Τουρκοκρητικοί
Οι Τουρκοκρητικοί ή Τουρκοκρήτες, ήταν μια πληθυσμιακή ομάδα της Κρήτης από την εποχή της κατάκτησης του νησιού από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1669, μέχρι την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας το 1923.
Στην Κρήτη δεν εγκαταστάθηκαν ποτέ μαζικά Οθωμανοί από την Ανατολία[1][2], πλην των μόνιμων στρατευμάτων για την επάνδρωση και φύλαξη των φρουρίων που έστελνε η Υψηλή Πύλη.
Κατά κανόνα οι Τουρκοκρητικοί αναφέρονται ως γηγενείς και ομιλητές της κρητικής διαλέκτου[3][4], ωστόσο αναφέρεται και η παρουσία εποίκων, κυρίως από τις περιοχές της Αιγύπτου και της Λιβύης[5].
Θεωρούμενοι δε ως «διαρκώς τελούντες υπό τα όπλα», ουδέποτε κλήθηκαν να υπηρετήσουν στον τακτικό οθωμανικό στρατό, παρά κατατάσσονταν στα κατά τόπους γενιτσαρικά τάγματα (ορτάδες) και καλούνταν γενίτσαροι από τους χριστιανούς Κρητικούς. Οι Τουρκοκρητικοί αποτελούσαν, σε διάφορες περιόδους, περίπου το 1/8 έως 1/2 του πληθυσμού της Κρήτης.
Οι Τουρκοκρήτες πλέον ζουν στη Μέση Ανατολή και κυριότερα στα δυτικά παράλια της Τουρκίας, στο Λεβάντε, την Αίγυπτο και τη Λιβύη. Μεγάλο μερίδιό τους διατηρεί μέχρι σήμερα την ελληνική γλώσσα και σε κάποιο βαθμό τα κρητικά ήθη και έθιμα όπως τις μαντινάδες. Ο πληθυσμός τους σήμερα εκτιμάται πως ξεπερνάει τα 450.000 άτομα.[6]
Προέλευση
ΕπεξεργασίαΟι Τουρκοκρήτες ήταν κατά κανόνα απόγονοι Ελλήνων χριστιανών που εξισλαμίσθηκαν σε διάφορες περιόδους[7] και προέρχονταν από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα[5]. Σε γενικές γραμμές δεν μιλούσαν την τουρκική και δεν τηρούσαν τους τύπους της μουσουλμανικής πίστης, καθώς έπιναν κρασί ή έτρωγαν χοιρινό κρέας κλπ. Ιδιαίτερη κατηγορία εξαιρετικά σκληρών Τουρκοκρητών της υπαίθρου ήταν οι λεγόμενοι Αμπαδιώτες, που κατοικούσαν κυρίως στην περιοχή του Αμαρίου, νοτιοανατολικά της Ίδης[εκκρεμεί παραπομπή]. Κατά τον 19ο αιώνα εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη και μουσουλμάνοι από τη Βόρεια Αφρική, οι οποίοι είχαν ισχυρή παρουσία στην περιοχή των Χανίων[5].
Ιστορικά στοιχεία
ΕπεξεργασίαΤο σώμα των γενίτσαρων και οι μπεκτασίδες συνέβαλαν στην ανάπτυξη του Ισλάμ στην Κρήτη. Οι μπεκτασίδες αντιμετώπιζαν με επιείκεια τους νεοφώτιστους μουσουλμάνους, έτσι ώστε να διατηρούν κάποιες από τις θρησκευτικές τους αντιλήψεις. Στους μπεκτασίδες ανήκαν οι περισσότεροι από τους 17 τεκέδες (μουσουλμανικά μοναστήρια), που ιδρύθηκαν στην Κρήτη μεταξύ των ετών 1645-1669. Μαζικοί εξισλαμισμοί δεν έγιναν στην Κρήτη μεταξύ των ετών 1669-1770. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε απαγορεύσει να γίνονται βίαιοι εξισλαμισμοί. Σε αυτό συνετέλεσε και η ανάγκη είσπραξης φόρων. Οι περισσότεροι εξισλαμισμοί αυτής της περιόδου οφείλονταν στην επιδίωξη της κοινωνικής βελτίωσης από την πλευρά των χριστιανών και στην επιθυμία προστασίας από τον μουσουλμανικό νόμο.[8]
Από το τέλος των Ορλωφικών (γνωστά στην Κρήτη ως «Επανάσταση του Δασκαλογιάννη») μέχρι και το 1821, έδρασαν στην κρητική ύπαιθρο αρκετοί - ντόπιοι αλλά και επήλυδες - γενίτσαροι, οι οποίοι αναφέρονται ως σκληροί διώκτες του χριστιανικού στοιχείου[9]. Οι ενέργειές τους, οι οποίες περιγράφονται πανομοιότυπα από ελληνικές, οθωμανικές και δυτικές πηγές, στρέφονταν και κατά των μουσουλμάνων, ενώ οι κρατικοί αξιωματούχοι δεν ήταν σε θέση να τους περιορίσουν[10]. Οι πιο γνωστοί εξ αυτών των γενιτσάρων ήταν οι Αγριολίδης, Αληδάκης, Αφεντάκης, Μπεντρής, Τσούλης, Χανιαλής κ.ά[9]. Κατά τα έτη 1770-1821 εντάθηκε η καταπίεση του χριστιανικού πληθυσμού με αποτέλεσμα να αυξηθεί ραγδαία ο αριθμός των μουσουλμάνων στην Κρήτη με βίαιους εξισλαμισμούς.
Το 1812, μετά από διαμαρτυρίες του πληθυσμού αλλά και των Οθωμανών πασάδων που υπηρετούσαν στην Κρήτη, η Πύλη έστειλε τον Χατζή Οσμάν Πασά με διαταγή να εξολοθρεύσει τους ανυπότακτους γενιτσάρους, πράγμα που πέτυχε σε αρκετά μεγάλο βαθμό στις δυτικές επαρχίες, όπου το διάστημα 1812-1813 εκτέλεσε, μεταξύ άλλων, τους Μπεντρή, Καρακάση και Χανιαλή[9]. Συνολικά, αναφέρεται πως εξόντωσε περισσότερους από εξήντα παρανόμους και ότι η δράση του (που του απέδωσε το παρωνύμιο «Πνίγαρης») μείωσε αισθητά την εγκληματικότητα των γενιτσάρων[11].
Υπολογίζεται πως κατά τις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης στην Κρήτη, οι μουσουλμάνοι ήταν σχεδόν ισάριθμοι με τους χριστιανούς που ήταν ελαφρώς περισσότεροι. Συγκεκριμένα οι μουσουλμάνοι αποτελούσαν πλειοψηφία στα αστικά κέντρα, καθώς και ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού της υπαίθρου[12].
Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα οι μουσουλμάνοι της Κρήτης έθεταν εμπόδια στην άσκηση της χριστιανικής λατρείας, παρότι επίσημα αυτή επιτρεπόταν. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις επιτρεπόταν η ίδρυση χριστιανικών ναών, η διαπλάτυνση παλαιότερων, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις απαγορεύονταν και οι κωδωνοκρουσίες. Στη διάρκεια της Αιγυπτιοκρατίας (1830-1840) βελτιώθηκε η κοινωνική θέση των χριστιανών. Μετά το Hatt-i Humayun, το 1856, χαλάρωσαν οι απαγορεύσεις και άρχισε σταδιακή μεταστροφή των μουσουλμάνων της Κρήτης ή κρυπτοχριστιανών στον χριστιανισμό. Ακόμα και ολόκληρα χωριά άλλαζαν θρήσκευμα. Έτσι, ο αριθμός των χριστιανών στην Κρήτη από 70-90 χιλιάδες άτομα στην αρχή της αιγυπτιοκρατίας (1830) αυξήθηκε σε σχεδόν 216 χιλιάδες στην απογραφή του 1857. Αντίστοιχα ο αριθμός των μουσουλμάνων αυξήθηκε από περίπου 40 σε 62 χιλιάδες άτομα, κυρίως λόγω των γεννήσεων. Και μετά τη δημοσίευση του Hatt-i Humayun νεοφώτιστοι χριστιανοί οδηγούνταν προσωρινά στις φυλακές, απ' όπου απελευθερώνονταν με παρεμβάσεις Δυτικών διπλωματών ή ανωτέρων Τούρκων αξιωματούχων.[13]
Η μαζική αναχώρηση των Τουρκοκρητικών άρχισε μετά το τέλος της επανάστασης του 1897 και την ίδρυση της Κρητικής Πολιτείας[14], όταν αρνούμενοι να τεθούν υπό τη διοίκηση χριστιανού ύπατου αρμοστή εγκατέλειψαν οικειοθελώς την Κρήτη[15][16]. Σημαντικό ρόλο στην απόφαση μετανάστευσης φαίνεται πως διαδραμάτισε η οθωμανική πολιτική εκκαθαρίσεων εναντίον των Αρμενίων της Αυτοκρατορίας, καθώς οι Τουρκοκρητικοί φοβούνταν αντίστοιχες διώξεις εναντίον τους από μια χριστιανική κρητική κυβέρνηση ή από ομάδες ατάκτων[17]. Οι μετανάστες εγκαταστάθηκαν σε άλλες περιοχές της οθωμανικής επικράτειας όπως η Σμύρνη, η Κωνσταντινούπολη, η Προύσα, το Ικόνιο, η Συρία, η Βεγγάζη[18] και τα Δωδεκάνησα[19].
Τον Ιανουάριο του 1899, στα πλαίσια των πρώτων ελεύθερων εκλογών στην Κρήτη, εξελέγησαν 50 μουσουλμάνοι πληρεξούσιοι (έναντι 138 χριστιανών)[20]. Ακολούθησε νέο μεταναστευτικό κύμα κατά την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων[16]. Λόγω της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών του 1923 αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν την Κρήτη και οι τελευταίοι μουσουλμάνοι της Κρήτης με ελάχιστες εξαιρέσεις ατόμων που είχαν διακριθεί για τη φιλοχριστιανική τους στάση επί Τουρκοκρατίας. Σύμφωνα με μαρτυρίες υπήρχαν και περιπτώσεις ατόμων (κυρίως γυναικών) που παρέμειναν στην Κρήτη μετά από εκχριστιανισμό[21]. Ενδιάμεσα, οι Τουρκοκρητικοί που είχαν εγκατασταθεί στη Μικρά Ασία, έλαβαν ενεργά μέρος στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1919-1922 εναντίον του Ελληνικού Στρατού[22].
Προσωπικότητες
Επεξεργασία- Αγριολίδης (18ος - 1828), οπλαρχηγός
- Ιμπραήμ Αληδάκης (18ος αι.), οπλαρχηγός
- Χουσεΐν Πασάς Γομπάκης[23], ναύαρχος του οθωμανικού στόλου
- Αλή Ναΐπ Ζαδέ (19ος αι. - 20ός αι.), Έλληνας πολιτικός από τα Χανιά
- Αμπντούλ Καλημεράκης (19ος αι. - 20ός αι.), Χανιώτης παραδοσιακός λυράρης και οργανοποιός
- Μουσταφά Καραγκιουλές (1845-1930), παραδοσιακός βιολιστής (από τα Καλλεργιανά Κισσάμου)
- Μεχμέτ Αγάς Καρακάσης (19ος αι.), δήμαρχος Ιεράπετρας
- Αχμέτ Ρεσμί Εφέντι (1700-1783), Οθωμανός διπλωμάτης
- Μεχμέτ Σταφιδάκης (1878-1908), Χανιώτης παραδοσιακός μουσικός
- Αλή Σουμάνης (19ος αι. - 20ος αι.), Γεραπετρίτης παραδοσιακός μουσικός
- Βεντάτ Τεκ (1873–1942), Τούρκος αρχιτέκτονας
- Σαντί Τσαλίκ (1917-1979), Τούρκος γλύπτης
Πληθυσμιακά δεδομένα
ΕπεξεργασίαΑπογραφή | Τουρκοκρήτες | Ποσοστό | Συνολικός πληθυσμός |
---|---|---|---|
1819[24][25] | 104.536 | 49,3% | 212.042 |
1858[24][25] | 62.138 | 22,2% | 278.908 |
1881[25][26] | 72.353 | 26,2% | 276.208 |
1900[25][27] | 33.496 | 11% | 303.543 |
1911[25] | 27.852 | 8,3% | 336.151 |
1920[25] | 22.999 | 6,6% | 346.584 |
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ P. Hooper, Thesis, University of New Mexico, σελ. v. σελ 27
- ↑ Greene Molly (2000) A Shared World: Christians and Muslims in the Early Modern Mediterranean, Princeton University Press. σελ. 87.
- ↑ Barbara J. Hayden, The Settlement History of the Vrokastro Area and Related Studies, vol. 2 of Reports on the Vrokastro Area, Eastern Crete, p. 299
- ↑ Chris Williams, "The Cretan Muslims and the Music of Crete", in Dimitris Tziovas, ed., Greece and the Balkans: Identities, Perceptions, and Cultural Encounters since the Enlightenment
- ↑ 5,0 5,1 5,2 Παντελής Μπουκάλας, Ο Έρως και το Έθνος. Οι φυλές, οι θρησκείες και η δημοτική ποίηση της αγάπης, Εκδόσεις Άγρα, 2022, τόμος Α΄, σελ. 249.
- ↑ Rippin, Andrew (2008). World Islam: Critical Concepts in Islamic Studies. Routledge. σελ. 77. ISBN 978-0415456531.
- ↑ Leonidas Kallivretakis, "A Century of Revolutions: The Cretan Question between European and Near Eastern Politics", p. 13f in Paschalis Kitromilides, Eleftherios Venizelos: The Trials of Statesmanship, Edinburgh University Press, 2009, ISBN 0748633642
- ↑ Πεπονάκης, Μανόλης (1994). Εξισλαμισμοί και επανεκχριστιανισμοί στην Κρήτη (1645-1899). Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). σελ. 38-40.
- ↑ 9,0 9,1 9,2 Αλεξάκη, Ι. Σ. (1948). «Ο Τσούλης και το τραγούδι του». Κρητικά Χρονικά. Κείμενα και Μελέται Κρητικής Ιστορίας (Ηράκλειο Κρήτης: Ανδρέας Γ. Καλοκαιρινός) Β΄: 171. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2019-06-28. https://web.archive.org/web/20190628204107/http://online.cretica-chronica.gr/output/2821242270513a.pdf.
- ↑ Μπουκάλας, 2022, σελ. 252.
- ↑ Γιάννης Σπυρόπουλος, επιστημονική επιμ. Ασπασία Παπαδάκη, Οθωμανική διοίκηση και κοινωνία στην προεπαναστατική δυτική Κρήτη. Αρχειακές μαρτυρίες (1817-1819), Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων- Γενικά Αρχεία του Κράτους-Αρχεία Ν. Ρεθύμνης, Ρέθυμνο 2015, σελ. 133-134.
- ↑ Μάνος Περάκης, Κρήτη. Το νησί των προσαρμογών. Οικονομία και κοινωνία τον 19ο αιώνα (1830-1913), Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών – Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος” – εκδόσεις Ασίνη, 2017, σελ. 25.
- ↑ Πεπονάκης Μανόλης, "Εξισλαμισμοί και επανεκχριστιανισμοί στην Κρήτη (1645-1899)", Διδακτ. Διατριβή, (1994), Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ)), σ. 78-91
- ↑ Μαρία Καλογεράκη, Το μεταπολεμικό Ηράκλειο Κρήτης. Η ανασυγκρότηση μιας βομβόπληκτης πόλης, ΕΚΠΑ, Διδακτορική Διατριβή, Αθήνα 2016, σελ. 119.
- ↑ Θεοχάρη Δετοράκη, Ιστορία της Κρήτης, Αθήνα 1986, σελ. 458.
- ↑ 16,0 16,1 Πεπονάκης, 1994, σελ. 100.
- ↑ Περάκης, 2017, σελ. 41.
- ↑ Πεπονάκης, 1994, σελ. 100, 206-207.
- ↑ Kaurinkoski, Kira. «Οι μουσουλμανικές κοινότητες της Κω και της Ρόδου: Σκέψεις για την κοινοτική οργάνωση και τις συλλογικές ταυτότητες στη σύγχρονη Ελλάδα. In: M. Georgalidou, K. Tsitselikis (eds.), Γλωσσική και κοινοτική ετερότητα στη Δωδεκάνησο του 20ου αιώνα, ΚΕΜΟ, Αθήνα, Παπαζήση, σελ. 431-485». researchgate.net. ResearchGate. σελ. 9. Ανακτήθηκε στις 15 Αυγούστου 2019.
- ↑ Δήμητρα Γ. Μόσχου, Βασική εκπαίδευση και κοινωνική οργάνωση στην Κρήτη την εποχή της κρητικής πολιτείας. 1898-1901, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Διδακτορική Διατριβή, Ιωάννινα 2008, σελ. 139.
- ↑ Τζεδάκη-Αποστολάκη, Λένα (Ιούνιος 2001). «Τουρκοκρητικοί. Αναζήτηση μιας ταυτότητας». Τα Ιστορικά (Εκδοτικός οίκος Μέλισσα) 18ος (34): 148-149.
- ↑ Ibrahim Sirkeci, Fethiye Tilbe, Mehtap Erdogan (επιμ.), The Migration Conference 2017 Programme and Abstracts Book, 2017, σελ. 82.
- ↑ Κωνστ. Γ. Φουρναράκη, Τουρκοκρήτες, Εκδοσις Ι. Γιαννακουδάκι, Εν Χανίοις, 1929, σελ. 11.
- ↑ 24,0 24,1 Δετοράκη, 1986, σελ. 400.
- ↑ 25,0 25,1 25,2 25,3 25,4 25,5 Ανδριώτης, Νίκος (2004). «Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι στην Κρήτη, 1821-1924. Ένας αιώνας συνεχούς αναμέτρησης εντός και έκτος του πεδίου της μάχης». Μνήμων (Αθήνα: Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού) 26: 93. https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/mnimon/article/viewFile/8528/8855.
- ↑ Δετοράκη, 1986, σελ. 401.
- ↑ Δετοράκη, 1986, σελ. 459.
Περαιτέρω ανάγνωση
Επεξεργασία- Λιμαντζάκης Γιώργος, Το Κρητικό Ζήτημα, 1868-1913, από τα πεδία των μαχών στη διεθνή διπλωματία, 2020.
- Tsokalidou Roula, Greek-Speaking Enclaves of Lebanon and Syria, Proceedings II Simposio Internacional Bilingüismo. Retrieved 4 December 2006
- "Φυλλάδα για τσοι Τούρκους της Κρήτης, γραμμένη από ένα γέρ{ω} Κρητικό το 1858". Το έργο αναδημοσιεύτηκε στην Επετηρίδα Εταιρείας Κρητικών Σπουδών 1(1938), σ. 117-129, από τον Ε. Σ. Αγγελάκι, ο οποίος αποδίδει το έργο στον Κωνσταντίνο Κριτοβουλίδη-Καλλίνικο.