Καρυές Σερρών

πρώην οικισμός της Π.Ε. Σερρών στην Ελλάδα

Συντεταγμένες: 41°12′4.9″N 23°37′14.2″E / 41.201361°N 23.620611°E / 41.201361; 23.620611

Οι Καρυές ή Καρυαί, έως το 1927 γνωστές ως Μπάνιτσα, είναι πρώην οικισμός στον σημερινό Δήμο Σερρών της Περιφερειακής Ενότητας Σερρών της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. Βρίσκονται σε υψόμετρο 690 μέτρων στα όρη Βροντούς, σε απόσταση 2,5 χλμ. ανατολικά-βορειοανατολικά από την Ορεινή Σερρών.[1][2][3]

Καρυές
Καρυές is located in Greece
Καρυές
Καρυές
Διοίκηση
ΧώραΕλλάδα
ΠεριφέρειαΚεντρικής Μακεδονίας
Περιφερειακή ΕνότηταΣερρών
ΔήμοςΣερρών
Δημοτική ΕνότηταΣερρών
Γεωγραφία
Γεωγραφικό διαμέρισμαΜακεδονίας
ΝομόςΣερρών
Υψόμετρο690 μέτρα
Πληθυσμός
Πραγματικός95
Έτος απογραφής1928
Πληροφορίες
Παλαιά ονομασίαΜπάνιτσα
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ονομασία

Επεξεργασία

Η παλιά ονομασία του οικισμού συνδέεται με την εγκατάστασή του δίπλα στις όχθες ρέματος. Η λέξη μπάνιτσα προέρχεται από τη σλαβική ρίζα banja (μπάνια), που σημαίνει λουτρό, θερμά λουτρά ή γενικά μέρος με νερό. Αυτή η ονομασία, ή παραλλαγές της, εμφανίζονται συχνά ως τοπωνύμια στην Ελλάδα, ιδιαίτερα σε περιοχές της Μακεδονίας, της Θράκης και της Θεσσαλίας, όπου υπήρξε έντονη σλαβική επιρροή κατά τον Μεσαίωνα.[4]

Εντός των ορίων της Περιφερειακής Ενότητας Σερρών, ονομαζόταν παλαιότερα Μπάνιτσα και το χωριό Άνω Συμβολή του Δήμου Αμφίπολης.[5]

Αρχαία, ρωμαϊκή και βυζαντινή εποχή

Επεξεργασία

Στην κορυφή του λόφου Προφήτης Ηλίας, περίπου 1 χλμ. βορειοδυτικά των Καρυών, έχει εντοπιστεί η θέση αρχαίου πολίσματος, το οποίο ανήκε στην Οδομαντική. Στη μια πλαγιά του λόφου, θέση γνωστή ως Νάγλεδα, εκτεινόταν η νεκρόπολη, στην οποία βρέθηκαν δυο μαρμάρινες ελληνικές επιτύμβιες στήλες με ανάγλυφες παραστάσεις.[6] Σύμφωνα με τον ιστορικό Δημήτριο Σαμσάρη, το πόλισμα πιθανώς να είχε ιδρυθεί για στρατιωτικούς σκοπούς, όπως την εγκατάσταση φρουράς, καθώς βρισκόταν κοντά στα σύνορα της Οδομαντικής και της Σιντικής. Δεν αποκλείεται, όμως, να λειτουργούσε ως οικισμός κτηνοτρόφων ή μεταλλωρύχων.[7]

Η περιοχή ήταν γνωστή, άλλωστε, για τη μεταλλουργική δραστηριότητα από την αρχαιότητα, αφού διαθέτει πλούσια αποθέματα σιδηρούχων ορυκτών. Στον λόφο Κουλάτα ή Καλέτα λειτουργούσε ρωμαϊκό μεταλλουργείο, ίχνη του οποίου, όπως σκουριές από την καμίνευση μεταλλεύματος, εντοπίζονται έως σήμερα στη δυτική πλαγιά του λόφου. Η μεταλλουργική δραστηριότητα συνεχίστηκε στην περιοχή έως τη βυζαντινή και οθωμανική περίοδο. Από εδώ γινόταν, μάλιστα, μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, η προμήθεια της πρώτης ύλης από τους κατοίκους της Άνω Βροντούς, όπου υπήρχε βιοτεχνική παραγωγή σιδερένιων εργαλείων και διαφόρων σκευών.[8]

Στον ίδιο λόφο έχουν εντοπιστεί τα ερείπια κάστρου που χρονολογείται στη ρωμαϊκή εποχή και χτίστηκε ενδεχομένως στη θέση κάποιου αρχαιότερου. Παρά τα περιορισμένα στοιχεία που είναι διαθέσιμα για την ιστορία του, σκοπός της ίδρυσής του πιθανόν ήταν η προστασία του μεταλλουργείου. Από γεωστρατηγική άποψη, το κάστρο φαίνεται ότι ασκούσε έλεγχο σε αρχαίο δρόμο που ένωνε τη Σίρις (Σέρρες) με την ορεινή ενδοχώρα.[9][10] Στην περιοχή εμφανίζονται σημαντικές βυζαντινές προσωπικότητες, όπως ο Δημήτριος Τζαμπλάκων, μέγας στρατοπεδάρχης (1345), και άλλα μέλη αριστοκρατικών οικογενειών, όπως οι Παλαιολόγοι.[8]

Οθωμανική περίοδος

Επεξεργασία

Σύμφωνα με την τοπική προφορική παράδοση, το χωριό εγκαταλείφθηκε εξαιτίας επιδημίας πανώλης, αλλά αργότερα κατοικήθηκε εκ νέου από ανθρώπους που προέρχονταν από τα γύρω χωριά. Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνταν με τη γεωργία και τη μεταλλωρυχεία. Έπειτα από την αποχώρηση των χυτηρίων σιδήρου, οι ντόπιοι άρχισαν να παράγουν ξυλάνθρακα, τον οποίο πωλούσαν στην κοντινή πόλη των Σερρών.[11][12]

Το 1750 οι κάτοικοι της Μπάνιτσας και του Λάκκου θέλησαν να οικειοποιηθούν εκτάσεις της Μονής Τιμίου Προδρόμου Σερρών. Ξύλευαν από το δάσος της και έβοσκαν τα ζώα τους στα βοσκοτόπια της, ενώ έδιωξαν τον φύλακα και τα ζώα της μονής από τα κτήματά της. Οι μοναχοί προσέφυγαν στη δικαιοσύνη. Ακολούθησαν έξι δικαστικές διαδικασίες, δύο στο Πρωτοδικείο Σερρών και τέσσερις στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Κωνσταντινούπολης, δικαιώνοντας τους μοναχούς.[13][14][15]

Με την αναγνώριση της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870 και την κήρυξή της ως σχισματικής το 1872, ξεκίνησε έντονος ανταγωνισμός Ελλάδας και Βουλγαρίας για την επιρροή στις υπό Οθωμανική κυριαρχία περιοχές. Σε επιστολή του 1892, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Νεόφυτος Η΄ ανέφερε νομικές διεκδικήσεις της Μονής Τιμίου Προδρόμου κατά των κατοίκων της Μπάνιτσας, του Λάκκου και της Ραχωβίτσας (Μαρμαράς), χαρακτηρίζοντας τα χωριά ως «βουλγαρικά».[16][17]

Σημαντικές πληροφορίες για τον οικισμό αντλούνται από τις πολυάριθμες στατιστικές μελέτες υπολογισμού του πληθυσμού της Μακεδονίας μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Ωστόσο, οι καταγραφές αυτές επηρεάστηκαν έντονα από τις γεωπολιτικές συνθήκες και τις εθνολογικές διεκδικήσεις της εποχής, με αποτέλεσμα να μην βασίζονται σε ενιαία και αντικειμενικά κριτήρια. Ως εκ τούτου, το κύρος και η αξιοπιστία τους τίθενται υπό αμφισβήτηση.[18] Παρόλα αυτά, μπορεί να επιτευχθεί μια πιο αξιόπιστη κατανόηση του παρελθόντος, εφόσον τα δεδομένα αυτά ερμηνεύονται με κριτική σκέψη και συνδυαστική προσέγγιση. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη δημογραφική μελέτη «Εθνογραφία των Βιλαετίων Αδριανούπολης, Μοναστηρίου και Θεσσαλονίκης» που εκδόθηκε το 1878 στην Κωνσταντινούπολη, ο οικισμός το 1873 περιλάμβανε 41 σπίτια και 160 κατοίκους.[19] Το 1876, σε υπηρεσιακή έκθεση του Έλληνα πρόξενου Σερρών, Ιωάννη Παπακωστόπουλου, αναφέρεται ότι στον οικισμό διέμεναν 115 οικογένειες που μιλούσαν τη βουλγαρική γλώσσα.[20] Την ίδια περίοδο, στοιχεία από δύο Σλάβους εθνογράφους εκτιμούν ότι το 1878 ο πληθυσμός αριθμούσε 210 κατοίκους.[21] Ο οικισμός αναφέρεται στις οδοιπορικές σημειώσεις του ταγματάρχη Νικολάου Σχινά, ο οποίος στα μέσα της δεκαετίας του 1880 περιόδευσε ολόκληρη σχεδόν την επικράτεια της Μακεδονίας. Σε πορεία του από τις Σέρρες προς το Νευροκόπι (Άνω Νευροκόπι), σημείωσε τη Μπάνιτσα ως ένα χωριό με 40 οικογένειες χριστιανών βουλγαρόφωνων.[22]

