Εμπερτιστές
Οι Εμπερτιστές (Γαλλικά: Hébertistes) ήταν ριζοσπαστική επαναστατική πολιτική ομάδα που συνδέθηκε με τον λαϊκιστή δημοσιογράφο Ζακ Εμπέρ, μέλος της λέσχης των Κορδελιέρων. Ήρθαν στην εξουσία κατά τη διάρκεια της περιόδου της Τρομοκρατίας και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη Γαλλική Επανάσταση.
Οι Εμπεριστές ήταν ένθερμοι υποστηρικτές της αποχριστιανοποίησης της Γαλλίας και των ακραίων μέτρων στην υπηρεσία της Τρομοκρατίας, συμπεριλαμβανομένου του νόμου περί υπόπτων που θεσπίστηκε τον Σεπτέμβριο του 1793. Ευνόησαν την άμεση παρέμβαση του κράτους σε οικονομικά θέματα προκειμένου να εξασφαλιστεί η επαρκής προμήθεια εμπορευμάτων, κρασιού και σιτηρών. [1]
Οι ηγέτες τους εκτελέστηκαν στη γκιλοτίνα στις 24 Μαρτίου 1794.
Άνοδος στην εξουσία
ΕπεξεργασίαΗ ιακωβινική ομάδα των Εμπερτιστών έγινε, υπό την καθοδήγηση του Εμπέρ, η ανερχόμενη δύναμη της Επανάστασης, υποχρεώνοντας τους Ορεινούς να εφαρμόσουν ένα μέρος από το πρόγραμμά τους για να μη φανούν ότι ξεπεράστηκαν από τα πράγματα. [2]Η άνοδός τους στην εξουσία αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στη δημοτικότητα της εφημερίδας του Εμπέρ, Λε Περ Ντυσέν, (Ο μπαρμπα-Ντυσέν) που είχε φανατικούς αναγνώστες μεταξύ των Αβράκωτων. Η χρηματοδοτούμενη από την κυβέρνηση διανομή της εφημερίδας στις γαλλικές στρατιές, μια πολιτική που διοργάνωσε ο Εμπερτιστής Υπουργός Πολέμου Ζαν-Μπατίστ Μπουσότ το 1793, διεύρυνε την υποστήριξη και τη συμπάθεια για τις ιδέες των Εμπερτιστών.
Οι Εβερτιστές κατέλαβαν καίριες θέσεις, κυριαρχώντας στην Κομμούνα του Παρισιού με επίτροπο τον Πιέρ-Γκασπάρ Σωμέτ, με τον Εμπέρ ως αναπληρωτή του και τον Ζαν-Νικολά Πας δήμαρχο του Παρισιού. Επίσης κατέλαβαν το υπουργείο Στρατιωτικών με υπουργό τον Ζαν-Μπατίστ Νοέλ Μπουσότ και γενικό γραμματέα τον Φρανσουά-Νικολά Βενσάν. Διοικητής του επαναστατικού στρατού ήταν ο ποιητής Ρονσέν, δικός τους και ο Ροσινιόλ, διοικητής της στρατιάς της Δύσης, όπως και ο Ανριό, διοικητής της Εθνοφρουράς του Παρισιού.
Πολιτικές θέσεις
ΕπεξεργασίαΑντίπαλοι και ανταγωνιστές των Λυσσασμένων, τους διαδέχθηκαν μετά την καταδίκη και αυτοκτονία του Ζακ Ρου, στηριζόμενοι στις λαϊκές μάζες που υπέφεραν από την ακρίβεια και την έλλειψη τροφίμων. Οι Εμπερτιστές τάχθηκαν υπέρ της φορολόγησης των πλουσίων, της κατάσχεσης των τροφίμων, κατάγγελλαν τους αισχροκερδείς που απέκρυπταν τρόφιμα, παρότρυναν τους φτωχούς σε αγώνα κατά των πλουσίων και επιδοκίμασαν την επιβολή της Τρομοκρατίας, πιέζοντας διαρκώς για περισσότερα μέτρα. Υπό την απειλή λαϊκής εξέγερσης, την οποία οι ίδιοι θα υποκινούσαν, η Συμβατική έθεσε την Τρομοκρατία στην «ημερήσια διάταξη» (5 Σεπτεμβρίου 1793), ενίσχυσε το Επαναστατικό δικαστήριο, συγκρότησε τον επαναστατικό στρατό, ψήφισε τον νόμο περί υπόπτων και τον νόμο περί ανώτατων τιμών (9 Σεπτεμβρίου). Επίσης, την εποχή της παντοδυναμίας τους, εντάθηκε ο διωγμός των Καθολικών και η αποχριστιανοποίηση της Γαλλίας και εγκαθιδρύθηκε η Λατρεία του Ορθού Λόγου.
Δράση
ΕπεξεργασίαΣτις 24 Μαΐου 1793, η νεοσύστατη μετριοπαθής Επιτροπή των Δώδεκα διέταξε τη σύλληψη του Εμπέρ ο οποίος χρησιμοποιούσε την εφημερίδα του για να υποκινήσει βία εναντίον μελών της πολιτικής ομάδας των Γιρονδίνων. Η τεράστια κατακραυγή και οι πολιτικές αναταραχές που ακολούθησαν γρήγορα οδήγησαν στην απελευθέρωση του Εμπέρ. Ωστόσο, οι ταραχές συνεχίστηκαν, με αποκορύφωμα μια σειρά εξεγέρσεων. Στις 31 Μαΐου 1793, ένα μεγάλο πλήθος Αβράκωτων εξεγερμένων περικύκλωσε τη Συμβατική σε μια προσπάθεια να την εξαναγκάσει να αποδεχθεί τα αιτήματά τους, δηλαδή τη διάλυση της Επιτροπής των Δώδεκα, τη σύλληψη αριθμού βουλευτών των Γιρονδίνων, την φορολόγηση των πλουσίων και τον περιορισμό του δικαιώματος ψηφοφορίας μόνο στους Αβράκωτους. [3] Η Επιτροπή των Δώδεκα καταργήθηκε, αλλά στις 2 Ιουνίου 1793 τα πλήθη - τώρα υποστηριζόμενα και από τις δυνάμεις της Εθνοφρουράς, με επικεφαλής τον Εμπερτιστή νεοδιορισμένο Διοικητή-στρατηγό Φρανσουά Ανριό - επέστρεψαν. Ο Ανριό απείλησε να ανοίξει πυρ προς τα μέλη της Συμβατικής εάν δεν απέβαλαν τους βουλευτές των Γιρονδίνων. Τελικά, αποφασίστηκε η σύλληψη είκοσι εννέα Γιρονδίνων, γεγονός που σηματοδότησε το τέλος της πολιτικής δύναμης της ομάδας τους.
Μετά τη δολοφονία του Ζαν-Πωλ Μαρά από την προσκείμενη στους Γιρονδίνους Σαρλότ Κορντέ τον Ιούλιο του 1793, ο Εμπέρ αναδείχθηκε ως φυσικός διάδοχος του Μαρά στις προτιμήσεις εκείνων που είχαν μοιραστεί τις υπερ-επαναστατικές πεποιθήσεις του νεκρού. Η δημοτικότητα των Εμπερτιστών αυξήθηκε. Η προφανής και ολοένα και πιο αποσταθεροποιητική επιρροή τους άρχισε να γίνεται ενοχλητική για πολλούς λιγότερο ακραίους επαναστατικούς πολιτικούς, συμπεριλαμβανομένων των κορυφαίων προσωπικοτήτων των Ορεινών όπως ο Δαντών και ο Ροβεσπιέρος - ο Ροβεσπιέρος αποδοκίμαζε ιδιαίτερα τον αθεϊσμό των Εμπερτιστών.
