Δωρική διάλεκτος
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Η Δωρική διάλεκτος είναι διάλεκτος της αρχαίας ελληνικής. Η διάλεκτος ομιλούνταν κατά τους κλασικούς χρόνους σε μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου, στην Κρήτη, στη Ρόδο, στην Μεγάλη Ελλάδα, και σε περιοχές της Μικράς Ασίας.
Μορφές
ΕπεξεργασίαΗ Δωρική διάλεκτος ήταν η πιο εκτεταμένη από τις αρχαιοελληνικές διαλέκτους, καθώς ομιλούνταν στην Ήπειρο, τη δυτική Στερεά Ελλάδα, την Πελοπόννησο, την Κρήτη και σε ορισμένα νησιά του νοτίου Αιγαίου. Λόγω της εκτεταμένης διασποράς της υπήρχαν πολλές τοπικές παραλλαγές της και για τον λόγο αυτό η ταξινόμησή τους ποικίλει. Συχνά χρησιμοποιείται ο όρος Δυτική Ελληνική, ο οποίος περιλαμβάνει δύο συγγενικές υποομάδες, την καθεαυτό Δωρική και τις Βορειοδυτικές διαλέκτους. Στην πρώτη υποομάδα ανήκαν οι διάλεκτοι της Λακωνίας, της Αργολίδας, της Μεσσηνίας, της Κορινθίας και της Κρήτης, ενώ οι Βορειοδυτικές δωρικές διάλεκτοι ομιλούνταν στη Φωκίδα, τη Λοκρίδα, τη Δωρίδα, την Ακαρνανία, την Αιτωλία, την Αχαΐα, την Ηλεία και την Ήπειρο. Αρκετοί επιστήμονες θεωρούν πως δωρική ήταν και η αρχαία μακεδονική γλώσσα.
Η διάκριση αυτή όμως θεωρείται από πολλούς γλωσσολόγους ως εσφαλμένη, καθώς οι διαφορές των Βορειοδυτικών διαλέκτων από τις "κλασικές" Δωρικές εντοπίζονται μόνο στην δοτική πληθυντικού των τριτόκλιτων ονομάτων σε -οις αντί για την κατάληξη -σι και στην χρήση του αρχαιότερου τύπου της πρόθεσης ἐν με αιτιατική αντί του εξελιγμένου τύπου εἰς (<ἐνς <ἐν). Φαίνεται πως η μετακίνηση Δωριέων από τη δυτική Στερεά Ελλάδα στην Πελοπόννησο είχε ως αποτέλεσμα τη μικρή διαφοροποίηση των δωρικών διαλέκτων των δύο αυτών περιοχών, ως αποτέλεσμα της διαφορετικής τους εξέλιξης. Σε κάθε περίπτωση υπάρχει σήμερα η τάση να μην γίνεται διαχωρισμός των Βορειοδυτικών διαλέκτων και να θεωρούνται "γνήσιες" Δωρικές.
Ανάλογα με το αν περιέχουν λιγότερους ή περισσότερους αρχαϊσμούς, οι Δωρικές διάλεκτοι διακρίνονται σε τρεις ομάδες: την ήπια (Doris mitior, ανειμένη Δωρίς) η οποία ομιλούνταν στη δυτική Στερεά και την Ήπειρο, τη μέση (Doris media) που ομιλούνταν στην Αργολίδα και στα νησιά του Αιγαίου, και την αυστηρή (Doris severior, αυστηρά Δωρίς) η οποία ομιλούνταν στη νότια Πελοπόννησο και στην Κρήτη.
