Το τέλος της μικρής μας πόλης

Το τέλος της μικρής μας πόλης είναι μία συλλογή διηγημάτων του Δημήτρη Χατζή με ενιαίους θεματικούς άξονες που συνδέουν τα επτά αφηγήματα, επιτρέποντας την ανάγνωσή του ως ενιαίο έργο. Σύμφωνα με τον Λίνο Πολίτη τα διηγήματα της συλλογής «δίνουν κυρίως έναν κόσμο που φθίνει, επειδή έχουν αλλάξει οι οικονομικές και οι κοινωνικές συνθήκες». Εντοπίζεται επίσης ο σημαντικός αντίκτυπος που έχουν οι κοινωνικοί και οικονομικοί μετασχηματισμοί στους κεντρικούς χαρακτήρες στα διηγήματα της συλλογής, ενώ παράλληλα προβάλλεται η σύγκρουση μεταξύ ατόμου και κοινωνικού συνόλου, ο εντοπισμός του προσωπικού οφέλους και η διαχείριση της διαφοράς από τους άλλους, ο κοινωνικός αποκλεισμός και η περιθωριοποίηση ορισμένων χαρακτήρων.

Το τέλος της μικρής μας πόλης
Το εξώφυλλο της δεύτερης έκδοσης (1963).
ΣυγγραφέαςΔημήτρης Χατζής
ΜορφήΣυλλογή διηγημάτων

Ο ρόλος του συγγραφέα Επεξεργασία

Για να γίνουν κατανοητά ορισμένα στοιχεία που απαντώνται στο παρόν, αλλά και σε άλλα έργα του Δημήτρη Χατζή, είναι αναγκαία η συνοπτική αναφορά σε στοιχεία του βίου του — εκείνα που καθόρισαν τον τρόπο της γραφής του. Το διήγημα, όπως και η ποίηση, εκφράζει σε μικρό ή μεγάλο βαθμό την ψυχή του συγγραφέα του. Σε ένα βαθμό, τις εσωτερικές συγκρούσεις του συγγραφέα υποδεικνύουν οι ήρωες, οι χαρακτήρες του διηγήματος με τις περιπέτειές τους και τις συγκρούσεις τους. Ο Δημήτρης Χατζής δεν περιγράφει απλώς τον χαρακτήρα-ρόλο του νεαρού σοσιαλιστή που παγιδεύεται στο αδιέξοδο της πραγμάτωσης των πεποιθήσεών του, είναι ο ίδιος ένας απογοητευμένος σοσιαλιστής.[1]

Γεννημένος στα Ιωάννινα το 1913 ο συγγραφέας στρατεύθηκε από νωρίς στο Κομμουνιστικό Kόμμα, έλαβε μέρος στον Εμφύλιο και κατόπιν έζησε πολιτικός εξόριστος στην Ουγγαρία, την Ανατολική Γερμανία και τη Ρουμανία, σχεδόν τριάντα χρόνια, μέχρι τον επαναπατρισμό του το 1974.[2] Η βίαιη καταστολή της ουγγρικής εξέγερσης του 1956 επέφερε μια έντονη συνειδησιακή μεταβολή πάνω του, ωθώντας τον σε αμφισβήτηση του σταλινικού δόγματος και του ίδιου του τού δογματισμού, εμφανούς στην πρώιμη λογοτεχνική παραγωγή του.[3] Τούτη η μεταλλαγή πέραν των προσωπικών απογοητεύσεων του συγγραφέα είναι και η προσωπική του αντιμετώπιση στο ζήτημα της προσαρμογής μη κομμουνιστικών πολιτισμικών στοιχείων στις ανάγκες μιας εξελισσόμενης κοινωνίας.[4]

Ο Δημήτρης Χατζής ως συγγραφέας είναι δεμένος με το ψυχογράφημα και την ηθογραφία. Επηρεασμένος από τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό χρησιμοποίησε και στο παρόν έργο ρεαλιστική γραφή, χωρίς να γίνεται λαογράφος μήτε ρομαντικός, αλλά πλήρως διεισδυτικός στον εσωτερικό κόσμο των ηρώων του δίνοντας τη «ζεστασιά της ανθρώπινης σχέσης τους».[5]

