Ναύπλιο
Συντεταγμένες: 37°33′57″N 22°48′0″E / 37.56583°N 22.80000°E
Το Ναύπλιο (επίσης Ανάπλι ή Ναύπλιον) είναι πόλη της ανατολικής Πελοποννήσου. Αποτελεί έδρα του δήμου Ναυπλιέων, πρωτεύουσα της Περιφερειακής Ενότητας Αργολίδας και έναν από τους κυριότερους λιμένες της ανατολικής Πελοποννήσου. Σύμφωνα με την απογραφή του 2021 είχε 14.532 κατοίκους. Το ιστορικό κέντρο της πόλης έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός ενώ υπήρξε πρωτεύουσα της Ελλάδας κατά την περίοδο 1827 - 1834.
Ναύπλιο | |
---|---|
![]() | |
Διοίκηση | |
Χώρα | Ελλάδα |
Περιφέρεια | Πελοποννήσου |
Περιφερειακή Ενότητα | Αργολίδας |
Δήμος | Ναυπλιέων |
Δημοτική Ενότητα | Ναυπλιέων |
Γεωγραφία και Στατιστική | |
Γεωγραφικό Διαμέρισμα | Πελοπόννησος |
Έκταση | 33,6 χλμ2 |
Πληθυσμός | 14.203 (2011)[1] |
Άλλα | |
Πολιούχος | Άγιος Αναστάσιος |
Ταχ. κωδ. | 211 00 |
Τηλ. κωδ. | 27520 |
https://www.nafplio.gr/ |
Η πόλη είναι κτισμένη στο νοτιοανατολικό άκρο του εύφορου Αργολικού κάμπου, επάνω στον Αργολικό κόλπο και είναι γνωστή για την πολύ καλά διατηρημένη παλιά πόλη της που προσελκύει μεγάλο αριθμό επισκεπτών όλον τον χρόνο, την αγροτική της παραγωγή που αποτελείται κυρίως από εσπεριδοειδή (πορτοκάλια, μανταρίνια κ.α.) και το λιμάνι της που προσελκύει σημαντικό αριθμό σκαφών αναψυχής αλλά και εμπορικά πλοία. Επίσης στεγάζει μεγάλο αριθμό δημοσίων υπηρεσιών και το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία στην τοποθεσία της σημερινής πόλης ίδρυσε ο Ναύπλιος τη Ναυπλία, η οποία οχυρώθηκε με κυκλώπεια τείχη. Αρχαιολογικά ευρήματα αποδεικνύουν την ύπαρξη της πόλης από τα μυκηναϊκά κιόλας χρόνια. Παρόλα αυτά η πόλη ζούσε σε μεγάλο βαθμό υπό τη σκιά των Μυκηνών και αργότερα του Άργους έχοντας μικρή σημασία. Η πόλη άρχισε να αναπτύσσεται κατά τους πρώτους βυζαντινούς χρόνους όταν πρόσφυγες από τα ενδότερα της Πελοποννήσου οίκησαν τον οχυρωμένο λόφο της Ακροναυπλίας.
Η πραγματική ωστόσο ανάπτυξη της πόλης θα έρθει με την παραχώρηση της στους Φράγκους το 1212 και κυρίως μετά απο το 1388 που την κατέλαβαν οι Ενετοί. Οι Ενετοί φρόντισαν για την επέκταση της πόλης, των οχυρώσεων και του λιμανιού της, καθιστώντας τη μία απο τις πιο σημαντικές πόλεις της Πελοποννήσου. Το 1540 η πόλη καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς μέχρι το 1686 οπότε και την ανακατέλαβαν οι Ενετοί. Η δεύτερη περίοδος της Ενετοκρατίας χαρακτηρίζεται απο τη δημιουργία του ισχυρού οχυρού του Παλαμηδίου και από σημαντική οικοδομική δραστηριότητα. Το 1715 ξαναενσωματώνεται στην Οθωμανική αυτοκρατορία και μάλιστα ορίζεται πρωτεύουσα του Βιλαετίου του Μορέα μέχρι το 1770, παραμένοντας σημαντικό τοπικό κέντρο.
Η πόλη διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην Ελληνική επανάσταση με μία παρατεταμένη πολιορκία να ξεκινά το 1821 και να τελειώνει το 1823. Μετά την απελευθέρωση της ορίζεται πρωτεύουσα της χώρας μέχρι το 1834 οπότε και θα μεταφερθεί στην Αθήνα. Το Ναύπλιο θα οριστεί έδρα της επαρχίας Ναυπλίας και του νομού Αργολιδοκορινθίας (μετέπειτα του νομού Αργολίδας) και θα ακολουθήσει την πορεία της ελεύθερης Ελλάδας. Η σημασία της πόλης θα υποβαθμιστεί σημαντικά με την ανάδειξη νέων εμπορικών δρόμων και την ανάπτυξη των λιμανιών της Κορίνθου, του Γυθείου και του Πειραιά όμως θα παραμείνει μία απο τις πιο σημαντικές πόλεις της Πελοποννήσου.
Ιστορία Επεξεργασία
Αρχαίοι και βυζαντινοί χρόνοι Επεξεργασία
Κατά την αρχαιότητα στη θέση του σημερινού Ναυπλίου υπήρχε η πόλη Ναυπλία. Σύμφωνα με τη μυθολογία, οικιστής της ήταν ο Ναύπλιος, γιος του Ποσειδώνα και της Αμυμώνης, ενώ ο πέμπτος επίγονός του συμμετείχε στην περίφημη Αργοναυτική Εκστρατεία. Η περιοχή κατοικείται από την προϊστορία. Στην Πρόνοια βρέθηκαν τέχνεργα και τάφοι από τη μεσοελλαδική περίοδο (17ος-16ος αιώνα π.Χ.) και στην περιοχή Ευαγγελιστρία θαλαμωτοί τάφοι της μυκηναϊκής εποχής. Ανάμεσα ευρήματα ξεχωρίζει ένα ρυτό-κάλαθος που απεικονίζει έναν αίγαγρο[2]. Από την περιοχή της Πρόνοιας υπάρχουν ευρήματα και της γεωμετρικής εποχής.[3] Ίχνη κατοίκησης έχουν βρεθεί επίσης στο Παλαμήδι, στην Ακροναυπλία, στα Κουτσούρια και στην Καραθώνα.[4]
Η Ναυπλία ήταν αυτόνομη πόλη μέχρι τον 7ο αιώνα π.Χ., όταν κατακτήθηκε από το κοντινό Άργος, με βασιλιά τον Δαμοκράτιδα, διότι η Ναυπλία συμμάχησε με τους Σπαρτιάτες πριν το τέλος του δεύτερου μεσσηνιακού πολέμου, όπως αναφέρει ο Παυσανίας.[5] Στη συνέχεια έγινε επίνειο του Άργους, αλλά έχασε τη σημασία της. Όταν την επισκέφτηκε ο Παυσανίας τον 2ο αιώνα μ.Χ. ήταν ερειπωμένη. Στο λόφο της Ακροναυπλίας βρισκόταν ιερό του Ποσειδώνα. Η Ακροναυπλία οχυρώθηκε κατά τους ελληνιστικούς χρόνους και τμήματα αυτής της οχύρωσης σώζονται μέχρι σήμερα.[6]
Κατά τους παλαιοχριστιανικούς και πρωτοβυζαντινούς χρόνους το Ναύπλιο ήταν μια μικρή πόλη που ιερατικά υπαγόταν στην επισκοπή Άργους. Λόγω των επιδρομών Βαρβάρων τον 6ο-9ο αιώνα μ.Χ., κάτοικοι της κεντρικής Πελοποννήσου εγκαταστάθηκαν στον οχυρωμένο λόφο δημιουργώντας τη σημερινή πόλη του Ναυπλίου.[6] Μια επιδρομή των Αράβων τον 10ο αιώνα κατέστρεψε το Ναύπλιο, το οποίο όμως τον 11ο αιώνα αναδείχθηκε ως εμπορικό κέντρο και υπάγεται στην επισκοπή Άργους και Ναυπλίου[4]. Το 1199 παραχωρήθηκε στους Βενετούς προνόμιο ελεύθερου εμπορίου στο Ναύπλιο[6]. Το 1180 ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός ορίζει ως άρχοντα του Ναυπλίου τον Θεόδωρο Σγουρό, ο οποίος καταφέρνει να απομακρύνει τους πειρατές. Τον διαδέχθηκε ο Λέων Σγουρός, ο οποίος ανακήρυξε αυτόνομο βασίλειο και επέκτεινε την επικράτειά μέχρι τη Λάρισα, αλλά η επέκτασή του αναχαιτίστηκε από την Δ΄ Σταυροφορία το 1204. Ο Λέων Σγούρος οχυρώθηκε στην Ακροκόρινθο, όπου και πέθανε το 1208, και τα δικαιώματα του Ναυπλίου η χήρα του, Ευδοκία Αγγελίνα, τα μεταβίβασε στον Μιχαήλ Άγγελο, δεσπότη της Ηπείρου. Τελικά, ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος κατέκτησε μετά από πολιορκία το Ναύπλιο το 1210. Από τους δύο προμαχώνες της Ακροναυπλίας κατέλαβαν τον ανατολικό, ο οποίος έγινε γνωστός ως Φράγκικος, ενώ ο δυτικός έμεινε στα χέρια των Βυζαντινών, και έγινε γνωστός ως Ρωμαίικος.[7].
Ενετικοί και Οθωμανικοί χρόνοι Επεξεργασία
Ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος παρέδωσε το 1212 το Ναύπλιο στον Όθωνα ντε Λα Ρος, άρχοντα του Δουκάτου των Αθηνών, μαζί με το Άργος και το Κιβέρι. Μετά από συνθήκη ανάμεσα στους Βυζαντινούς και Φράγκους που υπογράφηκε το 1289, οι κάτοικοι της πόλης, για να δείξουν την ενότητά τους, σχεδίασαν στην πύλη του κάστρου αγιογραφίες αγίων της ανατολικής και δυτικής εκκλησίας και το έμβλημα των Παλαιολόγων και των ντε Λα Ρος.[4]
Επί της απειλής της Καταλανικής Εταιρείας, το Ναύπλιο πέρασε στην κατοχή του Βαλτέρ ντε Μπριεν, τελευταίου δούκα των Αθηνών, και μετά το θάνατό του πέρασε στην οικογένεια Ανγκιάν, της οποίας τελευταία απόγονος ήταν η Μαριά Ανγκιάν, η οποία το 1377 ήταν 13 χρονών και φοβούμενη τόσο τους Έλληνες, όσο και τους Φλωρεντιανούς Ατσαγιόλι της Κορίνθου, παντρεύτηκε το Πέτρο Κορνάρο, ώστε να έχει την προστασία της Βενετίας. Όμως, ο Πέτρος Κορνάρος πέθανε το 1388, και έτσι η χήρα παραχώρησε τα εδάφη της (Άργος και Ναύπλιο) στη Βενετία, ώστε να μην περάσουν στην κατοχή του Νέριο Ατσαγιόλι ή του Θεόδωρου Παλαιολόγου, δεσπότη του Μυστρά και γαμπρού του Νέριο, με αντάλλαγμα ισόβια χορηγία. Αν και οι Ατσαγιόλι κατάφεραν να καταλάβουν το Ναύπλιο, τελικά οι κάτοικοί του προτίμησαν τους Βενετούς.[6] Το 1394 δημιουργήθηκε με κληροδότημα του Νέριο Ατσαγιόλι νοσοκομείο στο Ναύπλιο[7].
Οι Βενετοί, αντιλαμβανόμενοι τη στρατηγική σημασία της πόλης την οχυρώνουν. Η πόλη του Ναυπλίου εξαπλώθηκε στις βόρειες πλαγιές της Ακροναυπλίας, δημιουργώντας την Κάτω Πόλη, το σημερινό ιστορικό κέντρο του Ναυπλίου. Η περιοχή ήταν ελώδης και γι'αυτό χρησιμοποιήθηκαν πάσσαλοι και τεχνητές προσχώσεις. Η Κάτω Πόλη οχυρώθηκε με ένα τείχος που ξεκινούσε από το κάστρο των Τόρων, στην ανατολική άκρη της χερσονήσου, επίσης ενετικό, και έφτανε μέχρι την Πλατεία Καποδιστρίου. Η μοναδική είσοδος από τη στεριά ήταν η Πύλη της Ξηράς (Porta di Terra Ferma) στα ανατολικά. Στη βορειοανατολική γωνία βρισκόταν κυκλικός πύργος. Στη συνέχεια ακολουθούσαν τη Λεωφόρο Αμαλίας μέχρι την Πλατεία Αγίου Νικολάου, μετά προς τα βορειοδυτικά βρισκόταν ο προμαχώνας της Τερέζας και έπειτα τον προμαχώνα Πέντε Αδέλφια, όπου τοποθετήθηκαν πέντε πυροβόλα τα οποία έδωσαν στον προμαχώνα το όνομά του, και μετά συνέχιζαν μέχρι που ενώνονταν με τα τείχη της Ακροναυπλίας. Στο βόρειο τείχος βρίσκονταν τρεις πύλες. Το Μπούρτζι είναι ένα εκπληκτικό μνημείο της Ενετοκρατίας το οποίο οι Ενετοί αποφάσισαν να κατασκευάσουν το 1971. Επίσης κατασκευάστηκε μια δεύτερη γραμμή άμυνας μέσα στα τείχη της Ακροναυπλίας, γνωστή ως «τραβέρσα του Γκαμπέλλο από τον αρχιτέκτονα που τη σχεδίασε. Το Μπούρτζι κατασκευάστηκε από το Βενετό αρχιτέκτονα Αντώνιο Γκαμπέλλο και η κατασκευή του ολοκληρώθηκε το 1477. Το κάστρο πήρε διάφορες ονομασίες όπως Napoli di romania όπως το αποκαλούσαν οι Βενετοί, Rorto catena και παράμεινε με τη σημερινή του τουρκική ονομασία Μπούρτζι που σημαίνει πύργος. Το Μπούρτζι χρησιμοποιήθηκε από το 1930 έως το 1970 ως ξενοδοχείο από των οργανισμό τουρισμού που τότε δημιουργούνταν στην Ελλάδα του Νέου Ελληνικού Κράτους. Σε έκθεση του 1530 αναφέρεται ότι είχε 13.299 κατοίκους[7].
Το 1470 οχυρώθηκε και η νησίδα Άγιοι Θεώδοροι (σημερινό Μπούρτζι)
Το 1396, οι Οθωμανοί, με επικεφαλής τους Γιουκ-Πασά και Μουρτάση πολιόρκησαν το Ναύπλιο αλλά αποχώρησαν λόγω της εισβολής του Ταμερλάνου. Το Ναύπλιο προσπάθησαν ανεπιτυχώς να πολιορκήσουν ο Μωάμεθ ο Πορθητής το 1463 και ο Βαγιαζήτ Β΄, αλλά με συνθήκη του 1502 το Ναύπλιο παρέμεινε στην κατοχή των Βενετών.[7] Το 1530, ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής προσπάθησε να καταλάβει με τη σειρά του να καταλάβει το Ναύπλιο.[7] Το 1540, το Ναύπλιο, και μετά από τρίχρονη πολιορκία και τα περισσότερα κτίρια κατεστραμμένα από τους βομβαρδισμούς, πέρασε στην κυριαρχία των Οθωμανών[4]. Κατά τη διάρκεια της Α΄ Οθωμανικής περιόδου (Α΄ Τουρκοκρατία), το Ναύπλιο ήταν έδρα του Τούρκου διοικητή της Πελοποννήσου. Οι Οθωμανοί διατηρούν τη φυσιογνωμία της πόλης, κατασκευάζοντας παράλληλα τζαμιά, χαμάμ, μεντρεσέδες και έργα κοινής ωφέλειας, όπως κρήνες. Η μόνη περιγραφή που σώζεται για το Ναύπλιο εκείνης της περιόδου είναι του Εβλιγιά Τσελεμπί. Από αυτήν την περίοδο θεωρείται ότι σώζεται το τζαμί γνωστό ως «Τριανόν».[4]
Το 1686, ο Φραντσέσκο Μοροζίνι ανακαταλαμβάνει το Ναύπλιο για τους Βενετούς ύστερα από πολιορκία και βομβαρδισμούς που κατέστρεψαν τα περισσότερα κτίρια της πόλης, 30 πυριταδαποθήκες και το υδραγωγείο.[7] Το Ναύπλιο ορίζεται πρωτεύουσα του Βασιλείου του Μορέως. Μέχρι το 1699 επιδιορθώνουν τις καταστροφές στα κτίρια και στις οχυρώσεις που προκλήθηκαν από τους βομβαρδισμούς και στη συνέχεια ανοικοδομούν νέες οχυρώσεις. Η κατοίκηση στην Ακροναυπλία απαγορεύεται το 1686 και η περιοχή ισοπεδώνεται. Στη συνέχεια, μετά το 1702, οχυρώνεται το Παλαμήδι και ανακατασκευάζεται το ανατολικό τείχος και η πύλη της Ξηράς. Η οχύρωση του Παλαμηδίου είναι σε σχέδιο Giaxich και Lasalle και ολοκληρώθηκε μόλις σε τρία χρόνια (1711-1714). Άλλο σημαντικό κτίριο εκείνης της περιόδου είναι η αποθήκη του στόλου, το σημερινό αρχαιολογικό μουσείο. Οι προσχώσεις της πόλης επεκτείνονται λόγω των στεγαστικών αναγκών των κατοίκων της.[4]
Με την έναρξη του Ζ΄ Βενετοτουρκικού πολέμου, το 1715, στο Ναύπλιο έμειναν για να υπερασπιστούν την πόλη περίπου 2.000 άτομα. Παρά την αντίσταση των αμυνόμενων, το Ναύπλιο πέρασε στα χέρια των Οθωμανών ύστερα από προδοσία του φρούραρχου και αρχηγού του πυροβολικού Σαλά. Το Ναύπλιο ορίστηκε πρωτεύουσα του Βιλαετιού του Μωριά, μέχρι που αυτή μεταφέρθηκε στην Τριπολιτσά το 1770, ώστε μεταξύ άλλων να μπορεί να ξεφύγει ο πασάς στα βουνά σε περίπτωση κινδύνου.[7] Το λιμάνι του χρησιμοποιούταν για την εξαγωγή σιταριού, το οποίο σχεδόν όλο κατέληγε στην Κωνσταντινούπολη. Η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού του Ναυπλίου από το 1715 μέχρι το 1822 ήταν Μουσουλμάνοι, ενώ υπήρχαν και άλλοι πληθυσμοί και μειονότητες από τις οποίες οι μεγαλύτερες ήταν η χριστιανική και η εβραϊκή. Το 1779, ο Χασάν Πασάς, στα πλαίσια της εξόντωσης των Αρβανιτών που λεηλατούσαν την Πελοπόννησο, κατόρθωσε να τους κατακρημνίσει από το Παλαμίδι και από τότε η ακτή αυτή ονομάζεται «Αρβανιτιά». Το Ναύπλιο επλήγη από επιδημία πανώλης την περίοδο 1799-1801, η οποία μείωσε τον πληθυσμό του στο μισό. Ο Πουκεβίλ το 1799 αναφέρει ότι το Ναύπλιο έχει περίπου 7.000 κατοίκους και τον πιο αξιόλογο λιμένα στην Πελοπόννησο.[8] Σημαντικά κτίρια που σώζονται από αυτήν την περίοδο είναι το τζαμί του Αγά Πασά (σήμερα Βουλευτικό), ο μεντρεσές του και η Φραγκοκλισιά (καθολική εκκλησία, αρχικά τζαμί).[4]
Επανάσταση του 1821 και τμήμα της Ελλάδας Επεξεργασία
Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, η πρώτη πολιορκία του Ναυπλίου έλαβε χώρα στις 4-10 Απριλίου 1821, δια ξηράς και θαλάσσης (με επικεφαλής την Μπουμπουλίνα). Ακολούθησε άλλη μια η οποία χαλάρωσε από τον Κεχαγιά-Μπέη και μια υπό τον Νικήτα Σταματελόπουλο (Νικηταρά). Παράλληλα δύο αγγλικά πλοία παρείχαν προμήθειες στους πολιορκούμενους. Τις 18 Ιουνίου 1822 οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν, αλλά ενισχύσεις από τον Δράμαλη καθυστέρησαν τη συνθήκη. Τις 30 Νοεμβρίου 1822, οι Έλληνες κατάφεραν να εισβάλλουν κρυφά στο Παλαμήδι μέσα στη νύχτα υπό την αρχηγία του οπλαρχηγού Στάικου Σταϊκόπουλου και τελικά, τις 3 Δεκεμβρίου 1822, η φρουρά παραδόθηκε.[7] Στις 18 Ιανουαρίου 1823, το Ναύπλιο ορίστηκε έδρα της κυβερνήσεως, η οποία εγκαταστάθηκε εκεί τον Ιούνιο του 1824, και τις 4 Μαΐου 1827, με απόφαση της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης, «καθέδρα» της κυβέρνησης. Το πρώτο Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ) τυπώθηκε στο Ναύπλιο τις 22 Σεπτεμβρίου 1825.[7] Το εκτελεστικό στεγάστηκε στο πρώην κονάκι του Αγά Πασά και το Βουλευτικό στον πρώην τεκέ του Αγά Πασά. Η επιλογή του Ναυπλίου ως πρωτεύουσα έγκειται στο γεγονός ότι ήταν παραθαλάσσιο, και θα μπορούσε να ανεφοδιαστεί δια θαλάσσης σε περίπτωση πολιορκίας. Επίσης, ήταν κοντά στις Σπέτσες και στην Ύδρα και μπορούσε να ελέγχει αρκετές περιοχές της ελεύθερης πλέον Πελοποννήσου και θαλάσσιες διαδρομές.[8] Η έδρα της κυβέρνησης μεταφέρθηκε προσωρινά στην Αίγινα από τον Αύγουστο του 1827 μέχρι τις 3 Μαρτίου 1829 για λόγους ασφαλείας, αλλά η καθέδρα παρέμεινε στο Ναύπλιο.
Ο μουσουλμανικός πληθυσμός του έφυγε, εκτός από κάποιους αιχμάλωτους αξιωματούχους. Οι οχυρώσεις, τα άδεια σπίτια και η ασφάλεια που προσέφερε οδήγησαν το Ναύπλιο να γίνει δέκτης μεγάλου αριθμού προσφύγων, ιδίως μετά την απόβαση του Ιμπραήμ Πασά και την πτώση του Μεσολογγίου το 1826, οδηγώντας το σε κατάσταση υπερπληθυσμού. Ο μεγάλος πληθυσμός, οι κακές συνθήκες υγιεινής, το κοντινό έλος, η έλλειψη πόσιμου νερού συνέβαλαν στην εμφάνιση επιδημιών πανώλης και ελονοσίας. Οι πρόσφυγες αποχώρησαν από το Ναύπλιο τα επόμενα χρόνια και το 1829, το Ναύπλιο αριθμούσε 5.550 κατοίκους, σύμφωνα με στοιχεία γαλλικής αποστολής, ενώ το 1853 έχει 3.435 κατοίκους.[8] Κατά τη διάρκεια του Αυγούστου του 1826, στο πλαίσιο ευρύτερης επιχείρησης καταπολέμησης της πειρατείας που είχε κυρήξει ο καγκελάριος Κλέμενς φον Μέττερνιχ, αυστριακός στόλος προετοίμασε τον βομβαρδισμό της πόλης του Ναυπλίου, προτού το συγκεκριμένο σχέδιο αποτραπεί κατόπιν σχετικής παρεμβάσεως του Βρετανού ναυάρχου Τσαρλς Χάμιλτον, ο οποίος και απείλησε με αντίποινα τους Αυστριακούς σε περίπτωση υλοποίησης της συγκεκριμένης επίθεσης.[9]
Ο Ιωάννης Καποδίστριας αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο τις 8 Ιανουαρίου 1828.[7] Το Ναύπλιο ξανασχεδιάστηκε, σε πολεοδομικό σχέδιο Σταμάτη Βούλγαρη, ο οποίος είχε έρθει μαζί με τον Καποδίστρια, το οποίο χρησιμοποιούσε ορθογωνικό σχέδιο, με πλατείες και ευθύγραμμους δρόμους. Πολλά οθωμανικά κτίρια, όπως τα χαμάμ και τα σαχνισιά, ή γκρεμίστηκαν ή άλλαξαν χρήση. Το 1828 κτίστηκε το προάστιο Πρόνοια για τη στέγαση των προσφύγων. Επίσης ανακαινίστηκε και το νοσοκομείο και έγιναν προσπάθειες για τη δημιουργία δικτύου ύδρευσης και αποχέτευσης.[8] Στο Ναύπλιο ιδρύθηκε το πρώτο αλληλοδιδακτικό σχολείο στην Ελλάδα. Το 1829 κτίστηκε το ανάκτορο του κυβερνήτη.[7] Ο Ιωάννης Καποδίστριας δολοφονήθηκε τις 9 Οκτωβρίου 1831 από μέλη της οικογένειας Μαυρομιχάλη μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα στο κέντρο του Ναυπλίου. Η χώρα βυθίστηκε σε περίοδο αναρχίας μέχρι την άφιξη του βασιλιά Όθωνα, ο οποίος αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο τις 25 Ιανουαρίου 1833. Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας το 1834 στην Αθήνα, το Ναύπλιο μετατρέπεται σταδιακά σε μια τυπική επαρχιακή πόλη.[4]
Την 1η Φεβρουαρίου 1862 ξέσπασε στο Ναύπλιο στρατιωτικό κίνημα με στόχο την εκθρόνιση του βασιλιά Όθωνα, το οποίο αποκλήθηκε Ναυπλιακά. Αν και αποτυχημένο, ο γενικότερος αναβρασμός που προκάλεσε οδήγησε στην έξωση του Όθωνα λίγους μήνες αργότερα.
Τα θαλάσσια τείχη κατεδαφίστηκαν το 1867, για να δημιουργηθεί η λεωφόρος Αμαλίας, το 1894-5 τα ανατολικά τείχη και επιχωματώθηκε η τάφρος ώστε να κατασκευαστεί σιδηροδρομικός σταθμός, ενώ το 1929 κατεδαφίστηκαν δύο προμαχώνες, για τη δημιουργία της πλατείας Καποδίστρια και σχολείων.[4] Το 1962, η παλιά πόλη του Ναυπλίου, μεταξύ του σιδηροδρομικού σταθμού και της θέσης «Πέντε Αδέλφια», χαρακτηρίστηκε αρχαιολογικός χώρος και διατηρητέο μνημείο.[10]
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή το 1922 και την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923 στο Ναύπλιο, το οποίο τότε αριθμούσε 6.000 κατοίκους, εγκαταστάθηκαν περίπου 900 πρόσφυγες. Ο χώρος ο οποίος ορίστηκε ότι θα κάλυπτε τις στεγαστικές τους ανάγκες (συνοικισμός) ήταν αυτός που οριζόταν από τις οδούς Ασκληπιού – Αγαπητού – Άργους – Παλαιολόγου – Λάμπρου – Χαρμαντά - Τσιλικανίδου και βρισκόταν στα βορειανατολικά του Ναυπλίου. Είχε έκταση 50 στρέμματα. Η κατασκευή των πρώτων προσφυγικών κατοικιών έλαβε χώρα το 1929, αν και οι απαλλοτριώσεις ολοκληρώθηκαν το 1939. Σήμερα αποτελεί τη συνοικία Νέο Βυζάντιο.[11]
Αστικό τοπίο Επεξεργασία
Το ιστορικό κέντρο του Ναυπλίου βρίσκεται σε μια μικρή χερσόνησο στον Αργολικό κόλπο, βόρεια του υψώματος της Ακροναυπλίας, η οποία αποτελεί τον αρχικό πυρήνα της πόλης. Στους πρόποδες της Ακροναυπλίας και πάνω από την οδό Σταϊκόπουλου βρίσκεται ο Ψαρομαχαλάς, η παλαιότερη σωζόμενη συνοικία του Ναυπλίου. Χρονολογείται από τον 13ο αιώνα και πήρε το όνομά της από τους εκεί ψαράδες. Κατά τη δεύτερη περίοδο Τουρκοκρατίας πιθανώς ήταν η μόνη περιοχή του Ναυπλίου όπου κατοικούσαν Έλληνες. Εκεί βρίσκεται η εκκλησία της Αγίας Σοφίας, πιθανώς του 13ου αιώνα, η οποία ήταν η μόνη εκκλησία που επιτρεπόταν να λειτουργεί στην πόλη από το 1715 μέχρι το 1779-1780. Χαρακτηριστικές είναι οι δρομόσκαλές του και τα σοκάκια του. Στην πλατεία του μαχαλά λειτουργούσε στρατιωτικό νοσοκομείο από το 1394 μέχρι το 1940 και τελικά γκρεμίστηκε το 1970. Το μόνο τμήμα του που σώζεται είναι το εκκλησάκι των Αγίων Αποστόλων.[12] Κατά τον επανασχεδιασμό της πόλης μετά την Ελληνική Επανάσταση ο Ψαρομαχαλάς έμεινε ως είχε.[13]
Πιο βόρεια, μέχρι τη Λεωφόρο Αμαλίας (η οποία κατασκευάστηκε στη θέση των θαλάσσιων τειχών του Ναυπλίου το 1868-70), η περιοχή διέθετε πριν την επανάσταση σημαντικά κτήρια (εκκλησίες, τζαμιά, δημόσια κτήρια). Η περιοχή επανασχεδιάστηκε σε μεγάλο βαθμό μετά την επανάσταση του 1821. Το κέντρο αυτή της περιοχής είναι η Πλατεία Συντάγματος, στο παρελθόν Πλατεία Στρατώνα και Πλατεία Πλατάνου. Σε αυτήν την πλατεία πρέπει να κατασκευάστηκε το 1540 το σαράι (παλάτι) του πασά της Πελοποννήσου, ενώ στο κέντρο έστεκε πλάτανος, ο οποίος και έδωσε το όνομά του στην πλατεία. Σε ένα έρανο που έγινε εκεί το 1826 για την ενίσχυση των πολιορκημένων στο Μεσολόγγι, έδωσε όλα τα υπάρχοντά η Ψωροκώσταινα, η φτωχότερη γυναίκα της πόλης, και από τότε έμεινε η φράση που λέγεται και στις μέρες μας. Σήμερα στην Πλατεία Συντάγματος βρίσκεται το Αρχαιολογικό Μουσείο, στεγαζόμενο στο κτήριο της ενετικής αποθήκης του στόλου, το οποίο είχε χρησιμοποιηθεί και ως στρατώνας, το Βουλευτικό, το οποίο στεγάζεται στο κτήριο του παλιού τζαμιού ή τεκέ του Αγά Πασά, και το τζαμί Τριανόν, το οποίο λειτούργησε ως αλληλοδιδακτικό σχολείο. Εκεί επίσης βρίσκεται το κτήριο της Εθνικής Τράπεζας, το οποίο φέρει επιρροές από τον μυκηναϊκό πολιτισμό. Πίσω από το τζαμί του Αγά Πάσα βρίσκεται μεντρεσές, ο οποίος λειτούργησε για λίγο ως φυλακή μετά την κατάργηση των φυλακών του Παλαμηδίου το 1926 και έτσι είναι γνωστό ως φυλακές Λεονάρδου. Σήμερα στεγάζει εργαστήρια του αρχαιολογικού μουσείου. Κοντά του βρίσκεται διόρωφο κτήριο το όποιο φαίνεται να στέγασε τα ενετικά διοικητήρια και το Εκτελεστικό (το 1824-25), ενώ ήταν οικία του Αγά-πασά. Δυτικά της πλατείας βρίσκεται ο ναός της Παναγίας, αφιερωμένος στο Γενέσιο της Θεοτόκου. Ο ναός απέκτησε τη σημερινή του μορφή (τρίκλιτη βασιλική) στα χρόνια της δεύτερης ενετοκρατίας. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο, ο αρχιεπισκοπικός θρόνος και ο άμβωνας είναι επτανησιακής τεχνοτροπίας. Το καμπαναριό προστέθηκε το 1907.[12] Εδώ μαρτύρησε ο Άγ. Αναστάσιος ο Ναυπλιεύς.
Προς τα ανατολικά της Πλατείας Συντάγματος ξεκινάει η οδός Βασιλέως Κωνσταντινού, γνωστή και ως Μεγάλος Δρόμος. Αποτελεί τμήμα της χάραξης του μετεπαναστατικού Ναυπλίου, ώστε να ενώνει την Πλατεία Συντάγματος με την Πλατεία των Τριών Ναυάρχων, όπου βρισκόταν το Κυβερνείο, και ήταν ο σημαντικότερος δρόμος της πόλης κατά τον 19ο αιώνα. Για την κατασκευή του γκρεμίστηκε ο ναός του Αγίου Νικήτα.[12] Η πλατεία των Τριών Ναυάρχων δημιουργήθηκε από τη διάνοιξη της μικρής ενετικής πλατείας του Αγίου Γεωργίου.[13] Στο κέντρο της πλατείας βρίσκεται το ταφικό μνημείο του Δημήτριου Υψηλάντη, ο οποίος πέθανε στο Ναύπλιο το 1832. Σε αυτό το μνημείο βρίσκονται από το 1843 τα οστά του. Στην πλατεία βρίσκεται το δημαρχείο, ενώ στο παρελθόν βρισκόταν και το Κυβερνείο του Καποδίστρια, το οποίο έγινε στη συνέχεια και οικία του Όθωνα, γνωστό ως Παλατάκι. Το κτήριο καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1929 και σήμερα στη θέση του βρίσκεται ανδριάντας του Όθωνα.[12] Στην πλατεία βρίσκεται επίσης ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος θεωρείται ότι κτίστηκε στις αρχές του 16ου αιώνα. Στη συνέχεια μετατράπηκε σε τζαμί και μετά πάλι σε εκκλησία. Στο εσωτερικό του βρίσκονται τοιχογραφίες του 18ου αιώνα, ενώ μία από αυτές είναι αντίγραφο του Μυστικού Δείπνου του Ντα Βίντσι. Νότια του ναού βρίσκεται κτίριο σχήματος Γ, και αυτό της πρώτης ενετικής περιόδου. Το 1824 στέγασε το υπουργείο παιδείας και το 1830 το Ελληνικό Σχολείο. Κοντά στην πλατεία βρίσκεται η οικία Άρμανσμπεργκ (αρχοντικό της οθωμανικής περιόδου, πήρε το όνομά του από τον αντιβασιλέα Άρμανσμπεργκ) και απέναντι η οικία του Μάουερ.[12] Μεταξύ των ναών του Αγ. Γεωργίου και της Αγ. Σοφίας, επί της οδού Ι. Καποδίστρια, βρίσκεται ο ναός του Αγ. Σπυρίδωνα, έξω από τη θύρα του οποίου πυροβολήθηκε ο Κυβερνήτης.