Κατηγορίες και καταγγελίες
ΕπεξεργασίαΚατά τη διάρκεια του Οκτωβρίου 1793, απαγγέλθηκαν διάφορες κατηγορίες εναντίον εξεχόντων Εμπερτιστών από τον Φαμπρ νε'Εγκλαντίν, φίλο και υποστηρικτή του Δαντών, ηγέτη της μετριοπαθούς πτέρυγας των Ιακωβίνων. [4]Ο Φαμπρ ισχυρίστηκε ότι ανακάλυψε μια «συνωμοσία του εξωτερικού», στην οποία οι Στανισλάς-Μαρί Μαγιάρ, ο Πρώσος Ανάχαρσις Κλόοτς, ο Βέλγος Προλί μεταξύ άλλων, εμπλέκονταν ως πράκτορες, γεγονός που κατέστησε τα μέλη της ομάδας των Εμπερτιστών ύποπτα προδοσίας. Ωστόσο, αποκαλύφθηκε σύντομα ότι ο ίδιος ο Φαμπρ ενήργησε εν μέρει στα πλαίσια μιας περίπλοκης προσπάθειας να καλύψει τη συμμετοχή του σε ένα σκάνδαλο σχετικά με την εκκαθάριση της Γαλλικής Εταιρείας Ανατολικής Ινδίας και έτσι η αξιοπιστία του μειώθηκε.[5]
Τον Δεκέμβριο του 1793, ο δημοσιογράφος Καμίγ Ντεμουλέν - του οποίου οι πολιτικές απόψεις είχαν από καιρό ευθυγραμμιστεί με εκείνες του Δαντών και του Ροβεσπιέρου - άρχισε να εκδίδει το περιοδικό Ο Παλιός Κορδελιέρος, με στόχο εν μέρει την δυσφήμιση της ομάδας των Εμπερτιστών. Σε κύριο άρθρο της εφημερίδας αναφέρονταν στο γεγονός ότι η λέσχη των Κορδελιέρων, ένας πρώην μετριοπαθής επαναστατικός σύλλογος που κυριαρχούνταν από τις πολιτικές απόψεις του Δαντών, είχε καταληφθεί από τους Αβράκωτους Εμπερτιστές και τους οπαδούς τους. Επίσης ο Ντεμουλέν επιτέθηκε στον Εμπέρ επειδή μέσω των άρθρων του προκαλούσε αναταραχές και δυσφημούσε τη Γαλλική Δημοκρατία, αναφέροντας ότι «όταν οι Τύραννοι της Ευρώπης επιθυμούν να καταγγείλουν τη Δημοκρατία, να κάνουν τους σκλάβους τους να πιστέψουν ότι η Γαλλία καλύπτεται από το σκοτάδι της βαρβαρότητας, ότι το Παρίσι [. ..] είναι γεμάτο βανδάλους», απλά ανατύπωναν την εφημερίδα του Εμπέρ, Λε Περ Ντυσέν. [6]
Χλεύαζε επίσης τον Εμπέρ επειδή παρίστανε ότι ήταν «άνθρωπος του λαού» και εκπρόσωπος των Αβράκωτων - ενώ στην πραγματικότητα είχε ωφεληθεί πολύ από τις συμβάσεις που ο οπαδός του Μπουσότ είχε εξασφαλίσει από τη διανομή της εφημερίδας του στα στρατεύματα. Με τη σειρά του, ο Εμπέρ κατηγόρησε τον Ντεμουλέν για υποκρισία, επισημαίνοντας ότι η τρέχουσα αντίθεσή του στη βία και τον εξτρεμισμό (εκτός από την επίθεση στις υπερ-επαναστατικές υπερβολές, ο Ντεμουλέν είχε ζητήσει τον τερματισμό της Τρομοκρατίας) έρχονταν σε αντίφαση με τις παλιότερες ιδέες του, όπως εκτίθονταν στο φυλλάδιο του 1789 Discours de la lanterne aux Parisiens, στο οποίο είχε υποστηρίξει την εκτέλεση όσων αντιτίθενται στην επανάσταση.
Η μανιασμένη αντιπαράθεση συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια του χειμώνα του 1793–1794, συμβάλλοντας τελικά στην πτώση τόσο των Ντεμουλέν και Δαντών όσο και του Εμπέρ.
Πτώση από την εξουσία
ΕπεξεργασίαΜετά την ανάκληση τον Φεβρουάριο του 1794 του Εμπερτιστή αντιπροσώπου Ζαν-Μπατίστ Καριέ από τη Νάντη, όπου είχε εμπλακεί σε μαζικές εκτελέσεις για να καταστείλει τους εξεγερμένους στον πόλεμο της Βανδέας, οι Εμπερτιστές προσπάθησαν να πραγματοποιήσουν μια λαϊκή εξέγερση, ελπίζοντας να επαναλάβουν αυτό που είχε οδηγήσει στην πτώση των Γιρονδίνων. Στις 4 Μαρτίου 1794, ο Καριέ και ο Εμπέρ κάλυψαν την προτομή της Ελευθερίας στη λέσχη των Κορδελιέρων, δηλώνοντας, σύμφωνα με το τελετουργικό, κατάσταση εξέγερσης. Ήλπιζαν να απαιτήσουν από τη Συμβατική να αποβάλει τον Ροβεσπιέρο και τους υποστηρικτές του μεταξύ των Ορεινών.[7] Ωστόσο, η πόλη του Παρισιού δεν εξεγέρθηκε και η Κομμούνα του Παρισιού απέτυχε να παρέχει στρατιωτική υποστήριξη στο σχεδιαζόμενο πραξικόπημα.
Οι Εμπερτιστές καταγγέλθηκαν από τον Σαιν-Ζυστ και τον Ροβεσπιέρο και οι ηγέτες τη ομάδας συνελήφθησαν στις 13 Μαρτίου 1794. Περίπου είκοσι από αυτούς, μεταξύ των οποίων ο Πρώσος Κλόοτς, ο Ντυμπουισόν, ο Γκομπέλ, ο Ντε Κοκ, ο τυπογράφος Αντουάν-Φρανσουά Μομορό, ο ποιητής Ρονσέν, ο Φρανσουά-Νικολά Βενσάν, γενικός γραμματέας του Υπουργείου Εξωτερικών και ο Εμπέρ δικάστηκαν ενώπιον του Επαναστατικού Δικαστηρίου και καταδικάστηκαν σε θάνατο στις 24 Μαρτίου 1794, καρατομήθηκαν στη γκιλοτίνα το ίδιο βράδυ. Ο Σωμέτ ακολούθησε λίγες μέρες αργότερα, μαζί με τη χήρα του Εμπέρ.[8]
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ Schama, Simon (1989). Citizens: A Chronicle of the French Revolution (1989), p. 806
- ↑ Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα, τομ. 22, σελ. 14
- ↑ Furet, François (1992). Revolutionary France, 1770-1880. Oxford: Blackwell Publishing, p. 127
- ↑ . «britannica.com/biography/Jacques-Hebert».
- ↑ . «Βαλτέρ Μαρκόφ-Αλμπέρ Σομπούλ/1789-Γαλλική-Επανάσταση,pdf, σελ. 285-287» (PDF).
- ↑ Claretie, Jules (1876). Camille Desmoulins and His Wife: Passages from the History of the Dantonists. London: Smith, Elder, & Co, p. 271
- ↑ Scurr, Ruth (2006). Fatal Purity: Robespierre and the French Revolution. New York: Owl Books, p. 306
- ↑ . «Βαλτέρ Μαρκόφ-Αλμπέρ Σομπούλ/1789-Γαλλική-Επανάσταση,pdf, Η εξόντωση των Εμπερτιστών, σελ. 299-300» (PDF).