Βαρωνία της Χαλανδρίτσας

Η Βαρωνία της Χαλανδρίτσας ήταν μεσαιωνικό φέουδο υποτελές στο Πριγκιπάτο της Αχαΐας, που ιδρύθηκε από τον Γουλιέλμο Β΄ Βιλλεαρδουίνο. Η βαρονία βρισκόταν στη βορειοδυτική Πελοπόννησο· είχε πρωτεύουσα και μεγαλύτερη κώμη του φέουδου τη Χαλανδρίτσα Αχαΐας (Γαλλικά : Calandrice, Calendrice Ιταλικά: Calandrizza, Αραγωνικά: C[h]alandrica)[1], η οποία βρίσκεται περίπου 20 χιλιόμετρα νότια από την Πάτρα.

Το οικόσημο του Οίκου Λα Τρεμουάιγ

Οικογένεια Λα Τρεμουάιγ

Επεξεργασία

Η Βαρωνία της Χαλανδρίτσας δημιουργήθηκε γύρω στο 1209 μετά την κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Σταυροφόρους, ανήκε στις 12 αρχικές κοσμικές βαρονίες του πριγκιπάτου της Αχαΐας αλλά μια από τις μικρότερες με τέσσερα μόνο ιπποτικά δώρα.[2][3] Ο πρώτος βαρόνος καταγράφεται με την Συνθήκη της Σαπιέντζας (1209) ο Γκυ ντε Λα Τρεμουάιγ. Άλλοι ιστορικοί όπως ο Αλεξάντερ Μπακάν και ο Καρλ Χοπφ καταγράφουν σαν πρώτο βαρόνο τον Αούντεμπεργκ ντε Λα Τρεμουάιγ.[3][4] Ο διάδοχος του Ρομπέρ ντε Λα Τρεμουάιγ επιβεβαιώνεται γύρω στο 1230, σύμφωνα με την Ελληνική και Ιταλική έκδοση στο Χρονικόν του Μορέως, οικοδόμησε το κάστρο της Χαλανδρίτσας.[3] Η Αραγωνέζικη έκδοση του Χρονικού από την άλλη λέει μια διαφορετική ιστορία, το κάστρο τη Χαλανδρίτσας οικοδόμησε ο Βαρόνος της Πάτρας Κορράδος Αλλαμάνος, το αγόρασε με 8 ιπποτικά δώρα ο Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος (1259) και το παραχώρησε σε έναν ιππότη με το όνομα Γκυ ντε Λα Τρεμουάιγ ("Τρεμουλάς" στην ελληνική βιβλιογραφία), επίτροπος του Βασιλιά της Σικελίας. Η Αραγωνέζικη έκδοση του Χρονικού αν και θεωρείται η περισσότερο αξιόπιστη σε αυτό το σημείο πρέπει να έκανε σφάλμα.[5]

Ο διάδοχος του Ρομπέρ Γκυ ντε Λα Τρεμουάιγ ο Β΄ (ο Γκυ που περιγράφει η Αραγωνέζικη έκδοση) μεγάλωσε σημαντικά την βαρονία με την προσάρτηση νέων ιπποτικών δώρων όπως την Μιτόπολη Αχαΐας (1280), ο Κάρολος ο Ανδεγαυός τον διόρισε Ανδεγαυό βάιλο της Αχαΐας (1282 - 1285) αλλά πέθανε αμέσως μετά.[6] Τον διαδέχτηκε η ανώνυμη κόρη του και ο σύζυγος της Γεώργιος Α΄ Γκίζι Κύριος της Τήνου και της Μυκόνου (1303 - 1311) από την Βενετική Οικογένεια Γκίζι που έπεσε στην Μάχη του Αλμυρού (1311).[7] Ο τελευταίος βαρόνος της οικογένειας ήταν ο Νικολά ντε Λα Τρεμουάιγ του οποίου οι οικογενειακές σχέσεις με τους υπόλοιπους Τρεμουάιγ είναι άγνωστες.

Πόλεμοι διαδοχής του πριγκιπάτου της Αχαΐας

Επεξεργασία
 
Το οικόσημο του Γεώργιου Γκίζι.

Οι περισσότεροι Αχαιοί μεγιστάνες υποστήριξαν για νέο πρίγκιπα τον Φερδινάνδο της Μαγιόρκας που παντρεύτηκε την Ισαβέλλα ντε Σαμπράν (1314) κόρη της δεύτερης κόρης του Γουλιέλμου Β΄ Βιλλεαρδουίνου Μαργαρίτας Βιλλεαρδουίνου. Ο Φερδινάνδος της Μαγιόρκας σφετερίστηκε το πριγκιπάτο (1315) αλλά στις αρχές της επόμενης χρονιάς έφτασε στην Αχαΐα η Ματθίλδη του Αινώ κόρη της μεγαλύτερης κόρης του Γουλιέλμου Β΄ Βιλλεαρδουίνου Ισαβέλλας Α΄ της Αχαΐας. Ο Φερδινάνδος της Μαγιόρκας ηττήθηκε και έπεσε στην Μάχη της Μανωλάδας (5 Ιουλίου 1316), η Ισαβέλλα ανέλαβε ξανά το πριγκιπάτο. Ο Νικολά ντε Λα Τρεμουάιγ που του αφαιρέθηκε το φέουδο επειδή είχε γίνει Έλληνας πέθανε λίγες βδομάδες αργότερα, την Χαλανδρίτσα υποστήριζαν ακόμα τα στρατεύματα του Φερδινάνδου της Μαγιόρκας τα οποία απέκρουσαν επιτυχώς της επιθέσεις του νεαρού συζύγου της Ματθίλδης Λουδοβίκου της Βουργουνδίας.[8][9] Ο νεαρός Λουδοβίκος της Βουργουνδίας δηλητηριάστηκε λίγο αργότερα (2 Αυγούστου 1316).

Οικογένεια Ζαχαρία

Επεξεργασία
 
Το οικόσημο της Οικογένειας Ζαχαρία

Σύμφωνα με τις Ασσίζες της Ρωμανίας το δώρο του Νικολά στην Μιτόπολη διαιρέθηκε ανάμεσα στον Αιμόν ντε Ρανς και μια ευγενή που ονομαζόταν Μαργαρίτα της Κεφαλλονιάς. Η Αραγωνική έκδοση του Χρονικού του Μορέα γράφει ότι μετά την νίκη του νεαρού Λουδοβίκου επί του Φερδινάνδου στην Μάχη της Μανωλάδας ο Λουδοβίκος έδωσε τις κενές βαρονίες σε δυο οπαδούς του από την Βουργουνδία τον Αιμόν ντε Ρανς και τον αδελφό του Όθων. Ο Όθων πέθανε αμέσως μετά, ο Αιμόν πούλησε το δώρο του στον άρχοντα της Χίου Μαρτίνο Ζαχαρία και επέστρεψε στην πατρίδα του.[10][11] Η βαρονία της Χαλανδρίτσας παρέμεινε στα χέρια της οικογένειας Ζαχαρία αν και ένα γράμμα (1324) εμφανίζει σαν κάτοχο της τον Βαρόνο της Αρκαδίας Πιέτρο νταλλε Κάρτσερι. Ο γιος του Μαρτίνου Κεντυρίων Α΄ Ζαχαρίας είναι βέβαιο ότι κατείχε από το 1361 ολόκληρη την βαρονία.[12] Μετά από τον Κεντυρίων Α΄ ο γιος του Ανδρόνικος Ασάν Ζαχαρίας παντρεύτηκε την κόρη του Εράρδου Γ΄ Μαύρος, με τον γάμο κληρονόμησε την Βαρωνία της Αρκαδίας και έγινε Κοντόσταυλος της Πελοποννήσου εκτός από βαρόνος της Χαλανδρίτσας. Ο Ανδρόνικος απέκτησε με τον γάμο του τον Εράρδο Δ', τον Στέφανο, τον Μπενεντέτο και τον Κεντυρίων Β΄.

Ο τελευταίος γόνος της οικογένειας Ζαχαρία που κυβέρνησε την Χαλανδρίτσα ήταν ο μικρότερος γιος του Ανδρόνικου Ασάν Κεντυρίων Β΄ Ζαχαρίας, ο Βυζαντινός δεσπότης του Μυστρά Θωμάς Παλαιολόγος πολιόρκησε την κόμη (1429) και ο Κεντυρίων Β΄ αναγκάστηκε γρήγορα να του την παραδόσει. Ο Κεντυρίων Β΄ πιέστηκε να δώσει και την κόρη του Αικατερίνη Ζαχαρία σύζυγο στον Θωμά Παλαιολόγο, αποσύρθηκε στην μοναδική περιοχή που του είχε μείνει την βαρονία της Αρκαδίας όπου και πέθανε (1432).[13][14] Ως απομεινάρια της βαρωνίας διασώζονται σήμερα ερείπια του πύργου της οικογένειας Τρεμουλά στην περιοχή της Χαλανδρίτσας, που είναι γνωστός στην ιστοριογραφία ως Κάστρο της Χαλανδρίτσας. Επίσης στο χωριό Ζησιμαίικα διασώζεται σε καλή κατάσταση ο πύργος του φεουδάρχη του τιμαρίου της Άρουλας που ανήκε στην Βαρωνία.

Βαρώνοι της Χαλανδρίτσας
Οίκος Λα Τρεμουάιγ
1209- 1311
Βαρώνος Γέννηση - Θάνατος Διάρκεια
Ρομπέρ ντε Λα Τρεμουάιγ 1209-
Γκυ ντε Λα Τρεμουάιγ
Γιος του Ρομπέρ
; - 1286 ή 88 ; - 1286 ή 88
Γεώργιος Α΄ Γκίζι
Γαμπρός του Γκυ
1286 ή 88 - 1311
Πιέτρο νταλλε Κάρτσερι
Γαμπρός του Γεώργιου Γκίζι
1286 ή 88 -
Νικολά ντε Λα Τρεμουάιγ
Γόνος των Λα Τρεμουάιγ
1314-1316
Οίκος Ρανς
1311-
Βαρώνος Γέννηση - Θάνατος Διάρκεια
Αιμόν ντε Ρανς 1311-
Όθων ντε λα Ρεανς 1311-
Οίκος Ζακαρία
-1430
Βαρώνος Γέννηση - Θάνατος Διάρκεια
Μαρτίνος Ζαχαρίας
Αγόρασε την βαρωνία από τον Αυμών
; -1345 1316 - 1345
Κεντυρίων Α΄
Γιος του Μαρτίνου
1336 - 1382 1345 - 1382
Ανδρόνικος Ασάν Ζαχαρίας
Γιος του Κεντυρίων Α΄
Κεντυρίων Β΄
Γιος του Ανδρόνικου
-1430

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Bon (1969), p. 458
  2. Miller (1921), pp. 71–72
  3. 3,0 3,1 3,2 Bon (1969), pp. 107, 459
  4. Topping (1975), p. 119
  5. Bon (1969), pp. 107–108
  6. Bon (1969), pp. 106 note 2, 459
  7. Bon (1969), pp. 183, 234–235, 459
  8. Bon (1969), pp. 192–193, 235, 459
  9. Topping (1975), pp. 112–113, 119
  10. Bon (1969), pp. 235, 459
  11. Topping (1975), pp. 119–120
  12. Bon (1969), pp. 205, 235–236, 460
  13. Bon (1969), pp. 292–293, 460
  14. Topping (1975), p. 165