Μέναιχμοι (Πλαύτος)

κωμωδία του Ρωμαίου συγγραφέα Πλαύτου

Μέναιχμοι (λατινικός τίτλος: Menaechmi) είναι κωμωδία του Ρωμαίου συγγραφέα Πλαύτου με πιθανή χρονολογία συγγραφής γύρω στο 206 π.Χ.[1]

Μέναιχμοι
Τοιχογραφία που παριστάνει χοντρό και κατεργάρη δούλο (Μουσείο του Λούβρου)
ΣυγγραφέαςΤίτος Μάκκιος Πλαύτος
ΤίτλοςMenaechmi
Γλώσσαλατινική γλώσσα
Μορφήθεατρικό έργο

Αφηγείται την ιστορία δύο δίδυμων αδελφών: του Μέναιχμου της Επιδάμνου και του Μέναιχμου των Συρακουσών που όταν ήταν παιδιά χωρίστηκαν και ως ενήλικες δεν γνωρίζονται. Όταν συναντιούνται, αναγνωρίζονται μετά από πολλές κωμικές παρεξηγήσεις που προκαλούνται λόγω της ομοιότητας και του ίδιου ονόματός τους.[2]

Το έργο παρουσιάζει διάφορους χαρακτήρες της αρχαίας Ρώμης, όπως τον παράσιτο,[3] την απαιτητική εταίρα, τον κωμικό δούλο, την αυταρχική σύζυγο, τον γέρο πεθερό και τον κομπογιαννίτη γιατρό. Όπως στα περισσότερα έργα του Πλαύτου, μεγάλο μέρος των διαλόγων είναι λυρικό.

Το έργο θεωρείται μια από τις καλύτερες κωμωδίες του Πλαύτου και σημαντικό έργο της λατινικής λογοτεχνίας, που ενέπνευσε μεταγενέστερα έργα όπως Η κωμωδία των παρεξηγήσεων (1594) του Ουίλιαμ Σαίξπηρ.[4]

Το ελληνικό πρωτότυπο, διασκευή του οποίου είναι αυτό το έργο του Πλαύτου δεν είναι γνωστό, αλλά πιστεύεται ότι πρέπει να ήταν μια από τις πολλές ελληνικές κωμωδίες που ονομάζονταν Δίδυμοι ή Όμοιοι, ενώ ο Λατίνος θεατρικός συγγραφέας άλλαξε τον τίτλο του πρωτότυπου έργου στο όνομα των ηρώων. Αν και δεν μπορεί να δηλωθεί με βεβαιότητα, η πιο εύλογη επιλογή σε σχέση με το πρωτότυπο είναι το έργο Ίσοι ή Ὅμοιοι του Ποσείδιππου. Επίσης, εικάζεται το ενδεχόμενο η σκηνή του γιατρού να είναι μια προσθήκη του Πλαύτου, πιθανόν από ένα άλλο πρωτότυπο έργο της νέας κωμωδίας.[5]

Ο πρόλογος απαγγέλλεται ίσως από τον δούλο Μεσσηνίωνα, ο οποίος εκθέτει στο κοινό «όλες τις λεπτομέρειες της υπόθεσης», δηλαδή όλα τα γεγονότα που πρέπει να γίνουν γνωστά πριν αρχίσει η κωμωδία. Η υπόθεση διαδραματίζεται στην Επίδαμνο.

Πρόκειται για την ιστορία δύο διδύμων, του Μέναιχμου και του Σωσικλή. Όταν ήταν παιδιά, ο πατέρας τους, έμπορος από τις Συρακούσες, αποφάσισε να πάρει ένα από τα δίδυμα μαζί του στην αγορά του Τάραντα και το παιδί, μέσα στο πλήθος, χάθηκε. Το βρήκε ένας Επιδάμνιος που το υιοθέτησε ως νόμιμο γιο του. Ο πατέρας του χαμένου παιδιού αρρώστησε και πέθανε σε λίγες μέρες από τη λύπη του. Έτσι ο παππούς αποφάσισε να δώσει στο άλλο δίδυμο το όνομα του εξαφανισμένου παιδιού, Μέναιχμος. Ο Μέναιχμος των Συρακουσών μόλις ενηλικιώθηκε αναζητά, εδώ και έξι χρόνια, τον αδερφό του μέχρι που φτάνει στην Επίδαμνο με τον δούλο του Μεσσηνίωνα, αγνοώντας ότι εκεί βρίσκεται και ο δίδυμος αδερφός του.[6]

