Ιερά Μονή Αγίων Αναργύρων Ερμιόνης
Η Ιερά Μονή Αγίων Αναργύρων Ερμιόνης βρίσκεται στο κέντρο του νότιου Ερμιονικού κόλπου μόλις ένα χιλιόμετρο περίπου από την παραλία, στους πρόποδες του λόφου των Αγίων Θεοδώρων[2] και απέχει από την Ερμιόνη περίπου τρία χιλιόμετρα. Ανήκει στην Ιερά Μητρόπολη Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης. Είναι βυζαντινή γυναικεία μονή αφιερωμένη στους Αγίους Αναργύρους και εορτάζει δύο φορές τον χρόνο την μνήμη των Αγίων Αναργύρων, την 1η Ιουλίου[3] τους Ρωμαίους και την 1η Νοεμβρίου[4] τους Ασιάτες μαζί με την μητέρα τους Θεοδότη.
Μονή Αγίων Αναργύρων στην Ερμιόνη | |
---|---|
Ο αύλειος χώρος της Ιεράς Μονής | |
Γενικές πληροφορίες | |
Είδος | μοναστήρι |
Διεύθυνση | Ερμιόνη Αργολίδος 21051 |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | 37°22′30″N 23°12′36″E |
Διοικητική υπαγωγή | Δήμος Ερμιονίδας |
Χώρα | Ελλάδα |
Χρήση | Γυναικεία Ιερά Μονή |
Ιδιοκτήτης | Ιερά Μητρόπολις Ύδρας, Σπετσών, Αιγίνης, Ερμιονίδος και Τροιζηνίας |
Προστασία | διατηρητέο κτήριο στην Ελλάδα[1] |
Πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Πληροφορίες για την ιστορία της Μονής
ΕπεξεργασίαΟ χρόνος ιδρύσεως της Μονής παραμένει άγνωστος γιατί δεν υπάρχουν γραπτές πηγές ή άλλα σταθερά αρχαιολογικά τεκμήρια που να επιβεβαιώνουν την ακριβή χρονολογία της ιδρύσεώς της[5]. Ύστερα από έρευνα και μελέτη ο επίκουρος καθηγητής της Μορφολογίας της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Ε.Μ.Π. κ. Γ. Προκοπίου καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το σημερινό Καθολικό της Μονής θα πρέπει να ιδρύθηκε γύρω στο 1500 μ.Χ. χωρίς να αποκλείει την πιθανότητα να είχε ιδρυθεί η Μονή για πρώτη φορά στον 11ο με 12ο αιώνα και να επισκευάσθηκε τον 14ο μ.Χ. αιώνα[6].
Πληροφορίες για την Ιστορία της Ιεράς μονής αντλούμε από δύο παλαιότερες γραπτές πηγές. Η πρώτη πηγή είναι η επιγραφή στο ξυλόγλυπτο τέμπλο του Καθολικού: "1711 ΙΟΥΝΙΟΥ 10. Ετελιόθι το παρόν ΗΓΟΥΜΕΝΕΥΟΝΤΟΣ του ΠΑΝΟΣΙΩΤΑΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΑΓΟΡΑΤΟΥ". Η δεύτερη γραπτή πηγή είναι το "Σιγίλλιον" του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίου του Γ΄ "δι΄ου επικυρούται η σταυροπηγιακή αξία του εν τη επαρχία Ναυπλίου και Άργους και μεταξύ των χωρίων Κρανίδι και Καστρί κειμένου μοναστηρίου των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού (του έτους 1720).