Προς τα ανατολικά βρίσκεται το Πάρκο Σταϊκόπουλου, όπου έχει ανακατασκευαστεί η ενετική Πύλη της Ξηράς και το 1966 τοποθετήθηκε ανδριάντας του Στάικου Σταϊκόπολου. Βόρεια του πάρκου βρίσκεται το Δικαστικό Μέγαρο, κτισμένο το 1911 σε νεοκλασσικό ρυθμό. Κοσμείται από τους ανδριάντες του Αναστάσιου Πολυζωίδη και του Γεώργιου Τερτσέτη. Στο νότιο τμήμα της πλατείας βρίσκεται το μνημείο του Νικηταρά, το οποίο ανεγέρθη το 1926. Βόρεια του Δικαστικού Μεγάρου βρίσκεται η Πλατεία Καποδιστρίου, με ανδριάντα του Ιωάννου Καποδίστρια, έργο του Μιχαήλ Τόμπρου. Ανατολικά βρίσκεται το πάρκο Κολοκοτρώνη, με έφιππο ανδριάντα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, και το πάρκο του Ο.Σ.Ε., όπου λειτουργούσε ο παλιός σιδηροδρομικός σταθμός του Ναυπλίου. Στο σταθμό σήμερα στεγάζεται το Δημοτικό Ωδείο «Κωνσταντίνος Νόνης».[12]
Βόρεια της Λεωφόρου Αμαλίας και μέχρι την ακτή βρίσκεται η συνοικία του Γυαλού, εκτός των ενετικών τειχών. Τα κτήριά της κτίστηκαν κυρίως την περίοδο 1860-1920. Στο δυτικό άκρο, στη θέση του προμαχώνα της Τερέζας, βρίσκεται η Πλατεία Φιλελλήνων. Στην πλατεία ανεγέρθηκε το 1903 το μνημείο των Φιλελλήνων και εκεί, στο σπίτι της οικογένειας Ιατρού, στεγαζόταν μέχρι το 1972 το Δημαρχείο Ναυπλίου. Στη συνοικία βρίσκεται ο ναός του Αγίου Νικολάου, με το σημερινό ναό να εγκαινιάστηκε μάλλον το 1836. Στην παραλιακή οδό της πόλης βρίσκεται το τελωνείο, έργο του αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη.[12]
Βορειοανατολικά του Παλαμηδιού και ανατολικά της Παλαιάς Πόλης βρίσκεται το προάστιο της Πρόνοιας, το οποίο δημιουργήθηκε το 1828 για να στεγάσει τους πρόσφυγες που είχαν φτάσει στο Ναύπλιο κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821. Το πολεοδομικό του σχέδιο είναι βασισμένο στο Ιπποδάμειο σύστημα και είχε μικρά, μονόχωρα, με μονοκλινή στέγη σπίτια, πολλά από τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα. Στην κεντρική πλατεία βρίσκεται η εκκλησία της Αγίας Τριάδας και στον ομώνυμο λόφο η εκκλησία της Ευαγγελιστρίας. Σε φυσικό βράχο βρίσκεται το εκκλησάκι των Αγίων Πάντων, το οποίο ήταν το μόνο στο οποίο οι Οθωμανοί επέτρεπαν τον εκκλησιασμό των Χριστιανών μέχρι το 1780. Γύρω του βρίσκεται το παλαιό νεκροταφείο της Πόλης, όπου είναι θαμμένοι μεταξύ άλλων ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Νικηταράς και ο Στάικος Σταϊκόπουλος. Το σημερινό νεκροταφείο του Ναυπλίου ανεγέρθηκε το 1852. Ανάμεσα στο παλαιό και στο νέο νεκροταφείο βρίσκεται ο Λέων των Βαυαρών, γλυπτό που απεικονίζει ένα κοιμισμένο λιοντάρι σε μνημειακές διαστάσεις, που φιλοτεχνήθηκε το 1840-41 από τον Γερμανό Κρίστιαν Ζίγκελ. Ανεγέρθηκε στη μνήμη των στρατιωτών της ακολουθίας του Όθωνα, οι οποίοι πέθαναν σε επιδημία τύφου στο Ναύπλιο.[12]
Βόρεια της Πρόνοιας βρίσκεται ο συνοικισμός Νέο Βυζάντιο, το οποίο δημιουργήθηκε για να στεγαστούν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες το 1929. Προς τα βορειοανατολικά, τρία χιλιόμετρα από την παλαιά πόλη του Ναυπλίου, βρίσκεται το προάστιο της Άρειας, όπου βρίσκεται η Αγία Μόνη της οποίας το καθολικό χρονολογείται από τον 12ο αιώνα.[12]
Οικονομία Επεξεργασία
Το Ναύπλιο, που μαζί με το Άργος θεωρούνται ως τα κύρια αστικά κέντρα του Αργολίδας, συγκεντρώνουν τις περισσότερες εμπορικές, οικονομικές και πολιτιστικές δραστηριότητες του νομού, καθώς και όλες τις δημόσιες υπηρεσίες. Στο Ναύπλιο έχει την έδρα της η ελληνική κονσερβοποιία Κύκνος Α.Ε., η οποία ιδρύθηκε το 1911, αλλά το εργοστάσιο και το κέντρο διανομής της από το 2005 βρίσκεται στα Σαβάλια Ηλείας[14]. Επίσης το Ναύπλιο, λόγω των ιστορικών του μνημείων, των αξιοθέατων και της φυσικής ομορφιάς του, έχει αναπτυχθεί τουριστικά, με πλήθος ξενοδοχειακών μονάδων και καταστημάτων εστίασης και εμπορικού χαρακτήρα. Το λιμάνι του Ναυπλίου είναι το κύριο του νομού, από το οποίο γίνεται διακίνηση κυρίως γεωργικών προϊόντων.[15] Έχει εγκριθεί και η κατασκευή μαρίνας στο λιμάνι.[16]
Πληθυσμός Επεξεργασία
Έτος | Πληθ. | ±% |
---|---|---|
1856 | 4.260 | — |
1861 | 6.024 | +41.4% |
1870 | 3.958 | −34.3% |
1879 | 6.355 | +60.6% |
1889 | 7.153 | +12.6% |
1896 | 7.297 | +2.0% |
1907 | 7.252 | −0.6% |
1920 | 5.969 | −17.7% |
1928 | 7.163 | +20.0% |
1940 | 7.960 | +11.1% |
1951 | 8.466 | +6.4% |
1961 | 9.102 | +7.5% |
1971 | 9.320 | +2.4% |
1981 | 10.611 | +13.9% |
1991 | 11.650 | +9.8% |
2001 | 13.124 | +12.7% |
2011 | 14.203 | +8.2% |
2021 | 14,532 | +2.3% |
Πηγή: Απογραφές Πληθυσμού ΕΛΣΤΑΤ 1856 - 2011[17] |
Απο το 1856 μέχρι σήμερα ο πληθυσμός της πόλης του Ναυπλίου έχει παρουσιάσει μία σταθερή αύξηση (με εξαίρεση το 1870 και το 1920 που παρουσίασε σημαντική μείωση).
