De excidio et conquestu Britanniae

Κήρυγμα του Βρετανού μοναχού Γκίλντα

De Excidio et Conquestu Britanniae (Σχετικά με την καταστροφή και την κατάκτηση της Βρετανίας) είναι έργο γραμμένο στα λατινικά από τον Βρετανό μοναχό Γκίλντα, στο οποίο αφηγείται την ιστορία των Βρετανών πριν και κατά τη διάρκεια της εισβολής των Αγγλοσαξόνων. Το έργο χρονολογείται συνήθως στη δεκαετία του 540 ή σε ένα ευρύτερο πλαίσιο γύρω στο 510-540 μ.Χ. Το έργο είναι ένα κήρυγμα που καταδικάζει τις πράξεις των συγχρόνων του, κοσμικών και θρησκευτικών τους οποίους κατηγορεί για τη δεινή κατάσταση της χώρας. Είναι μια από τις πιο σημαντικές πηγές για την ιστορία της Αγγλοσαξονικής Αγγλίας τον 5ο και 6ο αιώνα, και η μόνη ουσιαστική πηγή για την ιστορία αυτής της περιόδου που γράφτηκε από έναν σχεδόν σύγχρονο, αν και δεν θεωρείται αντικειμενικό χρονικό. [2]

De excidio et conquestu Britanniae
Χειρόγραφο της Ρενς (9ος αιώνας)
ΣυγγραφέαςΓκίλντας[1]
Γλώσσαλατινική γλώσσα[1]
Ημερομηνία δημιουργίας6ος αιώνας[1]
ΘέμαΜεγάλη Βρετανία
Μάχη του όρους Μπάντον

Το De Excidio δεν προορίζονταν να είναι μια ακριβής ιστορική αναφορά για τους μεταγενέστερους: ήταν ένα κήρυγμα και πρόθεση του συγγραφέα ήταν να κηρύξει στους συγχρόνους του όπως οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Παρουσιάζει μια ιδιαίτερα σκοτεινή εικόνα μιας χώρας κατεστραμμένης από επιδρομείς εισβολείς λόγω της κακής διακυβέρνησης διεφθαρμένων και αμελών κυβερνώντων με σκοπό να ενθαρρύνει τους αναγνώστες του να εξαγνιστούν ηθικά. Επίσης, ο συγγραφέας δίνει ιστορικές πληροφορίες μόνο όταν εξυπηρετούν τον σκοπό του. Παρέχει μια από τις παλαιότερες περιγραφές του Τείχους του Αδριανού αλλά λεπτομέρειες που δεν εξυπηρετούν τον σκοπό του παραλείπονται: είναι πάντα ασαφής, αναφέρει λίγα ονόματα και όχι ακριβείς ημερομηνίες. Το έργο παραμένει ωστόσο ένα σημαντικό κείμενο για την πρώιμη ιστορία της Αγγλοσαξονικής Αγγλίας καθώς είναι ένα από τα λίγα έργα από τη Βρετανία του 6ου αιώνα που έχει διασωθεί. Αξιοσημείωτο, μεταξύ άλλων, είναι ότι ο Γκίλντας, κατά τον 5ο/6ο αιώνα που η χώρα βρισκόταν σε γενική παρακμή, μπόρεσε να λάβει μια τόσο στέρεη εκπαίδευση βασισμένη στα πρότυπα της ύστερης αρχαιότητας.[3]

Περιεχόμενο

Επεξεργασία

Το έργο χωρίζεται σε τρία μέρη:

Το πρώτο μέρος αποτελείται από την εξήγηση του Γκίλντα για το έργο του και μια σύντομη αφήγηση της Ρωμαϊκής Βρετανίας από την κατάκτησή της το 43 π. Χ. περίπου έως την εποχή του συγγραφέα. Περιγράφει την εποχή των Ρωμαίων και την έκκληση που έγινε μεταξύ 446 και 454 από τους Βρετανούς στον ρωμαϊκό στρατό (που είχε αναχωρήσει από τη Βρετανία γύρω στο 410) για στρατιωτική βοήθεια εναντίον των Πίκτων επιδρομέων. Σύμφωνα με τον Γκίλντα, η έκκληση απευθυνόταν στον «Αγίτιο», ο οποίος ταυτίζεται με τον στρατηγό Φλάβιο Αέτιο. Η κατάρρευση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είχε λίγους στρατιωτικούς πόρους να διαθέσει κατά τη διάρκεια της παρακμής της και οι Ρωμαίοι δεν ανταποκρίθηκαν. Σύμφωνα με τον συγγραφέα και μεταγενέστερες μεσαιωνικές πηγές, η αποτυχία των ρωμαϊκών στρατευμάτων να εξασφαλίσουν τη Βρετανία οδήγησε τους Βρετανούς να προσκαλέσουν Αγγλοσάξονες μισθοφόρους στο νησί, που κατέληξε στον αγγλοσαξονικό εποικισμό της Βρετανίας[4].

