Γύθειο

κωμόπολη στην Λακωνία

Συντεταγμένες: 36°46′20″N 22°34′10″E / 36.7722°N 22.5695°E / 36.7722; 22.5695

Το Γύθειο είναι ιστορική κωμόπολη και λιμάνι που βρίσκεται στη νότια Πελοπόννησο κοντά στις εκβολές του ποταμού Ευρώτα, δυτικά του μυχού του Λακωνικού κόλπου. Είναι χτισμένο αμφιθεατρικά στους ανατολικούς πρόποδες του όρους Λαρύσιο και αποτελεί το κυριότερο λιμάνι του Λακωνικού κόλπου και το δεύτερο της νότιας Πελοποννήσου, μετά την Καλαμάτα. Η νότια άκρη της πόλης του Γυθείου ενώνεται μέσω μικρού προβλήτα με ένα μικρό νησί, την αρχαία Κρανάη ή Μαραθονήσι, όπου βρίσκονται ο πύργος του Τζαννετάκη Γρηγοράκη, ο οκτάγωνος ομώνυμος φάρος (φάρος Κρανάης) και ο μικρός ναός Αγίου Πέτρου. Το Γύθειο αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου που περιλαμβάνει 18 δημοτικά διαμερίσματα, καθώς και έδρα της Ιεράς Μητροπόλεως Μάνης.

Άποψη από το λιμάνι
is located in Greece
               Map
Διοίκηση
ΧώραΕλλάδα
ΠεριφέρειαΠελοποννήσου
ΔήμοςΑνατολικής Μάνης
Γεωγραφία
ΝομόςΛακωνίας
Υψόμετρο5 m
Πληθυσμός
Μόνιμος4.070
Έτος απογραφής2021
Πληροφορίες
Ταχ. κώδικας232 00
Τηλ. κωδικός2733
http://www.gythio.net
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ετυμολογία ονόματος

Επεξεργασία

Ως τοπωνύμιο το Γύθειο πρωτοεμφανίζεται στην ιστορία τον 5ο αιώνα π.Χ Πρώτη αναφορά κάνει ο Θουκυδίδης (1, 108) στην επιδρομή του Αθηναίου Τολμίδη στον Λακωνικό στα νεώρια των Σπαρτιατών χωρίς όμως ν΄ αναφέρει ρητά το Γύθειο. Ο Πολύβιος και ο Στράβων αναφέρουν το Γύθειο με «ει». Ενώ ο Παυσανίας, καθώς κι οι νεότεροι, όπως ο Διόδωρος ο Σικελιώτης και ο Πλούταρχος με «ι». Έτσι ακόμη νεότεροι κάνουν χρήση και των δύο τύπων. Ο Παυσανίας ως ετυμολογία του ονόματος παρουσιάζει στα «Λακωνικά» του την πεποίθηση των αρχαίων κατοίκων ότι σήμαινε «Γη των θεών», από την ομηρική λέξη τετράγυον «Γύον» (Γη) + θεός και αυτό από την παράδοση ότι κάποτε ο Ηρακλής και ο Απόλλων κατά το χτίσιμο της πόλης ήλθαν σε σύγκρουση εξ αιτίας του μαγικού τρίποδα του Μαντείου των Δελφών. Επειδή όμως ο αγώνας δεν αναδείκνυε νικητή, τελικά κατόπιν της μεταξύ τους συνδιαλλαγής αντί Ηρακλείας ή Απολλωνίας ονόμασαν την πόλη «Γη θεών» με συνέπεια να τιμώνται και οι δύο στην πόλη αυτή.

Είναι καταφανές ότι ο μύθος αυτός δεν είναι τίποτε άλλο από τη συνεύρεση του αχαϊκού και δωρικού πνεύματος, από την εξ ανάγκης αποδοχή και κοινή συγκατοίκηση των Αχαιών (Απόλλων) με τους Δωριείς (Ηρακλείδες) μετά την κάθοδο (επιστροφή τους), αφότου σταμάτησε ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα. Την ετυμολογία αυτή του Παυσανία επανέλαβαν πλήθος νεότερων συγγραφέων μέχρι σήμερα. Παρά ταύτα το «ετυμολογικό πρόβλημα Γυθείου» συνεχίζει να υφίσταται.

Αρχαιότητα

Επεξεργασία
 
Άποψη του λιμανιού

Πρώτος που ξεκίνησε τις αρχαιολογικές έρευνες στο Γύθειο ήταν ο Ανδρέας Σκιάς το 1891, αποκαλύπτοντας το αρχαίο θέατρο του Γυθείου στο βόρειο άκρο του, καθώς και η ακρόπολη δυτικά του θεάτρου. Το έργο εκείνου συνέχισαν πολλοί άλλοι μεταξύ των οποίων και η Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή. Από τη μελέτη των αρχαιολογικών και σπηλαιολογικών ευρημάτων και των σχετικών αναφορών των αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων έχουν παρουσιασθεί σπουδαία συγγράμματα για την ιστορία του Γυθείου. Μεταξύ αυτών αξίζει ν΄ αναφερθούν εκείνες των: Ιωάννη Πατσουράκου (1902), Γερ. Καψάλη, Π. Καλονάρου, Σ. Σκοπετέα, , Βάσου Τσιλιβάκου, Απόστ. Δασκαλάκη,, αλλά και του ακαδημαϊκού Σ. Κουγέα.

Σύμφωνα με το γεωγράφο του 2ου αιώνα μ.Χ. Παυσανία, ο Πάρις πέρασε πάνω σε αυτό την πρώτη του νύχτα με την Ωραία Ελένη ύστερα από την αρπαγή της. Πάνω στην Κρανάη πέρασαν την πρώτη νύχτα ο Πάρις και η Ωραία Ελένη, όπως λέει ο Όμηρος στην Ιλιάδα, Ραψωδία Γ, στίχος 445.[1]

Σύμφωνα με έναν αρχαίο θρύλο, το Γύθειο ιδρύθηκε από τον Ηρακλή και τον Απόλλων. Ο Ηρακλής και ο Απόλλων παριστάνονταν συχνά στα αρχαία νομίσματα της πόλης όπως και οι Διόσκουροι.[2] Η μορφή των ονομάτων τους δείχνει ότι είχαν έντονη επίδραση από τους Φοίνικες από την Τύρο οι οποίοι σε πανάρχαιους χρόνους έκαναν συχνά εμπόριο στην περιοχή.[3] Το Γύθειο είχε γίνει το επίκεντρο του εμπορίου των Φοινίκων στις Λακωνικές ακτές, κύριο προϊόν ήταν ο θαλασσινός Μύρηξ. Σε ιστορικούς χρόνους κατοικούσαν οι Περίοικοι υπό την εξουσία της Σπάρτης αλλά ήταν ανεξάρτητα πολιτική οντότητα. Υπήρξε κατά την αρχαιότητα το επίνειο της Σπάρτης που βρίσκεται 40 χιλιόμετρα βορειότερα. Όταν ξέσπασε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος (455 π.Χ.) το Γύθειο πολιόρκησε ο Αθηναίος στρατηγός Τολμίδης με 50 πλοία και 4.000 Οπλίτες, το κατέλαβε και το έκαψε.[2][4] Το έκτισε ξανά ο Σπαρτιάτικος στόλος στην διάρκεια του πολέμου, ο Αλκιβιάδης είδε από κοντά 30 Τριήρης να οικοδομούν ξανά την πόλη (407 π.Χ.).[2][5] Ο Επαμεινώνδας πολιόρκησε για 3 μέρες επιτυχώς την πόλη (370 π.Χ.) κατόπιν λεηλάτησε την Λακωνία, οι Σπαρτιάτες την ανακατέλαβαν σε τρεις μέρες.[2] Ο Φίλιππος Ε΄ της Μακεδονίας προσπάθησε να καταλάβει το Γύθειο αλλά χωρίς επιτυχία (219 π.Χ.).[2]

