Οι ληστές (Σίλλερ)

θεατρικό έργο του Φρίντριχ Σίλερ

Οι ληστές (τίτλος στα γερμανικά: Die Räuber) είναι το πρώτο θεατρικό έργο του Φρίντριχ Σίλλερ. Είναι ένα από τα εμβληματικά έργα του γερμανικού λογοτεχνικού κινήματος Θύελλα και Ορμή (Sturm und Drang). Δημοσιεύθηκε το 1781 και παρουσιάσθηκε το 1782 στο Μάνχαϊμ, με μεγάλη επιτυχία. Το έργο, που αρχικά προοριζόταν όχι ως θεατρικό αλλά ως δράμα για ανάγνωση, χωρίζεται σε πέντε πράξεις.[3]

Οι ληστές
Ο Σίλλερ φεύγει από το θέατρο του Μάνχαϊμ μετά από μια παράσταση του έργου τον Μάιο του 1782
ΣυγγραφέαςΦρίντριχ Σίλερ[1]
ΤίτλοςDie Räuber[1]
ΓλώσσαΓερμανικά
Ημερομηνία δημιουργίας1781
Ημερομηνία δημοσίευσης1782[1][2]
Πολιτιστικό κίνημαΘύελλα και Ορμή
Μορφήθεατρικό έργο
Εμπνευσμένο απόGötz von Berlichingen
Dewey Decimal832.6[1]
LC ClassOL207633W
LΤ ID4042750
BL Class22251
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από τη σύγκρουση δύο αριστοκρατών αδελφών, του χαρισματικού και επαναστάτη Καρλ και του μικρότερου αδερφού του που συνωμοτεί για να αφαιρέσει τον τίτλο και την κληρονομιά του Καρλ. Το κεντρικό μοτίβο είναι η σύγκρουση μεταξύ λογικής και συναισθήματος και κεντρικό θέμα η σχέση μεταξύ νόμου και ελευθερίας.[4]

Οι ομώνυμες όπερες του Σαβέριο Μερκαντάντε (1836) και του Γκιουζέπε Βέρντι (1847) βασίζονται σ' αυτό το δράμα του Σίλλερ.

Χαρακτηριστικά Επεξεργασία

Το περιεχόμενο αυτής της τραγωδίας είναι η επαναστατική χειρονομία ενός νεαρού συγγραφέα - ήταν το πρώτο έργο του Φρίντριχ Σίλλερ - ενάντια στην κοινωνία και τις αδικίες της εποχής του, επηρεασμένος από το ρομαντικό κίνημα που είχε ήδη εξαπλωθεί στη Γερμανία. Έτσι, στο έργο συνυπάρχουν όλα τα χαρακτηριστικά της σχολής, που ενθουσίασε τόσο τους συγχρόνους του: υπερβολικό πάθος, βαθύς ιδεαλισμός, υπερβολικά συναισθήματα, απίθανες καταστάσεις, επιθυμία του ρομαντικού ήρωα για ελευθερία, μελαγχολία, έρωτας, μοναξιά και θάνατος. Η καλλιτεχνική του αρτιότητα ως θεατρικό έργο του έχει δώσει μια αναμφισβήτητη λογοτεχνική αξία.[4]

Ο Σίλλερ εγείρει πολλά ανησυχητικά για την εποχή ζητήματα στο έργο. Αμφισβητεί τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ της προσωπικής ελευθερίας και του νόμου και διερευνά την ψυχολογία της εξουσίας, τη φύση του ηρωισμού και τις ουσιαστικές διαφορές μεταξύ καλού και κακού. Επικρίνει έντονα τόσο την υποκρισία της κυρίαρχης τάξης και της θρησκείας όσο και τις οικονομικές ανισότητες της γερμανικής κοινωνίας. Διεξάγει επίσης μια περίπλοκη έρευνα για τη φύση του κακού.[5]

Ο συγγραφέας εμπνεύστηκε την υπόθεση μεταξύ άλλων από το έργο Σχετικά με την Ιστορία της Ανθρώπινης Καρδιάς (Zur Geschichte des menschlichen Herzens, 1775) του Κρίστιαν Σούμπαρτ. Χρησιμοποίησε ως πρότυπο τη ζωή ενός διαβόητου Γερμανού ληστή, του Νικόλ Λιστ. Μέχρι το πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα, οι συμμορίες ληστών δεν ήταν ασυνήθιστες στη Γερμανία.[6]

Υπόθεση Επεξεργασία

 
Ο Σίλερ διαβάζει τους Ληστές σε φίλους του

Η δράση διαδραματίζεται στη Γερμανία, τον 18ο αιώνα, μεγάλο μέρος της στο κάστρο του κόμη Μαξιμίλιαν φον Μουρ στη Φραγκονία και διαρκεί περίπου δύο χρόνια. Ο ηλικιωμένος ευγενής έχει δύο πολύ διαφορετικούς γιους: τον Καρλ και τον Φραντς. Ο Καρλ είναι ο πρωτότοκος και αγαπημένος του κόμη. Ο Φραντς περιγράφεται ως άσχημος και παραμελημένος κατά την παιδική του ηλικία. Ως δευτερότοκος, δεν έχει δικαίωμα κληρονομιάς, έτσι σχεδιάζει να οικειοποιηθεί τα δικαιώματα του Καρλ και κρύβει πονηρά τη ζήλεια και την υποκρισία του. Στην αρχή του έργου, ο Καρλ είναι φοιτητής στη Λειψία, όπου ζώντας μια αχαλίνωτη φοιτητική ζωή βυθίστηκε στα χρέη, έτσι γράφει ένα γράμμα στον πατέρα του και ορκίζεται να διορθωθεί, εκφράζοντας την επιθυμία του για συγχώρεση.[7]

Εδώ αρχίζει η δράση της τραγωδίας. Ο Φραντς αντικαθιστά το γράμμα του αδερφού του με ένα δικό του: διαβάζει στον πατέρα του ένα κείμενο που φέρεται να έχει γράψει ένας γνωστός τους από τη Λειψία, το οποίο απεικονίζει τον Καρλ ως έκφυλο, δολοφόνο και ληστή. Ο πατέρας τρομοκρατείται τόσο που πείθεται από τον Φραντς να αποδιώξει και να αποκληρώσει τον Καρλ.

Ο Καρλ, που ήλπιζε σε μια συμφιλίωση, απελπίζεται και θεωρεί ότι η απόφαση του πατέρα του είναι άδικη, έτσι εγείρεται μέσα του η εξέγερση. Δελεασμένος από κάποιους συντρόφους του, συμφωνεί να ηγηθεί μιας ομάδας ληστών που σκοπός τους είναι να καταπολεμήσουν και να εκδικηθούν τις αδικίες, τις ατασθαλίες και την τυραννία. Μέσα σ' αυτή τη συμμορία, ωστόσο, προκύπτουν εντάσεις, έχουν παρεισφρήσει άτομα που δολοφονούν και βεβηλώνουν για απόλυτη ευχαρίστηση. Ο Καρλ μπαίνει όλο και πιο βαθιά σ' έναν φαύλο κύκλο αδικίας και βίας, που τον εμποδίζει να επιστρέψει στη κανονική του ζωή και τελικά ορκίζεται αιώνια πίστη στους ληστές. Αλλά όταν αθώοι άνθρωποι πεθαίνουν εξαιτίας του και όταν θυμάται την αγαπημένη του μνηστή Αμαλία που βρίσκεται στο πατρικό κάστρο, ο Καρλ αποφασίζει να επιστρέψει στο σπίτι του πατέρα του μεταμφιεσμένος.[8]

Εν τω μεταξύ, ο Φραντς έχει αναλάβει δράση. Χρησιμοποιώντας κι άλλα μοχθηρά ψέματα και υπερβολές για τον «άσωτο γιο», καταφέρνει να ραγίσει την καρδιά του πατέρα του και αναλαμβάνει τον τίτλο του νέου κόμη φον Μουρ. Ενισχυμένος από τον νέο του τίτλο και ζηλεύοντας τη σχέση του Καρλ με την Αμαλία, προσπαθεί να την πείσει να τον παντρευτεί. Η Αμαλία, ωστόσο, μένει πιστή στον Καρλ, αρνείται τις προτάσεις του Φραντς και υπερασπίζεται με γενναιότητα τον αρραβωνιαστικό της.

Ο Καρλ επιστρέφει στο σπίτι, μεταμφιεσμένος, και βρίσκει το κάστρο πολύ διαφορετικό από το πώς το άφησε. Ο Φραντς συστήνεται ως ο κόμης και ο Καρλ μαθαίνει ότι ο πατέρας τους πέθανε και ο Φραντς πήρε τη θέση του. Σε μια στιγμή που μένει μόνος με την Αμαλία - που δεν τον αναγνωρίζει - μαθαίνει ότι η Αμαλία τον αγαπά ακόμη. Παρά τη μεταμφίεση του Καρλ, ο Φραντς τον υποψιάζεται.

Όταν ο Φραντς μαντεύει ποιος είναι κάτω από τη μεταμφίεση, ο Καρλ φεύγει από το κάστρο. Τυχαία, σε ένα κοντινό δάσος, συναντά τον πατέρα του, που τον πίστευε νεκρό, να μαραζώνει σε έναν πύργο από την πείνα και δεν αναγνωρίζει τον αγαπημένο του γιο. Εξοργισμένος, ο Καρλ στέλνει τους ληστές του να εισβάλουν στο κάστρο και να συλλάβουν τον Φραντς. Ο Φραντς βλέπει τους ληστές να πλησιάζουν και αυτοκτονεί πριν τον συλλάβουν. Οι ληστές παίρνουν την Αμαλία από το κάστρο και τη φέρνουν στον Καρλ. Βλέποντας ότι ο Καρλ ζει, η Αμαλία αρχικά χαίρεται. Μόλις ο γέρος κόμης συνειδητοποιεί ότι ο Καρλ είναι ο αρχηγός των ληστών, πεθαίνει από τη θλίψη του.

Ο Καρλ προσπαθεί να απομακρυνθεί από τη συμμορία των ληστών αλλά είναι αδύνατον λόγω του απαράβατου όρκου που τον δένει με τους ληστές. Η Αμαλία, όταν συνειδητοποιεί ότι ο Καρλ δεν μπορεί να επιστρέψει κοντά της, τον παρακαλεί να τη σκοτώσει γιατί δεν θέλει να συνεχίσει να ζει χωρίς αυτόν. Με βαριά καρδιά, ο Καρλ εκπληρώνει την επιθυμία της. Καθώς το έργο τελειώνει, ο Καρλ συνειδητοποιεί ότι η τρομοκρατία και η εγκληματική συμπεριφορά δεν είναι αποδεκτές λύσεις για την ανθρώπινη αδικία, «δύο άνθρωποι σαν εμένα θα κατέστρεφαν ολόκληρη τη δομή του ηθικού κόσμου», και αποφασίζει να παραδοθεί στη δικαιοσύνη.[9]

Αναφορές Επεξεργασία

Ο Ρώσος συγγραφέας Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι παρακολούθησε την παράσταση αυτού του έργου στη Μόσχα, όταν ήταν μόλις δέκα ετών. Το έργο είχε ισχυρό αντίκτυπο πάνω του: «Όταν ήμουν δέκα χρονών, είδα μια παράσταση των Ληστών του Σίλλερ στη Μόσχα με τον Μοτσάλοφ και μπορώ να σας πω ότι η τεράστια εντύπωση που μου έκανε τότε άσκησε γόνιμη επιρροή στο πνευματικό μου σύμπαν». Το αναφέρει στους Αδελφούς Καραμάζοφ, όπου Ο Φιοντόρ Καραμάζοφ συγκρίνει τον εαυτό του με τον κόμη φον Μουρ, ενώ τον μεγαλύτερο γιο του, Ντμίτρι, με τον Φραντς Μουρ και τον Ιβάν Καραμάζοφ με τον Καρλ Μουρ.[10]

Το έργο αναφέρεται επίσης στο πρώτο κεφάλαιο της Πρώτης αγάπης του Ιβάν Τουργκένιεφ και εν συντομία στο κεφάλαιο 28 της Τζέιν Έιρ της Σαρλότ Μπροντέ.

Ελληνικές μεταφράσεις Επεξεργασία

  • Οι ληστές, μετάφραση: Παναγιώτης Σκούφης, εκδόσεις Δωδώνη, 2013
  • Οι ληστές, μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας, εκδόσεις Νεφέλη, 2014

Παραπομπές Επεξεργασία