Χαρακτηριστικά
ΕπεξεργασίαΚύριο χαρακτηριστικό της Δωρικής είναι οι αρχαϊσμοί, η διατήρηση δηλαδή τύπων, οι οποίοι στην Αττική διάλεκτο είχαν ήδη μετεξελιχθεί. Οι πληροφορίες που αντλούμε για τη μυκηναϊκή ελληνική από τις πινακίδες της Γραμμικής Β μάς δείχνουν ότι ορισμένες γλωσσικές μεταβολές, οι οποίες δε συνέβησαν στη Δωρική, είχαν ήδη επέλθει στη μυκηναϊκή, κάτι που σημαίνει ότι η Δωρική συνυπήρχε χρονικά παράλληλα με τη μυκηναϊκή (14ο-13ο αι. π.Χ.). Η Δωρική διάλεκτος θεωρείται η πιο συντηρητική διάλεκτος της αρχαίας Ελληνικής[1][2].Η δωρική διάλεκτος πιστεύεται ότι είχε αρχίσει να δέχεται την επίδραση της αττικής διαλέκτου τουλάχιστον το 380 π.Χ., όταν στους Δελφούς συναντάμε τον αττικό τύπο ἱερός, αντί του δωρικού τύπου ἱαρός, ενώ λίγο αργότερα (343 π.Χ., Δελφοί) χρησιμοποιείται ο τύπος εἴκοσι , αντί του δωρικού Fίκατι.[3] Η δωρική διάλεκτος , αν και δεν υπήρξε ο κορμός της αττικής κοινής, συμμετείχε στον σχηματισμό της , συνεισφέροντας λεξιλογικά στοιχεία.[4]
Γραμματεία
ΕπεξεργασίαΣε Δωρική διάλεκτο έγραφαν οι χορικοί ποιητές Πίνδαρος, Βακχυλίδης ,Στησίχορος, Ανακρέων [5] , Ίβυκος και Αλκμάν . Σε αυτήν επίσης γράφονταν τα χορικά των αρχαίων τραγωδιών. Σε Δωρική διάλεκτο έγραψε και ο Τυρταίος τα εμβατήριά του[6]. Απλοποιημένη μορφή της Δωρικής με λιγότερους αρχαϊσμούς ήταν και η διάλεκτος των Συρακουσίων κωμωδιογράφων Επίχαρμου και Σώφρονος. Οι αλεξανδρινοί ποιητές Καλλίμαχος και Θεόκριτος έγραφαν επίσης σε (τεχνητή) Δωρική. Η χορική ποίηση πρωτάνθισε στη Σπάρτη, και δη στην δωρική διάλεκτο.[7]
Εξέλιξη
ΕπεξεργασίαΗ Τσακωνική διάλεκτος, η οποία έχει επιβιώσει ως τις μέρες μας, θεωρείται ότι ανάγεται στη δωρίζουσα ζώνη της Κοινής. Ομιλείται στα νότια χωριά της επαρχίας Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Τα χωριά αυτά είναι: Τυρός, Αγιος Ανδρέας, Λεωνίδιο, Πραστός, Μέλανα, Βασκίνα. Η ονομασία της περιοχής είναι Τσακωνιά. Η τσακωνική διάλεκτος, λόγω των χαρακτηριστικών της που μοιάζουν με της δωρικής, αλλά και λόγω της κοντινής γεωγραφικής θέσης που έχει η Τσακωνιά με τις περιοχές που ομιλείτο η Δωρική, θεωρείται άμεσος απόγονος της Δωρικής διαλέκτου.
