Καθολικά χαρακτηριστικά της γλώσσας (Γλωσσολογία)

όρος της γλωσσολογίας

Με τον όρο καθολικό χαρακτηριστικό της γλώσσας εννοείται ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται συστηματικά στις φυσικές γλώσσες, και που δυνητικά ισχύει για όλες τις γλώσσες του κόσμου. Για παράδειγμα, όλες οι γλώσσες του κόσμου έχουν ουσιαστικά και ρήματα, ή εφόσον μία γλώσσα είναι ομιλούμενη, αποτελείται από σύμφωνα και φωνήεντα. Η έρευνα σε αυτόν τον κλάδο της γλωσσολογίας συγγενεύει στενά με την τυπολογία της γλώσσας και έχει ως σκοπό τις γενικεύσεις μεταξύ των γλωσσών, οι οποίες πιθανόν συνδέονται με την επίγνωση, την αντίληψη και άλλες ικανότητες του νου. Πρωτοπόρος του κλάδου ήταν ο Αμερικανός γλωσσολόγος Τζόζεφ Γκρινμπεργκ, ο οποίος αρχικά εξήγαγε ένα σύνολο σαράντα πέντε βασικών καθολικών χαρακτηριστικών, κυρίως από την σύνταξη, με την μελέτη περίπου τριάντα γλωσσών. [1].

Ορολογία Επεξεργασία

Οι γλωσσολόγοι διακρίνουν δύο ειδών καθολικά χαρακτηριστικά: τα απόλυτα (αντίθετο: τα στατιστικά, τα οποία συνήθως αποκαλούνται και γλωσσικές τάσεις) και τα συνεπαγωγικά (αντίθετο: μη συνεπαγωγικά). Τα απόλυτα καθολικά χαρακτηριστικά ισχύουν σε όλες τις γνωστές γλώσσες και είναι σχετικά πολύ λίγα σε αριθμό, ένα παράδειγμα είναι ότι όλες οι γλώσσες έχουν αντωνυμίες. Ένα συνεπαγωγικό καθολικό χαρακτηριστικό ισχύει μόνο σε γλώσσες οι οποίες έχουν ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό το οποίο πάντα συνοδεύεται από κάποιο άλλο χαρακτηριστικό, για παράδειγμα εφόσον μία γλώσσα έχει τριαδικό γραμματικό αριθμό, όπως έχουν κάποιες Αυστρονησιακές γλώσσες, τότε επίσης έχει και δυικό γραμματικό αριθμό, ενώ τα μη συνεπαγωγικά καθολικά χαρακτηριστικά απλώς δηλώνουν την ύπαρξη ή μη ενός συγκεκριμένου χαρακτηριστικού.

Επίσης σε αντίθεση με τα απόλυτα καθολικά χαρακτηριστικά έρχονται οι τάσεις, καταστάσεις που μπορεί να μην είναι αληθείς για όλες τις γλώσσες, αλλά παρ'όλα αυτά είναι επίσης τόσο συχνές που δεν μπορούν να είναι αποτέλεσμα της τύχης. Οι τάσεις επίσης έχουν συνεπαγωγικές και μη συνεπαγωγικές μορφές. Ένα παράδειγμα μη συνεπαγωγικών τάσεων είναι πως η μεγάλη πλειοψηφία των γλωσσών έχουν ρινικά σύμφωνα[2]. Παρόλα αυτά, οι περισσοτερες τάσεις, όπως και τα αντίστοιχα καθολικά χαρακτηριστικά, είναι συνεπαγωγικές. Για παράδειγμα, με συχνότητα συντριπτικά μεγαλύτερη από την πιθανότητα της τύχης, γλώσσες με διάταξη Υποκείμενο-Αντικείμενο-Ρήμα είναι μεταθετικές (δηλαδή σχηματίζουν μεταθετικές φράσεις, σε αντιδιαστολή με τις προθετικές φράσεις σε γλώσσες όπως η Αγγλική με διάταξη Υποκείμενο-Ρήμα-Αντικείμενο που η πρόθεση έρχεται πριν το συμπλήρωμα). Ακριβολογώντας, λοιπόν, μία τάση δεν είναι ακριβώς ένα καθολικό χαρακτηριστικό, αλλά εξαιρέσεις μπορούν να βρεθούν στις περισσότερες καταστάσεις που ονομάζονται καθολικές. Για παράδειγμα, η Λατινική είναι μία γλώσσα με διάταξη Υποκείμενο-Αντικείμενο-Ρήμα που συντάσσει προθετικές φράσεις. Συχνά αποκαλύπτεται ότι αυτές οι εξαιρούμενες γλώσσες υφίστανται μία αλλαγή από έναν τύπο γλώσσας σε έναν άλλον. Στην περίπτωση των Λατινικών, οι Λατινογενείς γλώσσες άλλαξαν τη διάταξη τους σε Υποκείμενο-Ρήμα-Αντικείμενο, που είναι μία πολύ πιο κοινή διάταξη μεταξύ των προθετικών γλωσσών.