Το Σιγίλλιο υπογεγραμμένο και από τους τότε συνοδικούς μητροπολίτες του Οικουμενικού θρόνου, μεταξύ αυτών και ο Ναυπλίου και Άργους Μελέτιος αναφέρει ανάμεσα στα άλλα ότι το Μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων "προ χρόνων ήδη πολλών υπήρξε πατριαρχικόν Σταυροπήγιον, καθώς φαίνεται και εν τοις ιεροίς κώδιξι της καθ' ημάς του Χριστού μεγάλης εκκλησίας, και τη τοιαύτη σταυροπηγιακή φιλοτιμία διετέλεσε μέχρι ου νυν ελεύθερον πάντη (τελείως) και ασύδοτον (μη φορολογούμενον) και ακαταπάτητον". Στη συνέχεια επαναφέρει το μοναστήρι στην παλαιά του Σταυροπηγιακή θέση. Αφορίζει και καταράται πάντα "οποίας αν είη τάξεως" που θα βλάψει στο μέλλον τη Μονή και τελειώνει: "Όθεν εις ένδειξιν και διηνεκή παράστασιν και ασφάλειαν της σταυροπηγιακής ελευθερίας του ρηθέντος μοναστηρίου εγένετο και το παρόν ημέτρον πατριαρχικόν συνοδικόν σιγιλιώδες εν μεμβράναις γράμμα και επεδόθη αυτώ εν έτει αψκυω (1720) μηνί Φεβρουαρίω Ίν(δικτιών) ος ιγης"[7].
Η προσφορά της Μονής κατά την περίοδο της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης στην Ερμιόνη
ΕπεξεργασίαΜετά την κήρυξη της Επαναστάσεως του 1821 η Ιερά Μονή πρόσφερε τα εκκλησιαστικά σκεύη που διέθετε στην Επαναστατική Κυβέρνηση για τον Αγώνα. Βοήθησε οικονομικά στρατιωτικά αγήματα και φιλοξένησε στο μοναστηριακό συγκρότημα στρατιωτικές φρουρές. Από τον Οκτώβριο του 1822 μέχρι και τον Φεβρουάριο του 1823 όταν η Ερμιόνη υπήρξε έδρα της Επαναστατικής Κυβερνήσεως, το μοναστήρι χρησιμοποιήθηκε ως χώρος φιλοξενίας, οι δε οικονομικές προσφορές για έκτακτες δαπάνες του Αγώνα της Ελευθερίας της πατρίδος και κυρίως για την συντήρηση των στρατευμάτων, που στάθμευαν στην περιοχή, ήταν «ηγεμονικές»[8].
Το βυζαντινό αυτό μοναστήρι με τη συμβολή του Ηγουμένου Μακάριου Χατζή από το 1807 προσέφερε σημαντικό έργο και αποτέλεσε το επίκεντρο της ζωής των κατοίκων της επαρχίας της Ερμιονίδος (Κάτω Ναχαγιέ). Λειτουργούσε ως πνευματικό εργαστήριο αρμονικής καλλιέργειας του εθνικού και θρησκευτικού φρονήματος και υπήρξε ασφαλές καταφύγιο των παρεπιδημούντων αγωνιστών της Επαναστάσεως, των φτωχών, των ασθενών, των οδοιπόρων, Φιλελλήνων, πληρεξουσίων, πολιτικών προσώπων και οικογενειών ή συγγενικών προσώπων οπλαρχηγών. Στις αίθουσές του και τα κελιά φιλοξενήθηκαν οι ναυτικοί πληρεξούσιοι των νησιών και πραγματοποιήθηκαν συνεδριάσεις εθνικού ενδιαφέροντος, οι οποίες έπαιξαν ρόλο στις αποφάσεις της Γ΄ «κατ’ επανάληψη» Εθνοσυνελεύσεως στην Ερμιόνη. Ο Ηγούμενος είχε την οικονομική στήριξη του μετέπειτα πρωθυπουργού, Υδραίου Δημητρίου Βούλγαρη, ο οποίος είχε την «Περιβόλα» του (εξοχική έπαυλη) νότια του Μοναστηριού και με τον δικό του τρόπο ενίσχυε την Ερμιόνη και συμμετείχε μόνο στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, σε ηλικία 25 ετών[9].