Χρονολόγηση
Επεξεργασία (δείτε επίσης: Ελληνικό αλφάβητο) | |
Πρωτοελληνική (περ. 3000 π.Χ.) | |
Μυκηναϊκή (περ. 1600–1200 π.Χ.) | |
Ομηρική (περ. 1200–800 π.Χ.) | |
Αρχαία ελληνική (περ. 800–300 π.Χ.) Διάλεκτοι: Αιολική, Αρκαδοκυπριακή, Αττική–Ιωνική, Δωρική, Παμφυλιακή, Ομηρική Μακεδονική | |
Ελληνιστική Κοινή (περ. από 330 π.Χ. ως 700)
| |
Μεσαιωνική ελληνική (περ. 700–1700) | |
Νέα ελληνική γλώσσα (από το 1700) Ιδιώματα: Δημοτική, Καθαρεύουσα, Αττικισμός Διάλεκτοι: Καππαδοκική, Κατωιταλική , Κρητική, Κυπριακή, Ποντιακή, Ρωμανιώτικη, Τσακωνική | |
Άλλες μορφές (από 19ο/20ό αιώνα) Ελληνικός κώδικας Μπράιγ, Ελληνική νοηματική γλώσσα, Κώδικας Μορς | |
Κατά την στο παρελθόν κρατούσα θεωρία πιστευόταν ότι η Δωρική διάλεκτος εισήχθη στην ηπειρωτική Ελλάδα με την Κάθοδο των Δωριέων περί το 1150 π.Χ.. Η άποψη όμως αυτή τείνει να εγκαταλειφθεί λόγω δύο παραγόντων. Ο πρώτος είναι η έλλειψη αρχαιολογικών ευρημάτων που να μαρτυρούν χωριστές εισόδους των ελληνικών φύλων (Ιώνων, Αιολέων, Δωριέων) στον σημερινό ελλαδικό χώρο. Ο δεύτερος είναι η ομοιότητα της Δωρικής διαλέκτου με τη μυκηναϊκή ελληνική, που επιτρέπει την υπόθεση ότι οι δύο γλώσσες συνυπήρχαν ήδη την εποχή εκείνη (14ο-13ο αι. π.Χ.) στον ελλαδικό χώρο. Έτσι, η επικρατέστερη σήμερα άποψη δέχεται είσοδο όλων των ελληνικών φύλων στον ελλαδικό χώρο ταυτόχρονα περί το 2000 π.Χ., αποκαλείται δε είσοδος in toto αντί της παραδοσιακής εισόδου in parte. Αυτό σημαίνει ότι οι Δωριείς ήταν ήδη στον ελλαδικό χώρο την εποχή της "καθόδου" τους, αλλά σε απομακρυσμένες περιοχές. Μετά την καταστροφή των μυκηναϊκών ανακτόρων προωθήθηκαν νοτιότερα προς τη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο. Ακόμη, κατά την άποψη αυτή, πιθανότερο είναι ότι η μετεξέλιξη της πρωτοελληνικής γλώσσας σε διαφορετικές διαλέκτους έλαβε χώρα εντός του ελλαδικού χώρου μετά την έλευση των ελληνικών φύλων και όχι, όπως μέχρι πρότινος πιστευόταν, εκτός και πριν.
Διαφορές της Δωρικής με την Αττική διάλεκτο
ΕπεξεργασίαΦωνήεντα
Επεξεργασία- Διατήρηση του ινδοευρωπαϊκού μακρού ᾱ όπου στην Αττική διάλεκτο τρέπεται σε μακρό ανοικτό ē (η) στις εξής περιπτώσεις :
α) Στις καταλήξεις αξ -ακος : Νάρθᾱξ, Μύρμᾱξ, σκώλᾱξ= Νάρθηξ, Μύρμηξ, Σκώληξ.
β) Στα τριτόκλιτα σε τας -τάτος: Οἰκειότᾱς, νεότᾱς, κακότᾱς = αττικοί τύποι
οἰκειότης,νεότης, κακότης.
γ) Στα ουσιαστικά σε -ανα: Γαλάνᾱ, σελάνᾱ, σκανά , παγά = Γαλήνη, σελήνη, σκηνή , πηγή.
δ) Σε όλη την κλίση των συνηρημένων ρημάτων σε αω-ω και των παραγόντων τους: Τιμᾱσω, ἐτίμᾱσα, τίμᾱμα, ἐμνᾱσθαν, μνᾶμα= Τιμήσω, ἐτίμησα, τίμημα, ἐμνήσθην, μνῆμα
ε) Στην χρονική αύξηση των ρημάτων που ξεκινούν με -α : ἄκουσα = αττ. ἤκουσα.