Σε άρθρο του «Ημερολογίου της Ανατολής» το 1896, η Μπάνιτσα περιγράφεται ως βουλγαρόφωνο χωριό, χωρίς σχολείο, με πληθυσμό 600 κατοίκων.[23] Το 1889, ο Στέφαν Βέρκοβιτς στο έργο του «Τοπογραφικό-Εθνογραφικό Σκίτσο της Μακεδονίας», βασισμένος σε στατιστικά στοιχεία από την περίοδο 1857-1883, σημείωσε 131 σπίτια.[24] Το 1891, ο Γκεόργκι Στρέζοφ έγραψε σχετικά: «Μπάνιτσα, στο δρόμο από τις Σέρρες προς τη Βροντού, βρίσκεται σε μια κοιλάδα που σχηματίζεται από τις κορυφές Λαϊλιάς, Σαριγιάρ και Καπακλί. Το μέρος είναι βραχώδες, οι περισσότεροι κάτοικοι κατεβαίνουν στα χωράφια για να δουλέψουν. Οι υπόλοιποι ασχολούνται με την παραγωγή ξυλάνθρακα ή μεταφέρουν φορτία (κυρατζήδες). Υπάρχει η εκκλησία της Παναγίας, όπου ψάλλονται ελληνικά, υπάρχει σχολείο με 20 μαθητές, επίσης στα ελληνικά. 90 σπίτια με πληθυσμό 450 άτομα, Βούλγαροι».[25] Το 1897, σύμφωνα με τη μελέτη «Αι Σέρραι και τα προάστεια, τα περί Σέρρας και η Μονή Ιωάννου του Προδρόμου» του Πέτρου Παπαγεωργίου, ο πληθυσμός αριθμούσε 600 χριστιανούς κατοίκους.[26] Η στατιστική μελέτη του Βούλγαρου γεωγράφου Βασίλ Κάντσοφ εκτιμά ότι το 1900 υπήρχαν 840 κάτοικοι.[27]

 
Το κωδωνοστάσιο των Καρυών (2022).

Στη Μπάνιτσα βρήκε τον θάνατο ο Βούλγαρος επαναστάτης Γκότσε Ντέλτσεφ, σε συμπλοκή με την οθωμανική πολιτοφυλακή στις 4 Μαΐου 1903. Σύμφωνα με μία εκδοχή, σκοτώθηκε μετά από προδοσία κατοίκων του χωριού, καθώς προετοίμαζε την αντι-οθωμανική Εξέγερση του Ίλιντεν,[28] ενώ κατά μία άλλη άποψη, προδόθηκε επειδή διαφωνούσε με την επικείμενη εξέγερση.[29] Τάφηκε αρχικά στη Μπάνιτσα, αλλά κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η Βουλγαρία είχε προσωρινά τον έλεγχο της περιοχής, τα λείψανα του μεταφέρθηκαν στη Σόφια, για να καταλήξουν αργότερα στα Σκόπια.[30] Οι κάτοικοι του χωριού συμμετείχαν ενεργά στην εξέγερση, για την οποία ο τουρκικός στρατός, ως αντίποινα, τη βομβάρδισε με κανόνια και έκαψε 88 σπίτια, πλην της εκκλησίας.[31][32]

