Βαγράτιος Δ΄ της Γεωργίας

Βασιλέας της Γεωργίας

Ο Βαγράτ/Παγκράτιος Δ΄, γεωργιανά: ბაგრატ IV Bagrat IV, 1018 – 24 Νοεμβρίου 1072), από τον Οίκο των Βαγρατιδών, ήταν βασιλιάς της Γεωργίας από το 1027 έως το 1072. [2] Κατά τη διάρκεια της μακράς και περιπετειώδους βασιλείας του, ο Βαγράτ Δ΄ προσπάθησε να καταστείλει τους μεγάλους ευγενείς και να εξασφαλίσει την κυριαρχία της Γεωργίας από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τη Σελτζουκική εξάπλωση. Σε μία σειρά ανάμεικτων συγκρούσεων, ο Βαγράτ Δ΄ επέτυχε να νικήσει τους πιο ισχυρούς υποτελείς του, την αντίπαλη οικογένεια των Λιπαριτιδών, φέρνοντας υπό τον έλεγχό του αρκετούς φεουδαρχικούς θύλακες και υποβιβάζοντας τους βασιλείς του Λόρρι και του Καχέτι, καθώς και τον εμίρη της Τιφλίδας. Όπως πολλοί μεσαιωνικοί Καυκάσιοι κυβερνήτες, έφερε αρκετούς βυζαντινούς τίτλους, ιδιαίτερα εκείνους του νωβελίσσιμου, του κουροπλάτη και του σεβαστού. [3]

Βαγράτιος Δ΄ της Γεωργίας
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1018
Θάνατος24  Νοεμβρίου 1072
Κάρτλι
Τόπος ταφήςΜοναστήρι του Μάρτβιλι
Χώρα πολιτογράφησηςΓεωργία
ΘρησκείαΓεωργιανή Ορθόδοξη Εκκλησία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταβασιλιάς
Οικογένεια
ΣύζυγοςΕλένη Αργυρή
Μπορένα της Αλανίας
ΤέκναΓεώργιος Β΄ της Γεωργίας
Μαρία η Αλανή[1]
Mariam
ΓονείςΓεώργιος Α΄ της Γεωργίας και Μαριάμ Αρτσρουνί
ΑδέλφιαΓκουραντούχτ Μπαγκρατιόν
Μάρθα
Κάτα
ΟικογένειαΔυναστεία των Μπαγκρατιόνι
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Πρώιμη βασιλεία Επεξεργασία

 
Νόμισμα του Βαγράτ Δ', που κόπηκε μεταξύ 1060 και 1072.

Ήταν γιος του Γεωργίου Α΄ της Γεωργίας (βασ. 1014–1027) από την πρώτη του σύζυγο Μαριάμ του Βασπουρακάν. Σε ηλικία τριών ετών, ο Βαγράτ παραδόθηκε από τον πατέρα του ως όμηρος στον Αυτοκράτορα Βασίλειο Β΄ (βασ. 976–1025 ) ως τίμημα για την ήττα του Γεωργίου Α΄ στον πόλεμο του 1022 με τους Βυζαντινούς. Ως μικρό παιδί ο Βαγράτ πέρασε τα επόμενα τρία χρόνια στην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη και απελευθερώθηκε το 1025. Ήταν ακόμη στη Βυζαντινή επικράτεια, όταν απεβίωσε ο Βασίλειος Β΄ και τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Κωνσταντίνος Η'΄ (κυβ. 1025–1028). Ο Κωνσταντίνος Η΄ διέταξε την επιστροφή του νεαρού πρίγκιπα, αλλά ο Αυτοκρατορικός αγγελιαφόρος δεν μπόρεσε να προλάβει τον Βαγράτ, ο οποίος βρισκόταν ήδη στο Γεωργιανό βασίλειο. [4]

Μετά το τέλος του Γεωργίου Α΄ το 1027 ο Βαγράτ, οκτώ ετών, τον διαδέχθηκε στον θρόνο. Στη συνέχεια η χήρα βασίλισσα Mαριάμ επέστρεψε στο προσκήνιο και έγινε αντιβασίλισσα για τον ανήλικο γιο της. Μοιράστηκε την αντιβασιλεία με τους μεγιστάνες, ιδιαίτερα τον Λιπάριτ Δ΄ δούκα του Τριαλέτι και τον Ιβάνε δούκα του Κάρτλι

Όταν ο Βαγράτ Δ΄ έγινε βασιλιάς, η προσπάθεια των Βαγρατιδών να ολοκληρώσουν την ενοποίηση όλων των Γεωργιανών εδαφών είχε αποκτήσει αμετάκλητη δυναμική. Οι βασιλείς της Γεωργίας έδρευαν στο Κουτάισι στη δυτική Γεωργία, και από εκεί διήθυναν όλο το βασίλειο της Αμπχαζίας και ένα μεγαλύτερο μέρος της Ιβηρίας/Καρτλί. Το Tάο/Tάυκ είχε χαθεί στους Βυζαντινούς, ενώ ένας Μουσουλμάνος εμίρης παρέμενε στην Τιφλίδα και οι ηγεμόνες του Kαχέτι υπερασπίζοντο πεισματικά την αυτονομία τους στην ανατολικότερη Γεωργία. Επιπλέον, η πίστη των μεγάλων ευγενών στο Γεωργιανό στέμμα δεν ήταν καθόλου σταθερή. Κατά τη διάρκεια της ανηλικιότητας του Βαγράτ, η αντιβασιλεία είχε προωθήσει τις θέσεις των υψηλών ευγενών, την επιρροή των οποίων στη συνέχεια προσπάθησε να περιορίσει, όταν αυτός ανέλαβε τις πλήρεις κυβερνητικές εξουσίες. Ταυτόχρονα, το στέμμα της Γεωργίας βρέθηκε αντιμέτωπο με δύο ισχυρούς εξωτερικούς εχθρούς: τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τους ανερχόμενους Σελτζούκους Τούρκους . Αν και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία και η Γεωργία είχαν για αιώνες πολιτιστικούς και θρησκευτικούς δεσμούς και οι Σελτζούκοι αποτελούσαν σημαντική απειλή για την ίδια την Αυτοκρατορία, η επιθετικότητα της Κωνσταντινούπολης στην πολιτική σκηνή του Καυκάσου συνέβαλε σε μία ατμόσφαιρα δυσπιστίας και αντεγκλήσεων και εμπόδιζε τα δύο Χριστιανικά έθνη να συνεργαστούν αποτελεσματικά κατά της κοινής απειλής. Με τη διεκδίκηση της Γεωργιανής αυτονομίας των Βαγρατιδών στον Καύκασο ως τον ακρογωνιαίο λίθο της βασιλείας του Βαγράτ Δ΄, η πολιτική του μπορεί να γίνει κατανοητή ως η προσπάθεια να βάλει τους Σελτζούκους και τους Βυζαντινούς τον έναν εναντίον του άλλου. [4]

Δυναστικοί πόλεμοι Επεξεργασία

 
Καταστατικό του Βαγράτ Δ', 1060–1065.

Λίγο μετά την άνοδο του Βαγράτ Δ΄ στον θρόνο, ο Κωνσταντίνος Η΄ έστειλε στρατό για να καταλάβει τη βασική πόλη-φρούριο του Αρτανούτζι (σημερινό Aρντανούτς Τουρκίας) για λογαριασμό του Γεωργιανού Βαγρατίδη πρίγκιπα Δημητρίου, γιου του Γκούργκεν του Κλαρτζέτι, το οποίο του είχε αποσπαστεί από τον πάππο του Bαγράτ Δ΄, τον Bαγράτ Γ΄, απο το πατρογονικό φέουδο του στο Arρτανούτζι στις αρχές της δεκαετίας του 1010. Αρκετοί Γεωργιανοί ευγενείς αυτομόλησαν στους Βυζαντινούς, αλλά οι πιστοί υπήκοοι του Βαγράτ Δ΄ έδωσαν μία πεισματική μάχη. [5]

Το τέλος του Κωνσταντίνου Η΄ το 1028 κατέστησε τη Βυζαντινή εισβολή άκαρπη και, το 1030, η βασίλισσα Μαριάμ επισκέφθηκε τον νέο Αυτοκράτορα Ρωμανό Γ΄ (βασ. 1028–1034). Διαπραγματεύτηκε μία συνθήκη ειρήνης και επέστρεψε με τον υψηλό Βυζαντινό τίτλο του κουροπαλάτη για τον γιο της το 1032. Η Μαριάμ του έφερε για σύζυγο και τη Βυζαντινή πριγκίπισσα Ελένη Αργυρή. Η Ελένη ήταν κόρη του Βασιλείου Αργυρού, αδελφού του Αυτοκράτορα Ρωμανού Γ΄, και ο γάμος ήταν μία διπλωματική προσπάθεια για την ίδρυση μίας στρατηγικής ένωσης. Ωστόσο, το τέλος της Ελένης λίγο αργότερα στο Κουτάισι έδωσε στη Γεωργιανή αυλή την ευκαιρία να ακολουθήσει μία ακόμη διπλωματική πρωτοβουλία μέσω του 2ου γάμου του Βαγράτ Δ΄ με τη Μπορένα, κόρη του βασιλιά της Αλανίας, μίας Χριστιανικής χώρας στον Βόρειο Καύκασο.[4]

Το 1033, η βασιλική αυλή αντιμετώπισε ένα άλλο δυναστικό πρόβλημα, αυτή τη φορά με τον ετεροθαλή αδερφό του Μπαγκράτ, τον Δημήτριο, γιο του Γεωργίου Α΄ από τον δεύτερο γάμο του με την Άλντα της Αλανίας. Η Δήμητρα και η Άλντα ζούσαν στην Ανακοπία, ένα φρούριο στην Αμπχαζία, το οποίο τους είχε κληροδοτήσει ο αείμνηστος βασιλιάς Γεώργιος Α΄. Οι προσπάθειες της Αυλής να κερδίσει την πίστη του επίσης πήγαν μάταιες. Απειλούμενη από τον Βαγράτ, η χήρα βασίλισσα Άλντα αυτομόλησε στους Βυζαντινούς και παρέδωσε την Ανακοπία στον Αυτοκράτορα Ρωμανό Γ΄, ο οποίος τίμησε τον γιο της Δημήτριο με τον βαθμό του μαγίστρου. [6]

Το 1039 ο Δημήτριος επέστρεψε στη Γεωργία με Βυζαντινά στρατεύματα. Αυτή τη φορά, υποστηρίχθηκε από τον Λιπάριτ Δ΄, από τον Οίκο των Λιπαριτιδών, τον πιο ισχυρό ευγενή στη Γεωργία. [7]

Ο Λιπάριτ, ως δούκας της περιφέρειας Τριαλέτι και αργότερα ως αρχιστράτηγος των βασιλικών στρατευμάτων, είχε εμφανιστεί ως υπερασπιστής του νεαρού βασιλιά Βαγράτ στις αρχές της δεκαετίας του 1030. Η στρατιωτική ικανότητα του Λιπάριτ είχε αποδειχθεί για άλλη μία φορά το 1034 όταν, επικεφαλής ενός συνδυασμένου στρατού Γεωργίας-Αρμενίας, νίκησε έναν στρατό των Σαδαδιδών στο Aρράν. Το 1038 ο Λιπάριτ ήταν στα πρόθυρα της κατάληψης της αρχαίας Γεωργιανής πρωτεύουσας της Τιφλίδας, η οποία ήταν μουσουλμανικό προπύργιο από τον 8ο αι. Φοβούμενοι την αυξανόμενη δύναμή του, οι Γεωργιανοί ευγενείς έπεισαν τον Βαγράτ να αποσύρει τον στρατό του Λιπάριτ και έτσι ματαίωσαν το σχέδιο. Ως αποτέλεσμα, ο Λιπάριτ έγινε ορκισμένος εχθρός του βασιλιά και άρχισε να συνεργάζεται ενεργά με τους Βυζαντινούς για εκδίκηση κατά του Βαγράτ και των ευγενών του.[7]