Τα καθολικά χαρακτηριστικά μπορούν επίσης να είναι είτε διπλής κατευθύνσεως είτε μονής κατευθύνσεως. Στην περίπτωση της διπλής κατεύθυνσης καθολικών χαρακτηριστικών, δύο χαρακτηριστικά υποδηλώνουν το ένα την ύπαρξη του άλλου. Για παράδειγμα, οι μεταθετικές γλώσσες έχουν συνήθως διάταξη Υποκείμενο-Αντικείμενο-Ρήμα και αντίστροφα γλώσσες με διάταξη Υποκείμενο-Αντικείμενο-Ρήμα είναι συνήθως μεταθετικές. Η συνεπαγωγή αυτή λειτουργεί και από τις δύο κατευθύνσεις και επομένως τα καθολικά χαρακτηριστικά ονομάζονται διπλής κατεύθυνσης. Σε αντίθεση, σε ένα μονής κατεύθυνσης καθολικό χαρακτηριστικό η συνεπαγωγή λειτουργεί μόνο προς μία κατεύθυνση. Γλώσσες που τοποθετούν τις αναφορικές προτάσεις πριν από το ουσιαστικό που τροποποιούν έχουν συνήθως διάταξη Υποκείμενο-Αντικείμενο-Ρήμα, οπότε σε αυτήν την περίπτωση οι αντωνυμικές αναφορικές προτάσεις συνεπάγονται και τη συγκεκριμένη διάταξη. Από την άλλη, όμως, η γλώσσες του κόσμου με διάταξη Υποκείμενο-Αντικείμενο-Ρήμα δείχνουν μικρή προτίμηση στις αντωνυμικές αναφορικές προτάσεις, και, επομένως, τέτοιου είδους γλώσσες δεν συνεπάγονται αναγκαστικά τη συγκεκριμένη διάταξη των αναφορικών προτάσεων. Αφού η συνεπαγωγή λειτουργεί μόνο προς μία κατεύθυνση, τα προαναφερθέντα καθολικά χαρακτηριστικά αποκαλούνται μονής κατευθύνσεως.

Τα καθολικά χαρακτηριστικά του πεδίου της σύνταξης μερικές φορές αντιμετωπίζονται ως αποδείξεις για την θεωρία της Καθολικής Γραμματικής (αν και τα γνωσιολογικά επιχειρήματα είναι πιο κοινά). Άλλες εξηγήσεις σχετικά με τα καθολικά χαρακτηριστικά έχουν επίσης προταθεί, όπως για παράδειγμα ότι τα καθολικά χαρακτηριστικά τείνουν να είναι ιδιότητες της γλώσσας που υποβοηθούν την επικοινωνία. Έχει ειπωθεί, πως εάν μία γλώσσα έχει έλλειψη κάποιου καθολικού χαρακτηριστικού, τότε σύντομα θα εξελιχθεί έτσι ώστε να αποκτήσει την εν λόγω ιδιότητα.

Ο γλωσσολόγος Μάικλ Χάλιντεϊ ισχυρίζεται πως πρέπει να γίνει μία διάκριση ανάμεσα σε περιγραφικές και θεωρητικές κατηγορίες προκειμένου να επιλυθεί το πρόβλημα της ύπαρξης των καθολικών χαρακτηριστικών στη γλώσσα, την οποία διάκριση ασπάζεται απο τους γλωσσολόγους Τζον Ρούπερτ Φερθ και Λούις Γιέλμσλεβ. Ισχυρίζεται πως "οι θεωρητικές κατηγορίες και οι μεταξύ τους σχέσεις δύνανται να ερμηνεύσουν ένα αφηρημένο μοντέλο για τη γλώσσα" και πως "αλληλοσυνδέονται και ορίζουν η μία την άλλη". Οι περιγραφικές κατηγορίες από την άλλη είναι αυτές που έχουν συσταθεί για να περιγράψουν συγκεκριμένες γλώσσες. Υποστηρίζει πως "όταν οι άνθρωποι μιλούν για τα καθολικά χαρακτηριστικά συνήθως εννοούν τις περιγραφικές κατηγορίες χαρακτηριστικών που συχνά θεωρούνται ότι υπάρχουν σε όλες τις γλώσσες. Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει ένας μηχανισμός που να αποφασίζει πόσο πρέπει να μοιάζουν οι περιγραφικές κατηγορίες διαφορετικών γλωσσών μεταξύ τους πριν αποφασίσουμε ότι μιλάμε για το ιδιο πράγμα"[3].

Σύμφωνα με το πρότυπο της γενετικής μετασχηματιστικής γραμματικής του Τσόμσκυ, τα γλωσσικά καθολικά χαρακτηριστικά είναι οι αναγκαίες ιδιότητες και οι γενικές αρχές που διέπουν την ανθρώπινη γλώσσα, ενυπάρχουν δε από κοινού σε όλους τις γλώσσες. Αποτελούν α) μέρος της νοητικής συγκρότησης του ανθρώπου αντανακλώντας τη γλωσσική του ικανότητα β) το κλειδί για την κατανόηση του μηχανισμού της γλωσσικής κατάκτησης. Τα γλωσσικά καθολικά χαρακτηριστικά είναι έμφυτα στοιχεία στον άνθρωπο, βιολογικά προκαθορισμένα, και συνιστούν την "καθολική γραμματική".

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/glossology/show.html?id=16 Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα
  2. Comrie, Bernard (1981) Language Universals and Linguistic Typology. Chicago: University of Chicago Press
  3. Croft, W. (2002). Typology and Universals. Cambridge: Cambridge UP. 2nd ed. ISBN 0-521-00499-3