Κοινόν Ελευθερολακώνων

Επεξεργασία
 
Ο φάρος του Γυθείου

Την περίοδο (195 π.Χ. - 192 π.Χ.) το Γύθειο φέρεται ανεξάρτητο από τη Σπάρτη, πρωτεύουσα του Κοινού των Ελευθερολακώνων, στολισμένο με μαρμάρινα μέγαρα, ιερά και ναούς θεών και με πολλά καλλιτεχνήματα. Με τον Νάβις το Γύθειο έγινε το λιμάνι και η ναυτική βάση των Σπαρτιατών. Η Ρωμαϊκή Δημοκρατία το κατέλαβε μετά από μακρόχρονη πολιορκία, εισήλθε στο Κοινό των Ελευθερολακώνων στο οποίο την κυριαρχία είχε η Αχαϊκή Συμπολιτεία.[6] Ο Νάβις το ανακατέλαβε αφού νίκησε σε ναυμαχία τον Αχαϊκό στόλο, το διατήρησε για τρία χρόνια αλλά ο Ρωμαϊκός το ανακατέλαβε. Το Γύθειο κατόπιν συμμετείχε στην ομάδα των 24 Δήμων των Ελευθερολακόνων που αργότερα καταγράφονται σαν 18, διατήρησαν την ανεξαρτησία τος απέναντι στην Σπάρτη, ο Οκταβιανός Αύγουστος τους έδωσε τον τίτλο της ελεύθερης πόλης.[7] Ο διοικητής της Ομοσπονδίας είχε τον τίτλο του Στρατηγού και δίπλα του βρισκόταν ένας ταμίας, κάθε Δήμος της Ομοσπονδίας είχε στην διοίκηση του έναν Έφορο.

Πολλά ερείπια από τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία διασώζονται στην ευρύτερη περιοχή, ενώ από την αρχαιότητα διασώζονται στην παλιά πόλη το αρχαίο θέατρο και στον λόφο πίσω από την πόλη τα ερείπια ενός ιερού του Διονύσου. Το 375 μ.Χ. συνέβη ένας μεγάλος σεισμός, όπου το παλιρροιακό κύμα που δημιουργήθηκε καταπόντισε το Γύθειο στα νερά του Λακωνικού Κόλπου θάβοντας ή πνίγοντας τους κατοίκους του, όσοι δεν πρόλαβαν να καταφύγουν στα γύρω υψώματα. Έτσι, από την παλαιά πόλη έμεινε μόνο ένα τμήμα που σήμερα λέγεται «Παλαιόπολη», το βορειοανατολικό τμήμα του σημερινού Γυθείου. Σ΄ αυτό το τμήμα και στον παρακείμενο θαλάσσιο βυθό, βρέθηκαν τα περισσότερα αρχαία μάρμαρα, ψηφιδωτά δάπεδα, τμήματα αγαλμάτων θεών, ηρώων και αρχόντων, καθώς και θεμέλια οικοδομών, που αποτελούν τους θλιβερούς μάρτυρες της άλλοτε λαμπροστόλιστης πόλης.

Μεσαίωνας – τουρκοκρατία

Επεξεργασία

Με το πέρασμα των αιώνων οι επιχώσεις των χειμάρρων των γύρω υψωμάτων έθαψαν και τα τελευταία ίχνη της αρχαίας πόλης. Έτσι, κατά τον Μεσαίωνα το Γύθειο ήταν τελείως ξεχασμένο. Η τοποθεσία που προϋπήρχε ονομάστηκε «Μαραθονήσι» από το γνωστό μυρωδικό φυτό, το μάραθο, που βλάστανε πλούσια στη νησίδα Κρανάη και τη γύρω στεριά. Το 17ο αιώνα η περιοχή αυτή ήταν ένας λόγγος γεμάτη αγρίμια και βάλτους και τελείως ερημική από ανθρώπινη ζωή. Οι Μανιάτες που κατοικούσαν στην ενδοχώρα ούτε που πλησίαζαν την περιοχή αυτή αποφεύγοντας αφενός τον τρομερό κίνδυνο της θανατηφόρου ελονοσίας, αφετέρου τις ληστρικές επιδρομές των Οθωμανών κουρσάρων. Οι δε Τούρκοι διατηρούσαν μόνο μία φρουρά στο βόρειο ύψωμα της Σεληνίτσας, (σημερινή βόρεια παραλία του Γυθείου) και δυτικά της περιοχής το φράγκικο Κάστρο του Πασσαβά σχηματίζοντας έτσι την μοναδική σφήνα στην ελεύθερη περιοχή της Μάνης.

Το 1685 οι Ενετοί, ευρισκόμενοι σε πόλεμο με τους Τούρκους και βοηθούμενοι από τους Μανιάτες, κατέλαβαν το Κάστρο του Πασσαβά και εξόντωσαν την εκεί φρουρά. Η κατάληψη αυτού του οχυρού υπήρξε σημαντική στην ιστορία της Μάνης χαρίζοντας στους Μανιάτες την ασφάλεια της ελεύθερης επικοινωνίας με το Μαραθονήσι, που άρχισαν έτσι σιγά - σιγά να κατοικούν. Μάλιστα δύο χρόνια μετά, τον Αύγουστο του 1687, όταν ο Βενετός στρατηγός Πολάνι βοηθούμενος από 6.000 Μανιάτες επιχειρούσε την κατάληψη του Μυστρά, ο ναύαρχος Μοροζίνι κατέπλευσε στον όρμο του Μαραθονησίου.