Στις 23 Οκτωβρίου 1904, η εφημερίδα Le Figaro δημοσίευσε επιστολή Γάλλου επιτετραμμένου, ο οποίος έφτασε στη Μπάνιτσα και περιέγραψε τις συνθήκες καταστροφής, αβεβαιότητας και απογοήτευσης που επικρατούσαν, μετά τα επεισόδια της εποχής. Στο χωριό δεν είχε μείνει όρθιο ούτε ένα σπίτι. Οι κάτοικοι επανεγκαταστάθηκαν όπου μπορούσαν σε παραπήγματα από κλαδιά και πλάκες τυχαία τοποθετημένες, ανάμεσα στα ερείπια τοίχων μαυρισμένων από τις φλόγες. Παρά τις υποσχέσεις των Οθωμανών για ανακατασκευή των σπιτιών τους, οι κάτοικοι παρέμεναν σε άθλιες συνθήκες.[33][34]

Το 1904, ο ιερομόναχος Χριστόφορος Προδρομίτης κατέγραψε τη Βάνιτσα ως ένα από τα οκτώ κατοικημένα χωριά της περιοχής, επί κεκλιμένου επιπέδου, σε απόσταση 3 ωρών από τη Μονή Τιμίου Προδρόμου.[35] Η μελέτη του Βούλγαρου Ντίμιταρ Μπρανκόφ, «La Macédoine et sa Population Chrétienne», εκτιμά ότι το 1904 ο πληθυσμός του χωριού ήταν 1.080 κάτοικοι.[36] Στην «Εθνολογική Στατιστική των Βιλαετίων Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου» του Αθανάσιου Χαλκιόπουλου, που εκδόθηκε το 1910 στην Αθήνα, καταγράφονται 580 «σχισματικοί Βουλγαρίζοντες»,[37] ενώ σε υπολογισμούς που εξέδωσε το 1919 η Επιτελική Υπηρεσία του Ελληνικού Στρατού, προ του 1912 αναφέρονται 500 «Βούλγαροι Σχισματικοί Διαμαρτυρόμενοι κ.λπ.».[38]

Σύγχρονη ιστορία

Επεξεργασία

Κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, το 1912, το χωριό απελευθερώθηκε από την οθωμανική κυριαρχία. Στις 28 Ιουνίου 1913, κατά την υποχώρηση του βουλγαρικού στρατού στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο, προβλέποντας την επερχόμενη ήττα τους από τον προελαύνοντα ελληνικό στρατό, οι Βούλγαροι πυρπόλησαν άγρια την πόλη των Σερρών. Φοβούμενοι αντίποινα, οι κάτοικοι της Μπάνιτσας εγκατέλειψαν εσπευσμένα το χωριό και κατέφυγαν στη Βουλγαρία, ακολουθώντας τον υποχωρούντα βουλγαρικό στρατό.[31] Στη συνέχεια, το χωριό πυρπολήθηκε από τον ελληνικό στρατό.[39][40]

Με το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων, ο οικισμός περιήλθε στην ελληνική επικράτεια και κατά την ελληνική απογραφή του 1913 καταγράφηκε ως ακατοίκητος.[41] Ύστερα από τη λήξη των συγκρούσεων, ένας αριθμός οικογενειών επέστρεψε στη Μπάνιτσα.[εκκρεμεί παραπομπή] Το 1920 ο οικισμός προσαρτήθηκε στη νεοσύστατη κοινότητα Ντουτλή (Ελαιώνας), μαζί με τα χωριά Λάκκος και Ραχωβίτσα (Μαρμαράς), καθώς και τη Μονή Τιμίου Προδρόμου.[5][42][43] Στην ελληνική απογραφή του ίδιου έτους καταγράφηκαν 107 κάτοικοι.[44] Το 1922, με το ΦΕΚ 71Β΄/30-11-1922, ο οικισμός μετονομάστηκε σε Καρυαί.[45][46][α] Κατά την ελληνική απογραφή του 1928 καταγράφηκαν 95 κάτοικοι.[47] Την περίοδο του Μεσοπολέμου ο οικισμός εγκαταλείφθηκε οριστικά. Οι περισσότερες οικογένειες μετοίκισαν στις Σέρρες, στη Θεσσαλονίκη και λίγες οικογένειες στα γειτονικά χωριά Ορεινή και Ελαιώνας, συνεχίζοντας να καλλιεργούν τα κτήματά τους στις Καρυές έως τη δεκαετία του 1960.[48] Κάτοψη του κατεστραμμένου οικισμού είναι ορατή σε αεροφωτογραφίες της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού από την περίοδο 1945-1960.[49]