στ) Στις καταλήξεις της α' κλίσεως: ὁ πολίτᾱς, ὁ μαχᾱτάς, τᾶς θαλάσσᾱς , τᾶς Μώσᾱς, ἁ μεγάλᾱ δίκᾱ, ἁ πολλά τιμά = ὁ πολίτης, ὁ μαχητής, τῆς θαλάσσης, τῆς Μούσης, ἡ μεγάλη δίκη, ἡ πολλή τιμή.[8]
2. Συναίρεση του ae>η (ē) αντί του αττικού ᾱ.
3. Τροπή των eo, ea > ιο, ια.
4. Ορισμένες Δωρικές διάλεκτοι (οι «αυστηρές Δωρικές«) έχουν η, ω (ē, ō) για τις »ψευδοδιφθόγγους» της Αττικής ει, ου. Από δευτερεσυναίρεση και αντέκταση με πρώτο σύμφωνο βραχύ ĕ ή ŏ προκύπτειύον μακρό ē, ō (η, ω) αντί των αττικών ει, ου. Γνωστά παραδείγματα είναι η γενική ενικού σε -ω αντί του αττικού -ου, αιτιατική πληθυντικού σε -ως αντί αττικού -ους και απαρέμφατο σε -ην αντί αττικού -ειν. ( από αρχικό τύπο -εεν). Ένα άλλο παράδειγμα αποτελεί ο σχηματισμός μέσω συναίρεσης του αρχικού τύπου *trees σε τρῆς, αντί του ιωνικού τρεῖς. (ΠΙΕ *treyes > ΠΕ> *trehes> trees> τρῆς / τρεῖς).[9]
5. Βραχύ ᾰ αντί αττικού ε σε ορισμένες λέξεις: ἱαρός (αντί ἱερός), Ἄρταμις (αντί Ἄρτεμις), γα (αντί γε).
6. Η διατήρηση του πρωτοελληνικού και πρωτοϊνδοευρωπαϊκού Δίγαμμα F, το οποίο σιγήθηκε νωρίς στην αττική διάλεκτο, ωστόσο στην δωρική διετηρήθη μέχρι και τον 4ο αιώνα[10]. Μερικά παραδείγματα αποτελούν τα : Fίκατι (είκοσι) , Fέργον, νέFος.[1]
7. Συνάιρεση -αω = ᾶ αντί ῶ : δραχμάων < δραχμᾶν , τάων < τᾶν για τους αττικούς τύπους : δραχμῶν, (αὐ)τῶν.
Σύμφωνα
Επεξεργασία- Διατήρηση του -τι όπου στην Αττική έχει τραπεί σε -σι (συριστικοποιηθεί). Η συριστικοποίηση του –τ έχει ήδη συμβεί στη μυκηναϊκή ελληνική. Τα πιο γνωστά παραδείγματα είναι:
- το τρίτο ενικό πρόσωπο των ρημάτων της δεύτερης συζυγίας (σε –μι), φατί αντί του Αττικού φησί(ν)
- τρίτο πληθυντικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα και υποτακτικής ἔχοντι αντί ἔχουσι(ν) (ήδη στη Μηκυναϊκή Ελληνική απαντούσε ο συριστικοποιημένος τύπος e-ko-si = ἔχονσι[11]).
- Fίκατι αντί εἴκοσι(ν) και τα αριθμητικά σε –κάτιοι, τριακάτιοι αντί τριακόσιοι, πέρυτι αντί του [1]πέρυσι και πλούτιος αντί του πλούσιος[12]
- Διατήρηση του διπλού –σσ μπροστά από φωνήεν εκεί που η Αττική το έχει απλοποιήσει σε μονό –σ, μέσσος αντί μέσος.
- Διατήρηση του αρχικού δίγαμμα (F), το οποίο έχει χαθεί στην Αττική, Fοῖκος αντί οἶκος. Τα λογοτεχνικά κείμενα σε Δωρική και οι επιγραφές από την ελληνιστική εποχή δεν έχουν δίγαμμα.
- Προσθήκη –κ στον αόριστο και στον μέλλοντα ρημάτων που τελειώνουν σε –ίζω και –άζω, ενώ η Αττική έχει μόνο –σ, ἀγωνίξατο αντί ἀγωνίσατο. Ομοίως προσθήκη –κ μπροστά από επιθήματα που αρχίζουν με –τ.
