Σκάντε

Γεωργιανός οικισμός, ιστορική τοποθεσία

Συντεταγμένες: 42°15′50″N 43°2′53″E / 42.26389°N 43.04806°E / 42.26389; 43.04806

To Σκάντε ( γεωργιανά: სკანდე), που μερικές φορές αναφέρεται και ως Σκάντα (γεωργιανά: სკანდა), είναι ένα χωριό στο Δήμο Τεριόλα του μχάρε Ιμερέτι της Γεωργίας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα της χώρας, στη μικρή κοιλάδα του ποταμού Τσχάρι, ένα μέρος του συστήματος του ποταμού Κβιρίλα, περίπου 15 χλμ. βορειοανατολικά της πόλης Τεριόλα. Στην απογραφή του 2014 ο πληθυσμός του οικισμού ήταν 434 άτομα.

Σκάντε
სკანდე
Η εκκλησία στο Σκάντε
Χάρτης
Είδοςχωριό και φρούριο
Γεωγραφικές συντεταγμένες42°15′50″N 43°2′53″E
Διοικητική υπαγωγήTerjola Municipality
ΤοποθεσίαΙμερετία
ΧώραΓεωργία

Στη Σκάντα υπάρχει ένα ερειπωμένο φρούριο, στο οποίο έχουν αναφερθεί οι Ανατολικοί Ρωμαϊκοί συγγραφείς της Ύστερης Αρχαιότητας και ήταν ένα από τα οχυρά που διεκδίκησαν η Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορίας και η Αυτοκρατορία των Σασσανιδών κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων τους στη Λαζική. Διατήρησε τη σημασία του ως ένα από τα κύρια φρούρια του Ιμερέτι μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα.

Ύστερη Αρχαιότητα

Επεξεργασία

Η Σκάντα αναφέρεται σε Ανατολικές Ρωμαϊκές βιβλιογραφικές πηγές, όπως στο Νεαραί από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α' και σε ιστορικές καταγραφές της Ιουστινιανής εποχής από τον Προκόπιο και τον Μένανδρο προτήκτωρ,[1] ως ένα φρούριο στην ενδοχώρα της Λαζικής, ένα βασίλειο στη Μαύρη Θάλασσα που διεκδίκησαν οι δύο αυτοκρατορίες, η Ανατολική Ρωμαϊκή και η Περσική των Σασσανιδών. Το φρούριο της Σκάντα, μαζί με αυτό της Σαραπάνις, στέκονταν σε δυσπρόσιτο έδαφος, φυλάσσοντας τις ανατολικές οδούς προς τη χώρα, στα σύνορα της Ιβηρίας.[1] Περί το 522, όταν η Λαζική είχε αποδεχτεί την Ανατολική Ρωμαϊκή επικυριαρχία, οι φρουρές των δύο συνοριακών οχυρών αντικαταστάθηκαν από τα αυτοκρατορικά στρατεύματα, τα οποία σύντομα εγκατέλειψαν τα πόστα τους εξαιτίας δυσκολιών στην εφοδιαστική. Οι δυνάμεις των Σασσανιδών εισέβαλαν και κράτησαν τα φρούρια υπό κατοχή μέχρι το 532 που συνάφθηκε η συνθήκη της «Απέραντης Ειρήνης». Οι Λαζοί κατέστρεψαν τη Σκάντα και τη Σαραπάνις για να μην πέσουν στα χέρια των Σασσανιδών, αλλά οι εχθροπραξίες στη Λαζική συνεχίστηκαν, και το 551 οι Περσές αποκατέστησαν τη Σκάντα και την κράτησαν καθ'όλη τη διάρκεια των συγκρούσεων, για σχεδόν 25 χρόνια.[2] [1]