 
Μουσικός θίασος με ντέφι, σκηνή από παράσταση κωμωδίας σε τοιχογραφία της Πομπηίας

Στην Επίδαμνο ζει ο αδερφός του που στην αρχή του έργου εμφανίζεται να μαλώνει με τη ζηλότυπη σύζυγό του. Φεύγει από το σπίτι του, εκμυστηρευόμενος στον Πενίκουλο, έναν παρασιτούντα, ότι έχει κλέψει τον μανδύα της γυναίκας του και πρόκειται να τον χαρίσει στην Ερωτιάδα, μια εταίρα που μένει δίπλα.

Πηγαίνουν μαζί στην Ερωτιάδα και ο σύζυγος της χαρίζει τον μανδύα. Της παραγγέλνουν γεύμα και οι δύο άντρες πηγαίνουν στην αγορά για να αγοράσουν ποτά ενώ ετοιμάζεται το φαγητό.

Εν τω μεταξύ, ο Μέναιχμος από τις Συρακούσες φθάνει στην πόλη με τον Μεσσηνίωνα, τον δούλο του. Ο τελευταίος τον προειδοποιεί για τη διαφθορά της Επιδάμνου, προτρέποντας να σταματήσουν τις έρευνες για τον αγνοούμενο αδελφό του, καθώς τα χρήματά τους έχουν λιγοστέψει. Ο κύριος δίνει το πουγκί του να το φυλάξει ο σκλάβος, ο οποίος συνεχίζει την προειδοποίησή του ενάντια στους πονηρούς ανθρώπους της Επιδάμνου που συνηθίζουν να κλέβουν τα χρήματα των ξένων, όταν η Ερωτιάς βγαίνει από το σπίτι της και καλωσορίζει τον Μέναιχμο των Συρακουσών, νομίζοντας ότι είναι ο αδερφός του.

Τον ρωτάει γιατί διστάζει να μπει, το δείπνο είναι έτοιμο, και απορώντας ο Συρακούσιος τη ρωτά, εντελώς απόμακρα, τι δουλειά έχει μαζί τους, παίρνοντας την απάντηση «για δουλειές της Αφροδίτης». Ο Μεσσηνίων ψιθυρίζει στον κύριό του ότι η κυρία αναμφίβολα ενδιαφέρεται για τα χρήματά του και τη ρωτά αν γνωρίζει τον κύριό του. Είναι ο Μέναιχμος, φυσικά, απαντά η Ερωτιάς. Αυτό τους εκπλήσσει, αλλά ο Μεσσηνίων εξηγεί ότι κατάσκοποι των κλεφτών της πόλης πιθανότατα έμαθαν το όνομά του.[7]

Η Ερωτιάς, κουρασμένη από αυτά που θεωρεί ανοησίες, λέει στον Μέναιχμο να έρθει για το γεύμα — και αυτός: για ποιο γεύμα μιλάει; Αυτό που παρήγγειλε όταν της χάρισε τον μανδύα της γυναίκας του, απαντά εκείνη. Αρχικά αυτός διαμαρτύρεται ότι δεν έχει γυναίκα και μόλις έφτασε στην πόλη, μετά αρχίζει να συνειδητοποιεί την προοπτική ενός καλού φαγητού και ενός όμορφου κοριτσιού. Στέλνει τον Μεσσηνίωνα στο πανδοχείο, δίνοντάς του εντολή να επιστρέψει να τον συναντήσει το ηλιοβασίλεμα.