- Στην δωρική της Λακωνίας το ληκτικό -ς- αντικαθίσταται από -ρ- (ρωτακισμός) : Κλέανδρορ, ἱερεύρ = αττ. Κλέανδρος, ἱερεύς.[8][13]
Μορφολογία
Επεξεργασία- Το αριθμητικό τέτορες αντί του Αττικού τέτταρες (τέσσαρες).
- Το αριθμητικό πρᾶτος αντί του Αττικού πρῶτος.
- Η δεικτική αντωνυμία τῆνος αντί του Αττικού (ἐ)κεῖνος.
- Διατήρηση του αρχικού τ- στην ονομαστική πληθυντικού του άρθρου και της δεικτικής αντωνυμίας, τοί, ταί, τοῦτοι, ταῦται αντί των Αττικών οἱ, αἱ, οὗτοι, αὗται.
- Κατάληξη του τρίτου πληθυντικού αορίστου των ρημάτων της δεύτερης συζυγίας σε –ν αντί του Αττικού –σαν, ἔδον αντί του Αττικού ἔδοσαν.
- Πρώτο πληθυντικό πρόσωπο σε -μες αντί του Αττικού -μεν, π.χ. Δίδομες, Λέγομες.[1]
- Σχηματισμός μέλλοντα σε -σ-έω, -σ-ίω ή –σ-ῶ αντί του Αττικού -σ-ω, π.χ. πραξῆται (πραγ-σ-έ-εται) αντί πράξεται (πράγ-σ-εται). Ο σχηματισμός αυτός του μέλλοντα ονομάζεται «Δωρικός μέλλοντας« («futurum doricum»). Πιθανότατα και στον σχηματισμό του "Δωρικού Μέλλοντος" να πρόκειται περί διατηρήσεως παλαιάς καταστάσεως (πβ. λιθουανικό -sin: du-sin= δωσέω< *δωσέjω), παρά περί νεωτερισμού της Δωρικής διαλέκτου.[1]
- Υποθετικό μόριο κα αντί του Αττικού ἄν, αἴ κα, αἰ δέ κα, αἰ τίς κα αντί τν Αττικών ἐάν (ἄν), ἐὰν δέ (ἂν δέ), ἐάν τις (ἄν τις).
- Χρονικά επιρρήματα σε -κα αντί του Αττικού -τε: ὄκα, τόκα αντί ὄτε, τότε.
- Τοπικά επιρρήματα σε -ει αντί του Αττικού -ου: τεῖδε, πεῖ αντί τοῦδε, ποῦ
- Διατήρηση παλαιότερων μορφών τονισμού φώτες αντί Αττικού φῶτες, γυναίκες αντί Αττικού γυναῖκες.
- Κλίση των ονομάτων σε -ις χωρίς μεταπτωτική ποικιλία (χρήση περισσοτέρων βαθμίδων του θέματος), π.χ. πόλις, πόλιος, πόλιν (πληθ) πόλιες, πολίων, πόλισι, πόλιας αντί Αττικών πόλις, πόλεως, πόλει, πόλιν, (πληθ) πόλεις, πόλεων, πόλεσι(ν), πόλεις.[1]
- Διαφορετικές προσωπικές αντωνυμίες σε σύγκριση με την αττική διάλεκτο : ἁμές, ἁμέων, ἁμέ αντί των αττικών τύπων ἡμεῖς, ἡμῶν, ἡμῖν[14]
- Χρησιμοποίηση στο γ' ενικό πρόσωπο παρατατικού του ρήματος ἐιμί του τύπου ἦς (*e-es-t > *es, ἦς) αντί του αττικού τύπου ἦν.[14]
- Χρησιμοποίηση στο α' πληθυντικό πρόσωπο ενεστώτος του ρήματος ἐιμί του τύπου εἰμές αντἰ του τύπου ἐσμέν.[15]
Ειδικές λέξεις λέω (λείω) = θέλω, δράω = κάνω, πάομαι = κτάομαι = αποκτώ.
