Δομέστικος των Σχολών

(Ανακατεύθυνση από Δομέστικος των σχολών)

Ο δομέστικος των σχολών ήταν ένα από τα πιο σημαντικά στρατιωτικά αξιώματα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, υφιστάμενο από τον 8ο αιώνα ως τουλάχιστον τις αρχές του 14ου αιώνα. Αρχικά ο δομέστικος ήταν απλά ο διοικητής του «τάγματος» των «σχολών», την πρεσβύτερη των επίλεκτων μονάδων του αυτοκρατορικού στρατού, αλλά γρήγορα το αξίωμα απέκτησε μεγάλο κύρος, και ήδη στα μέσα του 9ου αιώνα, οι κάτοχοί του δρούσαν ως αρχιστράτηγοι του βυζαντινού στρατού στη θέση του αυτοκράτορα. Το αξίωμα του δομέστικου των σχολών έχασε τη σημασία του με τη δημιουργία του μεγάλου δομέστικου τον 12ο αιώνα, και κατά την Παλαιολόγεια περίοδο (13ος-15ος αιώνας) αποτέλεσε ένα μεσαίο, καθαρά τιμητικό, αυλικό τίτλο.

Ο πρώτος κάτοχος του αξιώματος του δομεστίκου των σχολών εμφανίζεται στις πηγές (το Χρονικό του Θεοφάνη του Ομολογητή) το έτος 767,[1] λίγο μετά την δημιουργία των «ταγμάτων». Αυτά ήταν επίλεκτες μονάδες ιππικού που στάθμευαν μέσα ή περί την βυζαντινή πρωτεύουσα, Κωνσταντινούπολη, και διοικούνταν από αξιωματικούς με τον τίτλο του δομέστικου, ήταν δε ξεχωριστά από τα επαρχιακά στρατεύματα των θεμάτων, υπό τους στρατηγούς τους.[2] Οι Σχολές (σχολαὶ, λατινικά scholae) ήταν το πρεσβύτερο μεταξύ των «ταγμάτων», προερχόμενο από τα συντάγματα της αυτοκρατορικής φρουράς των scholae palatinae, που ιδρύθηκαν από τον Μέγα Κωνσταντίνο (306–337) και αρχικά βρίσκονταν υπό τις διαταγές του μάγιστρου των οφφικίων.[3] Ο ιστορικός Τζ. Μπ. Μπιούρυ θεώρησε μια αναφορά σε κάποιον Ανιανό, «δομέστικο του μαγίστρου», στο Πασχάλιο Χρονικό για το έτος 624, ως αναφορά σε πρόγονο του δομέστικου των σχολών. Σύμφωνα με τον Μπιούρυ, καθώς ο μάγιστρος σταδιακά έχανε τις διάφορες αρμοδιότητές του κατά τους 7ο και 8ο αιώνα προς όφελος άλλων αξιωμάτων, ο δομέστικος έγινε ανεξάρτητος αξιωματούχος.[1][4][5]

 
Τα στρατεύματα του δομέστικου των σχολών Νικηφόρου Φωκά καταλαμβάνουν το Χαλέπι το 962. Μικρογραφία από το Χρονικό του Ιωάννη Σκυλίτζη

Κατά τον 9ο αιώνα, το δομεστικάτο των σχολών ανέβηκε σε σημασία και ο κάτοχός του άρχισε να τοποθετείται επικεφαλής του στρατού όταν ο αυτοκράτορας δεν εκστράτευε ο ίδιος. Παρόλα αυτά, ο ρόλος αυτός δεν αποτελούσε ακόμα γενικό κανόνα: εξαρτάτο από τις ικανότητες του εκάστοτε δομέστικου, και συχνά η αρχιστρατηγία εξασκείτο από ιεραρχικά υποδεέστερους στρατηγούς. Ο δομέστικος των σχολών πάντως σε αυτή την περίοδο έγινε τόσο σημαίνον αξίωμα που οι πηγές αναφέρονται σε αυτό απλά ως «ο δομέστικος», και η θέση συχνά καταλαμβανόταν από συγγενείς του αυτοκράτορα. Από την εποχή δε του Μιχαήλ Γ΄ (842-867), ο δομέστικος ξεπέρασε στην αυλική ιεραρχία όλους τους στρατιωτικούς αξιωματούχους εκτός από τον στρατηγό του θέματος των Ανατολικών. Στην πράξη, γρήγορα ξεπέρασε σε σπουδαιότητα και τον τελευταίο, και τον 10ο αιώνα ηγήτορες όπως ο Νικηφόρος Φωκάς και ο Ιωάννης Τσιμισκής υπηρετούσαν ως στρατηγοί των Ανατολικών προτού προαχθούν στο δομεστικάτο των σχολών.[6][7]

Κατά τη βασιλεία του Ρωμανού Β΄ (959-963), το αξίωμα διαιρέθηκε, και πλέον υπήρχαν ένας «δομέστικος της Δύσεως» με περιοχή ευθύνης τις ευρωπαϊκές κτήσεις και ένας «δομέστικος της Ανατολής» για τις ασιατικές κτήσεις.[4][8][9] Η ειδική τελετή ανακηρύξεως ενός δομέστικου περιγράφεται στο Περί Βασιλείου Τάξεως (ΙΙ.3).[8][10] Το ίδιο έργο αναφέρει και το ρόλο του δομέστικου σε αυλικές τελετές.[11]

Με ορισμένες εξαιρέσεις, κυρίως την ανεπανάληπτη 22ετή θητεία του Ιωάννη Κουρκούα, και με εξαίρεση περιόδων εσωτερικής αστάθειας, οι δομέστικοι υπηρετούσαν κατά μέσο όρο τρία με τέσσερα χρόνια στη θέση αυτή.[12] Κατά τον 10ο αιώνα, η οικογένεια των Φωκάδων έπαιξε κυρίαρχο ρόλο στο εν λόγω αξίωμα, με έξι μέλη της οικογένειας να υπηρετούν ως δομέστικοι.[13] Οι προσπάθειές τους όμως να μονοπωλήσουν το δομεστικάτο οδήγησε αρκετούς αυτοκράτορες, που ανησυχούσαν για την αυξανόμενη ισχύ της στρατιωτικής αριστοκρατίας, να εμπιστευτούν το αξίωμα αυτό σε μη στρατιωτικούς αυλικούς, συμπεριλαμβανομένων - ιδιαίτερα κατά το πρώτο ήμισυ του 11ου αιώνα, προτού η στρατιωτική αριστοκρατία ανακτήσει το κύρος της - και ευνούχων,[14][15] παρότι κάτι τέτοιο θεωρητικά απαγορευόταν, και είχε μάλιστα οδηγήσει στη δημιουργία ξεχωριστού αξιώματος, του «στρατοπεδάρχη», για αυτό το σκοπό.[16][17]

 
Μολυβδόβουλλο του Αλεξίου Κομνηνού ως «μέγα δομέστικου της Δύσεως»

Κατά τους 10ο και 11ο αιώνες, η παραλλαγή «μέγας δομέστικος» αρχίζει να εμφανίζεται σποραδικά, χρησιμοποιούμενη παράλληλα με άλλες μορφές του τίτλου όπως «μέγας δομέστικος των σχολών» ή «μέγας δομέστικος της Ανατολής/Δύσεως», συχνά αναφερόμενες στο ίδιο άτομο.[18] Σύμφωνα με τον μελετητή Ροντόλφ Γκιγιάν, οι περισσότερες σχετικές αναφορές είτε αποτελούν αναχρονισμούς μεταγενέστερων συγγραφέων, είτε είναι περιπτώσεις όπου το επίθετο «μέγας» έχει προστεθεί ως τιμητικό, όπως και γινόταν την ίδια περίοδο με μια σειρά άλλων υψηλών αξιωμάτων, λ.χ. τον δρουγγάριο της βίγλας ή τον δομέστικο των εξκουβίτων. Ο Γκιγιάν όμως θεωρεί ότι από τη βασιλεία του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118) και πέρα, ο «μέγας δομέστικος» αποτέλεσε ιδιαίτερο αξίωμα, ανώτερο των «απλών» δομεστίκων των σχολών, και ουσιαστικά αποτέλεσε τον νέο αρχιστράτηγο του στρατού υπό τον αυτοκράτορα. Εντούτοις, η χρήση των τίτλων αυτών δεν είναι συνεπής, και η παραδοσιακή διαίρεση αρμοδιότητας μεταξύ Ανατολής και Δύσης φαίνεται ότι εφαρμόστηκε ενίοτε και στην περίπτωση του μέγα δομέστικου κατά τον 12ο αιώνα, με αποτέλεσμα την ύπαρξη σύγχυσης σχετικά με την ακριβή φύση του αξιώματος και τη σχέση του με τους «απλούς» δομέστικους. Τον 13ο αιώνα πάντως καθιερώθηκε σαφής διάκριση μεταξύ των δυο τίτλων: ο μέγας δομέστικος ήταν ο αρχιστράτηγος και ένας εκ των πλέον σημαντικών αξιωματούχων του κράτους, ενώ ο δομέστικος των σχολών κατέπεσε σε έναν τιμητικό τίτλο κενό περιεχομένου και αρμοδιοτήτων, που απονεμόταν σε επαρχιακούς διοικητές και μεσαίους αξιωματούχους.[19][20] Το έργο περί των οφφικίων του ψευδο-Κωδινού συνοψίζει την εξέλιξη ως εξής: "ὁ δομέστικος τῶν σχολῶν πάλαι μὲν εἶχεν ὑπηρεσίαν σχεδὸν ἣν ὁ μέγας δομέστικος ἄρτι, νῦν δὲ οὐδεμίαν".[21]

Στο έργο του ψευδο-Κωδινού, ο δομέστικος των σχολών κατατάσσεται στην 31η θέση της αυλικής ιεραρχίας, μεταξύ του «μυστικού» και του «μέγα δρουγγάριου του στόλου».[22] Η χαρακτηριστική του ενδυμασία, σύμφωνα με την ίδια πηγή, περιλάμβανε ένα χρυσοποίκιλτο καπέλο («σκιάδιον»), έναν μεταξωτό ποδήρη χιτώνα («καββάδιον») και ένα ασημένιο «δικανίκιον» με ένα κόμβο στην κορυφή και άλλον ένα στη μέση. Για τελετές και γιορτές, έφερε ειδικό καπέλο, το «σκαράνικον», σχήματος μήτρας, από κίτρινο μετάξι με μοτίβα από χρυσό σύρμα, που επιπλέον έφερε πορτραίτο του αυτοκράτορα ένθρονου εμπρός και έφιππου πίσω.[11][23]

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 Bury 1911, σελ. 50.
  2. Bury 1911, σελίδες 47–48.
  3. Kazhdan 1991, σελίδες 1851–1852.
  4. 4,0 4,1 Oikonomides 1972, σελ. 329.
  5. Guilland 1967, σελ. 428.
  6. Bury 1911, σελίδες 50–51.
  7. Guilland 1967, σελίδες 428–429, 434, 445–446.
  8. 8,0 8,1 Bury 1911, σελ. 51.
  9. Για τις διάφορες παραλλαγές των τίτλων που χρησιμοποιούνταν από βυζαντινούς συγγραφείς, βλ. Guilland 1967, σελίδες 429–430
  10. cf. Guilland 1967, σελ. 431
  11. 11,0 11,1 Guilland 1967, σελ. 435.
  12. Guilland 1967, σελίδες 431–432.
  13. Guilland 1967, σελ. 430.
  14. Guilland 1967, σελίδες 430–431.
  15. Kazhdan 1991, σελ. 648.
  16. Oikonomides 1972, σελίδες 334–335.
  17. Kazhdan 1991, σελ. 1967.
  18. πρβλ. Guilland 1967, σελ. 405 κ.ε.
  19. Guilland 1967, σελίδες 414–415, 454–455.
  20. Kazhdan 1991, σελ. 648, 1329–1220.
  21. Verpeaux 1966, σελ. 179.
  22. Verpeaux 1966, σελ. 138.
  23. Verpeaux 1966, σελ. 160.