Για λογαριασμό του υποψηφίου Δημητρίου, ο Λιπάριτ γνώρισε μία σειρά από επιτυχίες εναντίον του Bαγράτ. Παρά το τέλος του Δημήτρη το 1042, ο Λιπάριτ συνέχισε τον αγώνα του σε συμμαχία με τους Βυζαντινούς και τον Δαβίδ Α΄ του Λόρρι. Μετά την ήττα στο Σασιρέτι, ο Βαγκράτ έμεινε μόνο με τις δυτικές επαρχίες. Κατά τις εκστρατείες των Σελτζούκων στη Μ. Ασία το 1048, ο Λιπάριτ, που πολεμούσε στη Βυζαντινή πλευρά, αιχμαλωτίστηκε στη μάχη του Καπέτρου. Ο Βαγράτ το εκμεταλλεύτηκε αυτό και επέστρεψε στις ανατολικές κτήσεις του. Ωστόσο η τύχη του βασιλιά αντιστράφηκε γρήγορα μετά την επιστροφή του Λιπάριτ από την αιχμαλωσία. Ο επαναστάτης δούκας ανάγκασε τον Βαγράτ να καταφύγει στην Κωνσταντινούπολη, όπου κρατήθηκε ως αποτέλεσμα των δολοπλοκιών του Λιπάριτ, για τρία χρόνια. Απόντος του Βαγράτ (1050–1053), ο Λιπάριττ ήταν ο πραγματικός ηγεμόνας της Γεωργίας. Τοποθέτησε μάλιστα ως βασιλιά τον γιο τού Βαγράτ Γεώργιο και αυτοανακηρύχθηκε αντιβασιλιάς. Μετά την επιστροφή του Βαγράτ, ο Λιπάριτ πολέμησε ξανά εναντίον του. Τελικά το 1060 οι οπαδοί του συνωμότησαν και παρέδωσαν τον δούκα στον βασιλιά Βαγράτ, ο οποίος τον ανάγκασε να μπει σε ένα μοναστήρι. Τώρα, ο Βαγράτ είχε την ευκαιρία να περιορίσει την εξουσία των δυναστικών πριγκίπων: μείωσε τους ηγεμόνες του Λόρρι και του Καχέτι σε ικανότητα και κράτησε για λίγο την Τιφλίδα.[7]

Επιθέσεις Σελτζούκων Επεξεργασία

Στη δεκαετία του 1060, ο Μπαγκράτ αντιμετώπισε ένα ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα: οι Σελτζούκοι υπό τον Αλπ Αρσλάν άρχισαν να διεισδύουν στις παραμεθόριες περιοχές της Γεωργίας. Ο Μπαγκράτ έπρεπε να αγοράσει ειρήνη με το να παντρευτεί την ανιψιά του με τον Αλπ Αρσλάν κάποια στιγμή μετά το 1064. [8] Αργότερα παντρεύτηκε τον Σελτζούκο βεζίρη Nizam al-Mulk . [9]

Η απειλή των Σελτζούκων ώθησε τις κυβερνήσεις της Γεωργίας και του Βυζαντίου να επιδιώξουν μία στενότερη συνεργασία. Για να εξασφαλίσει τη συμμαχία, η κόρη του Βαγκράτ Δ΄, η Μάρτα (Μαρία) παντρεύτηκε κάποια στιγμή μεταξύ 1066 και 1071 τον Βυζαντινό συναυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα. Η επιλογή μίας Γεωργιανής πριγκίπισσας ήταν άνευ προηγουμένου και θεωρήθηκε στη Γεωργία ως διπλωματική επιτυχία από την πλευρά του Βαγράτ Δ΄. [10]

