Μητάτο

το κατάλυμα του βοσκού

Το Μητάτο ή Μιτάτο (ή και ο Μητάτος, ή Μιτάτος) είναι ένα πολύ μικρό σχετικά οικοδόμημα της ελληνικής υπαίθρου και στις μέρες μας σημαίνει το κατάλυμα του βοσκού, ενώ παλιότερα χρησιμοποιούνταν και ως τυροκομείο.[εκκρεμεί παραπομπή] Συναντάται κυρίως στις Κυκλάδες και στη Κρήτη, σε όλα τα ορεινά χωριά των νομών Χανίων και Ρεθύμνου, ιδιαίτερα στα χωριά του Ψηλορείτη, των Λευκών Ορέων ακόμα και στις λεγόμενες Χανιώτικες Μαδάρες.[1]

Μιτάτο στο οροπέδιο της Νίδας
Μιτάτος κοντά στη Κεραμωτή Νάξου
Μιτάτος στον Ψηλορείτη Κρήτης, στο Ρέθυμνο

Το όνομά του προέρχεται εκ του λατινικού metatum, το οποίο σημαίνει στρατιωτικό κατάλυμα. Στα βυζαντινά χρόνια τη λέξη μιτάτο την έλεγαν με την έννοια του προσωρινού καταλύματος. Στο Βυζάντιο και συγκεκριμένα στην Κωνσταντινούπολη υπήρχαν προσωρινοί χώροι διαμονής των υφασματεμπόρων που προέρχονταν από την Συρία. Στον βυζαντινό κώδικα εμπορικού δικαίου με τίτλο: Επαρχικόν Βιβλίον γίνεται αναφορά στα λεγόμενα "μητάτα" ή αλλιώς "μιτάτα" που φιλοξενούν εμπόρους [2]. Η οικοδόμησή του ανάγεται από τη βυζαντινή περίοδο για χρήση προσωρινής διαμονής (κατάλυμα) μετακινουμένων στρατιωτών, αγγελιοφόρων, δημοσίων υπαλλήλων καθώς και άλλων επισήμων ή ιδιωτών στις διάφορες πόλεις και χωριά. Έτσι η χρήση του γενικεύθηκε καλύπτοντας και τις ανάγκες κτηνοτρόφων και γεωργών σε απομακρυσμένα σημεία από τα χωριά τους, για προστασία από καιρικές συνθήκες, ανάπαυση και διανυκτέρευση.

Με το όνομα αυτό φέρονται επίσης πολλά τοπωνύμια σε νησιά του Αιγαίου, όπως στην ορεινή Νάξο καθώς και στη Κρήτη. Στο πληθυντικό τα Μητάτα ή Μιτάτα είναι χωριό των Κυθήρων.

Πρόσοψη Επεξεργασία

Πρόκειται για μικρά τετράγωνα συνήθως κτίσματα, από ξερολιθιά, χαμηλού ύψους μέχρι 2 μέτρα, που το δώμα τους γίνεται με κορμούς δένδρων, καλάμια και αργιλόχωμα έτσι ώστε να διατηρούν στεγανότητα. Σήμερα το δώμα τους κατασκευάζεται με μπετό. Κυριότερες χρήσεις των μητάτων, εκτός της ξεκούρασης και προστασίας έναντι καιρικών συνθηκών που παρέχουν, είναι η συγκέντρωση σ΄ αυτά λιπασμάτων, περιορισμένη φύλαξη συγκομιδής καρπών, ή ως μικρές στάνες για άρμεγμα αιγοπροβάτων και "τυροκομειό". Χαρακτηριστικό ελληνικό έθιμο είναι να φιλεύεται όποιος επισκέπτης βρεθεί σε μητάτο είτε με ξηρούς καρπούς, είτε με τυροκομικά προϊόντα αν τύχει την ώρα που κτηνοτρόφοι τυροκομούν. Ιστορική έμεινε η επίσκεψη του Βασιλέως Όθωνα σε μητάτο της Απειράνθου της Νάξου που περιγράφεται σε νησιώτικο δημοτικό τραγούδι.

Το μιτάτο θυμίζει ιδιαίτερα τους κυκλικούς τάφους της μινωικής περιόδου. Αποτελείται από το τζάκι-χώρο τυροκόμησης, τον ανηφορά, τις θυρίδες (πέτρινα μικρά ντουλαπάκια ενσωματωμένα στους τοίχους), εκεί μέσα τοποθετούσαν όπλα, εργαλεία, τροφή κ.α.. Στο εξωτερικό μέρος συνήθως συναντάμε την τραπεζαρία η οποία αντί για τραπέζι έχει μία μεγάλη και πλατιά πέτρα και γύρω της αντί για καρέκλες τοποθετούσαν πέτρες. Όταν το μιτάτο είναι διπλό, τότε ο ξώκουμος είναι η κατοικία και ο μεγάλος κούμος είναι ο χώρος του τυροκόμου. Γύρω από το μιτάτο υπάρχει η μάντρα στην οποία έβαζαν οι βοσκοί τα πρόβατα να τα αρμέξουν και να πάρουν από αυτά το γάλα τους. Τέλος το σύμπλεγμα ολοκληρώνεται με το τυροκέλι (κούμος) το οποίο έχει κατάλληλη θερμοκρασία ωστε να τοποθετηθεί το τυρί και να ωριμάσει εκεί.[3]

Αρχιτεκτονική Επεξεργασία

Τα "θολιαστά" μιτάτα είναι ξεχωριστά για το γερό σκαρί τους. Αυτός είναι και ο λόγος που τα κατασκεύασαν σε σκληρές βουνοπλαγιές με δύσκολες καιρικές συνθήκες. Έχουν περάσει 300 χρόνια περίπου από την κατασκευή τους και αυτά διατηρούνται ακόμα και σήμερα καθώς το μόνο υλικό που χρησιμοποιούσαν ήταν μόνο πετρα.[4] Το κύριο χαρακτηριστικό ενός μιτάτου είναι η καμπυλόσχημη εσωτερική περίμετρος του τοίχου, η οποία πολλές φορές πλησιάζει τον κύκλο, ενώ εξωτερικά ο τοίχος μερικές φορές είναι κυκλικός και άλλες φορές γωνιασμένος. Στο πάνω μέρος τοποθετούσαν πλάκες ακανόνιστου σχήματος, τη μία πάνω στην άλλη οι οποίες στοχεύουν προς τα πάνω με κλίση προς τα έξω, ώστε να κυλάει το νερό της βροχής και να μην μένει επάνω.

Λαογραφία Επεξεργασία

Σημειώνεται ότι οι μιτάτοι καθώς και άλλα κτίσματα, όπως ανεμόμυλοι, αχεριώνες, αλώνια, βρύσες, νερόμυλοι, ξερολιθιές, λιοτρίβια, πατητήρια, ή λινούδες, περιστερώνες (Τήνου), πηγάδια, πλυσταριά, ποτίστρες, ρακιτζιά, κ.ά., που απαντώνται στα νησιά των Κυκλάδων και όχι μόνο, αποτελούν τη γενική εικόνα της ελληνικής νησιωτικής υπαίθρου της οποίας και συμπληρώνουν τον πολιτισμό της. Οι κάτοικοι των νησιών δημιούργησαν αυτά με μια καλλιτεχνική ευαισθησία καλύπτοντας τις ανάγκες τους με αυτούσια υλικά που τους παραχωρούσε η ίδια η φύση, με χαρακτηριστική οικονομία και σύνεση, χωρίς να αλλοιώνουν το περιβάλλον της.

Η ανάγκη της δημιουργίας αυτών των κτισμάτων δημιούργησε και πολλά εντόπια επαγγέλματα εκτός του γεωργού και κτηνοτρόφου όπως του μυλωνά, του κτίστη και λιθοξόου, του μαραγκού, του σιδηρουργού, ακόμη και του παπά που έπρεπε να εξυπηρετήσει τα διάφορα ξωκλήσια. Δυστυχώς όμως τα περισσότερα εξ αυτών σήμερα έχουν εγκαταλειφθεί. Απομένει μόνο η δραστηριότητα των διαφόρων πολιτιστικών συλλόγων να τα προστατέψουν και να τα αναδείξουν.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. «Δήμος Μυλοποτάμου: Το θολιαστό μιτάτο. Ανώνυμη αρχιτεκτονική και μνημείο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Ιουλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 2012. 
  2. Johannes Koder, Das Eparchenbuch Leons des Weisen (Vienna, 1991)[1]
  3. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Ιανουαρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 2012. 
  4. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Ιουλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 2012. 

Πηγές Επεξεργασία

  • Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου τ.13ος, σ.503