Δείγματα κειμένων Δωρικής διαλέκτου
Επεξεργασία- Η επιγραφή της Γόρτυνος στην Κρήτη (περ. 450 π.Χ..)
Θιοί.
ὅς κ᾽ ἐλευθέρῳ ἤ δώλῳ μέλλῃ ἀν-
πιμωλῆν, πρὸ δίκας μὴ ἄγεν. αἰ δ-
έ κ᾽ ἄγῃ, καταδικακσάτω τῶ ἐλευθέρ-
ω δέκα στατῆρανς, τω δώλω πέντ-
ε, ὅτι ἄγει καὶ δικακσάτω λαγάσαι
ἐν ταῖς τρισὶ ἀμέραις. αἰ [δέ] κα
μὴ [λαγ]άσει, καταδικαδδέτω τῶ μὲν
ἐλευθέρω στατῆρα, τῶ δώλω [δα]ρκν-
ὰν τᾶ̣[ς̣] ἀμέρας Fεκάστας, πρὶν κα λα-
γάσει· τῶ δὲ κρόνω τὸν δι[κ]αστ-
ὰν ὀμνύντα κρίνειν. ― αἰ δ᾽ ἀννίοιτο
μὴ ἄγεν, τὸν δικαστὰν ὀμνύντ-
α κρ[ί]νεν αἰ μὴ ἀποπωνίοι μαῖτυς.
αἰ δέ κα μωλῇ ὁ μὲν ἐλεύθε[ρ̣]ον
ὁ δ[ὲ δ]ῶλον, κάρτονανς ἤμην
[ὅττο]ι κ᾽ ἐλεύθερον ἀποπωνίων
τι. αἰ δέ κ᾽ ἀνπὶ δώλῳ μωλίωντι
πωνίοντες Fὸν Fεκάτερος ἤμ-
ην, αἰ μέν κα μαῖτυς ἀποπωνῇ, κ-
ατὰ τὸν μαίτυρα δικάδδεν, αἰ
δέ κ᾽ ἢ ἀνποτέροις ἀποπωνίωντι
ἢ μηδατέρῳ, τὸν δικαστὰν ὀ-
μνύντα κρίνεν. Ἠ δέ κα νικαθῇ ὁ
ἔκων, [τ]ὸμ μὲν ἐλεύθερον λαγ-
άσαι τᾶν πέ[ν]τ᾽ ἀμερᾶν, τὸν δὲ δῶ-
λ[ον] ἐς κῆρανς ἀποδόμην· αἰ δέ
κα μὴ λογάσει ἢ μὴ ἀποδῷ, δικακ-
σάτω νικῆν τῶ μὲν ἐλευθέρω
πεντήκοντα στατῆρανς καὶ σ-
τατῆρα τᾶς ἀμέρας Fεκάστ-
ας, πρίν κα λαγάσει, τῶ δὲ δώλω
δέκα στατῆρανς καὶ δαρκνὰν
τὰς ἀμέρας Fεκάστας, πρίν κ᾽ ἀ-
ποδῶι ἐς κῆρανς. ἠ δέ κα καταδι-
κάκσει ὁ δικαστάς, ἐνιαυτῷ π-
ράδδεθθαι τὰ τρίτρα ἢ μεῖον,
πλίον δὲ μή· τῶ δὲ κρόνω τὸν δι-
καστὰν ὀμνύντα κρίνεν. αἰ δέ
κα ναεύῃ ὁ δῶλος ὧ κα νικαθῆ-
ι, καλίων ἀντὶ μαιτύρων δυῶν δ-
ρομέων ἐλευθέρων ἀποδεικσάτ-
ω ἐπὶ τῷ ναῷ ὁπῆ κα ναεύηι ἢ α-
ὐτὸς ἢ ἄλος πρὸ τούτω· αἰ δέ
κα μὴ καλῆι ἢ μὴ δείκσει, κατισ-
[τάτ]ω τὰ ἐ[γ̣ρα]μένα, αἰ δέ κα μηδ᾽
αὐτὸν ἀποδῶι ἐν τῶι ἐνιαυτῶι,
τὰνς ἁπλόονς τ[ι]μὰνς ἐπικατ-
αστασεῖ. ― αἰ δέ κ᾽ ἀποθάνηι μ-
ωλιομένας τᾶδ δί[κα̣]ς, τὰν ἁπλ-
όον τιμὰν κατ(α)στασεῖ. ― αἰ δ-
έ κα κοσ̣[μ]ίων ἄγηι ἢ κοσμίοντο-
ς ἄλλος, ἢ κ᾽ ἀποστᾶι, μωλῆν, καἴ κ-
α νικαθῆι, κατιστάμην ἀπ᾽ [ἇ]ς
[ἀμέρα]ς ἄγαγε τὰ ἐγραμένα. ―
[τὸ̣]ν δὲ νενικαμένο[ν] κα[ὶ τὸν κα-]
τακείμενον ἄγοντι ἄπατον
ἤμην.[16]
- Δωρική επιγραφή 6ου π.Χ.. αι. από την Κέρκυρα (Κορινθιακή διάλεκτος)
Ηυιοῦ ΤλασίαFo Μενεκράτεος τόδε σᾶμα, Ὀιανθέος γενεάν• τόδε δ' αὐτῷ δᾶμος ἐποίει• ἦς γὰρ πρόξενFoς δάμου φίλος • ἀλλ' ἐνὶ πόντῳ ὢλετο, δαμόσιον δὲ κακὸν ῥό[θιον πόρε κῦμα] Πραξιμένες δ' αὐτῷ γ[αία]ς ἀπὸ πατρίδος ἐνθῶν σὺν δάμῳ τόδε σᾶμα κασιγνήτοιο πονήθη[17]
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα. σελ. 109.
- ↑ Χατζιδάκις, Γ. Ν. (1915). Σύντομος Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσης. Αθήνα. σελ. 42.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα. σελ. 117.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα. σελ. 118.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα. σελ. 99.
- ↑ Δημητράκος, Δημήτριος (1970). Νέον ορθογραφικόν ερμηνευτικόν λεξικόν. Αθήνα. σελ. 10.
- ↑ Κακρίδης, Φάνης Ι. (2006). Αρχαία ελληνική γραμματολογία. Αθήνα. σελ. 55.
- ↑ 8,0 8,1 Δημητράκος, Δημήτριος (1970). Νέον ορθογραφικόν ερμηνευτικόν λεξικόν. Αθήνα. σελ. 12.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα. σελ. 39, 65.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα. σελ. 106.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα. σελ. 86.
- ↑ Δημητράκου, Δημήτριος (1970). Νέον ορθογραφικόν ερμηνευτικόν λεξικόν. Αθήνα. σελ. 12.
- ↑ «Lakonia and Messenia (IG V,1) : Lakonike».
- ↑ 14,0 14,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα. σελ. 107.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα. σελ. 61.
- ↑ «Ο κώδικας της Γόρτυνος». www.greek-language.gr.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα. σελ. Σελίδα 242.
Περαιτέρω πηγές
Επεξεργασία- Classification of the West Greek dialects at the time about 350 B.C., Antonín Bartoněk, Adolf M. Hakkert, 1972
- Los dialectos dorios del noroeste, Gramatica y estudio dialectal, J. Mendez Dosuna, Salamanca, 1985
- Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, 5η Έκδ. Αθήνα 2002.
- John Chadwick, The Greek Dialects and Greek Pre-History, Greece & Rome 2nd Series, Vol. 3 1956, pp. 38–50.
- Doric Greek στην Encyclopædia Britannica
- Φανής Ι. Κακρίδης, Αρχαία ελληνική γραμματολογία, 2006.
- Κωστάκης Θανάσης, Σύντομη Γραμματική της Τσακωνικής Διαλέκτου, Αθήνα 1951.
- Χατζηδάκις Γεώργιος, Σύντομος Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσης, Αθήνα 1967.