Θεματικοί άξονες της συλλογής Επεξεργασία

Ο κοινός θεματικός άξονας είναι η μικρή επαρχιακή πόλη και οι διαδικασίες μετασχηματισμού της μέσα από κοινωνικές, ιστορικές και οικονομικές αλλαγές[6]. Στην πραγματικότητα είναι ο χαρακτήρας της επαρχιακής πόλης των Ιωαννίνων,[7] που αλλοτριώνεται σταδιακά είτε υπό την επίδραση της ανάπτυξης νέων μεθόδων βιοτεχνικής και βιομηχανικής παραγωγής, είτε υπό τη δημογραφική κοινωνική πίεση στον καιρό του πολέμου και τη σκοτεινή ανάπτυξη του κεφαλαίου. Η χρήση της μικρής κοινότητας (η μικρή μας πόλη) προκειμένου να αναδειχθεί το άτομο συνήθως ως θύμα των συνθηκών είναι ένα χαρακτηριστικό που μοιράζεται ο συγγραφέας με άλλους ομότεχνούς του της δεκαετίας του 1960[8].

Κοινός, επίσης, θεματικός άξονας είναι η ηθογραφική ανάλυση των ηρώων του,[9] των απλών ανθρώπων γύρω από τους οποίους πλέκει ο Δ. Χατζής τους λογοτεχνικούς του μύθους, ή η οπτική γωνία με την οποία διερευνά αληθινούς χαρακτήρες.[10] Στην προκειμένη περίπτωση ο συγγραφέας παρουσιάζει μια φανερή ή κρυφή αφηγηματική στάση που λειτουργεί ενοποιητικά στο συνολικό ύφος του έργου μαζί με τη χρονολογική θα έλεγε κανείς παράταξη των διηγημάτων.

Στο διήγημα «Ο Σιούλας ο ταμπάκος», ο συγγραφέας, με την έμμεση αναφορά του στο κάστρο και στην λίμνη, οριοθετεί τον κοινωνικό του χώρο στην πόλη των Ιωαννίνων,[11] διαμορφώνοντας εκ των προτέρων το σκηνικό μιας κοινωνικής διαφοράς που θεμελιώνεται πάνω στον παρόντα ξεπεσμό την άλλοτε ευημερία αυστηρά ιεραρχημένων κοινωνικών ομάδων, όπως ήταν τα ισνάφια[12] στις Βαλκανικές πόλεις του 18ου και 19ου αι.[13] Στα Ιωάννινα, στη Λάρισα και στη Θεσσαλονίκη, σημαντικά κέντρα παραγωγής και συγκέντρωσης δερμάτων, εξακολούθησαν να επιβιώνουν εργαστήρια με την παραδοσιακή τους μορφή μέχρι και τη δεκαετία του 1960. Οι ταμπάκοι θεωρούσαν ότι ανήκαν σε μια παλαιά συντεχνία, συνεπώς κλειστή κοινωνική ομάδα, που κατοικούσε εντός του κάστρου στην ανατολική πλευρά της λίμνης. Ως κλειστή κάστα έχουν διαμορφώσει την υποστηρικτική μυθολογία της διαφοράς τους με τις κατώτερες κάστες διατηρώντας μόνο σχέση με τους καϊκτσήδες, εξαιτίας κυρίως του πάθους του κυνηγιού. Παρόλο που στο συγκεκριμένο διήγημα ο συγγραφέας εξετάζει έναν μόνο εκπρόσωπο τούτης της συντεχνίας, είναι σαφές ότι μέσω του Σιούλα εκπροσωπείται το συνολικό συντεχνιακό ρεύμα αντίθεσης προς το κοινωνικό περιβάλλον.

Μέσα σε αυτό το κλειστό, υποθετικά αύταρκες, περιβάλλον («Αυτάρκεια. Ηθική. Κοινωνική. Πολιτική.»[14]), ο Σιούλας ο ταμπάκος γεννήθηκε, μεγάλωσε και δημιούργησε τη δική του οικογένεια, αρνούμενος να βιώσει τις εξελίξεις του περιβάλλοντός του, καθώς «κάθε νεωτερισμός είταν ξιπασμός», αρνούμενος ακόμα και να αποδεχθεί έναν ξενιτεμένο της συντεχνίας του. Όλα είναι κρυφά, ακόμη και η απόγνωση της συζύγου του που δεν μπορεί να μιλήσει για τη φτώχεια. Ο μετασχηματισμός και η εκβιομηχάνιση της ελληνικής επαρχίας επηρέασε καταλυτικά το ισνάφι των ταμπάκων, φέρνοντας τον άνθρωπο αντιμέτωπο με τη μηχανή που κατεργαζόταν τα δέρματα και ευκολότερα και φθηνότερα. Ο κόσμος των βυρσοδεψών και των εργαστηρίων τους άρχισε να φθίνει με την αλλαγή των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών, σε σημείο που, παρά την άρνησή τους να βιώσουν τις επερχόμενες αλλαγές, οι ταμπάκοι στο πρόσωπο του Σιούλα[15] υποκύπτουν και αρχίζουν να μεταλλάσσονται, ερχόμενοι σε επαφή με τις κατώτερες κάστες. Πρόκειται για μια οδυνηρή αλλά απόλυτα απαραίτητη αλλαγή που αφυπνίζει και ταυτόχρονα δίνει την ευκαιρία. Ο Σιούλας ο ταμπάκος αποφασίζει να πουλήσει το δίκαννό του στο γύφτο. Ο γύφτος, αντίθετα από κεντρικούς ήρωες των επόμενων διηγημάτων που πραγματευόμαστε, αρνείται το προσωπικό κέρδος. Γνωρίζει τι σημαίνει το όπλο για τον κυνηγό και όχι μόνο αρνείται να το αγοράσει σε εξευτελιστική τιμή αλλά του δανείζει και ένα κατοστάρικο. Η συνειδητοποίηση πως ο γύφτος και ο βαρελάς αργότερα είναι καλοί άνθρωποι, γίνεται το τέλος της απομόνωσης και η αρχή της αλλαγής: «Έτσι πήγε ο πρώτος ταμπάκος, στάθηκε στο παζάρι και πούλησε το κυνήγι του[16]

Αντίθετα, σε ένα άλλο διήγημα της συλλογής στο «Ο τάφος», καμία αναφορά δεν κάνει ο συγγραφέας, έστω και έμμεση για την πόλη, ζωγραφίζει μονάχα ένα τοπίο στα περίχωρα που σήμερα έχει αλλάξει. Εδώ έχει σημασία η σημαντική αντίθεση ανάμεσα στον κυρ Αντώνη τον Τσιάγαλο ευηπόληπτο πολίτη και στήριγμα της κοινωνίας και τον μπάρμπα Σπούργο, τον μιαρό ξένο, τον ολομόναχο.[17]

Ο ένας είναι απόλυτα ενταγμένος στο δικό του σύστημα αστικών αξιών, «με τη δραστήρια συμμετοχή του στις δημοτικές εκλογές και με τη θέση του επιτρόπου», ο άλλος διωγμένος από τον τόπο του, από τη δίνη μιας εσωτερικής σύγκρουσης της οικογένειας για ζητήματα κληρονομικά. Είναι περιθωριοποιημένος όπου και να πάει, δεν μπορεί καν να διαχειριστεί τη διαφορά του από τα κοινωνικά σύνολα με τα οποία έρχεται σε επαφή.

Και οι δύο χαρακτήρες ενοικιάζουν από μία δημοτική παράγκα στα περίχωρα της πόλης. Ο ένας τη θεωρεί κεφάλαιο, «αποκούμπι των γερατειών του»[16], ο άλλος απλά ένα τόπο ήρεμο για να γαληνέψει. Εκείνος που θεωρεί την καλύβα του «κεφάλαιο» θα προσπαθήσει και θα τα καταφέρει να διώξει τον ξένο, προσάπτοντάς του φονικά που δεν έκανε, διώχνοντάς τον με τη συνεργασία της υπόλοιπης κοινότητας, με τον ίδιο τρόπο δηλαδή που έδιωχναν τον «ξένο» τα κλειστά κοινωνικά συστήματα ήδη από την πρώτη αστική επανάσταση στο διάβα της ιστορίας και τις αρχέγονες συγκρούσεις γαιοκτησίας.[18]

Για διαφορετικούς λόγους κανένας από τους δύο δεν επιχειρεί να βελτιώσει τις δημοτικές καλύβες. Ο κυρ Αντώνης γιατί περιμένει τη δημιουργία ενός δρόμου που θα του φέρει πελατεία, ο μπάρμπα Σπούργος γιατί δεν ενδιαφέρεται παρά μόνο για τη γαλήνη του. Όταν ο δρόμος έρχεται ο Σπούργος πρέπει να βγει από τη μέση χάριν της επιδίωξης του προσωπικού κέρδους του κυρ Αντώνη που τον «Σπούργο — στο χέρι τον είχε».[19] Παρόλα αυτά ο ανταγωνισμός θα έρθει με τη μορφή νέων κεφαλαίων και καλοσχεδιασμένων επιχειρήσεων με αποτέλεσμα να μη χαρεί καθόλου ο κυρ Αντώνης για την πύρρεια νίκη του. Με τη βοήθεια δικηγόρων και της αστυνομίας, με τη βοήθεια δηλαδή του συστήματος που ευνοεί το «οικείο», ο Σπούργος απομακρύνεται και τη θέση του στον ανταγωνισμό του κυρ Αντώνη παίρνει το πραγματικό μαγαζί. Ο κυρ Αντώνης βρίσκεται σε ευθεία σύγκρουση με τις νεοτερικές εξελίξεις και την τουριστική αξιοποίηση του τόπου, σε ευθεία δηλαδή σύγκρουση με το κοινωνικό σύνολο. Θαμμένος στις παραδοσιακές αξίες του αρνείται και αυτός να δει ότι οι γυναίκες χορεύουν πλέον εδώ και καιρό στην αγκαλιά των ανδρών,[20] αρνείται να δει στο βάθος πως ο μπάρμπα Σπούργος, ο ενάντιος, ήταν στην πραγματικότητα ο σύντροφος και συμπλήρωμά του. Είναι φυσικό, λοιπόν, να νιώσει την απέραντη μοναξιά του τάφου, όταν συνειδητοποιεί πως ο Σπούργος επέστρεψε μονάχα για να πεθάνει.

Στο «Η θεια μας η Αγγελική», το κεντρικό πρόσωπο, «η θεια η Αγγελική» ζει στην πόλη των Ιωαννίνων της περιόδου του Αλβανικού μετώπου, μια πόλη με έντονες δημογραφικές πιέσεις εξαιτίας της έλλειψης του μαχόμενου πληθυσμού, που ήδη από το 1922 πάσχει συνολικά από φτώχεια, αισχροκέρδεια και ανεργία. Ο πόλεμος είναι μία έκφραση της βιαιότερης πιθανώς κοινωνικής πίεσης και αλλαγής, την οποία υφίστανται οι ήρωες, όπως τους αφηγείται ο συγγραφέας στα πλαίσια της μικρής τους πόλης.[21]

Φτωχή ή ίδια με πενιχρό εισόδημα βρίσκεται, ωστόσο, σε αρμονική συνάφεια με τον κοινωνικό της περίγυρο, παίρνοντας και δίνοντας συναισθήματα, τρόφιμα, την έγνοια της για τον κόσμο, την τρυφερότητα του περίγυρου ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης. «Φχαριστούμε κυρ' Αγγελική, έλεγε ο φουκαράς ο Καμινάρης και η καρδιά του γλυκαινότανε.»[22] Η θειά Αγγελική ζει σε έναν κόσμο, σε έναν «μαχαλά» όπου οι καλοί αλλά φτωχοί νοικοκυραίοι συνυπάρχουν με τους παλιούς αρχόντους, οι Χριστιανοί με τους «Οβραίους» στο παζάρι, οι κουδουνάδες, οι χαλκωματάδες και οι τσαρουχάδες στα στενά του παζαριού να παλεύουν περιθωριοποιημένοι πλέον ενάντια στη μηχανή που τους παίρνει το ψωμί.[23] Για άλλη μια φορά παρουσιάζεται εδώ το μοτίβο της εκβιομηχάνισης που απειλεί την ευημερία, αλλάζοντας τις οικονομικές συνθήκες παραγωγής και τα κοινωνικά τους συμφραζόμενα, οδηγώντας στην περιθωριοποίηση άλλοτε επικερδή επαγγέλματα.[24]

