Εναργίτης
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Ο εναργίτης (αγγλικά: enargite) είναι θειούχο και αρσενικούχο ορυκτό του χαλκού. Το όνομα τού αποδόθηκε από την αρχαία ελληνική λέξη εναργής, λόγω της σαφήνειας των επιπέδων σχισμού που εμφανίζει.[1]
Εναργίτης. Προέλευση: Περού | |
Γενικά | |
---|---|
Κατηγορία | Θειούχα |
Χημικός τύπος | Cu3AsS4 |
Ορυκτολογικά χαρακτηριστικά | |
Πυκνότητα | 4,3 gr/cm3 |
Χρώμα | Σιδηρομέλαν έως σιδηρόγκριζο με εσωτερικές ανακλάσεις σε βαθύ ερυθρό |
Σύστημα κρυστάλλωσης | Ρομβικό |
Κρύσταλλοι | Τραπεζοειδείς ή επιμηκυσμένοι κατά [001], μέχρι 15 εκ. |
Υφή | Συμπαγής |
Διδυμία | Συχνή κατά {320}, σπανιότερη η πολυδυμία διείσδυσης με εμφάνιση ψευδοεξαγωνικών σχηματισμών |
Σκληρότητα | 3 |
Σχισμός | Τέλειος κατά {110}, σαφής κατά {100} και {010}, ασαφέστερος κατά {001} |
Θραύση | Ανώμαλη |
Λάμψη | Μεταλλική |
Γραμμή κόνεως | Σιδηρομέλαινα |
Πλεοχρωισμός | Ασθενέστατος |
Διαφάνεια | Αδιαφανής |
Είναι ορυκτό συχνά εμφανιζόμενο σε αποθέσεις υδροθερμικών φλεβών μέσων θερμοκρασιών. Εμφανίζεται, επίσης, ως απόθεση στα τελευταία στάδια μεταλλογένεσης χαμηλών θερμοκρασιών. Στην περίπτωση που στη σύνθεσή του συμμετέχει κασσίτερος σχηματίζεται το ορυκτό σταννοεναργίτης (από το stannum, τη λατινική λέξη για τον κασσίτερο).
Ορυκτά με τα οποία συνδέεται είναι ο σιδηροπυρίτης, ο σφαλερίτης, ο γαληνίτης, ο βορνίτης, ο τενναντίτης, ο χαλκοσίνης, ο κοβελλίνης, ο βαρύτης και ο χαλαζίας.
Ως ορυκτό είναι ευρέως διαδεδομένο και σε πολλές χώρες αποτελεί σημαντικό μετάλλευμα χαλκού, συνήθως όμως δεν εμφανίζει καλοσχηματισμένους κρυστάλλους. Σημαντικές αποθέσεις του (με καλοσχηματισμένους κρυστάλλους) απαντούν στο Τσουμέμπ της Ναμίμπια, στο Περού (περιοχές Morococha, όπου αποτελεί χαρακτηριστικό ορυκτό (type locality, TL), Cerro de Pasco, Mina Luz (με εξαιρετικά καλοσχηματισμένους κρυστάλλους), στη Χιλή, στην Αργεντινή, τις Φιλιππίνες (νήσος Λουσόν), την Ιαπωνία (Χοκκάιντο), τη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Σερβία (περιοχή Bor), τη Σαρδηνία, την Αυστρία και τις ΗΠΑ (Πολιτείες Κολοράντο και περιοχή Μπιουτ (Butte) της Μοντάνα.
Στην Ελλάδα απαντάται στα μεταλλεία Χαλκιδικής (Μαδέμ-Λάκκος), στα μεταλλεία Λαυρίου (Καμάριζα, Ιλάριον Νο 50, Πλάκα, Αδάμη Νο 2, Σούνιο (Αγ. Βαρβάρα, «Μαρία») και στη Θράκη (περιοχή Ξάνθης, σε χαλκοχρυσούχες αποθέσεις εντός πορφυριτών.
Πηγές
ΕπεξεργασίαΔείτε επίσης
ΕπεξεργασίαΒιβλιογραφία
Επεξεργασία- James Dwight Dana, Manual of Mineralogy and Lithology, Containing the Elements of the Science of Minerals and Rocks, READ BOOKS, 2008 ISBN 1443742244
- Frederick H. Pough, Roger Tory Peterson, Jeffrey (PHT) Scovil, A Field Guide to Rocks and Minerals, Houghton Mifflin Harcourt, 1988 ISBN 039591096X
- Walter Schumann, R. Bradshaw, K. A. G. Mills, Handbook of Rocks, Minerals and Gemstones, Houghton Mifflin Harcourt, 1993 ISBN 0395511372
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ Περιγράφηκε προ του 1959, το όνομα εγκρίθηκε από την ΙΜΑ ("grandfathered")