Συγκεντρώθηκαν στο Ιερό Καθίδρυμα οι απεσταλμένοι των Σπετσιωτών και Ψαριανών μαζί με οκτώ Υδραίους, κατά την διάρκεια των διαβουλεύσεων, με σκοπό να επιλέξουν τον νέο τόπο συνέχισης και επανάληψης των εργασιών της Γ΄ Εθνοσυνελεύσεως ανάμεσα στην Ερμιόνη και στην Αίγινα. Από τους Υδραίους, ο Γεώργιος Κουντουριώτης μαζί με όλους τους ναυτικούς προσπάθησαν να συντονιστούν και να πάρουν θέση από κοινού για την κατάσταση, όπως είχε διαμορφωθεί. Ήθελαν να απομακρύνουν από τα πράγματα τους Ποριώτες, γιατί είχαν συνδεθεί με τους ολιγαρχικούς της Πελοποννήσου και οι εκπρόσωποι των νησιών επείγονταν να αποφασίσουν με ποιους πληρεξούσιους του Έθνους θα συμπορευθούν, ώστε να συγκροτηθεί ταχύτερα η Συνέλευση. Έπειτα από τη συνεδρίαση των απεσταλμένων των τριών νησιών στο Μοναστήρι, λήφθηκε η απόφαση οι πληρεξούσιοι να πάνε στην Αίγινα και να ενημερώσουν και τους συντονιστές της Ερμιόνης. Ωστόσο επειδή οι πληρεξούσιοι στην Ερμιόνη ήταν περισσότεροι, αποφάσισαν ομόφωνα οι νησιώτες να ενταχθούν στην Συνέλευση που ετοιμαζόταν άμεσα στην Ερμιόνη, αφού η κατάσταση στην Αίγινα ήταν συγκεχυμένη. Την 10η Ιανουαρίου 1827 οι Υδραίοι εξέλεξαν έξι πληρεξούσιους, οι οποίοι θα μετέβαιναν στην Ερμιόνη μαζί με τον Γεώργιο Κουντουριώτη. Η Γ. Εφημερίδα της Ελλάδας ή της ολιγαρχίας κήρυξε παράνομη την εκλογή των πληρεξουσίων της Ύδρας, η ενέργεια δε αυτή των Υδραίων ήταν καθοριστικής σημασίας, αφού ματαιώθηκαν οι μηχανορραφίες των συγκεντρωμένων ολιγαρχικών στην Αίγινα και δόθηκε το έναυσμα για την συγκρότηση της Εθνοσυνελεύσεως στην Ερμιόνη[10].
Από τα τέλη του Δεκεμβρίου του 1826, πριν την έναρξη των εργασιών της Συνελεύσεως στην Ερμιόνη, οι πληρεξούσιοι της Ύδρας και των Σπετσών που είχαν συγκεντρωθεί και διέμεναν στο Μοναστήρι, έστειλαν μήνυμα στους πληρεξούσιους όλης της Ελλάδος και τους προέτρεπαν να σπεύσουν το ταχύτερο δυνατόν στην Ερμιόνη, επισημαίνοντας την αδήριτη ανάγκη να προχωρήσει η Εθνοσυνέλευση στην Ερμιόνη για το καλό της πατρίδος. Οι πληρεξούσιοι της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών, που φιλοξενούνταν στον χώρο του Μοναστηριού, κατά την διάρκεια των εργασιών της Γ΄ Εθνοσυνελεύσεως στην Ερμιόνη, συνεδρίαζαν κατά τον ελεύθερο χρόνο τους και υπέβαλαν τα αιτήματά τους στην Γενική Συνέλευση. Στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση «κατ’ επανάληψη» στην Ερμιόνη είχε επιλεγεί πληρεξούσιος Ύδρας ο θείος του Δημήτριου Βούλγαρη, Φρατζέσκος Βούλγαρης, ο οποίος είχε διατελέσει επίτροπος του ανήλικου ανηψιού του Δημητρίου, όταν πέθανε ο πατέρας του Γεώργιος, που ήταν δημογέροντας και διοικητής της Ύδρας[11].
