Ιστορία της Αγγλοσαξονικής Αγγλίας

Ιστορία της πρώιμης μεσαιωνικής Αγγλίας

Η ιστορία της αγγλοσαξονικής Αγγλίας ή ιστορία της πρώιμης μεσαιωνικής Αγγλίας καλύπτει την περίοδο από την εισβολή των αγγλοσαξονικών λαών στην Αγγλία στις αρχές του 5ου αιώνα, μετά το τέλος της Ρωμαϊκής Βρετανίας, μέχρι την Νορμανδική κατάκτηση της Αγγλίας το 1066.[1]

Η Βρετανία γύρω στο έτος 540. Τα αγγλοσαξονικά βασίλεια με κόκκινο χρώμα. Τα βρετανικά βασίλεια με μαύρο χρώμα.

Τα γερμανικά φύλα των Αγγλοσαξόνων - κυρίως Άγγλοι, Σάξονες και Γιούτοι - μετανάστευσαν στη Βρετανία από την ηπειρωτική βορειοδυτική Ευρώπη μετά την αποχώρηση των στρατευμάτων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το νησί περίπου το 410. Κατά τον 5ο και τον 6ο αιώνα, συγκρότησαν επτά μεγάλα αγγλοσαξονικά βασίλεια στις περιοχές που παλαιότερα κατείχαν οι Βρετανοί.[2]

Η άφιξη των Βίκινγκς στα τέλη του 8ου αιώνα συγκλόνισε τη Βρετανία. Οι ακτές του νησιού λεηλατήθηκαν από Δανούς και Νορβηγούς επιδρομείς πριν ξεκινήσει μια πραγματική διαδικασία αποικισμού στη βόρεια και Ανατολική Αγγλία, περιοχές που στη συνέχεια ονομάστηκαν Ντέινλο (Δανικός νόμος). Η νικηφόρα αντίσταση του βασιλιά του Ουέσσεξ Αλφρέδου του Μεγάλου (871–899) προετοίμασε τον δρόμο για την ενοποίηση της Αγγλίας υπό την εξουσία του Οίκου του Ουέσσεξ, μια διαδικασία που συνεχίστηκε από τον γιο του Εδουάρδο τον Πρεσβύτερο (899–924) και ολοκληρώθηκε το 927 από τον εγγονό του Έθελσταν (924–939), πρώτο ηγεμόνα του Βασιλείου της Αγγλίας.

Οι επιδρομές των Βίκινγκς ξανάρχισαν στα τέλη του 10ου αιώνα και οδήγησαν στην κατάκτηση της Αγγλίας από τον Δανό βασιλιά Σβεν το 1013. Η βραχύβια Αυτοκρατορία της Βόρειας Θάλασσας κατέρρευσε το 1042 και ο Οίκος του Ουέσσεξ αποκαταστάθηκε στο θρόνο με τον Εδουάρδο τον Εξομολογητή. Η αγγλοσαξονική κυριαρχία έληξε το 1066 μετά τον θάνατο του Εδουάρδου χωρίς απογόνους, γεγονός που χρησίμευσε ως πρόσχημα για την νορμανδική κατάκτηση της Αγγλίας από τον Γουλιέλμο τον Κατακτητή.[3]

Οι Νορμανδοί νίκησαν το 1066 τους Αγγλοσάξονες, ανέτρεψαν την άρχουσα τάξη τους και κυβέρνησαν την Αγγλία. Ωστόσο, η αγγλοσαξονική ταυτότητα επέζησε υπό την κυριαρχία τους και όλοι μαζί, οι Ρωμαιο-Βρετανοί Κέλτες, οι Αγγλοσάξονες, οι Δανοί Βίκινγκς και οι Νορμανδοί κατακτητές, μέσω της κοινωνικής και πολιτιστικής ενσωμάτωσης, αποτέλεσαν το σύγχρονο αγγλικό έθνος.