Μεσαίωνας και Πρώιμη Νεότερη περίοδος

Επεξεργασία

Οι γραπτές αναφορές για τη Σκάντα κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα σπανίζουν. Η ενοποίηση του Βασιλείου της Γεωργίας στις αρχές του 11ου αιώνα - του οποίου ήταν μέρη τα παλαιά εδάφη της Λαζικής και της Ιβηρίας - αποστέρησε από τη Σκάντα την στρατηγική σημασία που είχε στο παρελθόν ως συνοριακό φρούριο. Στα μέσα του 15ου αιώνα, καθώς το Βασίλειο του Ιμερέτι αναδυόταν ανεξάρτητο από τη Γεωργία που μαστιζόταν από πολέμους, η Σκάντα ανέκτησε την εξέχουσα θέση της. Πέρα από τα ντόπια ιστορικά έγγραφα, αναφέρεται, επίσης, από τους ξένους επισκέπτες της χώρας, όπως από τους Γιοσάφατ Μπαρμπαρό και Αμπρόγκιο Κονταρίνι κατά τη δεκαετία του 1470, από τους Νικηφόρο Τολοχανώφ και Αλεξέι Γέβλυεφ κατά τη δεκαετία του 1650, από τον Ζαν Σαρντίν στη δεκαετία του 1660 και τον Γιόχαν Αντόν Γκούλντενσταντ στη δεκαετία του 1770. Η Σκάντα ήταν το πεδίο μάχης για μια σειρά από εμφύλιες συγκρούσεις που έπληξαν τη χώρα κατά τον 16ο-18ο αιώνα.[3] [2]

Οι Ρώσοι απεσταλμένοι Τολοχανώφ και Γέβλυεφ, που περιόδευσαν στο Ιμερέτι κατά τη δεκαετία του 1650, επισκέφτηκαν τη Σκάντα - που τότε ήταν η αγαπημένη θερινή κατοικία του Βασιλιά Αλέξανδρου Γ' του Ιμερέτι - αρκετές φορές και την περιέγραψαν ως ένα καλοφτιαγμένο φρούριο στην κορυφή ενός λόφου σε μια τραχιά κοιλάδα ποταμού, που περιβαλλόταν από ένα τείχος τούβλων ύψους 20 μ. και μήκους 600 μ. που διέθετε 4 πύργους εξοπλισμένους με κανόνια. Μέσα στα τείχη υπήρχε ένα τριώροφο παλάτι, η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και ένα βασιλικό θησαυροφυλάκιο. Μια δεκαετία αργότερα, ο Γάλλος Ζαν Σαρντίν διαπίστωσε ότι η Σκάντα είχε παρακμάσει. Αργότερα αποκαταστάθηκε από την κυβέρνηση του Ιμερέτι. Ο Γεωργιανός ιστορικός, ο πρίγκιπας Βακχούστι, που κατάρτισε τη γεωγραφία της Γεωργίας το 1745, αναφέρθηκε στη Σκάντα ως την έδρα ενός βασιλικού παλατιού και «μια μεγάλη ακρόπολη επιβλητικής κατασκευής». Το 1810 που οι Ρώσοι κατέκτησαν το Ιμερέτι, το φρούριο της Σκάντα εγκαταλείφθηκε και ερειπώθηκε. Κατά τη δεκαετία του 1830, ο Ελβετός μελετητής Φρεντερίκ Ντυμπουά του Μοντπερέ περιέγραψε τη Σκάντα ως «τίποτα περισσότερο από ένα ερείπιο, εγκαταλειμμένο εδώ και καιρό».[4]

Το φρούριο της Σκάντα

Επεξεργασία

Το φρούριο της Σκάντα βρίσκεται σε κατάσταση ερειπίων βόρεια του ομώνυμου οικισμού, σε ένα λόφο μεταξύ δύο ποταμών. Έχει συνολική έκτασή 7.000 τ.μ. και ύψος έως 120 μ. Οι σχετικά καλύτερα διατηρημένες δομές είναι η ανατολική πρόσοψη ενός βασιλικού παλατιού και οι τοίχοι μιας εκκλησίας που περιέχει μια γεωργιανή επιγραφή. Το 1949 και το 1995 το μνημείο ήταν τοποθεσία αρχαιολογικών μελετών. Τα περισσότερα από τα ευρήματα που αποκαλύφθηκαν ήταν από τον Ύστερο Μεσαίωνα. Τα πρώτα κτίσματα του φρουρίου χρονολογήθηκαν του 4ου αιώνα. Το κτιριακό συγκρότημα της Σκάντα έχει συμπεριληφθεί στον κατάλογο της Γεωργιανής κυβέρνησης με Αμετακίνητα Μνημεία Εθνικής Σημασίας.[2]

Πληθυσμός

Επεξεργασία

Κατά την εθνική απογραφή του 2014, το Σκάντε είχε πληθυσμό 434 άτομα, εκ των οποίων οι περισσότεροι (99%) είναι εθνικοί Γεωργιανοί. [5]

Πληθυσμός Απογραφή 2002 Απογραφή 2014
Σύνολο 561 [5] 434  

Παραπομπές

Επεξεργασία