Μάρτυρες του Ιεχωβά και Ολοκαύτωμα

Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά υπέστησαν θρησκευτικές διώξεις στη Γερμανία μεταξύ των ετών 1933 και 1945.

Η Ναζιστική αντιμετώπιση

Επεξεργασία

Εξαιτίας του γεγονότος ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, οι οποίοι στη Γερμανία ήταν τότε γνωστοί με το όνομα Ειλικρινείς Σπουδαστές της Γραφής (Έρνστε Μπιμπελφόρσερ, στα γερμανικά Ernste Bibelforscher), δεν υποστήριζαν πολιτικά το Ναζιστικό κόμμα, και αρνούνταν να υπηρετήσουν στο στρατό, κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος θέτονταν υπό κράτηση, στέλνονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ή φυλακίζονταν. Σε αντίθεση με τους Εβραίους και τους Τσιγγάνους που διώκονταν για φυλετικούς λόγους, οι περίπου 25.000 Μάρτυρες του Ιεχωβά διώκονταν λόγω των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων.[1]

Η Ναζιστική κυβέρνηση έδωσε στους κρατούμενους Μάρτυρες του Ιεχωβά την επιλογή να αποκηρύξουν την πίστη τους ως «εσφαλμένες διδασκαλίες», να υποταχθούν στην κρατική εξουσία και να υπηρετήσουν στο στρατό ώστε να αφεθούν ελεύθεροι. Στη Ναζιστική περίοδο, περίπου 10.000 Μάρτυρες, κυρίως γερμανικής καταγωγής, φυλακίστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης όπου είχαν στα ρούχα τους το διακριτικό μωβ τρίγωνο και υπολογίζεται ότι περίπου 2.500 έως 5.000 Μάρτυρες του Ιεχωβά πέθαναν σε στρατόπεδα ή φυλακές. Περισσότεροι από 200 άντρες δικάστηκαν από το Γερμανικό Πολεμικό Δικαστήριο και εκτελέστηκαν επειδή αρνήθηκαν τη στρατιωτική υπηρεσία. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται και Μάρτυρες του Ιεχωβά που προέρχονταν από την Αυστρία, την Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία, την Ολλανδία, τη Γαλλία και από άλλες χώρες.

Η καλή διαγωγή, το φιλειρηνικό φρόνημα και η εργατικότητα των Μαρτύρων του Ιεχωβά μέσα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης είχε ως αποτέλεσμα σε ορισμένες περιπτώσεις να χρησιμοποιούνται οι γυναίκες ως εργάτριες στις φάρμες ή ως οικιακές βοηθοί και κουβερνάντες στα σπίτια των SS, αν και αρνούνταν να εκτελέσουν εργασίες που θεωρούσαν ότι αποτελούν συμβιβασμό της πίστης τους.[2]

 
Ύλη για μελέτη της Αγίας Γραφής σε χαρτί το οποίο τυλιγόταν, ζυμωνόταν μέσα σε κουλουράκια και περνούσε μέσα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Νταχάου από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. (Πηγή: Αναμνηστικό Μουσείο Ολοκαυτώματος Η.Π.Α.)

Ήδη από το 1921, πολιτικές και θρησκευτικές ομάδες κατηγόρησαν του Μάρτυρες ότι συνδέονταν με τους Εβραίους σε ανατρεπτικές πολιτικές δραστηριότητες. Οι Σπουδαστές της Γραφής στιγματίστηκαν ως επικίνδυνα μπολσεβικικά «εβραϊκά σκουλήκια». Σε απάντηση, στις 15 Απριλίου 1930, η γερμανική έκδοση του Χρυσού Αιώνα (πρόδρομος του Ξύπνα!) δήλωνε: «Δεν έχουμε κανένα λόγο να θεωρήσουμε προσβολή αυτή την ψεύτικη κατηγορία —διότι είμαστε πεπεισμένοι ότι ο Εβραίος είναι, αν μη τι άλλο, εξίσου πολύτιμος ως άτομο με έναν κατ’ όνομα Χριστιανό· αλλά απορρίπτουμε την παραπάνω αναλήθεια αυτής της εκκλησιαστικής φυλλάδας επειδή έχει στόχο να μειώσει το έργο μας, λες και αυτό γίνεται, όχι για χάρη του Ευαγγελίου, αλλά για τους Εβραίους». Ο Ελβετός θεολόγος Καρλ Μπαρτ (Karl Barth) αργότερα έγραψε: «Η κατηγορία ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά συνδέονται με τους κομμουνιστές μπορεί να αποδοθεί μόνο σε ακούσια ή και σκόπιμη παρανόηση»[3]

 
Πίνακας με τα διακριτικά σήματα των κρατουμένων στα Ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά εμφανίζονται στην τέταρτη στήλη ("Bibelforscher", «Σπουδαστές της Γραφής»).

Παρά την εμφανή εχθρότητα του Χιτλερικού καθεστώτος, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά οργάνωσαν μία συνέλευση στο Βερολίνο στις 25 Ιουνίου του 1933. Περίπου 7.000 άτομα συγκεντρώθηκαν. Οι Μάρτυρες έκαναν δημόσια γνωστές τις προθέσεις τους μέσω μιας Διακήρυξης:

Η οργάνωσή μας δεν είναι με κανέναν τρόπο πολιτική. Εμείς εμμένουμε μόνο στο να διδάσκουμε το Λόγο του Ιεχωβά Θεού στους ανθρώπους.[4]

Το 1934, σε ένα κείμενο που συντάχθηκε προκειμένου να διευκρινίσουν την ουδέτερη στάση τους, δήλωσαν προς τον Χίτλερ μεταξύ άλλων τα εξής:

Δεν έχουμε κανένα ενδιαφέρον για τις πολιτικές υποθέσεις, αλλά είμαστε ολόκαρδα αφοσιωμένοι στη βασιλεία του Θεού την υπό τον Χριστό τον Βασιλιά του. Δεν θα βλάψουμε ούτε θα ζημιώσουμε κανέναν. Θα ήταν χαρά μας να ζούμε ειρηνικά και να κάνουμε το καλό σε όλους τους ανθρώπους όταν μας δίνεται η ευκαιρία.[5]

Μετά από ένα εντονότερο κύμα διωγμού αυτής της ομάδας, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά εξέδωσαν παγκόσμια μια κοινή απόφαση το 1936 καταδικάζοντας έντονα και πάλι το Ναζιστικό καθεστώς.

Καθώς μεγάλωνε η ένταση με την οποία διώκονταν οι Εβραίοι, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά συμπαραστάθηκαν στους διωκόμενους Εβραίους. Αγνοούσαν το μποϊκοτάζ που επιβαλλόταν σε βάρος των Εβραϊκών καταστημάτων και παρείχαν τροφή και τις απαραίτητες προμήθειες καθώς έσφιγγαν τα μέτρα οικονομικού αποκλεισμού των Εβραίων της Γερμανίας. Ακόμη και στις Ηνωμένες Πολιτείες διακήρυτταν δημόσια την αντίθεσή τους για την απάνθρωπη μεταχείριση των Εβραίων πολιτών από το Τρίτο Ράιχ.[6]

Παρά τη βίαιη καταστολή από το Ναζιστικό καθεστώς, το 2007 οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στη Γερμανία αριθμούσαν περίπου 165.000 ενεργά μέλη και το θρησκευτικό σωματείο τους είναι αναγνωρισμένο ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου.

Αντιμετώπιση σε άλλες χώρες

Επεξεργασία

Στη διάρκεια εκείνης της χρονικής περιόδου αυτή η ομάδα ήταν αντικείμενο διωγμού επίσης στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε πολλές άλλες χώρες για παρόμοιους λόγους, κυρίως επειδή αρνούνταν να υπηρετήσουν στο στρατό ή να συνδράμουν σε πολεμικές ενέργειες. Στον Καναδά στη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά τέθηκαν υπό περιορισμό σε στρατόπεδα συγκέντρωσης μαζί με πολιτικούς αντιφρονούντες και άτομα ιαπωνικής και κινεζικής καταγωγής. Στις Η.Π.Α., το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε μια σειρά από κεφαλαιώδους σημασίας δικαστικές αποφάσεις της Πρώτης Τροπολογίας, οι οποίες επιβεβαίωναν το δικαίωμα των Μαρτύρων του Ιεχωβά να απαλλάσσονται από στρατιωτική υπηρεσία και την απαγγελία του αμερικανικού Όρκου Αφοσίωσης.

Στην Ελλάδα, την ίδια περίοδο, λόγω της εισβολής των Γερμανικών δυνάμεων και των συμμάχων τους, κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος. Πολλοί από τους 225 ενεργούς Μάρτυρες του Ιεχωβά τότε, αντιμετώπισαν στρατοδικεία ως αντιρρησίες συνείδησης λόγω της ουδέτερης στάσης τους όσον αφορά πολιτικά και θρησκευτικά ζητήματα. Μερικοί καταδικάστηκαν σε ποινές που κυμαίνονταν από 7 μέχρι 20 έτη φυλάκισης ενώ άλλοι καταδικάστηκαν σε ισόβια φυλάκιση. Ο διωγμός αυτής της ομάδας που ξεκίνησε τότε συνεχίστηκε με αμείωτη ένταση και για τις επόμενες δύο δεκαετίες.

Δήλωση εξαναγκασμού των SS για αποκήρυξη των πιστεύω

Επεξεργασία

Ακολουθεί η μετάφραση της Δήλωσης που χρησιμοποιούσαν τα μέλη των SS για να αναγκάσουν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά να αποκηρύξουν τα πιστεύω τους[7].

Στρατόπεδο συγκέντρωσης .......................................
Τμήμα ΙΙ

Δ Η Λ Ω Σ Η

Εγώ, ο/η ...................................................
γεννημένος/η στις ..................................................
στην .......................................................
κάνω με το παρόν έγγραφο την ακόλουθη δήλωση:

  1. Έχω αντιληφθεί ότι ο Διεθνής Σύλλογος Σπουδαστών της Γραφής διαδίδει εσφαλμένες διδασκαλίες και υπό το ένδυμα της θρησκείας επιδιώκει εχθρικούς προς το κράτος σκοπούς.
  2. Για αυτόν το λόγο, εγκατέλειψα ολοκληρωτικά την οργάνωση και απελευθερώθηκα εντελώς από τις διδασκαλίες αυτής της αίρεσης.
  3. Με το παρόν έγγραφο βεβαιώνω ότι δεν πρόκειται ποτέ να ξαναπάρω μέρος στη δράση του Διεθνούς Συλλόγου Σπουδαστών της Γραφής. Θα αναφέρω στις αρχές αμέσως οποιουσδήποτε με πλησιάσουν κηρύττοντας τις διδασκαλίες των Σπουδαστών της Γραφής ή με οποιονδήποτε τρόπο αποκαλύψουν την ιδιότητά τους ως τέτοιων. Όλα τα έντυπα από τους Σπουδαστές της Γραφής τα οποία τυχόν σταλούν στη διεύθυνσή μου θα τα παραδώσω αμέσως στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα.
  4. Θα σέβομαι στο εξής τους νόμους του κράτους και, ιδιαίτερα σε περίπτωση πολέμου, θα υπερασπιστώ με το όπλο στο χέρι τη μητέρα πατρίδα και θα ενταχθώ πλήρως στο κοινωνικό σύνολο.
  5. Έχω πληροφορηθεί ότι, στην περίπτωση που θα ενεργήσω αντίθετα με τη δήλωση που κάνω σήμερα, θα τεθώ αμέσως υπό προστατευτική κράτηση.

.................................., Ημερομηνία ................
...........................................................
Υπογραφή

Υποσημειώσεις

Επεξεργασία
  1. «Η περισσότερο διωκόμενη αίρεση μεταξύ όλων των Χριστιανικών θρησκευμάτων, και η οποία έγινε αποδέκτης σχεδόν παρόμοιας σκληρότητας με τους Εβραίους, ήταν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά (Bibelforscher). Λίγα έχουν γραφτεί σχετικά με αυτή την ομάδα που αντιστάθηκε, αλλά αναφορικά με την ηρωική σταθερότητά τους ως προς τις πεποιθήσεις τους και την μαρτυρική αντίστασή τους οι Γερμανοί Bibelforscher κατέχουν μια ιδιαίτερα αξιότιμη θέση στην ιστορία του γερμανικού Zivilcourage (κοινωνικού θάρρους)». (Modern Germany—Its History and Civilization, Koppel Shub Pinson, Prospect Heights Illinois: Waveland Press, 1966/1989, ISBN 0-88133-434-0)
    Ο Ρούντολφ Ες στην αυτοβιογραφία του αναφέρει: «Οι μελετητές της Βίβλου, άντρες και γυναίκες, ήταν στην καθημερινή ζωή ήσυχοι, εργατικοί και εύκολοι στη συμβίωση με τους ανθρώπους, πάντα πρόθυμοι να βοηθήσουν τους άλλους. [...] Προπολεμικά περνούσαν τον καιρό τους με προσευχές δεήσεις και συναθροίσεις. Ήταν αβλαβείς και ακίνδυνοι για το κράτος. [..] Θεωρούσα τους μελετητές της Βίβλου φτωχούς τρελούς, που ήταν με τον τρόπο τους ευτυχισμένοι». (Rudolf Hoess Αυτοβιογραφία, σελ. 73, 131, 132, εκδ. Νεφέλη, 1995)
    «Η επιμέλεια, η αξιοπιστία και η φροντίδα με την οποία ευσυνείδητα εκτελούσαν όλες τις εντολές που τους δινόταν —εφόσον αυτές δεν συγκρούονταν με τις θρησκευτικές τους αρχές— τούς έκανε να θεωρούνται επιθυμητοί εργάτες στα μάτια των υπευθύνων εργασίας των SS. Θεωρούνταν ακριβείς, αξιόπιστοι και έμπιστοι. [...] Αρνούνταν να δραπετεύσουν από τα στρατόπεδα. [...] Έτσι γινόταν δυνατό να λαβαίνουν δουλειές που ήταν δύσκολο να υπάρχει φύλαξη (αγροτικές εργασίες, μεταφορές, φορτοεκφορτώσεις, κλπ). [...] Ο Χίμλερ [είπε]: "Οι τιμωρίες δεν έχουν αποτέλεσμα σε αυτούς... Ο καθένας τους πρόθυμα δέχεται την εκτέλεση και τον θάνατο. Κάθε σκοτεινή σύλληψη, κάθε πείνα, κάθε ξεπάγιασμα είναι για αυτούς μια ανταμοιβή, κάθε τιμωρία, κάθε χτύπημα είναι για αυτούς ένα πλεονέκτημα υπέρ του Ιεχωβά"». (Dachau and the Nazi Terror II, 1933-1945 Studies and Reports, Comite International de Dachau, Brussels, 2002, ISBN 3-9808587-1-5, σ. 105, 106)
  2. «Μολονότι οι βασανιστές SS τις αποκαλούσαν περιφρονητικά "Bifos" [συντομογρ. του "Bibelforscher", δηλ. «Σπουδαστές της Γραφής»], «Βιβλικές Μέλισσες» και «Βιβλικά Σκουλήκια», οι Μάρτυρες κέρδισαν τον αυθόρμητο και ανομολόγητο σεβασμό, που είχε κάποιες φορές ως αποτέλεσμα την ανάθεση ελαφρύτερων εργασιών όπως ως οικιακές βοηθοί στα σπίτια των SS. Αλλά η θρησκευτική τους σχολαστικότητα αποδεικνυόταν ορισμένες φορές ριψοκίνδυνη· μια μικρή ομάδα φονταμενταλιστών στο Ράβενσμπρουκ αρνήθηκε να φάει λουκάνικα με αίμα λόγω των Βιβλικών εντολών και έτσι αυξήθηκε ο κίνδυνος υποσιτισμού και ασιτίας καθώς επίσης και των σωματικών ποινών. [...] Ο ειρηνισμός των Μαρτύρων τούς έκανε να αρνούνται να φροντίζουν κουνέλια, των οποίων η γούνα χρησιμοποιούνταν για τον στρατιωτικό ρουχισμό, με αποτέλεσμα να εκτελεστούν αρκετές γυναίκες για προδοσία». (Carol Rittner & John K. Roth, Different Voices: Women and the Holocaust, Paragon Press, 1993, σ. 229) Βλέπε, επίσης, Jadwiga Bezwinska & Danuta Czech, KL Auschwitz Seen by the SS, Interpress Publishers, 1991, σ. 77.
    «Χτυπητή αντίθεση —εξαιρετικά επιτυχή— αποτελούσαν οι μελετήτριες της Βίβλου, οι αποκαλούμενες "βιβλικές μέλισσες" ή "βιβλικοί σκόροι". Δυστυχώς ήταν λίγες. Παρά την περισσότερο ή λιγότερο φανατική τους φύση, ήταν πολύ επιθυμητά στοιχεία. Εργάζονταν σε σπίτια που είχαν πολλά παιδιά, στη λέσχη των αξιωματικών των SS και κατά βάση σε αγροτικά νοικοκυριά, όπως π.χ. στα πτηνοτροφεία του Χάρμενζ και σε διάφορα αγροκτήματα. Δεν ήταν αναγκαία η επιτήρησή τους, δεν χρειάζονταν φυλάκια. Εργάζονταν με επιμέλεια και προθυμία, γιατί αυτή ήταν η εντολή του Ιεχωβά. Ήταν κυρίως Γερμανίδες σε προχωρημένη ηλικία, υπήρχαν όμως και μερικές νεαρές Ολλανδέζες. Δυο ηλικιωμένες γυναίκες εργάζονταν στο οικογενειακό μου νοικοκυριό επί τρία σχεδόν χρόνια. Η σύζυγός μου έλεγε πολλές φορές ότι δεν θα μπορούσε ούτε και η ίδια να φροντίζει για όλα καλύτερα από ό,τι αυτές οι δυο μελετήτριες της Βίβλου. Ιδιαίτερα συγκινητική ήταν η φροντίδα τους για τα παιδιά, μεγάλα και μικρά. Τα παιδιά μας είχαν δεθεί μαζί τους σαν να ήταν μέλη της οικογένειας. Αρχικά είχαμε φοβηθεί ότι θα ήθελαν να προσηλυτίσουν τα παιδιά στον Ιεχωβά, αποδείχθηκε όμως πως δεν έκαναν κάτι τέτοιο. Δεν μίλησαν ποτέ στα παιδιά για θρησκευτικά θέματα. Ήταν περίεργο, αν ληφθεί υπόψη ο φανατικός τους χαρακτήρας. [...] Μια απ' αυτές εργαζόταν σε έναν αξιωματικό των SS και τον κοίταζε στα μάτια για να μαντέψει τις επιθυμίες του. Αρνιόταν όμως, για λόγους αρχής, να καθαρίσει τη στρατιωτική του στολή, το πηλήκιο, τα παπούτσια, καθετί που είχε σχέση με το στρατό. Δεν δεχόταν ούτε και να ακουμπήσει τα αντικείμενα αυτά». (Rudolf Hoess Αυτοβιογραφία, σελ. 130, 131, εκδ. Νεφέλη, 1995)
  3. Επιστολή 2 Φεβρουαρίου 1937 που δημοσιεύτηκε στο Franz Zürcher, Kreuzzug, σελ. 32. Βλ. Detlef Garbe, Between Resistance & Martyrdom: Jehovah's Witnesses in the Third Reigh, The University of Wisconsin Press - United States Holocaust Memorial Museum, 2008, σελ. 103, 586.
  4. Hans Hesse, Persecution and Resistance of Jehovah's Witnesses During the Nazi Regime: 1933-1945, 2003, Edition Temmen, σ. 314.
  5. Η δημοσιευμένη επιστολή-διακήρυξη μπορεί να βρεθεί στα αγγλικά και στην επίσημη ιστοσελίδα του Αναμνηστικού Μουσείου Ολοκαυτώματος των Η.Π.Α..
  6. Βλέπε τα σχόλια σχετικά με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά κατά τη διάρκεια της Ναζιστικής διακυβέρνησης από τον καθηγητή Χένρι Χούτενμπαχ του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης.
  7. Βλέπε επίσης Μάρτυρες του Ιεχωβά—Διαγγελείς της Βασιλείας του Θεού (1993), Βιβλική και Φυλλαδική Εταιρία Σκοπιά, σελ. 661. Πρωτότυπο Αρχειοθετήθηκε 2013-07-22 στο Wayback Machine.. Επίσης το αγγλικό κείμενο βρίσκεται και στην επίσημη ιστοσελίδα του Αναμνηστικού Μουσείου Ολοκαυτώματος των Η.Π.Α. Αρχειοθετήθηκε 2017-03-11 στο Wayback Machine.

Βλέπε επίσης

Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία
  • Ρούντολφ Ες, Αυτοβιογραφία, Εκδόσεις Νεφέλη, 1995, ISBN 960-211-230-1.
  • Dachau and the Nazi Terror II, 1933-1945 Studies and Reports, Comite International de Dachau, Brussels, 2002, ISBN 3-9808587-1-5.
  • Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά—Διαγγελείς της Βασιλείας του Θεού, 1993, Β. & Φ. Ε. Σκοπιά.
  • Facing the Lion - Memoirs of a Young Girl in Nazi Europe, Simone Arnold Liebster, ISBN 0-9679366-5-9.