Η εσπεριδίνη (αγγλ. hesperidin) είναι ένας φυσικός γλυκοζίτης φλαβανόνης που απαντάται στα εσπεριδοειδή. Η άγλυκη μορφή της ονομάζεται εσπερετίνη. Η ονομασία της προέρχεται από την αντίστοιχη λέξη, που αφορά ουσιαστικά τα φρούτα που παράγονται από τα εσπεριδοειδή.

Η χημική δομή της εσπεριδίνης.

Χαρακτηριστικά Επεξεργασία

Είναι μία φυσικά απαντώμενη χημική ένωση που ανήκει στα βιοφλαβονοειδή, ενώσεις με πλούσιες αντιοξειδωτικές ιδιότητες. Πρόσθετα, τα βιοφλαβονοειδή προσδίδουν επίσης χρώμα, γεύση και άρωμα στα αντίστοιχα φυτά.

Πρώτη απομόνωση Επεξεργασία

 
Χρωματογράφημα υπεριώδους 280 nm μετά από διαχωρισμό χυμού πορτοκαλιού (σημ. η εσπεριδίνη χρωματογραφικά εμφανίζεται στην κορυφή ακριβώς στα 16,44 min).

Απομονώθηκε για πρώτη φορά το 1828 από τον Γάλλο χημικό Lebreton από το λευκό εσωτερικό στρώμα φλούδων εσπεριδοειδών (mesocarp, albedo).[1][2]

Πιστεύεται ότι παίζει ρόλο στη φυσική άμυνα των φυτών.

Χρήσεις Επεξεργασία

H εσπεριδίνη ανήκει στην κατηγορία των βιοφλαβονοειδών που είναι γνωστό ότι βοηθούν στην αντιμετώπιση προβλημάτων των αιμοφόρων αγγείων όπως λ.χ. αιμορροΐδες, κιρσοί και φλεβική στάση (π.χ. κακή κυκλοφορία του αίματος στα πόδια).

Πηγές φυσικής προέλευσης Επεξεργασία

Οικογένεια Rutaceae Επεξεργασία

Οικογένεια Lamiaceae Επεξεργασία

Η μέντα περιέχει εσπεριδίνη.[5]

Περιεκτικότητα σε τρόφιμα Επεξεργασία

Παρακάτω παρουσιάζεται, κατ' εκτίμηση, η περιεκτικότητα σε εσπεριδίνη σε διάφορα τρόφιμα, ανά 100 ml.[6]

Φαρμακευτική έρευνα Επεξεργασία

Ως φλαβανόνη που ανευρίσκεται στα φλούδια εσπεριδοειδών (όπως λ.χ. πορτοκάλια ή λεμόνια), η εσπεριδίνη βρίσκεται υπό προκαταρκτική έρευνα για τις πιθανές βιολογικές της ιδιότητες in vivo.

Μια μελέτη ανασκόπησης δεν εντόπισε στοιχεία ότι η εσπεριδίνη επηρέασε τα επίπεδα λιπιδίων στο αίμα ή την υπέρταση[7]

Μια άλλη έρευνα διαπίστωσε ότι η εσπεριδίνη μπορεί να βελτιώσει τη λειτουργία του ενδοθηλίου στους ανθρώπους, αλλά τα συνολικά αποτελέσματα ήταν ασαφή.[8]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. «Sur la matiere cristalline des orangettes, et analyse de ces fruits non encore developpes, famille des Hesperidees». Journal de Pharmacie et de Sciences Accessories 14: 377ff. 1828. http://gallica.bnf.fr/ark:/12148/bpt6k214864s/f380.image. 
  2. «Metabocard for Hesperidin (HMDB03265)». Human Metabolome Database, The Metabolomics Innovation Centre, Genome Canada. 11 Φεβρουαρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 2016. 
  3. «Citrus aurantium. Dr. Duke's Phytochemical and Ethnobotanical Databases. 6 Οκτωβρίου 2014. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Νοεμβρίου 2004. 
  4. «Flavanones in grapefruit, lemons, and limes: A compilation and review of the data from the analytical literature». Journal of Food Composition and Analysis 19 (Supplement): S74–S80. 2006. doi:10.1016/j.jfca.2005.12.009. http://www.ars.usda.gov/SP2UserFiles/Place/12354500/Articles/jfca19_S74-S80.pdf. 
  5. «UV-B modulates the interplay between terpenoids and flavonoids in peppermint (Mentha x piperita L.)». Journal of Photochemistry and Photobiology. B, Biology 100 (2): 67–75. August 2010. doi:10.1016/j.jphotobiol.2010.05.003. PMID 20627615. 
  6. «Foods in which hesperidin is found». Phenol-Explorer database, version 3.6. Ανακτήθηκε στις 15 Μαρτίου 2017. 
  7. «Hesperidin, a major flavonoid in orange juice, might not affect lipid profile and blood pressure: A systematic review and meta-analysis of randomized controlled clinical trials». Phytotherapy Research 33 (3): 534–545. March 2019. doi:10.1002/ptr.6264. PMID 30632207. 
  8. «Effects of hesperidin consumption on cardiovascular risk biomarkers: a systematic review of animal studies and human randomized clinical trials». Nutrition Reviews 77 (12): 845–864. December 2019. doi:10.1093/nutrit/nuz036. PMID 31271436.