Αυτήν την περίοδο του Αγώνα, μετά από την νίκη των Ελλήνων στην Αράχωβα (18-24 Νοεμβρίου 1826), στις ανατολικές πλευρές του Παρνασσού πολεμώντας ο Νικηταράς με τον Καραϊσκάκη τους Τούρκους αρρώστησε με πλευρίτη. Μεταφέρθηκε αρχικά από τέσσερις άνδρες στη σπηλιά του Οδυσσέα για θεραπεία. Βλέποντας όμως ότι ήταν αδύνατον να θεραπευθεί χωρίς φάρμακα και ιατρική περίθαλψη, με τη βοήθεια 15 ανδρών επιβιβάστηκε σε πλοιάριο στα Άσπρα Σπίτια, κάτω από το Δίστομο, και μέσω Λουτρακίου έφθασε στο Άργος. Έγινε δεκτός από τον Υψηλάντη στο Ναύπλιο και νοσηλεύτηκε από τον φιλέλληνα γιατρό Μπαλλή. Μετά την θεραπεία του μετέβη στο Μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων, όπου φιλοξενούνταν η οικογένεια του Νικηταρά. Η διαμονή του Νικηταρά στο Μοναστήρι για την αποθεραπεία του, μαρτυρείται από την επιστολή που έστειλε στις 27 Ιανουαρίου 1827 στον Δημήτριο Τσώκρη, ζητώντας την συμβολή του στο έργο της φρουραρχίας στην Εθνοσυνέλευση που ετοιμαζόταν να λάβει χώρα στην Ερμιόνη. Του αναφέρει ότι είχε φθάσει στη Ιερά Μονή την 25η Ιανουαρίου 1827 και επειδή βρισκόταν στο στάδιο της ανάρρωσης, δεν μπορούσε να εκτελέσει τα καθήκοντά του. Την ίδια ημέρα έστειλε επιστολή στον Δημήτριο Τσώκρη και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και του ζητά να ενημερωθεί για τον Νικηταρά με το εσώκλειστο γράμμα που του επισυνάπτει και του τονίζει ότι είναι ανάγκη άμεσα να φθάσει στην Ερμιόνη με σαράντα στρατιώτες, για να βοηθήσει[12]. Κατά την πρώτη προκαταρκτική συνεδρίαση της Συνελεύσεως στην Ερμιόνη, την 18η Ιανουαρίου 1827, υπό την προεδρία του πληρεξούσιου Γεωργίου Ζώη, ο Νικηταράς είχε εκλεγεί φρούραρχος της Φρουράς Ερμιόνης, η οποία αποτελείτο από 400 άνδρες. Επίσης συζητήθηκε το θέμα των πόρων, για να εξοικονομηθούν τα έξοδα της Συνελεύσεως και η τροφοδοσία των ανδρών της φρουράς. Η πρόταση ήταν να πωληθούν οι πρόσοδοι της επαρχίας Ερμιονίδος και τμήματος της Τροιζηνίας[13].
Στην Ιερά Μονή φιλοξενήθηκαν και οι πέντε Ιεράρχες-Σύνεδροι της Συνελεύσεως, ο Κορίνθου Κύριλλος, ο Βρεσθένης Θεοδώρητος, ο Τριπόλεως Δανιήλ, ο Ρέοντος (Κυνουρίας) Διονύσιος και ο Ανδρούσης (Μεσσηνίας) Ιωσήφ. Ο δε Ανδρούσης Ιωσήφ υπήρξε ο πρώτος Υπουργός Θρησκείας (Παιδείας), από τον Ιανουάριο του 1822, με απόφαση της Α΄ Εθνοσυνελεύσεως, μέχρι τον Μάϊο του 1824. Μετά την αποβίβαση του Ιμπραήμ στην Μεθώνη κινδύνευσε η ζωή του και κατέφυγε στο Μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων μαζί με τον αδερφό του. Ο Ανδρούσης Ιωσήφ γνώριζε τον τόπο ως Υπουργός Θρησκείας, αφού στην Ερμιόνη φιλοξενήθηκε η «προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος» από την 1η Οκτωβρίου 1822 μέχρι την 9η Φεβρουαρίου 1823. Ο Επίσκοπος-Υπουργός είχε φιλοξενηθεί για τρεις μήνες στο Μοναστήρι και μάλιστα κατά την διάρκεια της παραμονής του στην περιοχή της Ερμιονίδος, φέρεται να είχε αγαστή συνεργασία με τον Ηγούμενο Μακάριο, αφού ως Υπουργός συνέβαλε στην ανασυγκρότηση του κράτους και η Ιερά Μονή ενίσχυσε τον Αγώνα με τις «ηγεμονικές» οικονομικές προσφορές. Από το 1825-1828 ο Ιωσήφ ευρισκόμενος στην Ερμιονίδα ως άτυπος Τοποτηρητής της επαρχίας, με την ευκαιρία της Γ΄ Εθνοσυνελεύσεως στην Ερμιόνη το 1827, επισκεπτόταν το μοναστήρι συμμετέχοντας στις συνεδριάσεις της Εθνοσυνελεύσεως[14].
Η Ιερά Μονή μετά την Επανάσταση
ΕπεξεργασίαΠαρά τις μεγάλες οικονομικές δαπάνες στις οποίες υπεβλήθη η Μονή κατά την διεξαγωγή του Αγώνα του 1821, αμέσως μετά τη λήξη του άρχισε και πάλι να αναλαμβάνει οικονομικά. Το 1832 πλήρωνε τον κανονικό φόρο στο Διοικητικό τοποτηρητή του Κάτω Ναχαγιέ Λογοθέτη Ζέρβα.
Το 1833 επί αντιβασιλείας του Όθωνα με εισήγηση του Θεόκλητου Φαρμακίδη αποφασίζεται με διάταγμα της 7ης Οκτωβρίου 1833 να καταργηθούν όσα μοναστήρια έχουν λιγότερους από έξι μοναχούς. Έτσι στις αρχές του 1834, ύστερα από εσφαλμένες πληροφορίες, με βασιλικό διάταγμα διαλύεται και αρχίζει η εκποίηση της κινητής και ακίνητης περιουσίας της και η αγορά της από μοναχούς, ιδιώτες και το δημόσιο. Ο διορατικός και δραστήριος ηγούμενος Γρηγόριος Μαρτζέλος αγόρασε "πολλά Μοναστηριακά είδη κατόπιν δημοπρασίας", αξίας 2271 δραχμών, για τις οποίες έμεινε εγγυητής ο Δημήτριος Γ. Βούλγαρης.
Πρώτοι που αντέδρασαν στη διάλυση της Μονής ήταν ο ηγούμενος και οι μοναχοί της. Σε αναφορά τους προς "την Ιεράν Σύνοδον του Βασιλείου της Ελλάδος" της 14ης Φεβρουαρίου 1835 παρακαλούν να ανασταλεί η διαταγή διάλυσης της Μονής "καθ΄ ότι αύτη είχε τον προσήκοντα αριθμόν των έξ μοναχών". Αίτηση υποβάλλουν επίσης την 22α Φεβρουαρίου 1835 κάτοικοι της Ερμιόνης και ζητούν την αναστολή της διαλύσεώς της. Ο δήμαρχος Ερμιόνης και οι δημογέροντες του Μάσητος βεβαιώνουν "προς το επαρχείον Ερμιονίδος" ότι "εις την Μονήν υπήρχον από της αφίξεώς της Α.Μ. έξ μοναχοί". Ο έπαρχος Ερμιονίδος απευθυνόμενος εκ Σπετσών (έδρα του επαρχείου) προς τη Νομαρχία Αργολίδος και Κορινθίας στις 19 Απριλίου 1835 αναφέρει ότι "οι κάτοικοι των πέριξ πόλεων θα λυπηθούν πολύ από την διάλυσιν". Ο Νομάρχης Αργολίδο-Κορινθίας με έγγραφό του στις 15 Μαΐου 1835 "προς την επί των εκκλησιαστικών Βασιλικήν Γραμματείαν της Επικρατείας" συνηγορεί να διατηρηθεί η Μονή "δια το σέβας και την ευλάβειαν των περί αυτήν κατοίκων και την λαμπρότητα του Ναού αυτής".
Τέλος στις 3 Ιουνίου 1835 η Ιερά Σύνοδος γνωμοδοτεί: α) να διατηρηθεί προσωρινώς "η περί ής ο λόγος Μονή των Αγίων Αναργύρων" και β) "να μη υπάγη έκτος μοναχός εξ άλλης Μονής διαλελυμένης ή μη". Με αυτή τη γνωμοδότηση της Ιεράς Συνόδου, ο Νομάρχης διατάσσει "να αποδοθώσι προς την Μονήν άπαντα τα εκποιηθέντα εκ της περιουσίας κατά την διάλυσίν αυτής".
Με το από 19/31 Ιουλίου 1835 βασιλικό διάταγμα περιφρουρείται η διατήρηση της Μονής. Ο ηγούμενος Γρηγόριος Μαρτζέλος αγωνίζεται να ανακτήσει η Μονή όσα κτήματα είχαν πωληθεί σε ιδιώτες και όσα είχε πωλήσει το δημόσιο και κατά των καταπατητών. Κινεί αγωγή κατά του δημάρχου Ερμιόνης γιατί κατέλαβε "αυθαιρέτως" το όρος Μουζάκι (κτήμα της Μονής) και κινείται δικαστικά κατά ιδιώτη ο οποίος "ιδιοποιείται 70 ελαιόδεντρα της Μονής".
Με την πάροδο όμως του χρόνου και την έλλειψη μοναχών τον Οκτώβριο του 1851 κατά διαταγήν της Ιεράς Συνόδου "ενούται" με την κοινοβιακή μονή του Προφήτη Ηλία της Ύδρας και γίνεται μετόχι της. Δεκατρία χρόνια παρέμεινε μετόχι και τον Φεβρουάριο του 1863 πατέρες του Προφήτη Ηλία ζητούν από τον Επίσκοπο Ύδρας και Σπετσών Νεόφυτο την άδεια να συνεχίσουν τη μοναχική τους ζωή στη Μονή των Αγίων Αναργύρων αφού αποκτήσει αυτή την ανεξαρτησία της.
Έτσι την 3η Ιανουαρίου 1864 με "Συνοδική απόφαση" η Μονή κηρύσσεται ανεξάρτητη με ηγούμενο τον Δωρόθεο Δακουτρέ, του οποίου η ηγουμενία θεωρείται μία από τις πιο λαμπρές περιόδους της Μονής. Το 1946 γυναικεία αδελφότητα εγκαθίσταται στη Μονή με πρώτη ηγουμένη τη Θέκλα Καψοπούλου. Μέχρι σήμερα η αδελφότητα της Ιεράς Μονής με ηγουμένη την Καλλινίκη Κωνσταντακοπούλου διακονεί στην πνευματική λειτουργία της Μονής αλλά και τη συντήρησή της[15].
Οι τοιχογραφίες του Καθολικού
ΕπεξεργασίαΣτις επιφάνειες όλων των τοίχων υπάρχουν τοιχογραφίες (έργα του 17ου αιώνα) από το ύψος 1.00 ή 1.60 και πάνω, διότι οι τοίχοι είναι γκρεμισμένοι (πλέον είναι επιχρισμένοι με μαρμαροκονία) λόγω υγρασίας προερχόμενη από τις πηγές των ιαματικών νερών, η οποία απορροφάται από τα θεμέλια του ναού και προχωράει προς την οροφή και στο κονίαμα και από την διείσδυση νερών της βροχής στις οροφές. Για να αντιμετωπιστεί η είσοδος της υγρασίας στην τοιχοδομή του μνημείου έπρεπε να απομονωθούν τα νερά της πηγής από το κτίριο του ναού.
Στο παρελθόν ανοίχτηκε γύρω από το ναό μια τάφρος και κατασκευάστηκαν και τρεις σκάλες εξωτερικές που οδηγούν στην είσοδο του ναού. Όμως το βάθος της τάφρου δεν ήταν ικανό να συγκρατήσει τα νερά και στο κέντρο της ανοίχθηκε ένας δίαυλος βάθους 1.00μ. και πλάτους 0,60εκ. που συγκεντρώνονται τα νερά της πηγής και της βροχής και οδηγούνται στον κήπο πίσω από τον ναό.
Οι τοιχογραφίες έχουν διασωθεί σε σχεδόν κακή κατάσταση. Μετά την φωτογράφηση όλων των τμημάτων, την μακροφωτογράφηση των φθορών και των αλάτων και τον έλεγχο όλων των σημείων άρχισαν οι εργασίες συντήρησης. Υπάρχουν υπολείμματα φωτοστεφάνων ολόσωμων Αγίων και στηθαίοι Άγιοι που ήταν ολόσωμοι αλλά οι διάφορες επιδιορθώσεις της τοιχοποιΐας κατέστρεψαν τα υπόλοιπα τμήματα των σωμάτων των Αγίων. Ο καθαρισμός των τοιχογραφιών απέδωσε ένα αποτέλεσμα, που δεν μπορούσε να προβλεφθεί. Έγιναν εργασίες στερέωσης και σταθεροποίησης. Έγινε αισθητική αποκατάσταση του έργου με κονίαμα σε ουδέτερο τόνο και γραμμικό ρετούς ώστε να εναρμονίζεται με το γενικότερο αισθητικό σύνολο του μνημείου.
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τους Αγιογράφους. Έκδηλη είναι η τεχνική και τεχνοτροπία του Θεοφάνη του Κρητός. Αυτό διαπιστώνεται από τις άπειρες ομοιότητες στα εικονογραφικά θέματα, στο σχέδιο αλλά και στο χρώμα με εκείνα του Θεοφάνη στα μοναστήρια του Άθω. Η συντήρηση των τοιχογραφιών ξεκίνησε το 1978 κατά τους θερινούς μήνες και ολοκληρώθηκε το έτος 1989. Συγχρόνως ολοκληρώθηκαν και οι εργασίες συντήρησης του ξυλόγλυπτου επίχρυσου τέμπλου και όλων των φορητών εικόνων, έργα του 17ου και 18ου αιώνα[16].
Τα ιαματικά νερά της Μονής
ΕπεξεργασίαΗ φύση έχει προικήσει τη Μονή των Αγίων Αναργύρων με ένα θείο δώρο, το ιαματικό νερό που συγκεντρώνεται σε μικρή δεξαμενή στη Ν.Δ. γωνία της μεγάλης αυλής. Είναι παράδοξο πως επικράτησε η παράδοση ότι η Μονή κτίστηκε πάνω σε αρχαίο ναό του Ασκληπιού. Ο Παυσανίας που αναφέρει τόσους ναούς στην αρχαία Ερμιόνη, δεν θα παρέλειπε ναό του Ασκληπιού με ιαματικά νερά, εάν φυσικά υπήρχε. Η παράδοση επικράτησε από τη θεωρία ότι τον ειδωλολατρικό γιατρό Ασκληπιό τον διαδέχτηκαν μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού οι χριστιανοί γιατροί Άγιοι Ανάργυροι.
Ωστόσο η διδάκτωρ οφθαλμίατρος κ. Σεβαστή Χαβιάρα-Καραχάλιου σε μελέτη της στο περιοδικό "Ιατρολογοτεχνική Στέγη" του έτους 1986, παραδέχεται ότι στην περιοχή των Αγίων Αναργύρων θα υπήρχε στα πολύ παλιά χρόνια Υδροθεραπευτήριο αφιερωμένο στον Κλύμενο, θεότητα που ταυτίστηκε με τον Ασκληπιό.
Για την εκμετάλλευση των ιαματικών νερών εκδήλωσαν ενδιαφέρον τόσο η Μονή όσο και ιδιώτες. Το 1875 η "Επιτροπή Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων" που είχε σκοπό την οργάνωση εκθέσεων για την προβολή των Ελληνικών γεωργικών και βιομηχανικών πρϊόντων, ζητά από τον ηγούμενο Δωρόθεο Δακουτρέ να στείλει 3-4 φιάλες από τα νερά της Μονής "προς έκθεσιν" στην Γ΄ Ολυμπιακή έκθεση και "προς εξέτασιν των εν αυτοίς εμπεριεχομένων συστατικών, υπό ειδημόνων χημικών και εξεύρεσιν των αληθών θεραπευτικών αυτώ στοιχείων επί του ανθρωπίνου οργανισμού". Ο ηγούμενος έστειλε την ποσότητα που του ζητήθηκε με τον δήμαρχο Ερμιόνης, όμως αποτέλεσμα της αναλύσεως δεν υπάρχει στο αρχείο της Μονής. Έγιναν κατά καιρούς τρεις χημικές αναλύσεις. Η δε Ιερά Μονή θέλησε κατά καιρούς να εκμεταλλευθεί την ιαματική ιδιότητα του νερού. Ωστόσο η ιστορία της εκμεταλλεύσεως έληξε και η παράδοση λέει ότι σε κάποια περίοδο των διαπραγματεύσεων το νερό στέρεψε εμποδίζοντας οι Άγιοι έτσι την σχεδιαζόμενη πράξη[17].