Διάγραμμα ιστορικής εξέλιξης πληθυσμού απο το 1856

Φωτοθήκη Επεξεργασία
-
Το Παλαμήδι
-
Το Ναύπλιο από ένα παραθαλάσσιο μονοπάτι.
-
Η πλατεία Συντάγματος
-
Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Ναυπλίου
-
Το κτήριο του γενικού νοσοκομείου του Ναυπλίου.
Παραπομπές Επεξεργασία
- ↑ «Απογραφή Πληθυσμού - Κατοικιών 2011». (Ελληνικά) Ελληνική απογραφή 2011. Ελληνική Στατιστική Αρχή. 1 Μαΐου 2011.
- ↑ «Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου». Δήμος Ναυπλίου. Ανακτήθηκε στις 9 Απριλίου 2015.
- ↑ Ευαγγελία Παππή (Δεκέμβριος 2009). «Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου – Η επανέκθεση». Αρχαιολογία & Τέχνες 113. http://argolikivivliothiki.gr/2010/03/24/αρχαιολογικό-μουσείο-ναυπλίου-2/.
- ↑ 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 4,5 4,6 4,7 4,8 Αναστασία Βασιλείου, Κωνσταντίνος Μπουντούρης (2010) «Ναύπλιο. Σημείωμα για την ιστορική εξέλιξη της πόλης»
- ↑ «MYCENAEAN AND SUBMYCENAEAN GREECE» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 18 Οκτωβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 9 Απριλίου 2015.
- ↑ 6,0 6,1 6,2 6,3 Κάστρα της Πελοποννήσου, 1993, εκδ. Αδάμ ISBN 9789608504851
- ↑ 7,00 7,01 7,02 7,03 7,04 7,05 7,06 7,07 7,08 7,09 7,10 Δραβίλλας Γ.Θ.. «Ναύπλιον». Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια. ΙΗ (2η έκδοση). Φοίνιξ Ε.Π.Ε., σσ. 104-107.
- ↑ 8,0 8,1 8,2 8,3 Αλίκη Φακούρα (Αθήνα 2006) Από την Οθωμανική στην Ελληνική πόλη. Οι λειτουργίες της πόλης του Ναυπλίου (1715-1833). Κοινωνία, οικονομία και διοίκηση Διπλωματική εργασία, Πάντειο Πανεπιστήμιο, τμήμα Πολιτικής Επιστήμης
- ↑ Delorme 2014, σελ. 306.
- ↑ «ΥΑ 15794/19-12-1961, ΦΕΚ 35/Β/2-2-1962». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Ιουνίου 2016. Ανακτήθηκε στις 10 Απριλίου 2015.
- ↑ «Νέο Βυζάντιο. Μια προσφυγική γειτονιά στο Ναύπλιο». local.e-history.gr. Ανακτήθηκε στις 16 Απριλίου 2015.
- ↑ 12,0 12,1 12,2 12,3 12,4 12,5 12,6 12,7 12,8 «Εικονική περιήγηση στο Ναύπλιο». Δήμος Ναυπλίου. Ανακτήθηκε στις 16 Απριλίου 2015.
- ↑ 13,0 13,1 Νίκος Φ. Τόμπρος. «Στο Μετεπαναστατικό Ναύπλιο του Καποδίστρια». Ανακτήθηκε στις 16 Απριλίου 2015. Μνημοσύνη, Ετήσιον περιοδικόν της Εταιρείας Ιστορικών Σπουδών επί του Νεώτερου Ελληνισμού, τόμος 16ος, 2003-2005, Εν Αθήναις
- ↑ Κοσμάς Ζακυνθινός (20 Δεκεμβρίου 2014). «Ο ελληνικός «Kyknos» που εντυπωσιάζει τις διεθνείς αγορές». Η Ημερησία. Ανακτήθηκε στις 12 Μαΐου 2015.
- ↑ «ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΑΛΙΕΥΤΙΚΗΣ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΑΡΓΟΛΙΚΟΥ ΚΟΛΠΟΥ» (PDF). ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε. Ανακτήθηκε στις 12 Μαΐου 2015.
- ↑ «Εγκρίθηκε η σύμβαση για κατασκευή μαρίνας στο λιμάνι Ναυπλίου με ΣΔΙΤ». in.gr. Newsroom ΔΟΛ, με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ. 2 Ιουλίου 2014.
- ↑ Άθροισμα των οικισμών: Ναύπλιο, Λιμήν Ναυπλίου και Πρόνοια
Πηγές Επεξεργασία
Ελληνόγλωσσες Επεξεργασία
- Ευτυχία Δ. Λιάτα: Το Ναύπλιο και η ενδοχώρα του από τον 17ο στον 18ο αι. Οικιστικά μεγέθη και κατανομή της γης, Κέντρον Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού Ακαδημίας Αθηνών, Αθήνα 2002
- Κ.Σπηλιωτάκη: «Τα εν Ναυπλίω κτίρια του Βουλευτικού και του Εκτελεστικού», Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, τόμ. 20, σσ. 53-71
Ξενόγλωσσες Επεξεργασία
- (Γαλλικά) Delorme, Olivier (2014). La Grèce et les Balkans. Folio Histoire. 1. Gallimard. ISBN 9782070396061.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία
- Επίσημος ιστότοπος
- Ναύπλιο (Αρχείο ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ)
- Ναύπλιο - Φ. Κόντογλου (Αρχείο ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ)
- Ναύπλιο (Τα λιμάνια μας) (Αρχείο ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ)