Η Παγκόσμια γλώσσα είναι μια φυσική γλώσσα που μιλιέται διεθνώς, μαθαίνεται από πολλούς ανθρώπους ως μια δεύτερη γλώσσα. Μια παγκόσμια γλώσσα δεν χαρακτηρίζεται μόνον από τον αριθμό των ομιλητών της (που είναι η μητρική ή η δεύτερη γλώσσα τους), αλλά επίσης από τη γεωγραφική της διασπορά, και από τη χρήση της στους Διεθνείς οργανισμούς και στη διπλωματία. Από αυτήν την άποψη, οι μεγαλύτερες παγκόσμιες γλώσσες κυριαρχούνται από γλώσσες Ευρωπαϊκής καταγωγής. Ο ιστορικός λόγος για αυτό είναι η περίοδος της Ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας. Παγκόσμιες γλώσσες που προήλθαν από ιστορικές αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες περιλαμβάνουν την Αγγλική, τη Γερμανική, την Ισπανική, την Πορτογαλική και τη Γαλλική. Το διεθνές προβάδισμα της Αραβικής έχει την ιστορική της εξήγηση στις μεσαιωνικές Ισλαμικές κατακτήσεις.

Άλλες μείζονες γλώσσες δεν είχαν μια ευρεία διηπειρωτική χρήση, αλλά έχουν μια διεθνή σημασία ως lingua franca μιας ιστορικής αυτοκρατορίας. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται η Mandarin Chinese στην Κινεζική Αυτοκρατορία, η Ελληνική στον Ελληνιστικό κόσμο μετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η Ρωσική στη Ρωσική Αυτοκρατορία, η Γερμανική στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η Ταμίλ στην Ινδία, τη Σρι Λάνκα, τη Μαλαισία, τη Σινγκαπούρη και η Χίντι ακολουθώντας τη Βρεταννική κυριαρχία που ενοποίησε την Ινδία.

Οι μεγαλύτερες γλώσσες της Ινδικής χερσονήσου, η Hindustani (περιλαμβάνει όλες τις διαλέκτους Χίντι και την Ούρντου) και η Μπενγκάλι, έχει ένα πλήθος ομιλητών συγκρίσιμο με αυτό των μεγαλυτέρων παγκοσμίων γλωσσών κυρίως λόγω της ακραίας μεγέθυνσης του πληθυσμού στην περιοχή τις τελευταίες δεκαετίες παρά λόγω της υπερ-τοπικής χρήσης αυτών των γλωσσών. Ομοίως, τα Γιαπωνέζικα έχουν περισσότερους γηγενείς ομιλητές από τα Γαλλικά, ενώ τα τελευταία ομιλούνται σε διάφορες ηπείρους και κατέχουν μια σημαντική θέση ως δεύτερη ξένη γλώσσα. Η μεγάλη πλειοψηφία των ομιλητών της Ιαπωνικής είναι Γιαπωνέζοι.

Ιστορία Επεξεργασία

Οι Ρομανικές γλώσσες μαρτυρούν το ρόλο της Λατινικής ως μιας lingua franca της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η Κοινή Ελληνική ήταν η "παγκόσμια γλώσσα" της Ελληνιστικής περιόδου, αλλά η κατανομή της δεν αντανακλάται στην κατανομή της Νέας Ελληνικής λόγω της γλωσσολογικής επίδρασης των Σλαβικών, Αραβικών και Τουρκικών επεκτάσεων. Η κατανομή των Τουρκικών γλωσσών, με τη σειρά της, είναι μια κληρονομιά του Τουρκικού Χαγανάτου.

Καθώς όλες οι de facto παγκόσμιες γλώσσες χρωστούν το status που διαθέτουν στον ιστορικό ιμπεριαλισμό, η πρόταση για μια συγκεκριμένη γλώσσα να καταστεί παγκόσμια γλώσσα ή "οικουμενική γλώσσα" έχει ισχυρές πολιτικές συνέπειες. Με αυτόν τον τρόπο η Ρωσική γλώσσα ανακηρύχθηκε ως η "παγκόσμια γλώσσα του διεθνισμού" στη Σοβιετική λογοτεχνία, η οποία την ίδια στιγμή αποκήρυξε τα Γαλλικά ως "γλώσσα φανταχτερών κολάκων" και τα Αγγλικά ως τη "διάλεκτο των εμπόρων".[1] Ένας αριθμός από διεθνείς βοηθητικές γλώσσες έχουν προταθεί ως δυνητικές παγκόσμιες γλώσσες, με πιο επιτυχημένη από αυτές να είναι η Εσπεράντο, αλλά σε καμία από αυτές δεν μπορεί να αναγνωριστεί το status μιας de facto παγκόσμιας γλώσσας. Πολλές φυσικές γλώσσες έχουν προταθεί ως υποψήφιες για μια παγκόσμια lingua franca, μεταξύ αυτών η Ιταλική, η Ολλανδική, η Ουγγρική, η Γερμανική και η Μαλαισιανή.[2][εκκρεμεί παραπομπή]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Pei, p. 105
  2. Pei p. 105

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία