Φωνητικός νόμος (αγγλ. sound law, γαλλ. loi phonétique, γερμ. Lautgesetz) ονομάζεται στη γλωσσολογία η περιγραφή μιας φωνητικής αλλαγής, η οποία έχει συστηματική ισχύ. Οι φωνητικές αλλαγές σε μια γλωσσική οικογένεια ή διαχρονικά εντός της ίδιας γλώσσας παρουσιάζουν συχνά γενικότητα και καθολικότητα, έτσι ώστε να είναι δυνατή η γενική και αφηρημένη περιγραφή τους. Απαραίτητο χαρακτηριστικό ενός φωνητικού νόμου, για να είναι έγκυρος, είναι να ισχύει χωρίς εξαιρέσεις ή οι εξαιρέσεις του να υπόκεινται με τη σειρά τους σε άλλους φωνητικούς νόμους, προκειμένου να έχει επιστημονικό χαρακτήρα και να μην είναι αυθαίρετος. Οι φωνητικοί νόμοι είναι μεθοδολογικό εργαλείο της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας και επιτρέπουν τη συστηματική μελέτη της γλωσσικής μεταβολής.

Ένας φωνητικός νόμος έχει ισχύ σε μια συγκεκριμένη γλώσσα ή διάλεκτο σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Έτσι είναι δυνατόν λέξεις ή φωνήματα που εμφανίστηκαν στη γλώσσα, για την οποία ισχύει ο φωνητικός νόμος, μετά την περίοδο ισχύος του, να μην υπόκεινται σε αυτόν. Παράδειγμα φωνητικού νόμου είναι η σίγηση του -σ- στην αρχαία ελληνική σε ενδοφωνηεντική θέση. Για κάποια χρονική περίοδο, όταν το -σ- βρισκόταν ανάμεσα σε φωνήεντα, χανόταν (εσιγάτο). Π.χ. η γενική βέλεος [> βέλους] του ουσιαστικού βέλος προκύπτει από το θέμα βελεσ- και την κατάληξη -ος με σίγηση του -σ- [και ακόλουθη συναίρεση των φωνηέντων]: *βελεσ-ος > βελε-ος [> βελους]. Άλλος φωνητικός νόμος ήταν η συριστικοποίηση του -τ- μπροστά από το -ι: *εικοτ-ι > είκοσι. Οι δύο αυτοί νόμοι ίσχυσαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Έτσι το ενδοφωνηεντικό -σ- στη λέξη είκοσι παρέμεινε, επειδή προέκυψε μετά την ισχύ του νόμου περί σίγησης του ενδοφωνηεντικού -σ- και δεν κατελήφθη από αυτόν (δεν σιγήθηκε).

Οι φωνητικοί νόμοι ισχύουν και σε συγκεκριμένα γεωγραφικά όρια. Είναι δυνατόν εντός της ίδιας γλώσσας ή ομάδας γλωσσών σε μια περιοχή να ισχύσει ένας φωνητικός νόμος και σε μια άλλη όχι (π.χ. επειδή είναι απομακρυσμένη και δεν έχει επαφή με την πρώτη ομάδα). Τα γεωγραφικά όρια ενός φωνητικού νόμου (όπως και ευρύτερα ενός γλωσσικού φαινομένου) ονομάζονται ισόγλωσσο. Το ισόγλωσσο είναι η νοητή γραμμή, πέραν της οποίας δεν ισχύει ο συγκεκριμένος φωνητικός νόμος. Συνήθως το ισόγλωσσο ταυτίζεται με κάποιο φυσικό όριο (βουνό, ποτάμι, θάλασσα κλπ.). Για παράδειγμα στη Δωρική διάλεκτο δεν ίσχυσε ο φωνητικός νόμος της συριστικοποίησης του -τ- μπροστά από -ι (παραδίδεται τύπος Fίκατι αντί εἴκοσι). Έτσι με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα μπορεί να χαραχθεί στον χάρτη μια νοητή γραμμή που χωρίζει γεωγραφικά τις διαλέκτους στις οποίες έχει επέλθει η συριστικοποίηση, από αυτές στις οποίες δεν έχει επέλθει («ισόγλωσσο *-τι > -σι»).

Οι φωνητικοί νόμοι περιγράφονται συντομογραφικά με ιδιαίτερα σύμβολα. Το σύμβολο > δηλώνει μεταβολή (Α>Β: το Α τρέπεται σε Β), ενώ το σύμβολο ότι το Α μένει αμετάβλητο. Το σύμβολο _ ή ~ δηλώνει το μεταβαλλόμενο φώνημα και το σύμβολο / δηλώνει έναν περιορισμό του νόμου στις περιπτώσεις που ακολουθούν το / (Α>Β/_Φ: το Α τρέπεται σε Β όταν ακολουθεί φωνήεν). Το σύμβολο # δηλώνει αρχή ή τέλος λέξης (Α > Β/_#: το Α τρέπεται σε Β όταν είναι στο τέλος της λέξης) και το σύμβολο Ø ότι το Α σιγάται (χάνεται). Έτσι οι δύο νόμοι της αρχαίας ελληνικής που περιγράφηκαν μπορούν να αναπαρασταθούν ως εξής:

  • ΠΙΕ [s] > α.ελλ. Ø /Φ_Φ (το πρωτοϊνδοευρωπαϊκό s σιγάται στην αρχαία ελληνική, όταν βρίσκεται ανάμεσα σε φωνήεντα).
  • [τ] > [σ] /_[ι] (το τ συριστικοποιείται, όταν ακολουθεί -ι).

Δεν υπάρχει πάντως διεθνώς ομοιόμορφος συμβολισμός, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούνται κατά καιρούς και διαφορετικά σύμβολα.

Το ιστορικό πλαίσιο Επεξεργασία

Η θεμελίωση του φωνητικού νόμου σήμανε τον τερματισμό τής προεπιστημονικής γλωσσολογικής έρευνας. Μολονότι οι φωνητικές αλλαγές διαπιστώνονταν και στο παρελθόν από τους μελετητές, η ατελής ανάλυση του λόγου δεν ευνοούσε τη συστηματοποίηση των συμπερασμάτων. Στις προεπιστημονικές μελέτες οι λόγιοι συχνά συνέκριναν γράμματα αντί για φθόγγους και συνήθιζαν να παραβάλλουν λέξεις που έμοιαζαν ηχητικά, χωρίς να αναλύουν τα συστατικά τους μέρη. Ως αποτέλεσμα, τα συμπεράσματά τους ήταν συνήθως διαισθητικά και στερούνταν επιστημονικού υποβάθρου[1].

Ένας ακόμη παράγοντας που καθυστέρησε την αναγνώριση της αξίας των φωνητικών νόμων ήταν η ατελής εκτίμηση των φαινομενικών εξαιρέσεων. Σημαντικοί λόγιοι, όπως ο Georg Curtius και ο Rasmus K. Rask, πίστευαν ότι ορισμένες φωνητικές αλλαγές είχαν σποραδικό χαρακτήρα, ότι επρόκειτο για φωνητικούς νόμους με ασυνεπή λειτουργία. Χαρακτήριζαν σποραδικές τις αλλαγές που εφαρμόζονταν σε λίγες περιπτώσεις ή σε περιορισμένο αριθμό δεδομένων και νόμιζαν ότι αυτές εξηγούσαν την ύπαρξη των εξαιρέσεων[2].

Οι διαπιστώσεις των γλωσσολόγων τής Νεογραμματικής σχολής και κυρίως τα συμπεράσματα σχετικά με τη μετατόπιση συμφώνων στις γερμανικές γλώσσες οδήγησαν σε πλήρη ανατροπή τής ιδέας περί «σποραδικών» αλλαγών. Κατανοήθηκε ότι κάθε φωνητικός νόμος αντιπροσωπεύει ορισμένη κανονικότητα και ότι οι εξαιρέσεις του μπορούν να εξηγηθούν από τη λειτουργία άλλου φωνητικού νόμου με συγγενές πεδίο εφαρμογής. Ως εκ τούτου, διατυπώθηκε η άποψη ότι κάθε φωνητική αλλαγή θα πρέπει εξ ορισμού να θεωρείται κανονική.

Οι πρωτοπόροι Νεογραμματικοί γλωσσολόγοι Hermann Osthoff (1847-1909) και Karl Brugmann (1849-1919) διατύπωσαν την εξής, μνημειώδη πλέον, παρατήρηση[3]:

Κάθε φωνητική αλλαγή … ολοκληρώνεται σε αρμονία με νόμους που δεν επιδέχονται καμμία εξαίρεση: Η κατεύθυνση προς την οποία κινείται η αλλαγή είναι πάντοτε η ίδια για όλα τα μέλη τής γλωσσικής κοινότητας, εκτός αν είναι διαλεκτικά διαφοροποιημένη, όλες δε οι λέξεις στις οποίες απαντά ο ήχος που υπόκειται σε αλλαγή επηρεάζονται από τη μεταβολή χωρίς εξαιρέσεις.

Οι Νεογραμματικοί, επηρεασμένοι από τις θετικές επιστήμες, θέλησαν να διατυπώσουν αντίστοιχους νόμους και στη γλωσσολογία. Από εκεί προερχόταν και η σημασία που έδιναν στην χωρίς εξαιρέσεις ισχύ των φωνητικών νόμων. Αυτό τους το αξίωμα, ότι δηλαδή οι φωνητικές μεταβολές ακολουθούν πάντοτε κανόνες, αμφισβητήθηκε από άλλους γλωσσολόγους (μεταξύ των οποίων και ο Φερντινάντ ντε Σωσσύρ), οι οποίοι δεν δέχονται ότι στη γλώσσα μπορούν να εφαρμοστούν τόσο απόλυτοι κανόνες. Σήμερα γίνεται δεκτό ότι οι φωνητικοί νόμοι δεν έχουν μεν την απόλυτη ισχύ των φυσικών νόμων που θέλησαν να τους δώσουν οι Νεογραμματικοί, αλλά και οι φωνητικές μεταβολές δεν είναι αυθαίρετες και οι αποκλίσεις από τους νόμους μπορούν και πρέπει να αιτιολογούνται. Ο φωνητικός νόμος παραμένει έτσι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο στην ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία."

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. H. Pedersen, Linguistic Science in the Nineteenth Century, Copenhagen 1975, p. 258-62.
  2. V. Putschke, «Zur forschungsgeschichtlichen Stellung der junggrammatischen Schule», 1969, Zeitschrift für Dialektologie und Linguistik 36, p. 19-48.
  3. H. Osthoff & K. Brugmann, Morphologische Untersuchungen auf dem Gebiete der indogermanischen Sprachen, Leipzig 1878, p. xiii (από την εισαγωγή).

Σχετικά άρθρα Επεξεργασία