Η προδοσία της αντιπροσωπευτικής ηρωίδας έρχεται με την επιδίωξη προσωπικού κέρδους σε βάρος της κοινότητας, του μαυραγορίτη, του Αντώνιου Γωγούση, ο οποίος χάρη στην εμπιστοσύνη της θείας Αγγελικής μετατρέπει το κελάρι της σε αποθήκη μαύρης αγοράς, οδηγώντας τη σε σύγκρουση με το περιβάλλον, που δεν μπορεί να κατανοήσει την άγνοιά της στο δεδομένο θέμα. «Ωχού τώρα… Το κελάρι κυρ' Αγγελική, ποιος τους το 'δωσε των φονιάδων — εγώ τους το 'δωσα; Παράτα μας, λέω.» Ο ίδιος ο Γωγούσης είναι το άτομο που στρέφεται ενάντια στην κοινότητά του είτε για λόγους αισχροκέρδειας, είτε για λόγους επιβίωσης στις αντίξοες συνθήκες που παράγει για τον τόπο η πολεμική σύγκρουση.

Σε όλο το εύρος της συλλογής διηγημάτων του Χατζή παρατηρείται σαφής επίδραση των οικονομικών και κοινωνικών μετασχηματισμών μιας κοινωνίας που εκσυγχρονίζεται απέναντι στους παραδοσιακούς τρόπους επιβίωσης και κυρίως στα παραδοσιακά επαγγέλματα. Οι ήρωες των διηγημάτων είτε έρχονται σε σύγκρουση με τις παλιές αξίες ή αλλάζουν την οπτική γωνία με την οποία βλέπουν τον κόσμο υπό την πίεση της φτώχειας, όπως ο Σιούλας ο ταμπάκος. Ενίοτε αισχροκερδούν ή εκμεταλλεύονται, χάριν προσωπικού οφέλους, όπως στην περίπτωση του Αντώνιου Γωγούση του Μαυραγορίτη ή του κυρ Αντώνη του Τσιάγαλου. Διατηρώντας μια πεισματική προσήλωση στην κοινωνιολογική διάσταση του μύθου του ο Χατζής αναδεικνύει τις αντιθέσεις που παράγει το άτομο σε σχέση με το περιβάλλον του και αντίθετα. Ταυτόχρονα διαμορφώνει μια δική του ανθρωπολογία του ξένου στην περίπτωση του μπάρμπα Σπούργου, φέρνοντας στην επιφάνεια στοιχεία τοπικισμού και καχυποψίας προς καθετί ξένο. Μπροστά σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία τα κλειστά συστήματα δεν έχουν ούτε την παλαιότερη θέση, μήτε την προγενέστερη αξία τους. Έχοντας δει τον κόσμο να αλλάζει ο συγγραφέας, μεταφέρει το βίωμά του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο μέσω της τέχνης του.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Βλ. αναφορά του Beaton στον χαρακτήρα-ρόλο του νεαρού σοσιαλιστή Beaton R. σ. 149.
  2. Πολίτης Λίνος, σ. 347
  3. Βλ. το μυθιστόρημα Η Φωτιά, το 1946, λογοτεχνικό έργο για την Αντίσταση και η συλλογή Θητεία της περιόδου 1940–1950.
  4. Beaton R., σ. 161.
  5. Αναστασιάδου Α. κ.ά. σ, 318.
  6. Crist (1987).
  7. Παρόλο που δεν αναφέρεται ρητά, όπως επισημαίνει ο Λίνος Πολίτης. Βλ. Πολίτης Λ., σ. 347.
  8. Beaton R., σ. 133
  9. Οι νικημένοι ήρωες όπως αναφέρεται στο σημείωμα του εκδότη. Βλ. Χατζής Δ., σ. 214.
  10. Ο Σαμπεθάι Καμπιλής και ο Γιωσέφ Ελιγιά, για παράδειγμα, ήταν υπαρκτά πρόσωπα της εβραϊκής κοινότητας των Ιωαννίνων. Βλ. Αναστασία Νάτσινα, «Μια εισαγωγή στην ανάγνωση των λογοτεχνικών κειμένων Δημήτρη Χατζή "Σαμπεθάι Καμπιλής"», στο <http://www.openlit.gr/DocLib3/forms/material.aspx Αρχειοθετήθηκε 2009-11-24 στο Wayback Machine.> ανάκτηση 02.05.09.
  11. Χατζής Δ., σ. 7.
  12. «Ισνάφια». mythotopia.eu. Ινστιτούτο Επεξεργασίας του Λόγου. Ανακτήθηκε στις 26 Αυγούστου 2023. 
  13. Για την αυστηρή ιεράρχηση και την εκμετάλλευση των κατώτερων μελών μιας συντεχνίας, βλ. Τοντόροφ Ν., σσ. 163-4.
  14. Χατζής Δ., σ. 9.
  15. Βλ. Παγανός Γ., σσ. 262 κ.εξ. «Η ατομική περίπτωση χρησιμεύει για να φωτίσει καλύτερα το γενικό πρόβλημα».
  16. 16,0 16,1 Χατζής Δ., σ. 20.
  17. Χατζής Δ., σ. 24.
  18. Childe V. G., σσ. 3-17.
  19. Χατζής Δ., σ 29.
  20. Χατζής Δ., σ. 36.
  21. Ο συγγραφέας με έμμεσο τρόπο κάνει αναφορά στο Κάστρο της πόλης, υποδεικνύοντας την γενέτειρά του. Βλ. Χατζής Δ., σ. 75.
  22. Χατζής Δ., σ. 78.
  23. Χατζής Δ., σ. 79.
  24. Τα παπούτσια τα ραφτά των τσαρουχάδων, για παράδειγμα των Ιωαννίνων, που γίνονταν κατά παραγγελία από τους ταμπάκους ήταν άλλοτε προσοδοφόρο επάγγελμα. Βλ. Σαλαμάγκας Δ., σ. 391.

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • Αναστασιάδου Α. κ.ά. (2000) Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική φιλολογία (19ος και 20ός αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα.
  • Beaton R. (1996) Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, Νεφέλη Αθήνα.
  • Βραζιτούλης, Γ. (2011) Οι ανατολικογερμανικές εκδόσεις του έργου του Δημήτρη Χατζή
  • Παγανός Γ. (1983) Η νεοελληνική πεζογραφία, Κώδικας, Αθήνα
  • Πολίτης Λ. (2007) Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μ.Ι.Ε.Τ. Αθήνα.
  • Σαλαμάγκας Δ. (1959) «Τα ισνάφια και τα επαγγέλματα επί τουρκοκρατίας στα Γιάννινα», στο Ηπειρωτική Εστία, τεύχος 8.
  • Τοντόροφ Ν. (1986) Η Βαλκανική πόλη: 15ος – 19ος αιώνας, Θεμέλιο, Αθήνα.
  • Χατζής Δ. (1999) Το τέλος της μικρής μας πόλης, Το Ροδακιό, Αθήνα.
  • Childe V. G. (1950 «The Urban Revolution» στο Town Planning Review, 21:3-17
  • Crist, Robert (Ιανουάριος 1987). «"Το τέλος της μικρής μας πόλης" του Δημήτρη Χατζή και το "Γουάινσμπεργκ, Οχάιο" του Σέργουντ Άντερσον». Η λέξη (61): 18-24.