Στις 10 Δεκεμβρίου 1068 ο Αλπ Αρσλάν, συνοδευόμενος από τους βασιλείς του Λόρρι και του Καχέτι, καθώς και τον εμίρη της Τιφλίδας, βάδισε ξανά εναντίον του Βαγράτ Δ΄. Οι επαρχίες του Κάρτλι και του Αργκβέτι καταλήφθηκαν και λεηλατήθηκαν. Στους μακροχρόνιους αντιπάλους του Βαγράτ Δ΄, τους Σαδαδίδες του Aρράν, δόθηκε αποζημίωση: τα φρούρια της Τιφλίδας και του Ρουστάβι. Αφού ο Αλπ Αρσλάν έφυγε από τη Γεωργία, ο Βαγράτ Δ΄ ανέκτησε το Κάρτλι τον Ιούλιο του 1068. Ο Αλ-Φαντλ Α΄ ιμπν Μουχάμαντ των Σαδαδιδών, στρατοπέδευσε στο Iσάνι (προάστιο της Τιφλίδας στην αριστερή όχθη του Mτκβάρι) και με 33.000 άνδρες ρήμαξε την ύπαιθρο. Ωστόσο, ο Βαγράτ Δ΄ τον νίκησε και ανάγκασε τα στρατεύματα των Σαδαδιδών να φύγουν. Στο δρόμο μέσω του Kαχέτι, ο Φαντλ συνελήφθη αιχμάλωτος από τον τοπικό άρχοντα Aγκσάρταν. Με το τίμημα της παραχώρησης πολλών φρουρίων στον ποταμό Iόρι, ο Bαγράτ Δ΄ λύτρωσε τον Φαντλ και έλαβε από αυτόν την παράδοση της Τιφλίδας, όπου επανέφερε έναν τοπικό εμίρη με όρους υποτέλειας.

Τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Βαγράτ συνέπεσαν με αυτό, που ο καθηγητής Ντέιβιντ Μάρσαλ Λανγκ περιέγραψε ως «την τελική καταστροφή του ανατολικού Χριστιανικού κόσμου»: τη Μάχη του Μαντζικέρτ, στην οποία ο Αλπ Αρσλάν επέφερε μία συντριπτική ήττα στον Βυζαντινό στρατό, αιχμαλωτίζοντας τον Αυτοκράτορα Ρωμανό Δ'΄, ο οποίος σύντομα απεβίωσε στη δυστυχία. Ο Βαγράτ Δ΄ απεβίωσε τον επόμενο χρόνο, στις 24 Νοεμβρίου 1072, και ετάφη στη Μονή Χκονντίντι. Η επικυριαρχία στο ταραγμένο βασίλειο της Γεωργίας πέρασε στον γιο του Γεώργιο Β΄. [11]

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage.
  2. Archivum Eurasiae Medii Aevi (στα Αγγλικά). Otto Harrassowitz. 1984. σελ. 56. Georgia, under Bagrat IV (1027–1072), felt itself threatened by both the nomads and Byzantium and faced tremendous problems in reconciling the haughty Transcaucasian Christian nobility to the need for a strong, centralizing monarchy. 
  3. Head, Barclay Vincent (1958). The Numismatic Chronicle (στα Αγγλικά). Royal Numismatic Society. σελ. 141. Bagrat IV was promoted to the title of Sebastos in 1060 
  4. 4,0 4,1 4,2 Lynda Garland & Stephen Rapp. Mary 'of Alania': Woman and Empress Between Two Worlds, pp. 94–5. In: Lynda Garland (ed., 2006), Byzantine Women: Varieties of Experience, 800–1200. Ashgate Publishing, Ltd., (ISBN 0-7546-5737-X).
  5. Holmes, Catherine (2005), Basil II and the Governance of Empire (976–1025), p. 482. Oxford University Press, (ISBN 0-19-927968-3).
  6. Alemany, Agusti (2000). Sources of the Alans: A Critical Compilation, p. 222. Brill Publishers, (ISBN 90-04-11442-4).
  7. 7,0 7,1 7,2 Robert Bedrosian, "Liparit IV Orbēlean", p. 586. In: Joseph Reese Strayer (1983), Dictionary of the Middle Ages. Scribner, (ISBN 0-684-16760-3).
  8. John Andrew Boyle, William Bayne Fisher (ed., 1991), The Cambridge History of Iran, p. 62. Cambridge University Press, (ISBN 0-521-06936-X).
  9. Bosworth, C. E., Encyclopaedia Iranica, Vol. I, Fasc. 6, pp. 642–643. «AḤMAD B. NEẒĀM-AL-MOLK». 
  10. Lynda Garland with Stephen H. Rapp Jr. (2006). Mart'a-Maria 'of Alania'. An Online Encyclopedia of Roman Emperors. Retrieved on 24 December 2007.
  11. Lang, David Marshall (1966), The Georgians, p. 111. Praeger Publishers.