Μετά το φαγητό, φεύγει από την Ερωτιάδα με μια γιρλάντα στο κεφάλι και τον μανδύα στο μπράτσο του, η εταίρα του τον έδωσε για να τον διορθώσει. Χαίρεται για την τύχη του—δείπνο, φιλιά και ένας ακριβός μανδύας—όλα χάρισμα, όταν ο θυμωμένος Πενίκουλος, που είχε χάσει τον Μέναιχμο της Επιδάμνου μέσα στο πλήθος της αγοράς, τον συναντά και τον επιπλήττει που πήγε μόνος του για φαγητό στην Ερωτιάδα. Φυσικά, αντιμετωπίζεται ως ξένος, ο Πενίκουλος οργισμένος τρέχει και μαρτυράει στη σύζυγο για τον κλεμμένο μανδύα.

Ο Μέναιχμος των Συρακουσών παραξενεύεται ακόμη περισσότερο όταν συνειδητοποιεί ότι ο άγνωστος Πενίκουλος τον αποκάλεσε με το όνομά του και τσιμπιέται για να βεβαιωθεί ότι είναι ξύπνιος, όταν η υπηρέτρια της Ερωτιάδας βγαίνει και του δίνει ένα βραχιόλι για να το πάει στον χρυσοχόο για επισκευή. Υποψιάζεται ότι κάτι δεν πάει καλά, και πηγαίνει βιαστικά στο πανδοχείο για να πει στον Μεσσηνίωνα για το νέο πολύτιμο απόκτημα.[8]

Τώρα η εξαγριωμένη σύζυγος, που ο Πενίκουλος της έχει ανακοινώσει την κλοπή του μανδύα της, τρέχει έξω από το σπίτι ακριβώς τη στιγμή που ο άντρας της επιστρέφει από την αγορά, πηγαίνοντας για το γεύμα στην Ερωτιάδα. Του ζητά να επιστρέψει τον μανδύα της ή να μην ξαναπατήσει στο σπίτι, αυτός πηγαίνει στην Ερωτιάδα για να τον πάρει, αποφασίζοντας να αγοράσει στην αγαπημένη του έναν καλύτερο. Όταν τον ζητά, η εταίρα τον χαρακτηρίζει ψεύτη και απατεώνα και του λέει ότι του έχει ήδη δώσει τόσο τον μανδύα όσο και το βραχιόλι της. Έτσι, ο Μέναιχμος της Επιδάμνου βρίσκει τις πόρτες και της γυναίκας και της ερωμένης του κλειστές και χωρίς να καταλαβαίνει τι συμβαίνει, φεύγει για να πάρει τη συμβουλή των φίλων του.

Ο Μέναιχμος των Συρακουσών επιστρέφει, με τον μανδύα ακόμη στο μπράτσο του, αναζητώντας τον δούλο του, ο οποίος έχει φύγει από το πανδοχείο. Η γυναίκα του αδερφού του τον βλέπει και υποθέτοντας ότι είναι ο σύζυγός της, του ζητά να ομολογήσει τις ντροπές του. Τη ρωτάει γιατί θα έπρεπε να ντρέπεται — και, επιπλέον, γιατί απευθύνεται έτσι σε έναν εντελώς άγνωστο. Προσθέτει ότι ποτέ δεν της έκλεψε τον μανδύα, ότι του τον έδωσε μια κυρία. Αυτό πια είναι υπερβολικό για τη σύζυγο, που φωνάζει τον πατέρα της. Ο πεθερός του, υποθέτοντας επίσης ότι μιλάει με τον γαμπρό του, του λέει ότι μάλλον πρέπει να τρελάθηκε. Αυτή η ιδέα φαίνεται εξαιρετικό μέσο διαφυγής στον Μέναιχμο: προσποιείται ότι είναι παράφρων τόσο βίαια που ο πεθερός τρέχει να φωνάξει γιατρό, η σύζυγος κρύβεται για ασφάλεια στο σπίτι και ο Μέναιχμος φεύγει για να συνεχίσει να ψάχνει τον δούλο του.

Καθώς ο πεθερός επιστρέφει με τον γιατρό, ο πραγματικός σύζυγος εμφανίζεται. Οργίζεται όταν η γυναίκα του και ο πεθερός του αυξάνουν τα προβλήματά του υπονοώντας ότι είναι θεότρελος. Το ξέσπασμα της οργής του πείθει τον γιατρό για την παραφροσύνη του και καλεί σκλάβους να τον δέσουν και να τον πάνε σε άσυλο. Ακριβώς τότε εμφανίζεται ο Μεσσηνίων και, παίρνοντας τον δεμένο σύζυγο για τον αφέντη του, διώχνει τους δούλους, τον ελευθερώνει και ως ανταμοιβή ζητά τη δική του ελευθερία. Ο σύζυγος λέει στον Μεσσηνίωνα ότι δεν τον γνωρίζει, αλλά σε κάθε περίπτωση να θεωρεί τον εαυτό του ελεύθερο. Όταν ο Μεσσηνίων του λέει ότι θα επιστρέψει σύντομα για να του δώσει τα χρήματα που έχει φυλαγμένα, τότε αρχίζει να υποψιάζεται ότι μπορεί να είναι πραγματικά λίγο τρελός και πηγαίνει στην Ερωτιάδα για περαιτέρω εξηγήσεις για τον μανδύα.

Ο δίδυμος αδελφός επιστρέφει, πάντα ψάχνοντας τον Μεσσηνίωνα, τη στιγμή που ο δούλος επιστρέφει βιαστικά με τα χρήματα. Ο κύριός του τον επιπλήττει γιατί εξαφανίστηκε τόση ώρα, αλλά ο σκλάβος διαμαρτύρεται ότι - πώς; μόλις τον έσωσε και τον ελευθέρωσε. Ο κύριος σκέφτεται αυτή τη νέα σύγχυση όταν εμφανίζεται ο δίδυμος αδελφός του από το σπίτι της Ερωτιάδας.

Τα δύο αδέρφια τρίβουν τα μάτια τους σαστισμένα βλέποντας ο ένας τον άλλον, αλλά οι εξηγήσεις φέρνουν γρήγορα την αναγνώριση. Αγκαλιάζονται και, μέσα στη γενική αγαλλίαση, ο Μεσσηνίων απελευθερώνεται από τον πραγματικό του αφέντη αυτή τη φορά.[9]

Το θέμα έχει εμπνεύσει διάφορους συγγραφείς, μεταξύ των οποίων:

Ελληνική μετάφραση

Επεξεργασία
  • Ρωμαϊκή κωμωδία: Πλαύτου Μέναιχμοι, μετάφραση: Δημήτρης Ράιος[5]

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. «Les Ménechmes - Plaute». Babelio (στα Γαλλικά). Ανακτήθηκε στις 24 Απριλίου 2024. 
  2. Henderson, Jeffrey. «Menaechmi». Loeb Classical Library (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 24 Απριλίου 2024. 
  3. Παράσιτοι: Φτωχοί που συχνά έχουν σπαταλήσει την περιουσία τους και ζουν προσκολλημένοι σε πλούσιους περιμένοντας βοήθεια, προστασία και το καθημερινό τους φαγητό
  4. «The Comedy of Errors | Renaissance comedy, farce, twins». Encyclopaedia Britannica (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 24 Απριλίου 2024. 
  5. 5,0 5,1 «"Ρωμαϊκή κωμωδία: Πλαύτου Μέναιχμοι" – Σύγγραμμα του Δημήτρη Ράιου». openbook.gr. 
  6. «T. Maccius Plautus, Menaechmi, or The Twin Brothers, act 1». www.perseus.tufts.edu. Ανακτήθηκε στις 24 Απριλίου 2024. 
  7. «Plaute : les Ménechmes (texte français)». remacle.org. Ανακτήθηκε στις 24 Απριλίου 2024. 
  8. «Plaute :les Ménechmes». remacle.org. Ανακτήθηκε στις 24 Απριλίου 2024. 
  9. «menaechmi». pages.pomona.edu. Ανακτήθηκε στις 24 Απριλίου 2024. 
  10. «LES MÉNECHMES, ou LES JUMEAUX» (PDF). theatre-classique.fr.