Ιστορικό

Επεξεργασία
 
Η Μεγάλη Βρετανία πριν από τον Αγγλοσαξονικό εποικισμό του 5ου αιώνα. Οι περιοχές των Βρετανών σε κόκκινο (μετέπειτα Αγγλία & Ουαλία), των Πικτών σε μπλε και των Γαέλων σε πράσινο (μετέπειτα Σκώτοι).

Στα μέσα του 1ου αιώνα π. Χ., τα βρετανικά νησιά κατοικούνταν κυρίως από κελτικές φυλές (Βρετανοί, Γαέλοι και Πίκτοι). Από το 43 π. Χ. ενσωματώθηκαν εν μέρει στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ως επαρχία Ρωμαϊκή Βρετανία, γεγονός που οδήγησε στη διάδοση του ρωμαϊκού πολιτισμού και αργότερα του Χριστιανισμού. Η αποδυνάμωση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κατά την εποχή των Μεγάλων Μεταναστεύσεων και οι συνεχείς στρατιωτικές συγκρούσεις με βαρβάρους λαούς οδήγησαν στις αρχές του 5ου αιώνα (το 410) τις ρωμαϊκές λεγεώνες να εγκαταλείψουν τη Βρετανία.

Αγγλοσάξονες μισθοφόροι είχαν πολεμήσει ως φοιδεράτοι για πολλά χρόνια στον ρωμαϊκό στρατό στη Βρετανία, επομένως δεν ήταν εντελώς άγνωστοι στο νησί. Όμως η μαζική εισβολή των γερμανικών λαών άρχισε μετά την αναχώρηση των ρωμαϊκών λεγεώνων, όταν ξεκίνησαν στρατιωτικές συγκρούσεις μεταξύ των κελτικών φυλών στα εγκαταλελειμμένα εδάφη.

Για να αντιμετωπίσει τους Πίκτες το 449, ο Βρετανός πολέμαρχος Βόρτιγκερν κάλεσε βοήθεια από τους Γιούτες υπό τον Χένγκιστ και τον Χόρσα, στους οποίους παραχωρήθηκαν εδάφη. Αυτοί νίκησαν τους Πίκτες αλλά στη συνέχεια εξεγέρθηκαν και στράφηκαν κατά των Βρετανών, πιθανώς επειδή δεν είχαν πληρωθεί. Οι επιτυχίες τους προσέλκυσαν στη χώρα νέα πλήθη Σαξόνων, Άγγλων και Γιούτων που προέρχονταν από τη σημερινή βόρεια Γερμανία, τη Δανία (Γιουτλάνδη), και την Ολλανδία (Φρισία). Αυτή η εισβολή στη χώρα σηματοδότησε την αρχή συγκρούσεων για περισσότερο από έναν αιώνα μεταξύ των Κελτών και των ξένων νεοφερμένων - ένας αγώνας από τον οποίο οι Βρετανοί, μετά από πεισματική αντίσταση, βγήκαν ηττημένοι τελικά το 577 στη μάχη του Ντόραμ. Πολλοί Βρετανοί αναζήτησαν καταφύγιο στην Ουαλία και την Κορνουάλη, όπου διατήρησαν την ανεξαρτησία τους για μεγάλο χρονικό διάστημα, άλλοι μετανάστευσαν στη γειτονική Αρμορική της Γαλατίας (σημερινή Βρετάνη) και στη Γαλικία και άλλοι παρέμειναν και έζησαν μαζί με τους Αγγλοσάξονες.

Ως ήρωα αυτού του εθνικού αγώνα, οι κελτικοί θρύλοι αναφέρουν τον βασιλιά Αρθούρο με τους Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης. Η αρχική σθεναρή βρετανική αντίσταση οδηγήθηκε από τον ηγέτη Αμβρόσιο Αυρηλιανό, που αναφέρεται ως θείος του βασιλιά Αρθούρου, και καταγράφεται μια «τελική» νίκη των Βρετανών στη μάχη του όρους Μπάντον περίπου το 500, με την οποία ανακόπηκε προσωρινά η αγγλοσαξονική επέλαση. ​​Στη συνέχεια, οι Βρετανοί εξαντλήθηκαν με εμφύλιο πόλεμο, εσωτερικές διαμάχες και γενική αναταραχή, όπως αναφέρει ο Γκίλντας στο έργο του De Excidio et Conquestu Britaniae (Σχετικά με την καταστροφή και την κατάκτηση της Βρετανίας).[4]

Η σύνθεση του πληθυσμού

Επεξεργασία

Οι συζητήσεις και οι αναλύσεις σχετικά με το μέγεθος της μετανάστευσης συνεχίζονται ακόμη καθώς οι πηγές της εποχής είναι ελάχιστες. Η παραδοσιακή άποψη για μια μαζική μετανάστευση, με τους εισβολείς να πολεμούν και να απωθούν τους αντιστεκόμενους Βρετανούς από τη γη τους στα δυτικά άκρα της χώρας ή στη Βρετάνη και την Ιβηρική χερσόνησο, βασίζεται σε πηγές της εποχής όπως ο Βέδας, ο οποίος αναφέρει ότι οι Βρετανοί σφαγιάσθηκαν ή υποδουλώθηκαν. Σύμφωνα με σύγχρονους αρχαιολόγους, η πιο σύγχρονη άποψη είναι η συνύπαρξη των Βρετανών και των Αγγλοσαξόνων με δύο σενάρια: μια μεγάλης κλίμακας μετανάστευση και δημογραφικές αλλαγές στις βασικές οικιστικές περιοχές και επικρατέστερο το σενάριο της συνύπαρξης των λαών σε αγροτικές περιοχές, με κυριαρχία των εισβολέων, και σταδιακή πολιτισμική αφομοίωση, όπως αποδεικνύουν πολλές γενετικές μελέτες που έχουν διεξαχθεί στον αγγλικό πληθυσμό στις αρχές του 21ου αιώνα για να εξαχθούν πληροφορίες σχετικά με τη σύνθεση του πληθυσμού κατά την αγγλοσαξονική εποχή και την έκταση της αγγλοσαξονικής μετανάστευσης. Σε κάθε περίπτωση, όσοι Βρετανοί παρέμειναν στην αγγλοσαξονική κοινωνία γενικά φαίνεται ότι είχαν χαμηλότερη θέση από αυτή των Αγγλοσαξόνων και συνολικά η βρετανική επιρροή στην αγγλοσαξονική εποχή ήταν ασήμαντη. Οι θεμελιώδεις αρχές της διαχείρισης, της κοινωνικής δομής, των νόμων και του κράτους ήταν γερμανικής και όχι κελτικής προέλευσης.[3]

Στην τελευταία περίοδο της αγγλοσαξονικής εποχής, υπό τους βασιλιάδες της δανικής δυναστείας και, εν μέρει, τον Εδουάρδο τον Εξομολογητή, η σκανδιναβική επιρροή στην Αγγλία ήταν ιδιαίτερα ισχυρή: η αριστοκρατία δανικής και νορβηγικής καταγωγής κατέλαβε ηγετικές θέσεις στην αυλή, δημιουργήθηκαν ειδικά στρατεύματα βασιλικής φρουράς παρόμοια με αυτά των βασιλιάδων Βίκινγκς και τα σκανδιναβικά έθιμα και οι παραδόσεις μπήκαν στην καθημερινή ζωή του βασιλείου. Αυτό μας επιτρέπει να μιλήσουμε για την εμφάνιση του φαινομένου της αγγλοδανικής κοινωνίας, στην οποία στοιχεία και των δύο πολιτισμών ήταν στενά συνυφασμένα. Η Νορμανδική κατάκτηση οδήγησε στη διάλυση αυτής της κοινωνίας και στην αντικατάσταση της σκανδιναβικής επιρροής από τη γαλλική, με την κυριαρχία της νέας γαλλόφωνης αριστοκρατίας.

Γλώσσα και λογοτεχνία

Επεξεργασία
 
Η κασετίνα του Ωζόν, 8ος αι. Οι επιγραφές στα παλαιά αγγλικά, σε ρούνους και στα λατινικά είναι από τα παλαιότερα διασωθέντα κείμενα.

Πριν από τον 5ο αιώνα μ.Χ., στη Βρετανία ομιλούνταν οι κελτικές Βρυθωνικές γλώσσες, αλλά μειώθηκαν απότομα από την αρχή της αγγλοσαξονικής περιόδου και τελικά εκτοπίστηκαν από τις δυτικογερμανικές διαλέκτους - αξιοσημείωτες εξαιρέσεις ήταν η Κορνουαλική και η Ουαλική γλώσσα που παρέμειναν σε χρήση μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα.

Οι Αγγλοσάξονες εγκατέλειψαν τη ρουνική γραφή τους και υιοθέτησαν το λατινικό αλφάβητο. Η γλώσσα τους είναι σήμερα γνωστή συλλογικά ως παλαιά αγγλικά, γλώσσα στην οποία είναι γραμμένη η παλαιά αγγλική λογοτεχνία της περιόδου (παράλληλα με έργα στα λατινικά). Από τα σημαντικότερα έργα είναι το ηρωικό έπος Μπέογουλφ, η δημιουργία του οποίου χρονολογείται περίπου στο 675 έως το 750[5]

Δημιουργία κρατών

Επεξεργασία

Δείτε επίσης: Επταρχία, Αγγλία, Βασίλειο της Αγγλίας

 
Τα βασίλεια της Αγγλοσαξονικής Επταρχίας, 802.

Οι αγγλοσαξονικές ομάδες εγκαταστάθηκαν σε διάφορες περιοχές της χώρας. Σχημάτισαν πολλά βασίλεια, τα σύνορα των οποίων συχνά μεταβάλλονταν, και βρίσκονταν συνεχώς σε πόλεμο μεταξύ τους. Αυτά τα βασίλεια μερικές φορές αναγνώριζαν έναν από τους ηγεμόνες τους ως «Ύπατο Βασιλιά». Μέχρι το 650 μ.Χ. υπήρχαν επτά κύρια ξεχωριστά βασίλεια, ως εξής:

  • Κεντ, με πρωτεύουσα το Καντέρμπερυ, που κατοικήθηκε από Γιούτες
  • Σάσσεξ, η χώρα των Νοτίων Σαξόνων
  • Ουέσσεξ, η χώρα των Δυτικών Σαξόνων, με κύρια πόλη το Ουίντσεστερ
  • Έσσεξ, η χώρα των Ανατολικών Σαξόνων
  • Νορθουμβρία, η χώρα βόρεια του ποταμού Χάμπερ, κατοικήθηκε από Άγγλους. Δημιουργήθηκε στις αρχές του 7ου αιώνα, όταν δύο παλαιότερα βασίλεια, της Ντέιρα και της Βερνικίας, συνενώθηκαν.
  • Ανατολική Αγγλία, κατοικήθηκε από Άγγλους, χωρισμένη σε Νόρφολκ (βόρειοι άνθρωποι) και Σάφολκ (νότιοι άνθρωποι).
  • Μερκία, στην κεντρική Αγγλία, που κατοικήθηκε κυρίως από Άγγλους.

Το βορειότερο από αυτά τα βασίλεια, η Νορθουμβρία με σημαντικούς βασιλείς τους Έντουιν (616-633), Όσβαλντ (634-642) και Οσουί (642-670), κυριάρχησε στην Αγγλία τον 7ο αιώνα, αλλά η επέκτασή της σταμάτησε μετά την ήττα από τους Πίκτες το 685. Τον 8ο αιώνα κυριάρχησε η Μερκία, ένα βασίλειο στην κεντρική Αγγλία, το οποίο κατέλαβε ηγεμονική θέση υπό τη βασιλεία των Έθελμπαλντ (716-757), Όφα (757-796) και Κοένγουλφ (796-821). Στις αρχές του 9ου αιώνα, αρχίζει η κυριαρχία του Ουέσσεξ: ο βασιλιάς Εγβέρτος (802-839) τερμάτισε την υπεροχή της Μερκίας και άρχισε τη διαδικασία της ενοποίησης αποκτώντας τον έλεγχο στα περισσότερα βασίλεια. Τον 9ο αιώνα, τα βασίλεια είχαν συγχωνευθεί σε τέσσερα: της Ανατολικής Αγγλίας, της Νορθουμβρίας, της Μερκίας και του Ουέσσεξ. Ο Αλφρέδος ο Μέγας (871 - 899), υπό την απειλή της εξάπλωσης των Δανών Βίκινγκς σε όλη την Αγγλία, συνένωσε τα αγγλικά στρατεύματα και πέτυχε σημαντικές νίκες εναντίον των εισβολέων, ήταν ο πρώτος από τους βασιλιάδες του Ουέσσεξ που αυτοαποκαλούνταν βασιλιάς της Αγγλίας. Η ενοποίηση των βασιλείων της Αγγλίας ολοκληρώθηκε το 927 με τον Έθελσταν (924–939) πρώτο βασιλιά του Βασιλείου της Αγγλίας.[6][7]

Εκχριστιανισμός

Επεξεργασία

Δείτε επίσης: Χριστιανισμός στην Αγγλοσαξονική Αγγλία

 
Αγγλοσαξονική εκκλησία του 7ου αιώνα στο Έσκομπ κοντά στο Ντάραμ.

Ο Χριστιανισμός εισήχθη στη Ρωμαϊκή Βρετανία τουλάχιστον από τον 3ο αιώνα αλλά πριν από το 600, σημείωσε πολύ μικρή πρόοδο. Οι εκχριστιανισμένοι παλαιοί Κελτικοί πληθυσμοί εκτοπίσθηκαν προς την περιοχή της σημερινής Ουαλίας και Κορνουάλης. Οι νέοι κάτοικοι ασκούσαν τον αγγλοσαξονικό παγανισμό, μια πολυθεϊστική θρησκεία κοντά στον γερμανικό παγανισμό στην οποία λατρεύονταν πολλοί θεοί, μεταξύ των οποίων ο Όντιν, ο Θωρ και ο Τυρ. Ο Όντιν ήταν ο βασιλιάς των θεών και οι πρώτοι Αγγλοσάξονες βασιλιάδες ανήγαγαν την καταγωγή τους σε αυτόν.[8]

Ο εκχριστιανισμός της Αγγλοσαξονικής Αγγλίας ξεκίνησε στο Κεντ όταν ο βασιλιάς Έθελμπερτ, με σύζυγο την Χριστιανή Μπέρθα, κόρη του Φράγκου βασιλιά Χαριβέρτου Α΄, έλαβε ο ίδιος το βάπτισμα το 601 από τον Αυγουστίνο, πρώτο Αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπερυ. Ωστόσο, η εδραίωση του Χριστιανισμού μεταξύ του πληθυσμού έγινε σταδιακά και τα γερμανικά-παγανιστικά έθιμά τους αποτελούν στοιχεία της αγγλικής λαογραφίας.[9]

Οι περισσότερες πληροφορίες για τον εκχριστιανισμό των Αγγλοσαξόνων προέρχονται από το Αγγλοσαξονικό Χρονικό και το έργο του μεσαιωνικού συγγραφέα Βέδα του Σεβάσμιου, Εκκλησιαστική ιστορία του αγγλικού έθνους.

Επιδρομές Βίκινγκς και εγκατάσταση των Δανών

Επεξεργασία
 
Η Αγγλία το 886 και η περιοχή του Δανικού δικαίου (865-954)

Από το 793, στις ακτές της Βρετανίας και της Ιρλανδίας ξεκίνησαν κύματα επιδρομών των Βίκινγκς, Δανών και Νορβηγών. Με τη μεγάλη επιδρομή του 865, οι Δανοί με μεγάλο στρατό με ηγέτες τον Ίβαρ τον Ασπόνδυλο και τον Χάλφνταν Ράγκναρσον αποβιβάστηκαν με σκοπό να κατακτήσουν και όχι απλώς να λεηλατήσουν. Κατέκτησαν τη Νορθουμβρία, τη Μερκία και την Ανατολική Αγγλία και εγκαταστάθηκαν εκεί απειλώντας το Ουέσσεξ. Ο βασιλιάς του Ουέσσεξ Αλφρέδος σταμάτησε την προέλασή τους αποκρούοντας με επιτυχία τις επιδρομές στα σύνορά του και το 878 σύναψε ειρήνη με τη Συνθήκη του Γουέντμορ, επισημοποιώντας το Ντέινλο (865-954), το τμήμα της Αγγλίας στο οποίο επικρατούσαν οι Δανοί και οι δανικοί νόμοι. Ο γιος του, Εδουάρδος ο Πρεσβύτερος, και ο εγγονός του, Έθελσταν, επέκτειναν τις κτήσεις τους με στρατιωτικά και διπλωματικά μέσα και το 927 ο Έθελσταν έγινε ο πρώτος ηγεμόνας του βασιλείου της Αγγλίας. Οι διάδοχοί του με συνεχείς πολέμους κατόρθωσαν να ανακτήσουν για λογαριασμό του Αγγλικού βασιλείου τη Μερκία και τη Νορθουμβρία από τους Δανούς, η σκανδιναβική κυριαρχία έληξε όταν οι δυνάμεις του Έντρεντ σκότωσαν τον Έρικ Χάραλντσον στη μάχη του Στέινμορ το 954.[10]

 
Δανοί Βίκινγκς εισβάλλουν στην Αγγλία. Εικονογράφηση του 12ου αιώνα.

Η χώρα απολάμβανε εξωτερική ειρήνη μέχρι δεκαετία του 980, στην εποχή του βασιλιά Έθελρεντ (978-1016), όταν οι Δανοί επανέλαβαν τις επιθέσεις τους με ακόμη μεγαλύτερη ορμή. Η χώρα έπεσε σε άθλια κατάσταση. Στις επαρχίες οι κόμητες μετέτρεψαν τις περιοχές τους σε κληρονομικά εδάφη όπου συγκεντρώνονταν οι κάτοικοι για την ασφάλεια και προστασία τους, αναπτύχθηκε έτσι ο θεσμός της φεουδαρχίας. Οι Άγγλοι ηττήθηκαν στη μάχη του Μάλντον (991) και ο βασιλιάς αναγκάστηκε να πληρώσει στους Δανούς πολλά χρήματα (τα λεγόμενα δανικά χρήματα), τα οποία επιβλήθηκαν ως φόρος γης στους αγρότες. Ωστόσο, παρά τα συνεχή λύτρα, τεράστια πλήθη εισβολέων παρέμειναν στη χώρα και κατέλαβαν γη στις επαρχίες. Για να απαλλαγεί από τους εισβολείς, ο Έθελρεντ αποφάσισε μια πράξη που του κόστισε τον θρόνο. Στις 13 Νοεμβρίου 1002 διέταξε τη σφαγή όλων των Δανών που είχαν εγκατασταθεί μεταξύ των Αγγλοσαξόνων (Σφαγή της ημέρας του Αγίου Μπράις). Σε αυτή τη γενική σφαγή πολλές χιλιάδες Δανοί έχασαν τη ζωή τους, ακόμη και τα παιδιά τους σκοτώθηκαν με τον πιο βάρβαρο τρόπο. Αλλά με αυτή τη σκληρότητα, ο Έθελρεντ προκάλεσε την εκδίκηση του Δανού βασιλιά Σβεν Α΄, ο οποίος από το 1003 έως το 1006 με συνεχείς επιδρομές στην Αγγλία, κατέστρεφε τη μια περιοχή μετά την άλλη. Το 1007, ο Έθελρεντ του πρόσφερε ένα τεράστιο χρηματικό ποσό, αλλά τον επόμενο χρόνο η Αγγλία καταστράφηκε ξανά από τους Δανούς και το 1013 ο Σβεν κατέκτησε ολόκληρο το νησί και έγινε ο πρώτος Δανός βασιλιάς της Αγγλίας περιλαμβάνοντας τη χώρα στη βραχύβια Αυτοκρατορία της Βόρειας Θάλασσας (1013-1042), μαζί με τη Δανία και τη Νορβηγία. Ο Έθελρεντ με την οικογένειά του κατέφυγε στον κουνιάδο του, δούκα Ριχάρδο Β' της Νορμανδίας. Το 1014, με το θάνατο του Σβεν, ο Έθελρεντ επέστρεψε στην Αγγλία και ανακατέλαβε τον θρόνο από τον νεαρό γιο του Σβεν Κνούτο.

Όταν ο Έθελρεντ πέθανε το 1016, ο γιος του Σβεν Κνούτος, κατέλαβε την Αγγλία και παντρεύτηκε τη χήρα του Έθελρεντ, Έμμα. Οι γιοι του Χάρολντ ο Λαγοπόδαρος (1035-1040) και Αρθακανούτος (1040-1042) τον διαδέχθηκαν αλλά πέθαναν νέοι και άτεκνοι και οι Άγγλοι ευγενείς τοποθέτησαν στον θρόνο τον γιο του Έθελρεντ και της Έμμας Εδουάρδο τον Εξομολογητή (1042-1066), ο οποίος, καθώς είχε καταφύγει για καιρό στην αυλή του Νορμανδού δούκα Ριχάρδου Β΄, έδειξε ιδιαίτερη εύνοια στους Νορμανδούς φίλους του, προκαλώντας τη δυσαρέσκεια των Άγγλων ευγενών. Το 1066 ο Εδουάρδος πέθανε χωρίς διάδοχο και τον διαδέχθηκε ο Άγγλος ευγενής Χάρολντ Γκόντγουινσον, ο τελευταίος εστεμμένος Αγγλοσάξονας βασιλιάς της Αγγλίας.

Η Νορμανδική κατάκτηση

Επεξεργασία

Κύριο άρθρο: Νορμανδική κατάκτηση της Αγγλίας

 
Η μάχη του Χέιστινγκς, μία τις 70 περίπου σκηνές της Ταπισερί της Μπαγιέ, περ. 1170

Το 1066, δύο αντίπαλοι διεκδικητές του θρόνου έκαναν απόβαση στην Αγγλία σχεδόν συγχρόνως. Πρώτα, ο Νορβηγός βασιλιάς Χάραλντ Γ΄ συγκέντρωσε στρατό και έπλευσε για να κατακτήσει την Αγγλία. Ο βασιλιάς Χάρολντ είχε συγκεντρώσει σχεδόν όλες τις δυνάμεις του στο νότιο τμήμα της χώρας, προσπαθώντας να αποτρέψει την απόβαση ενός άλλου διεκδικητή του θρόνου - του Γουλιέλμου, δούκα της Νορμανδίας. Ως αποτέλεσμα, οι Νορβηγοί αντιμετωπίσθηκαν μόνο από τα στρατεύματα των βόρειων αγγλικών κομητειών που ηττήθηκαν στη μάχη του Φούλφορντ στις 20 Σεπτεμβρίου 1066 (3 χλμ νότια του Γιορκ). Ωστόσο, στις 25 Σεπτεμβρίου, ο στρατός του Χάρολντ Γκόντγουινσον που πλησίαζε νίκησε τους Νορβηγούς στη μάχη του Στάμφορντ Μπριτζ και αυτή ήταν η τελευταία επιδρομή των Βίκινγκς.[11]

Εν τω μεταξύ, ο δούκας της Νορμανδίας Γουλιέλμος αποβιβάστηκε στην Αγγλία με 7.000 στρατιώτες. Τρεις εβδομάδες αργότερα, στις 14 Οκτωβρίου 1066, οι Άγγλοι ηττήθηκαν στη μάχη του Χέιστινγκς στο Σάσσεξ και ο Γουλιέλμος τα Χριστούγεννα του 1066 στέφθηκε βασιλιάς της Αγγλίας, αποδεχόμενος την υποταγή του Έντγκαρ Έθελινγκ, τελευταίου στη γραμμή της αγγλοσαξονικής βασιλικής διαδοχής.[12]

 
Είσοδος της Εκκλησίας των Αγίων Πάντων κοντά στο Νορθάμπτον, 10ος αι.

Λίγα συγγράμματα καθιστούν δυνατή την ανίχνευση της αγγλοσαξονικής περιόδου. Το παλαιότερο είναι το De excidio et conquestu Britanniae (Σχετικά με την καταστροφή και την κατάκτηση της Βρετανίας), μια πολεμική πραγματεία που γράφτηκε στο πρώτο μισό του 6ου αιώνα από τον Βρετανό μοναχό Γκίλντα τον Σοφό. Ο κύριος στόχος του είναι να κατηγορήσει τους Αγγλοσάξονες βασιλιάδες του Βρετανίας, αλλά προσφέρει μια μοναδική επισκόπηση της αγγλικής ιστορίας μέχρι την εποχή του, αν και μερικώς προκατειλημμένη. Η Εκκλησιαστική ιστορία του αγγλικού έθνους του μοναχού από τη Νορθουμβρία Βέδα του Σεβάσμιου, που ολοκληρώθηκε το 731, αναφέρεται σε ιστορικά γεγονότα και στον εκχριστιανισμό των Αγγλοσαξόνων. Το Historia Brittonum, ένα κείμενο που αποδίδεται παραδοσιακά στον Νέννιο, πιθανότατα χρονολογείται γύρω στο 800 μ.Χ. και όπως ο Γκίλντας υιοθετεί την κελτική άποψη. Τέλος, το Αγγλοσαξονικό Χρονικό, που συντάχθηκε από τα τέλη του 9ου αιώνα στο Ουέσσεξ, αναφέρεται στην ιστορία των αγγλοσαξονικών βασιλείων από τη θρυλική προέλευσή τους και βασίζεται σε μεγάλη ποικιλία πηγών.[13]

Υπάρχουν και άλλες γραπτές πηγές όπως κώδικες νόμων, οι παλαιότεροι από τους οποίους χρονολογούνται από τη βασιλεία του Έθελμπερτ του Κεντ (πέθανε το 616) και του Ίνε του Ουέσσεξ (παραιτήθηκε το 726) και αυξάνονται κατά την εποχή του Αλφρέδου του Μέγα (849-899). Επίσης, συμβόλαια που καταγράφουν γενικά δωρεές γης, αγιολογίες, η αλληλογραφία ιερέων ή, σπανιότερα, ηγεμόνων (όπως οι επιστολές που αντάλλαξαν ο Καρλομάγνος και ο Όφα) και ποιήματα όπως Η μάχη του Μάλντον που αναφέρεται στη μάχη του Μάλντον του 991.

Τις γραπτές πηγές υποστηρίζουν η αρχαιολογία και η τοπωνυμία. Επίσης, η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική και τα τεχνουργήματα της αγγλοσαξονικής τέχνης - κυρίως έργα μεταλλοτεχνίας, γλυπτά μνημεία, κοσμήματα, κεντήματα, ταπητουργία και μια σειρά από εικονογραφημένα χειρόγραφα - παρέχουν χρήσιμες ιστορικές πληροφορίες. Οι ταφικές πρακτικές και οι χρήσεις γης επιτρέπουν την παρακολούθηση της εξέλιξης του αγγλοσαξονικού αποικισμού. Ανθρώπινα λείψανα που βρέθηκαν σε διάφορες περιοχές της Αγγλίας έχουν παρουσιαστεί ως απόδειξη ότι Αγγλοσάξονες εισβολείς και γηγενείς Βρετανοί συμβίωναν. [14]

Παραπομπές

Επεξεργασία