Σύγχρονος οικισμός

Επεξεργασία
 
Ο πύργος του Τζαννετάκη Γρηγοράκη πάνω στο νησί Κρανάη, στο Γύθειο, ο οποίος κτίστηκε το 1829.

Το σύγχρονο Γύθειο ιδρύθηκε από τον Τζανέτο Γρηγοράκη ή Τζανήμπεη (1742-1813), ο οποίος ήταν ο τρίτος Μπέης της Μάνης, και τους τρεις γιους του, ώστε να γίνει πρωτεύουσα της Ανατολικής Μάνης. Το 1780, από το Σκουτάρι, ο Τζανέτος Γρηγοράκης με τους Γρηγοράκηδες, τους Πετροπουλάκηδες και άλλες οικογένειες κατέλαβε το κάστρο του Πασσαβά[8] από τους Οθωμανούς. Στη συνέχεια κατέλαβε εδάφη και επέκτεινε την καπετανία του και την Μάνη μέχρι τις εκβολές του Βασιλοπόταταμου, κοντά στην σημερινή Σκάλα. [9] Στη παραλιακή ζώνη που κατέλαβε ο Τζανέτος Γρηγοράκης, βάθους ως δέκα μίλια, περιλαμβάνεται το Καραβοστάσι, σημερινό Γύθειο, το Μαυροβούνι, το νησί Κρανάη, η Στεφανιά και τα Τρίνησα.

Αρχικά, περί το 1760, δημιουργήθηκε ένας οικισμός δίπλα στο Καραβοστάσι γύρω από το ναό του Άη Γιώργη και το πύργο του Καπετάν Δημητράκη Γρηγοράκη, πατέρα του Τζανέτου Γρηγοράκη, ο οποίος προστάτευε τόσο το λιμάνι όσο και το Μαραθονήσι απέναντι. Διαμορφώθηκε πλατεία με καταστήματα και εργαστήρια και γύρω της κτίστηκαν μικρά σπίτια, ισόγεια ή διώροφα, για τις οικογένειες που πήγαν να ζήσουν εκεί. Λίγο πιο βόρεια, στην άκρη του λιμανιού, έχτισε πύργος ο πρωτότοκος γιος του μπέη, ο Πιέρρος Μαγγιόρος.[10] Παράλληλα, δύο χιλιόμετρα νότια, στο ακρωτήρι Λυκοβούνι ή Μαυροβούνι, ο Τζανήμπεης έκτισε οχυρό-κατοικία το οποίο είναι γνωστό ως Γουλάδες ή Μπεάνικα.[11]

Ο οικισμός αναπτύχθηκε γρήγορα και απέκτησε εμπορική κίνηση, παρά τις καταστροφές που προκάλεσαν οι Τούρκοι το 1803 και το 1807.[10] Ο οικισμός αναπτύχθηκε στους πρόποδες του λόφου κατά μήκος της πάνω στράτας και το Μαραθονήσι σύμφωνα με τον Ληκ είχε 100 σπίτια, ενώ και γύρω από τα Μπεάνικα είχαν εγκατασταθεί το 1805 περίπου 100 οικογένειες, δημιουργώντας την Τζανετούπολη ή Μελίσσι. Πέρα από τους Τζαννετάκηδες, πύργους εκεί έφτιαξαν και άλλες ισχυρές οικογένειες. Πύργοι κτίστηκαν επίσης για την προστασία των καλλιεργήσιμων εκτάσεων γύρω από το Γύθειο.[11]

Στις 23 Μαρτίου του 1821 οι Γρηγοράκηδες μαζί με άλλους οπλαρχηγούς της Ανατολικής Μάνης, τον Π. Κοσονάκο, Ι. Κατσούλη κ.ά. ύψωσαν στο Μαραθονήσι - Γύθειο την σημαία της Επανάστασης έχοντας προηγουμένως συγκροτήσει ένοπλα σώματα. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης στο Γύθειο κατέφυγαν πολλές οικογένειες για ασφάλεια. Το 1828 είχε 674 κατοίκους.

 
Το Μαραθονήσι, άποψη του χωριού και των ερειπίων του Γυθείου, χαλκογραφία του Δήμου Stephanopoli από το βιβλίο Voyage de Dimo et Nicolo Stephanopoli en Grèce..., Παρίσι 1800

Μετά τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους, το Γύθειο συνέχισε να αναπτύσσεται γρήγορα, προσελκύοντας κατοίκους της Μάνης χάρις στην ακτοπλοϊκή σύνδεση του Γυθείου με τον Πειραιά και τις οικονομικές ευκαιρίες που προσέφερε και ήταν ένας από τους κύριους τόπους μετανάστευσής τους.[12] Το 1889 είχε 3.686 κατοίκους. Το Γύθειο έως τις αρχές του 20ού αιώνα είχε επεκταθεί προς τα βόρεια κατά μήκος των πλαγιών του όρους Κούμαρο μέχρι το δέλτα του ποταμού, όπου κτίστηκε το δημαρχείο και το παράρτημα της Εθνικής Τράπεζας και διαμορφώθηκε πλατεία αγοράς. Το παλαιό και το νέο τμήμα της πόλης ενώθηκαν με παραθαλάσσιο δρόμο. Επίσης, το Μαραθονήσι ενώθηκε με μώλο με την στεριά και κτίστηκε προκυμαία εντός του όρμου. Δύο ξενοδοχεία κτίστηκαν ώστε να εξυπηρετούν τους επισκέπτες.[13] Παρά την έναρξη της μετανάστευσης στο εξωτερικό στις αρχές του 20ού αιώνα, το Γύθειο συνέχισε να αναπτύσσεται και το 1940 είχε 6.978 κατοίκους.

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο που ακολούθησε η πληθυσμιακή ανάπτυξη του Γυθείου σταμάτα. Το ίδιο το Γύθειο βομβαρδίστηκε σε μικρό βαθμό από τους Βρετανούς κατά την υποχώρησή τους. Μετά τη δεκαετία του 1950 η εγχώρια μετανάστευση από τη Μάνη έχει ως κύριο προορισμό την Αθήνα, καθώς το Γύθειο αδυνατεί να προσφέρει τις ίδιες επαγγελματικές ευκαιρίες. Επίσης το αβαθές του λιμανιού του Γυθείου σήμαινε ότι το διά θαλάσσης εμπόριο συρρικνώθηκε.[14] Το 1961 είχε 4.992 κατοίκους, και ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος οικισμός του νομού μετά την Σπάρτη και το οικονομικό και διοικητικό κέντρο της Μάνης.[15] Τη δεκαετία του 1960 άρχισε να αναπτύσσεται ο τουρισμός.[16]

Σύγχρονη πόλη

Επεξεργασία

Το σύγχρονο Γύθειο υψώνεται αμφιθεατρικά στους ανατολικούς πρόποδες του αρχαίου Λαρυσίου όρους, που σήμερα ονομάζεται από τους ντόπιους «Ακούμαρος» ή «Κούμαρος», ακριβώς πάνω από το κυρίως λιμάνι, που θεωρείται το ασφαλέστερο της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου και από το οποίο πραγματοποιούνται εξαγωγές εσπεριδοειδών (κυρίως πορτοκαλιών), λαδιού, ελιάς.

Πληθυσμός

Επεξεργασία
Ιστορική εξέλιξη πληθυσμού
Έτος Πληθ.   ±%  
1879 2.720 —    
1889 3.686 +35.5%
1896 4.306 +16.8%
1907 5.430 +26.1%
1920 5.042 −7.1%
1928 6.701 +32.9%
1940 6.978 +4.1%
1951 5.933 −15.0%
1961 4.992 −15.9%
1971 4.915 −1.5%
1981 4.054 −17.5%
1991 4.255 +5.0%
2001 4.479 +5.3%
2011 4.279 −4.5%
2021 4.070 −4.9%
Πηγή: Απογραφές Πληθυσμού ΕΛΣΤΑΤ 1879 - 2021

Το Γύθειο κατέγραψε τον μεγαλύτερο πληθυσμό του το 1940 με 6.978 κατοίκους. Ο πληθυσμός υπήρξε ανοδικός μέχρι και το 1940 ενώ ύστερα έχει μειωθεί σημαντικά με μία σχετική σταθεροποίηση απο το 1981.

Το λιμάνι του Γυθείου, παρά το γεγονός ότι είναι ασφαλέστατο και βρισκόμενο σε πολύ εμπορικά πλεονεκτική θέση, είναι δυστυχώς αβαθές με αποτέλεσμα να μη μπορούν να προσδέσουν σε αυτό μεγαλύτερα εμπορικά ή τουριστικά πλοία. Τα περισσότερα πρόκειται για μικρά αλιευτικά σκάφη και κάποια ιδιωτικά ιστιοφόρα. Αυτός είναι ο λόγος που - παρά το γεγονός ότι η πόλη λόγω της θέσης της παρουσιάζει σημαντικό τουριστικό ενδιαφέρον - δύο τρία κρουαζιερόπλοια με ξένους τουρίστες που επισκέπτονται το Γύθειο μία φορά την εβδομάδα το καλοκαίρι "δένουν" στα ανοικτά και οι τουρίστες μεταφέρονται με βάρκες.

Ωστόσο τα τρία τελευταία χρόνια (από το 2012) με κονδύλια από το ΕΣΠΑ έχουν ξεκινήσει εργασίες εκβάθυνσης στον ανατολικό λιμενοβραχίονα αλλά λόγω της οικονομικής κατάστασης, όπως συμβαίνει με πολλά άλλα δημόσια έργα, η πρόοδος αποπεράτωσης έχει βαλτώσει. Οι κάτοικοι του Γυθείου αλλά και των γύρω περιοχών πιστεύουν ότι εάν η πόλη τους αποκτήσει ένα κανονικό λιμάνι το Γύθειο θα γνωρίσει πολύ μεγάλη οικονομική ανάπτυξη.

Στις 2 Αυγούστου 2017 εγκαινιάστηκε η επέκταση του λιμανιού η οποία επιτρέπει τον ελλιμενισμό μεγαλύτερων πλοίων .

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Ν.Καζαντζάκης, Ι Κακριδής μετάφραση (24 Ιουλίου 2024). «Ομήρου Ιλιάδα - Ραψωδία Γ». Ομήρου Ιλιάδα ΕΚΠΑ. Ανακτήθηκε στις 24 Ιουλίου 2024. 
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 Fermor. Mani: Travels in the Southern Peloponesse., 302-303
  3. Pausanias 3.21.6
  4. Pausanias 1.27.5
  5. Xenophon, Hellenica, 1, 4, 8–12
  6. Greenhalgh and Eliopoulos. Deep into Mani:Journey to the southern tip of Greece., 21
  7. Pausanias 3.21.7
  8. Καψάλης, Γεράσιμος. ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ. Αθήνα: ΠΥΡΣΟΣ. σελ. Λήμμα : ΓΡΗΓΟΡΑΚΗΣ, Τζανέτος Καπετανάκης. υπήρξεν ο κύριος αρχηγός των κατά του φρουρίου Πασσαβά επιτεθέντων Μανιατών 
  9. de Saint Vincent, Borry. Expedition Scientifique de Moree, section de science physique, tome premier, Relation. Παρίσι, 1836: F.G. Levrault. σελ. 429. les Glygoraki, de la maison de Dzannetaki, eussent poussee leurs conquetes sur les Turcs jusque vers ce Vasilipotamos... 
  10. 10,0 10,1 Σαΐτας 1992, σελ. 93.
  11. 11,0 11,1 Σαΐτας 1992, σελ. 96.
  12. Wagstaff 1967, σελ. 262.
  13. Wagstaff 1967, σελ. 263.
  14. Wagstaff 1967, σελ. 264.
  15. Wagstaff 1967, σελ. 265.
  16. Wagstaff 1967, σελ. 267.

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία

Β. Αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων αναφορές:

Όμηρος: Ιλιάδα Β 581-587, Γ 440-445 (περί Κρανάης)
Ξενοφών: Ελληνικά 1, 4, ΙΙ, VI, 5, 32.
Θουκυδίδης: 1, 108 (όχι ρητά στο Γύθειο)
Διόδωρος Σικελιώτης: Χ 1, 84
Στράβων: Γεωγραφικά 8, 343, 363, 9, 399
Παυσανίας: Λακωνικά 3, (21. 4, 22), 3 (1, 27, 5) 2 και Κορινθιακά (31. 4, 8)
Πολύαινος: 2, 9
Πλούταρχος: (Φιλοποίμην 14, Κλεομένης 29, Επαμεινώνδας 24, Φλαμινίνος 18, Αντώνιος 67).
Πολύβιος: 2. 69, 5. 19, 23. 1, 7
Λουκιανός: Εταιρικός διάλογος 14, 2-4
Ησύχιος: Μέγα Ετυμολογικό «Γύθειο»
Λυκόφρων: 98.

Δείτε επίσης

Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία