Εισβολή Ελλήνων ατάκτων στη Μακεδονία (1897)

Λίγες ημέρες πριν ξεσπάσει ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος (1897) και πριν φθάσει στο στρατηγείο της Λάρισας και αναλάβει την διοίκηση των ελληνικών στρατιωτικών επιχειρήσεων, κατ΄ εντολή της κυβέρνησης, ο τότε Διάδοχος Κωνσταντίνος, περίπου 2.500 – 3.000 άτακτοι (κατ΄ εκτίμηση του Γάλλου λοχαγού Ντουσύ), ή μόνο 2.000 (κατ΄ εκτίμηση του Π. Μελά, που κρίνεται ορθότερο[1]) εισόρμησαν στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία. Η δύναμη αυτή είχε οργανωθεί από την διαβόητη Εθνική Εταιρεία η οποία, από τον Φεβρουάριο, όπλιζε συρφετούς απολέμων και αμάχων.[2] Φαίνεται πως, σε συνεννόηση με την κυβέρνηση, είχε αποφασιστεί οι άτακτοι να εισβάλλουν από τη δυτικότερη πλευρά των συνόρων στη Μακεδονία, για να διασφαλίσουν το αριστερό άκρο του ελληνικού στρατού και να απειλήσουν το τουρκικό δεξιό.[2]

Έλληνες άτακτοι στη Θεσσαλία

Σ΄ αυτή τη δύναμη συμπεριλαμβάνονταν ένας λόχος Ιταλών εθελοντών υπό την ηγεσία του σινιόρου Τσιπράνι, (επαναστάτης διεθνούς τότε φήμης) και μία δύναμη Ελλήνων που έφεραν τα σύμβολα της Εθνικής Εταιρείας (γράμματα και ρητά) και συγκροτούσαν δύο τάγματα υπό την ηγεσία δύο πρώην υπολοχαγών του ελληνικού στρατού των: Αλέξανδρου Μυλωνά, (πρώην υπ/γός πεζικού από την Υπάτη), και Γεώργιου Καψαλόπουλου, (πρώην υπ/γός οικονομικού από τα Σιάτιστα), με διοικητές έξι λόχων τους: Ιωάννη Χατζηπέτρο (πρώην ανθ/γος οικονομικού), Παρνασσό Μυλωνά (γιατρός, αδελφός του αρχηγού), Κ. Σακελλαρόπουλο (γιατρός από την Καρδίτσα), και τους οπλαρχηγούς από τη Μακεδονία Γιαννούλη Ζέρμα ή Ζέρμο, Παναγιώτη Αλαμάνη και Γεώργιο Δούκα (Νταβέλη).
Διοικητές των 15 διμοιριών, (κοινώς Μπουλουξήδες), που συγκροτούνταν από δύναμη κυρίως Μακεδόνων που είχαν καταφύγει στη Λάρισα, είχαν οριστεί οι Μακεδόνες οπλαρχηγοί 1. Ζήσης Βράκας, 2. Χρήστος Λάζος, 3. Ιωάννης Μανιαμούνιας, 4. Δημήτρης Καντάρας, 5. Ιωάννης Μπάλας, 6. Ιωάννης Λινάρας, 7. Ντίνος Σαράντης, 8. Μήτσος Μακρής, καθώς και οι 9. Ιωάννης Χασιώτης (από τα Χάσια), 10. Παύλος Νεράντζης (από Σιάτιστα), 11. Νικόλαος Ματάλας (από τη Σπάρτη), 12. Νικηταράκος (από τη Μάνη και με ιδιαίτερη σημαία), 13. Γ. Βασιλείου (από τη Πάτρα), 14. Κ. Γεωργάκης (από τα Μέγαρα) και 15. Νικόλαος Περιστεράκης (από την Υπάτη), που ήταν όλοι πασίγνωστοι επαναστάτες, ενώ για τις τουρκικές αρχές λήσταρχοι και αντάρτες, τουλάχιστον οι πρώτοι 9 εξ αυτών που είχαν καταφύγει στη Θεσσαλία.. Στη δύναμη αυτή συμμετείχαν επίσης ένας μοναχός από το Άγιο Όρος που έφερε σημαία και ένας ηγούμενος με δύο διακόνους από την Καλαμπάκα.[3]

Όλοι οι παραπάνω, με μία ομάδα εκ των εθελοντών του Τσαπρανίου, αφού συναντήθηκαν στο χωριό Κονισκός, ανατολικά της Καλαμπάκας, το απόγευμα της 27ης Μαρτίου / 8 Απριλίου (ν.ημερολ.), ημέρα Πέμπτη, αφού μετάλαβαν στην εκκλησία του χωριού, δίνοντας τον όρκο «Ελευθερία ή Θάνατος»[4], στις 02.00 ώρα τη νύκτα πέρασαν τα σύνορα και παρά το χωριό Τσούρκα χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες όπου και χτύπησαν τρία τουρκικά φυλάκια: στο Δέντρο, το Φοίνικα και την Περλιάντζια, τα οποία και ανατίναξαν συλλαμβάνοντας οκτώ αιχμαλώτους στη προσπάθειά τους να διαφύγουν, τους οποίους και έστειλαν στη Καλαμπάκα[5].

Ακούγοντας όμως τις ανατινάξεις ένας Έλληνας διοικητής ελληνικού φυλακίου, που δεν είχε ενημερωθεί σχετικά, εξήλθε του φυλακίου του να δει τι συμβαίνει όταν οι άντρες του απέναντι τουρκικού φυλακίου θεωρώντας ότι αυτός διατάζει επίθεση τον πυροβόλησαν και τον τραυμάτισαν. Το συγκεκριμένο αυτό επεισόδιο είχε ως αποτέλεσμα τη σφοδρή ανταλλαγή πυρών ανάμεσα των δύο φυλακίων όπου μετά από μισή ώρα σταμάτησαν[6]

Το κύριο σώμα των ατάκτων εισβολέων συνέχισε παρά ταύτα ακάθεκτο προ το Βαλτινό του οποίου η φρουρά αποτελούνταν από δύο λόχους νιζάμ, ή νιζάμηδων, (όπως αποκαλούσαν τότε οι Έλληνες τους στρατιώτες του τακτικού τουρκικού στρατού). Οι νιζάμ παίρνοντας είδηση τον ερχομό των εισβολέων μετά από μερική αντίσταση κλείστηκαν στο στρατώνα τους όπου και παραδόθηκαν στον Μυλωνά. Τότε οι αρχηγοί των εισβολέων εξέδωσαν την ακόλουθη προκήρυξη προς όλους τους Μακεδόνες και Ηπειρώτες για γενική εξέγερση:

Αδελφοί

Στρατιώται του Χριστού και της Ελευθερίας, υψούμεν την Σημαίαν της Ελευθερίας επί των Ελληνικών χωρών.
Υπό την σκιάν αυτής ας συγκεντρωθώμεν πάντες και ας αγωνισθώμεν εν έχοντες σύνθημα: Ελευθερία ή Θάνατος.
Το δίκαιον του αγώνος μας αναγνωρίζεται υπό των ελεύθερων λαών και ευλογείται υπό του Θεού.
Η νίκη ταχέως θα στέψει τα όπλα μας, το κράτος της Τουρκίας δια παντός θα καταλυθή, ισότης δε ελευθερία και αδελφότης θα βασιλεύση εκεί όπου σήμερον αγρία τυραννία κυριαρχεί.
Εμπρός αδελφοί Έλληνες! Ο Θεός μεθ΄ ημών!

     Οι Αρχηγοί της εν Μακεδονία επαναστάσεως

Στο μεταξύ οι ομάδες συνέχιζαν να προωθούνται καταλαμβάνοντας στη σειρά τα χωριά Βαλεμίτσι, Κηπουριό, Πηγαδίτσα, Ζάλοβο, Σίτοβο, Κριτάδες, Πλίσια, και Κουρνταστζί ανατινάζοντας τα ενδιάμεσα φυλάκια και συλλαμβάνοντας Τούρκους στρατιώτες.

Ειδικότερα στο Βελεμίτσι αποκρούστηκε σύνταγμα των νιζάμ όπου συνελήφθησαν 15 αιχμάλωτοι και διάφορα λάφυρα πυρομαχικά, όπλα και 18 μουλάρια. Στη δε μάχη των Κριτάδων που την υπεράσπιζαν 400 Τούρκοι όπου τραυματίσθηκε ο Μυλωνάς και ανέλαβαν οι Ζέρμος και Λάζος περιήλθαν στους εισβολείς 150 τουφέκια, μεγάλη ποσότητα πυρομαχικών και 25 αιχμάλωτοι, ενώ στις απώλειες περιλαμβάνονταν πέντε Μακεδόνες οπλαρχηγοί ανάμεσα των οποίων και ο διαβόητος Γκερμπάς[7].

Αυτή ήταν και η τελευταία επιτυχία των εισβολέων αν και η επιδρομή τους μέχρι τότε υπήρξε επιτυχής με "αξιόλογη τακτική επιδεξιότητα"[5]. Δυστυχώς όμως δεν είχαν ούτε την υποστήριξη που ήλπιζαν από τους ντόπιους κατοίκους αλλά ούτε και την βοήθεια που περίμεναν από τη Θεσσαλία, πέραν του ότι και ο καιρός ακόμα ήταν ψυχρός, αφού δύο ημέρες πριν την επιχείρηση είχε χιονίσει.

Τελικά εναντίον αυτών ο Ετέμ Πασάς απέστειλε δύο ενισχυμένες δυνάμεις (αποσπάσματα), μία από τη Δεσκάτη και μία από το Μακοβό με μια οειβατική πυροβολαρχία οι οποίες μαζί με μια τρίτη δύναμη από τα Γρεβενά περικύκλωσαν τους εισβολείς ατάκτους. Περίπου 500 από τους τελευταίους έδωσαν την ύστατη μάχη γύρω από την Κρανιά μέχρι που διαλύθηκαν σε ομάδες και κατάφεραν να αποσυρθούν σε ορεινά καταφύγια, ενώ η ομάδα του Γεώργιου Δούκα (Νταβέλη) και μία του Τσιπριάνι που είχε ακολουθήσει διέφυγαν προς την άλλη πλευρά της μεθορίου. Μια τελευταία ομάδα καθυστερημένα που κινήθηκε απόΚονισκό προς Νεζερό υπό την ηγεσία του οπλαρχηγού Σινσινίκου αντιμετωπίζοντας μεγάλη τουρκική δύναμη διασκορπίστηκε γρήγορα και κατέφυγε στον Όλυμπο[5].

Οι επιχειρήσεις αυτές των ατάκτων διήρκεσαν τελικά τέσσερις μόνο ημέρες. Στις 31 Μαρτίου / 12 Απριλίου (π.ημ./ν.ημερ.) η όλη δραστηριότητά τους είχε κατασταλεί πλήρως ενώ οι περισσότεροι εξ αυτών είχαν καταφύγει στη Θεσσαλία. Σημειώνεται ότι από την πρώτη ημέρα της εισβολής των ατάκτων η ελληνική κυβέρνηση έσπευσε να διακηρύξει ότι ουδεμία σχέση είχε με αυτούς και αντίθετα την ευθύνη είχε η τουρκική πλευρά που δεν διασφάλιζε τα σύνορά της. Αλλά και εκ μέρους του Σουλτάνου δεν υπήρξε σχετική διαμαρτυρία επ΄ αυτών των "ληστρικών συμμοριών" όπως τις χαρακτήρισε σε τηλεγράφημά του ο Ετέμ πασάς. Ο δε αρχιστράτηγος Διάδοχος Κωνσταντίνος μόλις ενημερώθηκε σχετικά, φθάνοντας στη Λάρισα, περί της εισβολής αυτών έδωσε εντολή καμία στρατιωτική μονάδα να μη κινηθεί καθώς και διαταγή να απομακρυνθούν από τα σύνορα και οι έτεροι 2.000 άτακτοι που παρέμεναν στη περιοχή της Ηπείρου.

Η εισβολή των ατάκτων προκάλεσε την οργή των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων οι οποίες την χαρακτήρισαν ανειλικρινή ενέργεια και έδωσε στην Οθωμανική αυτοκρατορία την αφορμή πολέμου που αναζητούσε.[2]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Ο ακριβής αριθμός των ατάκτων που πέρασαν τα σύνορα παρέμεινε συγκεχυμένος. Ξένοι ανταποκριτές τους υπολόγιζαν συνολικά σε 4.000 εκ των οποίων μόνο 1.500 - 2.000 πέρασαν τα σύνορα. Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής λαμβάνει υπόψη την εκτίμηση του Γάλλου λοχαγού, ο Γ. Ρούσος στο "Μαύρο 97" λαμβάνει την εκτίμηση του Π. Μελά, ο δε Ετέμ Πασάς στα απομνημονεύματά του δεν δίνει ακριβή αριθμό, χαρακτηρίζοντας όμως αυτούς αντάρτικο σώμα του Αλεξ. Μυλωνά
  2. 2,0 2,1 2,2 Ιστορία Ελληνικού Έθνους, σ. 127
  3. Η. Οικονομόπουλος "Ιστορία του Ελληνοτουρκικού Πολέμου" Αθήναι 1897, σελ.242, όπως αναφέρονται η διάρθρωση και όλα τα ονόματα.
  4. Το γεγονός της μετάληψης και του όρκου των ατάκτων αναφέρουν ο Οικονομόπουλος και ο Ρος και διασταυρώνεται από τον Π. Μελά που παρέστη και αναφέρει με ιδιαίτερη συγκίνηση σε επιστολή του
  5. 5,0 5,1 5,2 Κ. Ρος: "1897 - Με τους Έλληνες στη Θεσσαλία", σελ.38
  6. Κ. Ρος: "1897 - Με τους Έλληνες στη Θεσσαλία", σελ.36
  7. Κ. Ρος: "1897 - Με τους Έλληνες στη Θεσσαλία", σελ.37-38

Πηγές Επεξεργασία

  • "Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου" τομ.6ος, σελ.662.
  • "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια" τομ.ΙΑ΄, σελ.13.
  • Κ. Παπαρρηγόπουλος «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» τομ.8ος.
  • Σ. Μαρκεζίνης "Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος".
  • Douglas Dakin «Η Ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923» Μεταφρ. Α. Ξανθόπουλου, Β΄έκδοση, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ) - Αθήνα 1984.
  • Κ. Ρος (πολεμικός αταποκριτής): "1897 - Με τους Έλληνες στη Θεσσαλία" Λονδίνο 1897, επανέκδοση στην ελληνική 1997.
  • Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Aθηνών, Αθήνα 1977, τ. ΙΔ'.
  • Γεώργιος Ρούσος «Τό Μαύρο 97», Εκδ. Φυτράκης Αθήναι 1974.
  • Ιωσήφ Ι. Κασσεσιάν «Ο "Άτυχος" Ελληνοτουρκικός Πόλεμος (1897)» Εκδ. Κούριερ Εκδοτική Αθήνα 1997.