Adrienne (1995). «Biogeography of Fire-killed and Resprouting Banksia Species in South-western Australia». Australian Journal of Botany 43 (3): 283–303. doi:10.1071/BT9950283. https://archive.org/details/sim_australian-journal-of-botany_1995_43_3/page/283. 
  12. Shearer, B.L.; Crane, C.E.; Cochrane, J.A. (2013). «Variation in Susceptibility of Banksia (including Dryandra) to Phytophthora cinnamomi». Australasian Plant Pathology 42 (3): 351–61. doi:10.1007/s13313-012-0189-4. 
  13. Barrett, Sarah; Shearer, B. L.; Crane, C. E.; Cochrane, A. (2008). «An Extinction-risk Assessment Tool for Flora Threatened by Phytophthora cinnamomi». Australian Journal of Botany 56 (6): 477–86. doi:10.1071/BT07213. 
  14. Kennedy, Paul (2003). «Growing Banksias in Northern Victoria». Australian Plants Online. Ανακτήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2016. 
  15. 15,0 15,1 George, Alex S. (1987). The Banksia Book (Second Edition). Kenthurst, New South Wales: Kangaroo Press (in association with the Society for Growing Australian Plants). ISBN 0-86417-006-8.