Επαρχότητα του πραιτωρίου

διοικητική διαίρεση της της ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας

Η επαρχότητα ή υπαρχία του πραιτωρίου (λατινικά: praefectura praetorio‎‎, στα αρχαία ελληνικά ἐπαρχότης τῶν πραιτωρίων, ή ὑπαρχία τῶν πραιτωρίων) ήταν η μεγαλύτερη διοικητική διαίρεση της ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, επάνω από τις διοικήσεις μεσαίου επιπέδου και τις επαρχίες χαμηλού επιπέδου. Οι επαρχότητες προέκυψαν κατά τη βασιλεία του Κωνσταντίνου Α' (βασ. 306–337), φθάνοντας λίγο πολύ στην τελική τους μορφή στο τελευταίο τρίτο του 4ου αι. και επιβίωσαν μέχρι τον 7ο αι., όταν οι μεταρρυθμίσεις του Ηράκλειου μείωσαν τη δύναμη των επαρχοτήτων και οι μουσουλμανικές κατακτήσεις ανάγκασαν την Βυζαντινή Αυτοκρατορία να υιοθετήσει το νέο σύστημα των θεμάτων. Στοιχεία του διοικητικού μηχανισμού των επαρχοτήτων τεκμηριώνεται ότι διασώθηκαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία μέχρι το πρώτο μισό του 9ου αι.

επαρχότητα του πραιτωρίου
Πληροφορίες ασχολίας
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ιστορία Επεξεργασία

 
Χάρτης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας υπό την Τετραρχία, που δείχνει τις διοικήσεις και τις ζώνες ελέγχου των τεσσάρων Τετραρχών.

Το αξίωμα του πραιτωριανού επάρχου είχε μακρά ιστορία, που χρονολογείται από τις απαρχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: αρχικά, οι δύο κάτοχοί του ήταν οι διοικητές της πραιτωριανής φρουράς, αλλά σταδιακά έγιναν οι κύριοι βοηθοί του Αυτοκράτορα και συγκέντρωσαν σημαντικές διοικητικές και δικαστικές ευθύνες. Η ακριβής διαδικασία μετατροπής σε κυβερνήτη μίας συγκεκριμένης εδαφικής περιφέρειας είναι ακόμη ασαφής.[1] Μία κοινή παρανόηση, που βασίζεται στον Ζώσιμο, είναι ότι ο Μέγας Κωνσταντίνoς καθιέρωσε τις επαρχότητες ως συγκεκριμένες εδαφικές περιφέρειες ήδη από το 318 ή το 324, μετά τη νίκη του επί του Λικίνιου. [2]

Κατά τη διάρκεια της Τετραρχίας, όταν ο αριθμός των κατόχων του αυτοκρατορικού αξιώματος πολλαπλασιάστηκε (δύο ανώτεροι Αυτοκράτορες, οι «Αύγουστοι», και δύο κατώτεροι συνάδελφοι, οι «Καίσαρες»), υπάρχουν ενδείξεις για την ύπαρξη μόνο δύο πραιτωριανών επάρχων κάθε φορά, πιθανότατα έναν ανά «Αύγουστο». Σε εκείνο το στάδιο, η εξουσία του πραιτωριανού επάρχου ήταν ακόμα τεράστια. Σύμφωνα με τον Α. Χ. Μ. Τζόουνς, ήταν «ένα είδος μεγάλου βεζίρη, δεύτερου σε εξουσία μόνο έναντι του Αυτοκράτορα, που διέθετε ευρείες αρμοδιότητες σχεδόν σε κάθε σφαίρα της κυβέρνησης, στρατιωτική και δικαστική, οικονομική και γενική διοίκηση. Ήταν ο αρχηγός του επιτελείου του Αυτοκράτορα, γενικός βοηθός και επιτελάρχης".[3] Μετά την παραίτηση του Διοκλητιανού το 305, ξεκίνησε εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των διαφόρων συναυγούστων, κατά τη διάρκεια του οποίου ο καθένας από τους διεκδικητές διόρισε τον δικό του πραιτωριανό έπαρχο, κάτι που συνεχίστηκε κατά την περίοδο όπου η αυτοκρατορία μοιραζόταν μεταξύ του Λικίνιου και του Μεγάλου Κωνσταντίνου.[4] Το 317 προστέθηκε ένας τρίτος πραιτωριανός έπαρχος στη Γαλατία για τον γιο του Κωνσταντίνου, Κρίσπο. Μετά την εκτέλεσή του το 326, αυτός ο πραιτωριανός έπαρχος διατηρήθηκε. Από το 317 και εξής οι έπαρχοι δεν ήταν ποτέ λιγότεροι από τρεις, και για τα έτη 347–361, 374-379 και 388–391 τέσσερις, με την προσθήκη της επαρχότητας Ιλλυρικού, αν και την τελευταία διετία περιλάμβανε μόνο τις διοικήσεις Δακίας και Μακεδονίας, που θα ήταν η μόνιμη περιοχή από τότε, μετά την αποκατάσταση το 395.

Μετά τη νίκη του Κωνσταντίνου επί του Λικίνιου και την ενοποίηση της Αυτοκρατορίας υπό την κυριαρχία του, το αξίωμα άλλαξε χαρακτήρα. Τα στρατιωτικά καθήκοντά του αφαιρέθηκαν, με τη δημιουργία των καθαρά στρατιωτικών αξιωμάτων του στρατηλάτη του πεζικού (magister peditum) και του στρατηλάτη του ιππικού (magister equitum) και με την καθιέρωση του «μαγίστρου των οφφικίων» (magister officiorum) ως πανίσχυρου επικεφαλής της παλατινής γραφειοκρατίας και της δημόσιας γραφειοκρατείας δημιουργήθηκε γενικά ένα αντίβαρο στην εξουσία του πραιτωριανού επάρχου.[5][6] Αυτές οι μεταρρυθμίσεις ήταν αποτέλεσμα, τόσο της έλλειψης αξιωματούχων κατάλληλων για τα ευρέως φάσματος καθήκοντα του πραιτωριανού έπαρχου,[7] όσο και της επιθυμίας να μειωθεί η πιθανή πρόκληση για την εξουσία του Αυτοκράτορα, που αντιπροσώπευε ο πανίσχυρος έπαρχος.[8] Κατά συνέπεια, το αξίωμα του πραιτωριανού έπαρχου μετατράπηκε σε καθαρά πολιτικό και διοικητικό, διατηρώντας ωστόσο την υψηλότερη θέση στην αυτοκρατορική ιεραρχία, αμέσως κάτω από τον ίδιο τον Αυτοκράτορα. [9] Μία άλλη σημαντική απόκλιση από την τετραρχική πρακτική, ήταν η αύξηση του αριθμού των κατόχων: τουλάχιστον πέντε πραιτωριανοί έπαρχοι μαρτυρούνται περί το 332. Αυτή η εξέλιξη πιθανότατα σχετίζεται με το ότι ο Κωνσταντίνος έδωσε στους τέσσερις γιους του συγκεκριμένα εδάφη προς διαχείριση, οραματιζόμενος μία διανομή της αυτοκρατορικής εξουσίας μεταξύ τους, μετά το θανατό του. Σε αυτό το μέτρο μπορεί να ανιχνευθεί η προέλευση των μεταγενέστερων εδαφικών επαρχοτήτων.[10]

 
Οι τέσσερις «κλασικές» επαρχότητες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπως εμφανίζονται στο Notitia Dignitatum, περί το 400 μ.Χ.

Μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου το 337, οι τρεις επιζώντες γιοι του χώρισαν την Αυτοκρατορία μεταξύ τους. Καθώς κάθε νέος «Αύγουστος» είχε τον δικό του πραιτωριανικό έπαρχο, αυτή η διαίρεση δημιούργησε τις πρώτες επαρχότητες, πο σταδιακά έμελλε να γίνουν μόνιμες: τη δυτική επαρχότητα των Γαλατιών (διοικήσεις Γαλατίας, Βιέννης, Ισπανίας και Βρετανίας), την κεντρική επαρχότητα της Ιταλίας, Ιλλυρικού και Αφρικής (διοικήσεις Ιταλίας, Αφρικής, Παννονίας, Δακίας και Μακεδονίας) και την επαρχότητα της Ανατολής (διοικήσεις Θράκης, Ασίας, Πόντου, Ανατολής). Η Αίγυπτος ήταν μέρος της διοίκησης της Ανατολής μέχρι το 370 ή το 381. Με τη δημιουργία της χωριστής επαρχότητας του Ιλλυρικού (διοικήσεις Παννονίας, Δακίας και Μακεδονίας) το 347 έως το 361, και παρά την περιστασιακή κατάργηση της τελευταίας, η εικόνα που εμφανίζεται στις αρχές του 5ου αι. στο Notitia dignitatum ήταν πλήρης. Η μόνη σημαντική αλλαγή ήταν η απομάκρυνση της διοίκησης της Παννονίας (μετονομαζόμενη σε διοίκηση Ιλλυρικού) από την επαρχότητα του Ιλλυρικού και η ενσωμάτωσή της στην επαρχότητα της Ιταλίας το 379. Η διοίκηση της Ιταλίας στην πράξη χωρίστηκε σε δύο: της Ιταλίας στο βορρά και της Σουβουρβικάριας Ιταλίας (suburbicaria, "υπό την πόλη") στο νότο, συμπεριλαμβανομένης της Σικελίας, της Κορσικής και της Σαρδηνίας. Δεν διορίζονταν αυτοκρατορικοί βικάριοι (vicarius, αντιπρόσωπος) στις διοικήσεις Γαλατίας και Δακίας, επειδή τα καθήκοντά τους αναλάμβαναν οι έπαρχοι, που έδρευαν εκεί. Όταν ο πραιτωριανός έπαρχος της Ιταλίας μετακινήθηκε στο Μιλάνο, διορίστηκε ένας βικάριος του Ιλλυρικού να κατοικεί στο Σίρμιο και όταν ο πραιτωριανός έπαρχος διέμενε στο Σίρμιο, η θέση καταργήθηκε και διορίστηκε βικάριος να διαμένει στο Μιλάνο στη θέση του πραιτωριανού επάρχου.

Κατά τη διάρκεια του 5ου αι. η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατακλύστηκε από τις εισβολές γερμανικών φυλών. Ωστόσο η επαρχότητα της Ιταλίας διατηρήθηκε από το νέο Οστρογοτθικό βασίλειο, το οποίο ήταν ακόμη de jure μέρος της Αυτοκρατορίας, και ο βασιλιάς των Οστρογότθων Θεόδωριχος Α΄ ο Μέγας επανίδρυσε ακόμη και την επαρχότητα της Γαλατίας στο μικρό τμήμα της Γαλατίας που κατέκτησε τη δεκαετία του 510. Μετά την ανάκτηση της Βόρειας Αφρικής από την Ανατολική Αυτοκρατορία κατά τον Βανδαλικό Πόλεμο του 533–534, οι νέες επαρχίες ομαδοποιήθηκαν από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α΄ σε μία νέα επαρχότητα της Αφρικής, η οποία αργότερα θα μετατραπεί στην εξαρχάτο της Αφρικής. Η επαρχότητα της Ιταλίας επανιδρύθηκε επίσης μετά το τέλος του Γοτθικού Πολέμου, πριν εξελιχθεί και αυτή σε εξαρχάτο. Στην Ανατολή, οι πραιτωριανές επαρχίες συνέχισαν να λειτουργούν μέχρι τα μέσα του 7ου αι., όταν η απώλεια των περισσότερων ανατολικών επαρχιών από τη μουσουλμανική κατάκτηση και των Βαλκανίων από τις σλαβικές φυλές οδήγησε στη δημιουργία του συστήματος των θεμάτων. Εν τω μεταξύ, ωστόσο, οι μεταρρυθμίσεις υπό τον Ηράκλειο είχαν απογυμνώσει την επαρχότητα από ορισμένες οικονομικές υπηρεσίες, οι οποίες συστάθηκαν ως ανεξάρτητα υπουργεία υπό λογοθέτες.[11] Η τελευταία φορά που μαρτυρείται απευθείας ο πραιτωριανός έπαρχος της Ανατολής προέρχεται από νόμο του 629.[12] Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, ωστόσο, ίχνη του συστήματος επιβίωσαν στις αρχές του 9ου αι.: ο Eρνστ Στάιν έδειξε ότι ορισμένες πτυχές της επαρχότητας του Ιλλυρικού επιβίωσαν στη διοίκηση της Θεσσαλονίκης[13], ενώ ο Τζον Χάλντον, με βάση σιγιλογραφικά στοιχεία και αναφορές στα βυζαντινά Τακτικά, έχει τεκμηριώσει την επιβίωση της προηγούμενης πολιτικής επαρχιακής διοίκησης εντός του θεματικού συστήματος, με τον έπαρχο της πόλεως πιθανώς σε εποπτικό ρόλο, μέχρι τη δεκαετία του 840. [14]

Ισχύς και δικαιοδοσίες του επάρχου Επεξεργασία

 
Τα διακριτικά του πραιτοριανού έπαρχου του Ιλλυρικού, όπως απεικονίζεται στο Notitia Dignitatum: δεξιά το χρυσελεφάντινο μελανοδοχείο και στυλοθήκη (theca), αριστερά το έγγραφο του διορισμού στο αξίωμα σε ένα τραπέζι με μπλε ύφασμα και κάτω η κρατική άμαξα. [15]

Αρχικά, οι πραιτοριανοί έπαρχοι προέρχονταν από την τάξη των ιππέων. Οι μεταρρυθμίσεις του Κωνσταντίνου Α΄ συνεπάγονταν την απόδοση αυτού του αξιώματος σε μέλη της συγκλητικής τάξης και το κύρος και η εξουσία του ανέβηκαν στο υψηλότερο επίπεδο, έτσι ώστε οι σύγχρονοι συγγραφείς να το αναφέρουν ως το «ανώτατο αξίωμα». [16] Στη διαιρεμένη Αυτοκρατορία, οι δύο ανώτεροι έπαρχοι ήταν αυτοί της Ανατολής και της Ιταλίας, που διέμεναν στις αυλές των δύο Αυτοκρατόρων και ενεργούσαν αποτελεσματικά ως πρώτοι υπουργοί τους, ενώ οι έπαρχοι του Ιλλυρικού και της Γαλατίας κατείχαν κατώτερη θέση. [17]

Οι έπαρχοι είχαν ευρύ έλεγχο στις περισσότερες πτυχές του διοικητικού μηχανισμού των επαρχιών τους και μόνο ο μάγιστρος των οφφικίων (magister officiorum) τους συναγωνιζόταν στην εξουσία. Οι έπαρχοι εκπλήρωναν τους ρόλους του ανώτατου διοικητικού και νομικού λειτουργού, ήδη παρόντες από την εποχή του Σεπτίμιου Σεβήρου, και του επικεφαλής οικονομικού υπαλλήλου, υπεύθυνου για τον κρατικό προϋπολογισμό. Υπό την ιδιότητά τους ως δικαστών, είχαν το δικαίωμα να κρίνουν αντί του Αυτοκράτορα (vice sacra) και, σε αντίθεση με τους κατώτερους κυβερνήτες, στην απόφασή τους δεν μπορούσε να ασκηθεί έφεση.

Τα τμήματά τους χωρίστηκαν σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τη schola excerptorum, η οποία επόπτευε τις διοικητικές και δικαστικές υποθέσεις, και τη scriniarii, που επόπτευε τον χρηματοπιστωτικό τομέα. [18]

Βιβλιογραφικές αναφορές Επεξεργασία

  1. Kelly (2006), σ. 185
  2. Morrison (2007), σ. 190
  3. Jones (1964), σ. 371
  4. Kelly (2006), σ. 186
  5. Kelly (2006), σσ. 187–188
  6. Kazhdan (1991), σ. 1267
  7. Jones (1964), σ. 101
  8. Kelly (2006), σ. 187
  9. Morrison (2007), σσ. 177–179
  10. Kelly (2006), σσ. 186–187
  11. Haldon (1997), σσ. 18–190
  12. Haldon (1997), σ. 195
  13. Kazhdan (1991), σσ. 987, 1710
  14. Haldon (1997), σσ. 195–207
  15. Kelly (2004), p. 41
  16. Morrison (2007), p. 177
  17. Bury, p. 27
  18. Kazhdan (1991), σ.1710

Πηγές Επεξεργασία