Οι Γιουέ-τσι ή Γιουετσί ή Ροουτσί (Αγγλικά: Yuezhi, Κινεζικά: 月氏, πινγίν: Yuèzhī, Wade–Giles: Yüeh4-chih1) ήταν αρχαίος λαός αναφερθείς για πρώτη φορά στα κινεζικά χρονικά ως νομάδες κτηνοτρόφοι που ζούσαν στην άνυδρη λιβαδοβριθή περιοχή του δυτικού τμήματος της σημερινής κινεζικής επαρχίας Γκανσού, κατά τη διάρκεια της 1ης π.Χ. χιλιετίας. Μετά από μια μεγάλη ήττα από τους Σιονγκ-νου τον 2ο αιώνα π.Χ., οι Γιουέ-τσι χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: τους Μεγάλους Γιουέ-τσι (Dà Yuèzhī 大月氏, Τα Γιουέ-τσι), και τους Μικρούς Γιουέ-τσι (Xiǎo Yuèzhī 小月氏, Σιάο Γιουέ-τσι). Γιουέ στα κινεζικά σημαίνει "φεγγάρι", και Τσι "φυλή".

Οι Μεγάλοι Γιουέ-τσι αρχικώς μετανάστευσαν βορειοδυτικά στην κοιλάδα του ποταμού Ιλί (στα σημερινά σύνορα Κίνας-Καζακστάν), όπου αναφέρεται ότι εκτόπισαν στοιχεία των Σακών. Από την κοιλάδα του ποταμού Ιλί εκδιώχθηκαν με τη σειρά τους από τους πρωτοτουρκικής καταγωγής Ου-σουν (Wusun) και μετανάστευσαν νότια στη Σογδιανή και αργότερα στη Βακτριανή, όπου νίκησαν και κατέλαβαν το Ελληνικό βασίλειο της Βακτριανής. Οι Μεγάλοι Γιουέ-τσι συχνά έχουν αναγνωριστεί ως οι κάτοικοι της Βακτριανής που αναφέρονται στις κλασικές ευρωπαϊκές πηγές με ονόματα όπως Τοχάριοι και Άσιοι, αν και η σύνδεση αυτή δεν συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες. Κατά τη διάρκεια του 1ου αιώνα π.Χ., μία από τις πέντε κύριες φυλές των Μεγάλων Γιουέ-τσι στη Βακτριανή, οι Κοσσανοί (Κινεζικά: 貴霜, πινγίν: Γκουέισουάνγκ), άρχισε να υποτάσσει τις άλλες φυλές και τους όμορους λαούς.

Το μεγαλύτερο τμήμα των Μικρών Γιουέ-τσι φαίνεται να μετανάστευσε νότια στην περιοχή του Θιβέτ. Παρόλα αυτά, κάποιοι αναφέρονται να έχουν εγκατασταθεί ανάμεσα στους Τσιανγκ (λαός πιθανής θιβετοβιρμανικής καταγωγής) της περιοχής Τσινγκχάι, και να έχουν πάρει μέρος στην Εξέγερση της Λιανγκτζόου (184-221 μ.Χ.). Άλλοι λέγεται ότι ίδρυσαν την πόλη-κράτος της Κουμούντα στο ανατολικό τμήμα της κοιλάδας Ταρίμ. Μια τέταρτη ομάδα των Μικρών Γιουέ-τσι ίσως αποτέλεσε τμήμα των Τσιε (μικρή φυλή άγνωστης καταγωγής) του Σαανσί (Shanxi), που ίδρυσαν τον 4ο αιώνα μ.Χ. το κράτος των Ύστερων Τσάο. Ενώ οι Γιουέ-τσι έχουν συχνά συσχετιστεί με στοιχεία χαμένων πολιτισμών στην κοιλάδα Ταρίμ, όπως οι μούμιες του Ταρίμ και οι αποκαλούμενες Τοχαρικές γλώσσες, οι αποδείξεις για μια τέτοια σύνδεση είναι καθαρά περιστασιακές.

Γιουέ-τσι και Σιονγκ-νου Επεξεργασία

Η περιοχή ανάμεσα στα όρη Τσιλιέν και το Ντουνχουάνγκ βρίσκεται στο δυτικό τμήμα της σημερινής κινεζικής επαρχίας Γκανσού, αλλά κανένα αρχαιολογικό κατάλοιπο των Γιουέ-τσι δεν έχει βρεθεί στην περιοχή. Κάποιοι επιστήμονες ισχυρίστηκαν ότι το "Ντουνχουάνγκ" θα πρέπει να είναι το Ντουχούνγκ, ένα βουνό στην οροσειρά Τιεν Σαν, και ότι το όνομα Τσιλιέν πρέπει να ερμηνευθεί ως ονομασία του Τιεν Σαν. Έτσι τοποθέτησαν την αρχική κοιτίδα των Γιουέ-τσι 1.000 χλμ. πιο βορειοδυτικά, στα λιβάδια στα βόρεια της οροσειράς Τιεν Σαν (στο βόρειο τμήμα της σημερινής κινεζικής επαρχίας Σιντζιάνγκ). Άλλοι συγγραφείς προτείνουν ότι η περιοχή που αναφέρει ο Κινέζος ιστορικός Σίμα Τσιεν ήταν το κέντρο μιας αυτοκρατορίας που περιελάμβανε το δυτικό τμήμα της πεδιάδας της Μογγολίας, τις άνω περιοχές του Κίτρινου Ποταμού, το λεκανοπέδιο Ταρίμ, και πιθανόν μεγάλο τμήμα της Κεντρικής Ασίας, μεταξύ αυτού την οροσειρά Αλτάι και την τοποθεσία των ταφικών μνημείων του πολιτισμού Πάζιρικ στο οροπέδιο Ουκόκ.

Στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. οι Γιουέ-τσι ήταν τόσο δυνατοί που ο μονάρχης Τουμάν των Σιονγκ-νου (προφορά στα κινεζικά: Σιονγκ-νου, στην ελληνική ιστοριογραφία η ονομασία απαντάται ως Χιονγκ-νου) έστειλε τον μεγαλύτερο γιο του Μοντού ως όμηρο στους Γιουέ-τσι. Συχνά οι Γιουέ-τσι επιτίθονταν στους γείτονές τους Ου-σουν (Wusun) για να αποκτήσουν σκλάβους και βοσκοτόπια. Οι Ου-σουν αρχικώς ζούσαν μαζί με τους Γιουέ-τσι στην περιοχή ανάμεσα στο Ντουνχουάνγκ και τα όρη Τσιλιέν. Οι Γιουέ-τσι επιτέθηκαν στους Ου-σουν, σκότωσαν τον αρχηγό τους Ναντουμί και κατέλαβαν την περιοχή τους. Ο γιος του Ναντουμί, Κουνμό, κατέφυγε στους Σιονγκ-νου και ανατράφηκε από τον ηγέτη τους.

Σταδιακά οι Σιονγκ-νου δυνάμωσαν και ξέσπασε πόλεμος με τους Γιουέ-τσι. Τουλάχιστον τέσσερεις πόλεμοι συνέβησαν μεταξύ τους σύμφωνα με τα κινεζικά χρονικά. Ο πρώτος πόλεμος ξέσπασε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του μονάρχη Τουμάν των Σιονγκ-νου (δολοφονήθηκε το 209 π.Χ.), που επιτέθηκε αιφνίδια στους Γιουέ-τσι. Οι Γιουέ-τσι ήθελαν να σκοτώσουν τον Μοντού, γιο του βασιλιά Τουμάν, που κρατούσαν ως όμηρο, αλλά ο Μοντού τούς έκλεψε ένα καλό άλογο και κατάφερε να δραπετεύσει στη χώρα του. Κατόπιν σκότωσε τον πατέρα του και έγινε ηγέτης των Σιονγκ-νου. Φαίνεται ότι οι Σιονγκ-νου δεν νίκησαν τους Γιουέ-τσι κατά τον πρώτο πόλεμο μεταξύ τους. Ο δεύτερος πόλεμος έλαβε χώρα τον 7ο χρόνο της βασιλείας του Μοντού (203 π.Χ.). Από αυτόν τον πόλεμο, μια μεγάλη περιοχή, που αρχικώς ανήκε στους Γιουέ-τσι, κατελήφθη από τους Σιονγκ-νου και η ηγεμονία των πρώτων άρχισε να καταρρέει. Κατά τον τρίτο πόλεμο, που πιθανόν έλαβε χώρα το 176 π.Χ. ή λίγο πρωτύτερα, οι Γιουέ-τσι υπέστησαν μεγάλη ήττα.

Λίγο αργότερα, υπό την ηγεσία ενός φυλάρχου-στρατηγού του Μοντού, οι Σιονγκ-νου εισέβαλαν στην επικράτεια των Γιουέ-τσι στη σημερινή περιοχή Γκανσού και επέτυχαν συντριπτική νίκη. Ο Μοντού καυχήθηκε σε ένα γράμμα (174 π.Χ.) του στον Κινέζο αυτοκράτορα των Χαν ότι εξαιτίας "της υπεροχής των πολεμιστών του, και της δύναμης των αλόγων του, επέτυχε να εξαλείψει τους Γιουέ-τσι, σφαγιάζοντας ή αναγκάζοντας σε υποταγή κάθε μέλος της φυλής". Ο γιος του Μοντού, σανγιού (τίτλος του ηγέτη) Λάο-σανγκ (κυβέρνησε την περίοδο 174-166 π.Χ.), σκότωσε κατόπιν τον ηγέτη των Γιουέ-τσι, και σύμφωνα με τις νομαδικές παραδόσεις έφτιαξε ένα κύπελλο από το κρανίο του.

Έξοδος των Μεγάλων Γιουέ-τσι Επεξεργασία

Μετά τη συντριπτική ήττα από τους Σιονγκ-νου, οι Γιουέ-τσι χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Οι Μικροί Γιουέ-τσι μετακινήθηκαν στα "νότια βουνά", που πιστεύεται ότι είναι τα όρη Τσιλιέν στην άκρη του Θιβετιανού Οροπεδίου, για να ζήσουν με τους Τσιανγκ.

Οι αποκαλούμενοι Μεγάλοι Γιουέ-τσι άρχισαν να μεταναστεύουν βορειοδυτικά περίπου το 165 π.Χ., εγκαθιστάμενοι πρώτα στην κοιλάδα του ποταμού Ιλί, αμέσως βορείως της οροσειράς Τιεν Σαν, όπου νίκησαν τους Σάι (Σάκες): "Οι Γιουέ-τσι επιτέθηκαν στον βασιλιά των Σάι, οι οποίοι μετακινήθηκαν σε μια σημαντική απόσταση στα νότια, και οι Γιουέ-τσι κατέλαβαν κατόπιν τα εδάφη τους" (από το κινεζικό έργο "Βιβλίο των Χαν"). Η μετακίνηση αυτή αποτέλεσε την πρώτη ιστορικώς καταγεγραμμένη μετανάστευση λαών που προέρχονταν από τα υψίπεδα της Ασίας.

Το 132 π.Χ. οι Ου-σουν, σε συμμαχία με τους Σιονγκ-νου και από διάθεση εκδίκησης για μια πρότερη σύγκρουση, κατάφεραν να εκτοπίσουν τους Γιουέ-τσι από την κοιλάδα του ποταμού Ιλί, αναγκάζοντάς τους να μεταναστεύσουν στα νοτιοδυτικά. Οι Γιουέ-τσι κινήθηκαν μέσα από τις γειτονικές αστικές περιοχές της κοιλάδας Φεργκάνα και εγκαταστάθηκαν στη βόρεια όχθη του ποταμού Ώξου, στην περιοχή της βόρειας Βακτρίας και στην Υπερωξιανή (σημερινό Τατζικιστάν και Ουζμπεκιστάν).

Oι Μικροί Γιουέ-τσι Επεξεργασία

Οι Σιάο Γιουέ-τσι ίσως χρησιμοποιήθηκαν ως γενικός όρος για διάφορες καυκασοειδείς μειονότητες που παρέμειναν στη βόρεια Κίνα μετά τη μετανάστευση των Μεγάλων Γιουέ-τσι. Ο όρος χρησιμοποιείται για ανθρώπους σε περιοχές τόσο διαφορετικές όπως το Θιβέτ, το Τσινγκχάι, Σαανσί και λεκανοπέδιο Ταρίμ. Κάποιοι από τους Μικρούς Γιουέ-τσι εγκαταστάθηκαν ανάμεσα στο λαό των Τσιανγκ στο Τσινγκχάι, σύμφωνα με την αρχαιολόγο Σοφία-Κατρίν Ψαρράς. Οι Γιουέ-τσι και οι Τσιανγκ λεγόταν ότι ήταν ανάμεσα στα μέλη των βοηθητικών βαρβαρικών στρατευμάτων της κινεζικής δυναστείας των Χαν από την περιοχή Τσινγκχάι, που εξεγέρθηκαν αργότερα εναντίον της, κατά την Εξέγερση του Λιανγκτζόου (184-221 μ.Χ.).

Συσχετίσεις με άλλους λαούς Επεξεργασία

Η σχέση μεταξύ των Γιουέ-τσι και άλλων λαών της Κεντρικής Ασίας παραμένει ασαφής. Βασισμένοι σε ισχυρισμούς περί ομοιότητας ονομασιών, διαφορετικοί επιστήμονες έχουν προτείνει τη σύνδεσή τους με διάφορες ομάδες, αλλά καμία από τις ταυτοποιήσεις αυτές δεν είναι ακόμη ευρέως αποδεκτή. Ο Αμερικανοβορειοϊρλανδός επιστήμονας Tζαίημς Πάτρικ Μάλλορυ (γεν. 1945) και ο Αμερικανός επιστήμονας Βίκτορ Χένρυ Μαίηρ (γεν. 1943) υποστηρίζουν ότι οι Γιουέ-τσι και οι Ου-σουν ήταν νομάδες, κάποιοι τουλάχιστον εκ των οποίων μιλούσαν ιρανικές γλώσσες, και οι οποίοι μετανάστευσαν στη βόρεια Σιντζιάνγκ από τη στέπα της Κεντρικής Ασίας τη 2η π.Χ. χιλιετία. Επιστήμονες όπως ο Καναδός Έντουιν Πούλεϊμπλανκ (1922-2013), ο Γερμανός Γιόζεφ Μάκβαρτ (1864-1930) και ο Ούγγρος Λάσζλο Τορντάι, προτείνουν ότι το όνομα Ιάτιοι - ένας λαός της Κεντρικής Ασίας που αναφέρεται από τον Κλαύδιο Πτολεμαίο στο έργο του «Γεωγραφία» (150 π.Χ.) - ίσως αποτελεί μια απόπειρα να οριστούν οι Γιουέ-τσι.

Υπάρχει επίσης μια πολύ λίγο υποστηριζόμενη επιστημονική θεωρία του Γερμανού Βάλτερ Μπρούνο Χέννινγκ (1908-1967), που πρότεινε ότι οι Γιουέ-τσι κατάγονται από τους Γκούτιους και μια σχετιζόμενη μαζί τους, αλλά λίγο πολύ άγνωστη φυλή με το όνομα Τούκρι, αμφότερες γηγενείς φυλές της οροσειράς του Ζάγρου στο σημερινό Ιράν κατά τη διάρκεια της 3ης π.Χ. χιλιετίας. Λόγω και των φωνολογικών ομοιοτήτων ανάμεσα στις ονομασίες των λαών αυτών και του ονόματος Τουχάρα (Tukhāra, Τοχαριστάν, η Βακτρία), ο Χέννινγκ επισήμανε ότι οι Γκούτιοι θα μπορούσαν να έχουν μεταναστεύσει από την οροσειρά του Ζάγρου στην περιοχή Γκανσού, τον καιρό που οι Γιουέ-τσι εμφανίζονται στα ιστορικά αρχεία της Κίνας, κατά τη διάρκεια της 1ης π.Χ. χιλιετίας. Παρόλα αυτά, η μόνη υλική απόδειξη που παρουσίασε ο Χέννινγκ, η κεραμική τέχνη, θεωρείται γενικώς μη οριστικό συμπέρασμα.

Προτεινόμενοι επίσης δεσμοί με τους Αόρσους (λαός σαρματικής καταγωγής), Άσιους (ιρανογενής πιθανότατα λαός), Γέτες, Γότθους, Τζουσί (μάλλον καυκασοειδής λαός στην περιοχή Τουρπάν της Κίνας), Τζατ και Μασσαγέτες, και άλλες ομάδες, συγκεντρώνουν μικρή υποστήριξη στην επιστημονική κοινότητα.