Ο όρος Ρωμαϊκή Ιβηρία αναφέρεται στην εποχή κατά την οποία η Ιβηρική χερσόνησος ήταν κάτω από την εξουσία αρχικά της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας κι έπειτα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μια περίοδο που ξεκινάει με την απόβαση των Ρωμαίων στο Εμπόριον το 218 π.Χ. στα πλαίσια του Β΄ Καρχηδονιακού Πολέμου και τερματίζεται τον 5ο μ.Χ. αιώνα με την επιβολή της βησιγοτθικής εξουσίας. Στα λατινικά η Ιβηρική χερσόνησος και κυρίως η ρωμαϊκή σφαίρα επιρροής αναφέρεται ως Hispania, όρος που προήλθε από το φοινικικό όνομα της χερσονήσου. Για τους Αρχαίους Έλληνες ο αντίστοιχος όρος ήταν ο όρος Ιβηρία. Τόσο ο Στράβωνας[1] όσο και ο Κλαύδιος Πτολεμαίος[2] αναφέρονται στη συνωνυμία των όρων Hispania και Ιβηρία, υπογραμμίζοντας ωστόσο πως ο δεύτερος είναι ο ελληνικός.

Κατά τη διάρκεια των επτά αιώνων της ρωμαϊκής παρουσίας στην Ιβηρία, οι ιθαγενείς πολιτισμικές, κοινωνικές και πολιτικές δομές υπέφεραν μια μη αντιστρέψιμη μεταβολή τους που μετέτρεψε το μεγαλύτερο μέρος της χερσονήσου στην επικράτεια με το μεγαλύτερο ποσοστό εκρωμαϊσμού στη Μεσόγειο. Οι τοπικές εθνότητες, Ίβηρες, Λουσιτανοί ή Κελτίβηρες δεν άντεξαν την πολιτισμική επέκταση των Λατίνων και φέρονται να αφομοιώθηκαν ήδη από τον 1ο μ.Χ. αιώνα.

Η σημασία της Ιβηρίας για τους Ρωμαίους, ιδιαίτερα μετά την πλήρη κατάκτησή της από τον αυτοκράτορα Οκταβιανό το 27 π.Χ. έγκειτο στον ιδιαίτερο πλούτο της χώρας, τόσο σε ανθρώπους όσο και σε αγαθά. Σταδιακά οι Ρωμαίοι ίδρυσαν πλήθος αποικιών, που στην πλειοψηφία τους πήραν την θέση ήδη υπάρχοντων αστικών πυρήνων. Οι σημαντικότερες πόλεις της ανέδειξαν μεγάλους άνδρες όπως ο φιλόσοφος Σενέκας και οι αυτοκράτορες Αδριανός, Τραϊανός και Θεοδώσιος

Ιστορική εξέλιξη της ρωμαϊκής κατάκτησης Επεξεργασία

Τα στρατεύματα της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας αποβιβάστηκαν στην ελληνική αποικία του Εμπορίου στη σημερινή Καταλονία το 218 π.Χ. με σκοπό να ανακόψουν τα δίκτυα τροφοδοσίας του Αννίβα. Είχε προηγηθεί η καταστροφή του Σαγούντου από τον καρχηδονιακό στρατό, πόλης συμμάχου της Ρώμης που είχε λειτουργήσει ως αφορμή ξεσπάσματος του Β΄ Καρχηδονιακού Πολέμου. Ως επιχειρησιακό κέντρο ορίστηκε η ιβηρική πόλη της Κέσσης που μέσα σε λίγα χρόνια θα εξελισσόταν στην ρωμαϊκή Τάρρακο.[3] Ο ρωμαϊκός στρατός έφτασε μέχρι τον Άνω Γουαδαλκιβίρ, όπου ωστόσο ηττήθηκε σε δύο μάχες από τους Καρχηδόνιους το 211 π.Χ. Τον επόμενο χρόνο, μια νέα δύναμη κάτω από τις διαταγές του Πόπλιου Κορνήλιου Σκιπίωνα κατέλαβαν το 209 π.Χ. την καρχηδονιακή πρωτεύουσα στην Ιβηρία, Νέα Καρχηδόνα. Η αποφασιστική μάχη της Ιλίπα το 207 π.Χ., όπου ο Σκιπίωνας κατανίκησε το σύνολο των καρχηδονιακών στρατευμάτων στην Ιβηρία, άνοιξε τον δρόμο για την οριστική επιβολή της ρωμαϊκής εξουσίας στα μεσογειακά παράλια από τα Πυρηναία μέχρι το Γιβραλτάρ και τα Γάδειρα.[3]

Η κατάκτηση της ζώνης αυτής δεν ήταν στο αρχικό σχεδιασμό των Ρωμαίων. Ωστόσο, δεν απαρνήθηκαν τα νέα αυτά εδάφη, όπου επέβαλαν μια νέα στρατιωτική και διοικητική δομή. Η ανατολική και δυτική Ιβηρία χωρίστηκαν σε δύο επαρχίες, την Εντεύθεν και την Εκείθεν Ιβηρία (Hispania Citerior και Ulterior), με πρωτεύουσες την Τάρρακο και την Κορδύβη αντίστοιχα.[3]

Μεταξύ 197 και 133 π.Χ. οι Ρωμαίοι κατάφεραν να κατακτήσουν μεγάλο μέρος της κεντρικής Ιβηρίας και την κοιλάδα του Έβρου. Ηγέτες της προσπάθειας αυτής ήταν ο Κάτωνας ο νεότερος και ο διάδοχός του, Τιβέριος Σεμπρόνιος Γράκχος.[4] Δύο ταυτόχρονοι σχεδόν πόλεμοι, έθεσαν υπό σκληρή δοκιμασία τον ρωμαϊκό στρατιωτικό έλεγχο. Οι Κελτίβηρες και οι Λουσιτανοί βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις ρωμαϊκές λεγεώνες όταν οι τελευταίοι προσπάθησαν να επιβάλουν αντίποινα για τις επιδρομές τους. Το πιο γνωστό επεισόδιο της ιστορίας της ρωμαϊκής Ιβηρίας έλαβε χώρα το 133 π.Χ. στην ρωμαϊκή κατάκτηση της κελτιβηρική πόλης Νουμάντια και τον θάνατο του ηγέτη της Βιριάτου. Η ήττα των δύο αυτών φύλων επεξέτεινε τη ρωμαϊκή εξουσία στο σύνολο σχεδόν της Ιβηρίας, εκτός από την Κανταβρία.[5]

Η ύπαρξη ενός ανεξάρτητου «βάρβαρου» εδάφους στο βορρά της Ιβηρικής χρησιμοποιήθηκε ως μέσο εύκολης απόκτησης πολεμικής εμπειρίας και πλούτου για τους ανερχόμενους πραίτωρες. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο θεωρητικά η ρωμαϊκή κατάκτηση της Ιβηρικής διήρκησε δύο αιώνες.[6] Η Κανταβρία εντέλει εντάχθηκε στην Ρωμαϊκή Ιβηρία στα χρόνια του αυτοκράτορα Αυγούστου. Το 19 π.Χ. η Ιβηρία ανήκε πλέον ολοκληρωτικά στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ο αυτοκράτορας προχώρησε στην ανασυγκρότηση των επαρχιών της. Η Εντεύθεν Ιβηρία ενσωμάτωσε την Κανταβρία και μετονομάστηκε σε Ταρρακωνησία, ενώ η Εκείθεν Ιβηρία χωρίστηκε σε δύο, στη Λουσιτανία και την Βαιτική. Η Τάρρακο και η Κορδύβη συνέχισαν να είναι πρωτεύουσες, και η Εμέριτα Αυγούστα προστέθηκε ως πρωτεύουσα της Λουσιτανίας.[7]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Γεωγραφικά, Γ΄, 4, 19: «...ἐπεὶ καὶ Ἰβηρίαν ὑπὸ μὲν τῶν προτέρων καλεῖσθαι πᾶσαν τὴν ἔξω τοῦ Ῥοδανοῦ καὶ τοῦ ἰσθμοῦ τοῦ ὑπὸ τῶν Γαλατικῶν κόλπων σφιγγομένου͵ οἱ δὲ νῦν ὅριον αὐτῆς τίθενται τὴν Πυρήνην͵ συνωνύμως τε τὴν αὐτὴν Ἰβηρίαν λέγουσι καὶ Ἱσπανίαν·»
  2. Γεωγραφία, Β΄ βιβλίο, κεφ. 6.
  3. 3,0 3,1 3,2 López, Julio και Larrea, Davalillo (2000), Atlas histórico de España y Portugal, Sintesis, Μαδρίτη. σελ.55.
  4. López, Julio και Larrea, Davalillo (2000), Atlas histórico de España y Portugal, Sintesis, Μαδρίτη. σελ.56.
  5. López, Julio και Larrea, Davalillo (2000), Atlas histórico de España y Portugal, Sintesis, Μαδρίτη. σελ.57.
  6. Roger Collins (2012), Caliphs and Kings: Spain, 796-1031. Wiley-Blackwell. σελ. 26.
  7. López, Julio και Larrea, Davalillo (2000), Atlas histórico de España y Portugal, Sintesis, Μαδρίτη. σελ.61.