Γράφει:

«Σχετικά με την αντίσταση, την υποταγή και την εξέγερση, σχετικά με τη δεύτερη υποταγή και τη σκληρή υποτέλεια, σχετικά με τη θρησκεία και τους διωγμούς, τους άγιους μάρτυρες, τις πολλές αιρέσεις, τους τυράννους, τα δύο ληστρικά έθνη, σχετικά με την άμυνα και μια ακόμη καταστροφή, μια δεύτερη εκδίκηση και μια τρίτη καταστροφή, σχετικά με την πείνα, την επιστολή προς τον Αγίτη (που συνήθως ταυτίζεται με τον Ρωμαίο Φλάβιο Αέτιο), τη νίκη, τα εγκλήματα, τους εχθρούς που εμφανίστηκαν ξαφνικά, μια φοβερή πανούκλα, ένα συμβούλιο, για έναν εχθρό πιο άγριο από τον πρώτο, την καταστροφή των πόλεων που επηρέασε όσους επέζησαν και για την τελική νίκη της χώρας μας που δόθηκε στην εποχή μας με το θέλημα του Θεού».

Ο Γκίλντας επικρίνει τους συμπατριώτες του Βρετανούς για τις αμαρτίες τους, ενώ ταυτόχρονα επαινεί ήρωες όπως ο Αμβρόσιος Αυρηλιανός, τον οποίο είναι ο πρώτος που περιέγραψε ως ηγέτη της αντίστασης κατά της εισβολής των Αγγλοσαξόνων. Αναφέρει τη νίκη στη μάχη του όρους Μπάντον, ένα κατόρθωμα που ανέκοψε προσωρινά την αγγλοσαξονική επέλαση και που σε μεταγενέστερα κείμενα αποδίδεται στον βασιλιά Αρθούρο, αλλά δεν αναφέρει ποιος ήταν ο ηγέτης της μάχης.[5]

Το δεύτερο μέρος αποτελείται από ένα κατηγορητήριο κατά πέντε Βρετανών βασιλιάδων, του Κωνσταντίνου, του Αυρήλιου Κονάνου, του Βορτιπόριους, του Κούνεγκλας και του Μάελγκουν. Αρχίζει με τη δήλωση «Η Βρετανία έχει βασιλιάδες, αλλά είναι τύραννοι και ξεχνούν το καθήκον τους» και περιγράφει αυτούς τους ηγεμόνες ως παράνομους και ληστρικούς που ζουν μια ζωή διεφθαρμένη. Καθώς είναι οι μόνες σύγχρονες πληροφορίες γι' αυτούς, το τμήμα ενδιαφέρει ιδιαίτερα τους μελετητές της βρετανικής ιστορίας.

Το τρίτο μέρος είναι μια παρόμοια επίθεση στους κληρικούς. Αρχίζει με τα λόγια: «Η Βρετανία έχει ιερείς, αλλά είναι ανόητοι και ξεδιάντροποι....πονηροί ληστές». Συνεχίζει την επίθεσή του κατά των κληρικών της εποχής του, αλλά δεν αναφέρει ρητά κανένα όνομα και έτσι δεν ρίχνει κάποιο φως στην ιστορία της Εκκλησίας της Αγγλίας αυτής της περιόδου.[6]

Επίδραση στην αγγλοσαξονική περίοδο

Επεξεργασία

Με την περιγραφή της εισβολής στη Βρετανία που περιγράφει, ο Γκίλντας παρείχε ένα σημαντικό πρότυπο στους Αγγλοσάξονες συγγραφείς τόσο στα λατινικά όσο και στα παλαιά αγγλικά. Η Εκκλησιαστική ιστορία του αγγλικού έθνους του μοναχού από τη Νορθουμβρία Βέδα του Σεβάσμιου, που ολοκληρώθηκε το 731, βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στον Γκίλντα για την αφήγηση των αγγλοσαξονικών επιδρομών και επαναλαμβάνει την άποψη του Γκίλντα περί απώλειας της θεϊκής εύνοιας από τους Βρετανούς, για να προτείνει ότι αυτή η εύνοια πέρασε στους εκχριστιανισμένους πλέον Αγγλοσάξονες. Ο Βέδας είναι ο πρώτος που αναφέρει τον Γκίλντα ως συγγραφέα αυτού του κειμένου καθώς ήταν ανώνυμο.

Στην τελευταία περίοδο της Αγγλοσαξονικής Αγγλίας, το έργο παρείχε ένα μοντέλο για την περιγραφή των επιδρομών των Βίκινγκς από τον Αλκουίνο, ιδιαίτερα στις επιστολές του που σχετίζονται με την λεηλασία του μοναστηριού του Λίντισφαρν το 793. Η επίκληση του έργου ως ιστορικό παράδειγμα χρησίμευσε συχνά για να προβάλει την ηθική ζωή και τη θρησκευτική μεταρρύθμιση ως αντίδοτο για τις εισβολές. Έτσι, ο αρχιεπίσκοπος του Γιορκ Γούλφσταν στα κηρύγματά του, ιδιαίτερα στο Sermo Lupi ad Anglos (1010-1016), αποδίδει τον θυμό του Θεού εναντίον των Αγγλοσαξόνων, ο οποίος είχε πάρει τη μορφή 30 ετών νέων επιδρομών των Βίκινγκς κατά της Αγγλίας, στην έλλειψη πίστης και ηθικής των συμπατριωτών του.[7]

Παραπομπές

Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία