Πολιτισμός (μυθιστόρημα)

Μυθιστόρημα του Ζωρζ Ντυαμέλ

Ο Πολιτισμός (γαλλικός τίτλος: Civilization), με υπότιτλο 1914-1917, είναι μυθιστόρημα του Ζωρζ Ντυαμέλ, δημοσιεύθηκε το 1918 και την ίδια χρονιά τιμήθηκε με το βραβείο Γκονκούρ. Το 1919, αναφέρθηκε ως ένα από τα δέκα καλύτερα μυθιστορήματα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.

Πολιτισμός: 1914-1917
Χειρουργείο στα μετόπισθεν πεδίου μάχης το 1915, κατά τον Α΄Παγκόσμιο πόλεμο
ΣυγγραφέαςΖωρζ Ντυαμέλ
ΤίτλοςCivilisation
ΓλώσσαΓαλλικά
ΘέμαΑ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
σύγκρουση
πόλεμος
ΤόποςΠαρίσι[1]
Βραβείαβραβείο Γκονκούρ
LC ClassOL1137692W

Είναι το δεύτερο έργο-μαρτυρία του Ζωρζ Ντυαμέλ με θέμα τον πόλεμο, στον οποίο ο συγγραφέας υπηρέτησε ως γιατρός στο μέτωπο. Η πίκρα και η ειρωνεία του μυθιστορήματος το διαφοροποιούν από το ύφος της συμπόνιας που εκφράζεται στο πρώτο του έργο Η ζωή των μαρτύρων.[2]

Παρουσίαση Επεξεργασία

Με μια σειρά από σκηνές που διαδραματίζονται στα μετόπισθεν του βόρειου μετώπου μεταξύ 1915 και 1917, ο Πολιτισμός απεικονίζει ωμά τους ανθρώπους και τα μαρτύριά τους, τους παραλογισμούς των διοικητών, την ανατροπή των ηθικών αξιών, την ιατρική και την πρόοδο της επιστήμης κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέσα στον γαλλικό στρατό που έχει βαλτώσει στον πόλεμο χαρακωμάτων, ο αφηγητής, ένας πρώην καθηγητής μαθηματικών, που υπηρετεί ως εθελοντής τραυματιοφορέας εναλλάξ στο μέτωπο ή σε στρατιωτικά νοσοκομεία, αφηγείται την εμπειρία του μέσα από τα γεγονότα που έζησε. Η δυσπιστία απέναντι σ' αυτή την ανθρώπινη σφαγή και τον παραλογισμό των στρατευμάτων τον οδήγησαν, όπως πολλούς άλλους εκείνη την εποχή, να κάνει μια συχνά πολύ ειρωνική και καυστική περιγραφή της γαλλικής και της ευρωπαϊκής κοινωνίας γενικότερα. [3]

Το μυθιστόρημα αμφισβητεί ολόκληρο τον πολιτισμό. Ο πόλεμος για τον Ντυαμέλ, πέρα από τις συρράξεις στο μέτωπο, είναι και η επιστροφή των στρατιωτών μετά τη μάχη, όσων μπόρεσαν βέβαια να επιστρέψουν, ένα παλιρροϊκό κύμα προς την αντίθετη κατεύθυνση που αφήνει κάτω από τις τέντες των κινητών χειρουργείων «ένα μωσαϊκό οδύνης βαμμένο με τα χρώματα του πολέμου, λάσπη και αίμα, που βρωμάει από τις μυρωδιές του πολέμου, του ιδρώτα και της σήψης, θρόισμα από κραυγές, θρήνους, λόξιγκα, που είναι η ίδια η φωνή και η μουσική του πολέμου».

Προσφέρονται λοιπόν στους τραυματίες τα καλύτερα του σύγχρονου κόσμου, καθαρά σεντόνια, το αναρρωτήριο «λευκό σαν γαλακτοκομείο», η γυαλιστερή πένσα του χειρουργού, κλίβανοι, οι τελευταίες ανακαλύψεις της επιστήμης και του πολιτισμού. Όμως, στο τι είναι πολιτισμός, ο Ντυαμέλ απαντά ως εξής με την τελευταία πρόταση: «Ο πολιτισμός δεν βρίσκεται σε όλα αυτά τα τρομερά σκουπίδια. Και, αν δεν είναι στην καρδιά του ανθρώπου, καλά! δεν είναι πουθενά». [4]

Συγγραφή-Έκδοση Επεξεργασία

Το 1914, με την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ζωρζ Ντυαμέλ, γιατρός και άνθρωπος των γραμμάτων, κατατάχθηκε εθελοντής σε ηλικία 30 ετών στον γαλλικό στρατό. Για 4 χρόνια, υπηρέτησε ως χειρουργός σε νοσοκομεία και στα κινητά ασθενοφόρα, συχνά σε πολύ επικίνδυνες συνθήκες. Τον χειμώνα του 1915, ενώ υπηρετούσε στο μέτωπο της Καμπανίας, έγραψε το πρώτο του βιβλίο για τον πόλεμο, Η ζωή των μαρτύρων, στο οποίο αφηγήθηκε τις δοκιμασίες των τραυματισμένων στρατιωτών. [5] Ταυτόχρονα, άρχισε να γράφει το Πολιτισμός. Ο Ντυαμέλ πίστευε ότι ο πόλεμος ήταν το «φυσιολογικό αποτέλεσμα» του βιομηχανικού πολιτισμού, το καμάρι της Δύσης.[6]

Το βιβλίο εμφανίστηκε τον Απρίλιο του 1918. Ο Ντυαμέλ δεν το δημοσίευσε με το όνομά του και επέλεξε το ψευδώνυμο Ντενί Τεβενέν επειδή δεν ήθελε να κατηγορηθεί ότι εκμεταλλεύτηκε τον πόλεμο για να γράψει λογοτεχνία. Το βιβλίο έγινε ευνοϊκά δεκτό με εξαιρετικές κριτικές: η εφημερίδα Le Temps έγραψε «Η ασχήμια και η θηριωδία του πολέμου ξεσπάει σε κάθε σελίδα, με τρυφερότητα και σεβασμό για τα αθώα θύματα». Η L'Éveil, μια αριστερή εφημερίδα, έγραψε: «Αυτό το σπουδαίο και όμορφο βιβλίο, βαθιά ανθρώπινο [...] θα μαρτυρήσει την ιστορία αυτού του αποτρόπαιου πολέμου και του ηρωικού λαού μας». Ο Ρομαίν Ρολάν το χαρακτήρισε «το πιο τέλειο έργο που ενέπνευσε ο πόλεμος στη Γαλλία». [7]

Το 1918 το βιβλίο επιλέχθηκε από την Ακαδημία Γκονκούρ μαζί με το Kœnigsmark του Πιέρ Μπενουά, Οι σιωπές του συνταγματάρχη Μπραμπλ του Αντρέ Μωρουά και Σίμων ο Περιπαθής του Ζαν Ζιρωντού. Στις 11 Δεκεμβρίου 1918, έλαβε το βραβείο Γκονκούρ.[8]

Έχει επανεκδοθεί πολλές φορές και έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Σε δημοσιογραφική έρευνα του 1919, περιλαμβάνεται στα δέκα καλύτερα βιβλία για τον πόλεμο. Τα δύο βιβλία του Ντυαμέλ αναφέρονται πολύ συχνά, μαζί με τα Η φωτιά (1916) του Ανρί Μπαρμπύς και Οι ξύλινοι σταυροί (1919) του Ρολάν Ντορζελές.[9]

Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, το μυθιστόρημα, όπως και άλλα έργα του Ντυαμέλ περιλαμβάνονταν στη λίστα απαγορευμένων βιβλίων που δημοσίευσε η Γκεστάπο.[4]

Παραπομπές Επεξεργασία