Σήμερα, στη θέση του πρώην οικισμού εντοπίζονται σε λιθοσωρούς τα ερείπια των σπιτιών που υπήρχαν κάποτε εκεί. Το μοναδικό οικοδόμημα που έχει απομείνει όρθιο είναι το κωδωνοστάσιο, το οποίο ανεγέρθηκε το 1883. Περίπου 80 μέτρα προς νοτιοανατολικά, βρίσκονται τα ερείπια της μεταβυζαντινής εκκλησίας, από την οποία διακρίνεται μόνο ένα τμήμα του ανατολικού τοίχου. Σε μικρή απόσταση από τον ερειπωμένο οικισμό, σώζεται το πέτρινο, μονότοξο γεφύρι της Μπάνιτσας. Το γεφύρι χρησίμευε για τη διέλευση ανθρώπων και κοπαδιών από το ρέμα Κούτελι (ή Τσικλούτα), με κατεύθυνση τα απέναντι υψώματα, καθώς και την επικοινωνία με την Άνω Βροντού.[50][β]

Πληθυσμός

Επεξεργασία
Απογραφή Ονομασία Κάτοικοι Αναφ.
Άνδρες Γυναίκες Σύνολο
1913 * Μπάνιτσα - - - [41]
1920 Μπάνιτσα 52 55 107 [44]
1928 Καρυαί (Μπάνιτσα) 58 37 95 [47]

* χαρακτηρίζεται ως κατεστραμμένο και ακατοίκητο.

Σημειώσεις

Επεξεργασία
  1. Στο ΦΕΚ 71Β΄/30-11-1922 αναγράφηκε λανθασμένα η ονομασία Καρυά.
  2. Τα ρέματα Κούτελι και Αλή Μπαμπά σχηματίζουν το ρέμα που διασχίζει προς τα νότια την πόλη των Σερρών, στη λεγόμενη κοιλάδα των Αγίων Αναργύρων. Στα πλαίσια εξελληνισμού των γεωγραφικών ονομάτων, το ρέμα Κούτελι ή Τσικλούτα μετονομάστηκε σε Γυμνό. Το ρέμα Αλή Μπαμπά, διασχίζοντας τις κοινότητες Ορεινής, Ελαιώνα και Σερρών, μετονομάστηκε αντίστοιχα σε Προφήτη Ηλία, Πατέρα και Αγίων Αναργύρων.[51]

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. «Gov.gr - Θέαση». gov.gr. Ανακτήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 2025. 
  2. 41° 41° Saloniki (κλίμακα 1:200.000) (στα Γερμανικά). Βιέννη, Αυστροουγγαρία: Καισαροβασιλικό Στρατιωτικό Γεωγραφικό Ινστιτούτο Βιέννης, Ψηφιακή Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Καρόλου (Digital Library of Charles University). 1900. Banica 
  3. Επιτελικός Χάρτης της Ελλάδος - Σέρραι (Κλίμακα 1:100.000). Ελλάδα: Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού, Ψηφιακή Βιβλιοθήκη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (United Nations Library & Archives). 1931. Καρυαί (Μπάνιτσα) 
  4. Ασημάκης, Στάθης (2021). Τοπωνύμια -οβα, -οβο, -ιστα, ιτσα (PDF). Αθήνα: ΑΛΦΑΒΗΤΟ ΑΒΕΕ. σελ. 169. ISBN 978-618-83594-0-6. Ανακτήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 2025. 
  5. 5,0 5,1 Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ) 2Α΄/4-1-1920. Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο. σελ. 6. 
  6. Κουκούλη-Χρυσανθάκη, Χάϊδω (1984). Αρχαιολογικόν Δελτίον, Τόμος 31 (1976), Χρονικά. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού. σελ. 311. Ανακτήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 2025. 
  7. Σαμσάρης, Δημήτριος (1976). Ιστορική Γεωγραφία της Ανατολικής Μακεδονίας κατά την Αρχαιότητα. Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών. σελ. 174. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Απριλίου 2017. Ανακτήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 2025. 
  8. 8,0 8,1 Σαμσάρης, Πέτρος (2004). Βυζαντινοί τόποι και μνημεία της κάτω κοιλάδας του Στρυμόνα. Ο σημερινός νομός Σερρών: συμβολή στη μελέτη της ιστορικής γεωγραφίας και μνημειακής τοπογραφίας της περιοχής. Ιωάννινα: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. σελ. 627. Ανακτήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 2025. 
  9. Σαμσάρης, Δημήτριος (1979). Αρχαίο κάστρο και μεταλλουργείο σιδήρου κοντά στο σημερινό χωριό Ορεινή Σερρών (Μακεδονικά, Τόμος 19). Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών. σελ. 240-251. Ανακτήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 2025. 
  10. Αμφιτρείδης, Σάκης (22 Δεκεμβρίου 2022). «Κάστρο Ορεινής (Ν. Σερρών)». ΑΜΦΙΤΡΕΙΔΗΣ. Ανακτήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 2025. 
  11. Ιβάνοφ, Γιορντάν (1982). Местните имена между долна Струма и долна Места: принос към проучването на българската топонимия в Беломорието. Σόφια: Εκδοτικός Οίκος της Βουλγαρικής Ακαδημίας Επιστημών. σελ. 20, 74. 
  12. Χρηστίδης, Νικόλαος (1958). Σερραϊκόν ύπαιθρον και ορειβασία. Σέρρες. 
  13. Παπακυριάκος, Κυριάκος (2013). «Τα Εγκαταλειφθέντα Χωριά στο Νομό Σερρών». Σερραϊκά Σύμμεικτα, Τόμος Β': 284-285. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2022-06-12. https://web.archive.org/web/20220612195803/http://emeiserron.gr/wp-content/uploads/2016/10/%CE%A3%CE%A5%CE%9C%CE%9C%CE%95%CE%99%CE%9A%CE%A4%CE%91-2%CE%BF%CF%82.pdf. Ανακτήθηκε στις 2024-12-29. 
  14. Παπακυριάκου, Κυριάκος (2013). Ιστορία του Νομού Σερρών - Από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι και της απελευθέρωσής του το 1912-1913 (PDF). Θεσσαλονίκη. σελ. 375. ISBN 978-960-92213-8-2. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 31 Οκτωβρίου 2023. Ανακτήθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 2024. 
  15. Προδρομίτης, Χριστόφορος (1904). Προσκυνητάριον της εν Μακεδονία παρά τη πόλει των Σερρών Σταυροπηγιακής Ιεράς Μονής του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Λειψία. Ανακτήθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 2024. 
  16. Γιαννογλούδης, Βασίλειος. «Ιστορικά Στοιχεία του χωριού Λάκκος». Academia. Ανακτήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2024. 
  17. Georgiev, Jordan Pop· Schishkov, St. N. (1918). Οι Βούλγαροι στη Σερραϊκή Πεδιάδα. Φιλιππούπολη. σελ. 20. 
  18. Μιχαηλίδης, Ιάκωβος (18 Μαρτίου 2013). «Ο αγώνας των στατιστικών υπολογισμών του πληθυσμού της Μακεδονίας». Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Αυγούστου 2019. Ανακτήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 2025. 
  19. Ethnographic des Vilayets d'Andrinople, de Monastir, et de Salonique (Εθνογραφία των Βιλαετίων Αδριανούπολης, Μοναστηρίου και Θεσσαλονίκης) (στα Γαλλικά). Κωνσταντινούπολη: Courrier d`Orient. 1878. σελ. 25. Ανακτήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 2025. Banitsa 
  20. Παπαδάκη, Λύδια (Μάρτιος 2003). «Εθνολογικές Κατηγοριοποιήσεις του Πληθυσμού των Οθωμανικών Σερρών». Περιοδικό Ίστωρ (Αθήνα: Εκδόσεις Βάνιας) (13): 5-24. ISSN 1105-2791. «54. Μπάτιστα». 
  21. Verković, Stjepan; Bradaška, Franjo (1878). «Statistisch-ethnographische Daten des Sandschaks Seres, gesammelt von Stephan J. Verković, mitgetheilt von Fr. Bradaška». Mittheilungen aus Justus Perthes' Geographischer Anstalt über wichtige neue Erforschungen auf dem Gesammtgebiete der Geographie (24. Band, 1878): 299. https://zs.thulb.uni-jena.de/receive/jportal_jparticle_00515819. «Ι. Kasa oder Distrikt Serres - 23. Banica, Dorf». 
  22. Σχινάς, Νικόλαος (1886). Οδοιπορικαί Σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, Νέας Οροθετικής Γραμμής και Θεσσαλίας. Αθήνα: Τύποις "Messager d' Athènes". σελ. 433. 
  23. Ημερολόγιον της Ανατολής: Πολιτειογραφικόν, Φιλολογικόν και Επιστημονικόν του έτους 1886. 5. Κωνσταντινούπολη: Αθ. Παλαιολόγος, Τυπογραφείο Ι. Παλαμάρης. 1885. σελ. 164. Ανακτήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 2025. 2. Μπάνιτσα 
  24. I. Verković, Stefan (1889). Топографическо-этнографический очерк Македонии (PDF). Αγία Πετρούπολη: Военная тип. σελ. 228-229. 
  25. Στρέζοφ, Γκεόργκι (1891). Два санджака отъ Источна Македония (Δυο σαντζάκια της Ανατολικής Μακεδονίας) (PDF) (στα Βουλγαρικά). σελ. 835. Ανακτήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 2025. 
  26. Παπαγεωργίου, Πέτρος (1987) [1894]. Αι Σέρραι και τα προάστεια, τα περί Σέρρας και η Μονή Ιωάννου του Προδρόμου (PDF). Θεσσαλονίκη: Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών. σελ. 83. 66. Μπάνιτσα 
  27. Κάντσωφ, Βασίλ (1900). Македония. Етнография и статистика - Сѣрска Каза (Μακεδονία. Εθνογραφία και στατιστική - Καζάς Σερρών) (στα Βουλγαρικά). Σόφια: Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών. 4. Баница 
  28. Пейо Яворов, "Събрани съчинения", Том втори, "Гоце Делчев", Издателство "Български писател", София, 1977, стр. 69. (Βουλγάρικα) In English: Peyo Yavorov, "Complete Works", Volume 2, biography Delchev, Publishing house "Bulgarian writer", Sofia, 1977, p. 69.
  29. Vanče Stojčev (2004). Military History of Macedonia. Skopje: Military Academy "General Mihailo Apostolski". ISBN 9989-134-05-7. 
  30. Liotta, P. H. (2001). Dismembering the State: The Death of Yugoslavia and why it Matters (στα Αγγλικά). Lexington Books. ISBN 978-0-7391-0212-1. 
  31. 31,0 31,1 Σιμόφσκι, Τόντορ (1998). Населени места во егејска Македонија 2 (στα Σλαβομακεδονικά). Σκόπια: Печатница Гоце Делчев. σελ. 246. ISBN 9989-9819-6-5. 
  32. «Към Бяло море по стъпките на Гоце (Προς το Αιγαίο Πέλαγος, στα βήματα του Γκότσε)». Стандарт. 1 Σεπτεμβρίου 2007. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016. 
  33. [https://gallica.bnf.fr/ark:/12148/bpt6k2867742/f2.item.zoom «En Macédoine Une visite du chargé d'affaires de France (Στη Μακεδονία. Επίσκεψη του Γάλλου επιτετραμμένου)»] (στα γαλλικά). Εφημερίδα Le Figaro (Παρίσι): σελ. 2. 23-10-1904. https://gallica.bnf.fr/ark:/12148/bpt6k2867742/f2.item.zoom. 
  34. Τσιάπος, Αργύρης (2021). Οι Σέρρες και οι Σερραίοι μέσα από τις σελίδες των εφημερίδων. Μέρος Β΄: 1891 – Σεπτέμβριος 1912 (PDF). Σέρρες. σελ. 206-207. Ανακτήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2025. 
  35. Προδρομίτης, Χριστόφορος (1904). Προσκυνητάριον της εν Μακεδονία παρά τη πόλει των Σερρών Σταυροπηγιακής Ιεράς Μονής του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Λειψία. σελ. 8. Ανακτήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου 2025. 
  36. Μπρανκόφ, Ντίμιταρ (1905). La Macédoine et sa Population Chrétienne (στα Γαλλικά). Παρίσι: Librairie Plon. σελ. 198-199. 4. Banitza 
  37. Χαλκιόπουλος, Αθανάσιος (1910). Εθνολογική Στατιστική των Βιλαετίων Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου. Αθήνα: Τυπογραφείου "Νομικής". σελ. 47. Ανακτήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 2025. Μπάνιτσα 
  38. Στατιστικοί πίνακες του πληθυσμού κατ' εθνικότητας των νομών Σερρών και Δράμας. Αθήνα: Επιτελική Υπηρεσία του Ελληνικού Στρατού. 1919. σελ. 4. 61. Μπάνιτσα 
  39. Ιωάννης, Τσαρουχάς (16 Οκτωβρίου 2020). «Η εξέγερση της Δράμας κατά το 1941 και η πόλη των Σερρών. Μία συνέντευξη με τον Σωτήρη Παπαντωνίου». Σημερινή των Σερρών. 
  40. Σκανδαλάκης, Ιωάννης (1915). «Η μάχη της Βροντούς». Πόλεμος: εντυπώσεις πολεμιστού από τον ελληνοβουλγαρικόν πόλεμον του 1913. Θεσσαλονίκη: Τυπογραφείο Σοφοκ. Παπανέστορος. σελ. 118. Ανακτήθηκε στις 16 Απριλίου 2025. 
  41. 41,0 41,1 Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνση Στατιστικής (1915). Απαρίθμησις των Κατοίκων των Νέων Επαρχιών της Ελλάδος του Έτους 1913 (PDF). Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο. σελ. 44. Μπάνιτσα 
  42. Δρακάκης, Αλέξανδρος· Κούνδουρος, Στυλιανός (1940). Αρχεία περί της συστάσεως και εξελίξεως των δήμων και κοινοτήτων 1836- 1939 και της διοικητικής διαιρέσεως του κράτους. Β΄. Αθήνα. σελ. 657-658. Ανακτήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου 2025. 
  43. «Διοικητικές Μεταβολές Οικισμών - Μπάνιτσα (Σερρών)». Ελληνική Εταιρεία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης (ΕΕΤΑΑ). Ανακτήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 2025. 
  44. 44,0 44,1 Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνση Στατιστικής (1921). Πληθυσμός του Βασιλείου της Ελλάδος κατά την Απογραφήν της 19 Δεκεμβρίου 1920 - Πραγματικός πληθυσμός (PDF). Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο. σελ. 280. Μπάνιτσα 
  45. Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ) 71Β΄/30-11-1922 (PDF). Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο. σελ. 271. 
  46. Υπουργείο Εσωτερικών, Διεύθυνση Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, Τμήμα Δημοτικής και Κοινοτικής Διοικήσεως, επιμ. (Απρίλιος 1962). Στοιχεία Συστάσεως και Εξελίξεως των Δήμων και Κοινοτήτων (Τόμος 43, Νομός Σερρών). Αθήνα: Κεντρική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδος (ΚΕΔΚΕ). σελ. 98-99. 
  47. 47,0 47,1 Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνση Στατιστικής (1935). Πληθυσμός της Ελλάδος κατά την Απογραφήν της 15-16 Μαΐου 1928 - Πραγματικός πληθυσμός (PDF). Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο. σελ. 318. Καρυαί (Μπάνιτσα) 
  48. Μανδέλα, Ιωάννα (2019). Μπάνιτσα Ν. Σερρών - Ιστορικά στοιχεία. 
  49. «Gov.gr - Θέαση (υπόβαθρο 1945-1960)». gov.gr. Ανακτήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου 2025. 
  50. Τιλκίδη, Αθανασίου (2006). Τα Πέτρινα Γεφύρια του Νομού Σερρών - Σειρά Εκδόσεων για την Πόλη και το Νομό Σερρών 7 (PDF). Σέρρες: Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών. σελ. 65-67. ISBN 960-85648-3-2. Ανακτήθηκε στις 19 Φεβρουαρίου 2025. 34. Το γεφύρι της Μπάνιτσας 
  51. Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ) 146Α΄/6-7-1968. Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο. σελ. 1042-1043. ιβ) Αι παρά τη Κοινότητι Ελαιώνος [...] «Αλή Μπαμπά» εις «Πατέρα Ρ.», «Τσικλούτα» εις «Γυμνό Ρ.», κζ) Αι παρά τη Κοινότητι Ορεινής [...] «Αλή Μπαμπά» εις «Προφήτη Ηλία Ρ.»