Γκαλερί
ΕπεξεργασίαΔείτε επίσης
ΕπεξεργασίαΠαραπομπές
Επεξεργασία- ↑ www
.arxaiologikoktimatologio .gov .gr /el /monuments _info?id=147506&type=Monument. - ↑ ΓΚΑΤΣΟΣ, Α.Θ. Το Προσκύνημα της Ερμιονίδος (ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ). ΕΡΜΙΟΝΗ 1994: ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ. σελ. 7.
- ↑ «Ορθόδοξος Συναξαριστής».
- ↑ «Ορθόδοξος Συναξαριστής».
- ↑ ΓΚΑΤΣΟΣ, Α.Θ. (1994). ομοίως με πιο πάνω. σελ. 23.
- ↑ ΓΚΑΤΣΟΣ, Α.Θ. (1994). ομοίως με πιο πάνω. σελ. 25.
- ↑ ΓΚΑΤΣΟΣ, Α.Θ. (1994). ομοίως με πιο πάνω. σελ. 37.
- ↑ Ιωάννης Αγγ. Ησαϊας. Η Γ΄ Εθνοσυνέλευση "κατ' επανάληψη" στην Ερμιόνη και οι ιστορικές πτυχές της. Αθήνα 2017: Δήμος Ερμιονίδας. σελ. 48.
- ↑ Ησαϊας, Ιωάν. (2017). ομοίως με πιο πάνω. σελ. 49.
- ↑ Ησαϊας, Ιωάν. (2017). ομοίως με πιο πάνω. σελ. 51.
- ↑ Ησαϊας, Ιωάν. (2017). ομοίως με πιο πάνω. σελ. 51-52.
- ↑ Ησαϊας, Ιωάν. (2017). ομοίως με πιο πάνω. σελ. 52-53.
- ↑ Ησαϊας, Ιωάν. (2017). ομοίως με πιο πάνω. σελ. 53.
- ↑ Ησαϊας, Ιωάν. (2017). ομοίως με πιο πάνω. σελ. 53-54.
- ↑ ΓΚΑΤΣΟΣ, Α.Θ. (1994). ομοίως με πιο πάνω. σελ. 57-61.
- ↑ ΓΚΑΤΣΟΣ, Α.Θ. (1994). ομοίως με πιο πάνω. σελ. 107 -126.
- ↑ ΓΚΑΤΣΟΣ, Α.Θ. (1994). ομοίως με πιο πάνω. σελ. 77-82.
Βιβλιογραφικές πηγές
Επεξεργασία- Α.Θ. ΓΚΑΤΣΟΣ (ΕΡΜΙΟΝΗ 1994). Το Προσκύνημα της Ερμιονίδος. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ ΕΡΜΙΟΝΗΣ. ΕΡΜΙΟΝΗ: ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ
- ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΓΓ. ΗΣΑΪΑΣ (Αθήνα 2017). Η Γ΄ Εθνοσυνέλευση "κατ' επανάληψη" στην Ερμιόνη και οι ιστορικές πτυχές της (18 Ιανουαρίου -17 Μαρτίου 1827). Δήμος Ερμιονίδας.
Προτεινόμενη βιβλιογραφία
Επεξεργασία- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ Α.Ε. 1975, τ. ΙΒ΄, σ.σ. 434-435.
- Βουτσίνου Γεωργίου, Μητρώον Διδυμιωτών Αγωνιστών της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, Αθήνα 2007, σ. 86.
- Γιάννης Σπετσιώτης-Τζένη Ντεστάκου, "Ο Επίσκοπος ΑΝΔΡΟΥΣΗΣ ΙΩΣΗΦ και η διέλευσή του από την Ερμιόνη και το Κρανίδι", Άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό "Στην Ερμιόνη άλλοτε και τώρα", περιοδική έκδοση για την ιστορία, την τέχνη, τον πολιτισμό και την κοινωνική ζωή της Ερμιόνης, τεύχος 18, σ.σ. 10-11, Απρίλιος 2016.