Η Eurobeat, ήταν ένα βρετανικό είδος χορευτικής μουσικής της δεκαείας του '80, που στηρίζεται αρκετά στην πανευρωπαϊκή "Italo Disco" μουσική σκηνή.

Οι Αμερικανοί χαρακτηρίζουν αυτές τις παραγωγές ως "Hi-NRG", έναν όρο που τον χρησιμοποιούν γενικότερα και για τις πρώτες αμερικάνικες Freestyle παραγωγές, καθώς και για τα ντίσκο '80s τραγούδια του Καναδά.

Η λέξη "Eurobeat" χρησιμοποιείται και στην Ιαπωνία ακόμα και σήμερα, αλλά αρκετά διαφοροποιημένα.


Η πρώτη χρήση της λέξης "Εurobeat" Επεξεργασία

Η λέξη "Eurobeat" πρωτο-χρησιμοποιήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία, όταν οι Άγγλοι παραγωγοί Stock, Aitken και Waterman δημιούργησαν ένα εμπορικό χορευτικό μουσικό είδος, που το βάφτισαν με αυτή την ονομασία. Οι πρώτες επιτυχίες ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 1980, από συγκροτήματα και καλλιτέχνες όπως οι Dead or Alive, Bananarama, Τζέισον Ντόνοβαν, Σόνια Έβανς, Κάιλι Μινόγκ κλπ.

Ο ήχος αυτής της πρώτης μορφής της Eurobeat στηρίχθηκε κυρίως στο πώς οι Βρετανοί αντιλαμβανόντουσαν την "Italo Disco", όταν την άκουγαν στις διακοπές τους ανά την Ευρώπη, όπως και στην Ελλάδα, όπου η Italo Disco ήταν πολύ δημοφιλής.

Ο όρος "Eurobeat" χρησιμοποιήθηκε επίσης και για τις πρώτες χορευτικές επιτυχίες των Pet Shop Boys, αλλά και άλλων Βρετανικών συγκροτημάτων, που ξέφευγαν από τα κλισέ της New Wave και βάδισαν σε πιο χορευτικές - για την εποχή τους - καταστάσεις.

Αυτές οι "Eurobeat" επιτυχίες (βρετανικά ποπ χορευτικά τραγούδια με "ευρωπαϊκό" ρυθμό), σταδιακά κατέκτησαν την κορυφή των πωλήσεων στη Μεγάλη Βρετανία και την Ευρώπη και ξεκίνησαν να έχουν μία κάποια παρουσία και στις ΗΠΑ, κυρίως μέσω ενημερωτικών ραδιοφωνικών εκπομπών. Η παρουσία τους στους ραδιοσταθμούς της Νέας Υόρκης ενέπνευσε λατινογενείς (ή λατινόφωνους) καλλιτέχνες να εξελίξουν ένα δικό τους παραπλήσιο είδος μουσικής, που σήμερα κατέληξε και ονομάζεται "Freestyle" ή "Latin Freestyle".

Την κατάσταση αυτή την βοήθησε ακόμα περισσότερο η εμφάνιση του Ευρωπαϊκού MTV Europe, μέσω της εκπομπής "Braun European Top 20". Η συγκεκριμένη εκπομπή μεταδιδόταν μεταξύ του καλοκαιριού του 1987 έως και τα τέλη του 1990 στο αμερικανικό MTV (στην εκδοχή της Ν. Υόρκης), κι έτσι οι Αμερικάνοι είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν βιντεοκλίπ από την Ευρώπη, για τα οποία τότε δεν υπήρχε άλλος τρόπος να δουν, και να εμπνευστούν από αυτά στις δικές τους χορευτικές παραγωγές.

Η βρετανική Eurobeat έχασε την εμπορικότητά της το καλοκαίρι του 1988, μία περίοδο που οι Βρετανοί ονομάζουν "Summer of Love": ήταν η περίοδος που εμφανίστηκαν στην Ευρώπη νέα είδη μουσικής με άμεση αποδοχή, όπως η Rave, η Acid, η Techno και η Trance. Εξαίρεση στην πτώση της δημοτικότητας της Eurobeat αποτέλεσε η Κάιλι Μινόγκ και ο Τζέισον Ντόνοβαν, έως και τα μέσα του 1990. Έως και το καλοκαίρι του 1989, η λέξη "Eurobeat" εξαφανίστηκε από την Βρετανική και Ευρωπαϊκή αγορά και αντικαταστάθηκε από άλλους μουσικούς όρους, όπως Eurodance, Europop και -μετά από το 1992- Eurohouse.

Ως "Eurobeat" χαρακτηρίζονται και κάποιες ιταλικές παραγωγές μεταξύ του 1986-1988, που διαφοροποιήθηκαν από την ενορχήστρωση και τις τυπικές δομές της Italo Disco, με νεωτερισμούς που ενέπνευσαν οι παραγωγές των Stock, Aitken και Waterman. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν οι Sabrina Salerno, το συγκρότημα Spagna και το συγκρότημα Baltimora.

Η "Eurobeat" στην Ιαπωνία Επεξεργασία

Στα τέλη του 1985, ο όρος "Eurobeat" μεταφέρθηκε στην ιαπωνική αγορά για να περιγράψει όλες τις εκεί μουσικές εισαγωγές από την Ευρώπη, που δεν προέρχονταν από τη Μεγάλη Βρετανία. Οι εισαγωγές αυτές ήταν κυρίως Italo Disco επιτυχίες από την Ιταλία και τη Γερμανία. Αυτός ο ήχος αμέσως πλαισίωσε μουσικά ένα τοπικό κίνημα χορευτικού τρόπου διασκέδασης, που ονομάζεται "Para Para" και είχε παρουσία στην Ιαπωνία ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980.

Οι Ιάπωνες είχαν οικειοποιηθεί τον ήχο της Italo Disco, εξαιτίας της απίστευτης εκεί επιτυχίας του γερμανικού συγκροτήματος Arabesque. Όταν το συγκρότημα αυτό διαλύθηκε το 1984, κυκλοφόρησαν στην Ιαπωνία (και στην Ελλάδα) 2 singles τους, το 1985 και το 1986, των οποίων την παραγωγή και το μιξάζ έκανε ο Michaele Cretu (των Enigma και του τραγουδιού "Samurai"), σε "italo-disco" στυλ.

Η μετέπειτα επιτυχία της Sandra σε Ευρώπη και Ιαπωνία (υπήρξε η βασική τραγουδίστρια των Arabesque) βοήθησε περισσότερο στην εξάπλωση της Italo Disco στην Ιαπωνία. Αυτή η επιτυχία απέσπασε την προσοχή πολλών παραγωγών italo-disco μουσικής εκείνης της εποχής (κυρίως Ιταλούς και Γερμανούς), που άρχισαν να παράγουν τραγούδια μόνο για την ιαπωνική αγορά, με αρκετή επιτυχία. Αυτές οι παραγωγές, άγνωστες στον υπόλοιπο κόσμο, ακόμα και στις χώρες παραγωγής τους, στην Ιαπωνία χαρακτηρίζονταν ως "Eurobeat" (ευρωπαϊκός ρυθμός).

Όταν στα τέλη της δεκαετίας του '80 η Italo Disco έπαψε να παράγεται στην Ευρώπη, οι Ιταλοί παραγωγοί συνέχισαν να παράγουν Italo Disco τραγούδια για την ιαπωνική αγορά, κάτι που συνεχίζει ακόμα και σήμερα. Οι παραγωγές αυτές εξέλιξαν τον ήχο και τον έκαναν πιο γρήγορο. Σήμερα καλούνται Super Eurobeat και Eurobeat Flash, ωστόσο σταδιακά απέκτησαν πολλές διαφοροποιήσεις, ώστε να καταλήξουμε σήμερα το σύνολο αυτής της μουσικής σκηνής να καλείται απλά "Eurobeat" ή - στην Ευρώπη - Super Eurobeat.

Συνοπτική εξήγηση της Γιαπωνέζικης (Super) Eurobeat Επεξεργασία

Η Super Eurobeat δεν χαρακτηρίζεται από τους στίχους της, που συνήθως δεν βγάζουν καν νόημα, αλλά από τον ήχο της και κυρίως το μελωδικό ηλεκτρονικό ρεφρέν της, που οι Ιάπωνες καλούν Sabi (προέρχεται από την λέξη "Sabishigaru" που σημαίνει "να θυμάσαι κάποιον" ή κάτι).

Αυτές οι ιαπωνικές παραγωγές άλλοτε θυμίζουν αυθεντικά Italo Disco τραγούδια και άλλοτε γρήγορα "εύπεπτα" Eurodisco τραγούδια με περίεργες και άσχετες ενορχηστρώσεις. Πάντα όμως ο ήχος θυμίζει κάτι το προηγούμενο και πάντα αυτό το "προηγούμενο" οδηγεί στην Italo Disco της δεκαετίας του 1980.

Η δομή της Ιαπωνικής Eurobeat Επεξεργασία

Η γιαπωνέζικη Eurobeat είναι πολύ τυποποιημένη και προβλέψιμη. Όλα τα τραγούδια ακολουθούν την εξής δομή:

(intro) → riff (musical synth) → melo (verse) → melo 2 (γέφυρα) → sabi (chorus) → riff (musical synth) → outro

Η Eurobeat έχει ιδιαίτερα περίπλοκο ρυθμό και έχει χορογραφία, συγκεκριμένες δηλαδή φιγούρες που χορεύονται στη σειρά που καθένας επιθυμεί. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της είναι ότι οι στίχοι της, που σπάνια βγάζουν νόημα, εμπεριέχουν "παραδοσιακά" μία από τις λέξεις Love, Baby, Fire. Ο τίτλος των τραγουδιών επίσης, συνήθως τραγουδιέται στην αρχή του πρώτου chorus.

Στην Ιαπωνική Eurobeat, κάθε δισκογραφική εταιρία έχει τον δικό της ήχο, που τον διαφοροποιεί λίγο από της υπόλοιπες. Η πλέον διαχρονική εταιρία, είναι η "A Beat C", που οι παραγωγές της θυμίζουν έντονα Italo Disco σε πιο γρήγορο ρυθμό. Υπάρχει ωστόσο και η "Boom Boom Beat", με πολλές House επιρροές, κυρίως από την Eurohouse της δεκαετίας του 1990.

Άλλες δισκογραφικές εταιρίες που διαφοροποιούν τον ήχο της Eurobeat είναι η "Delta" (με επιρροές από την βρετανική Eurobeat), η "Hi-NRG Attack" (με πιο αμερικάνικο ήχο), η "Time" (την χαρακτηρίζουν οι μεγάλες εισαγωγές των τραγουδιών και η έλλειψη τέλους - τα τραγούδια απλά κάνουν fade out), η "Vibration" (διαφοροποιείται στην ενορχήστρωση και στους στίχους των παραγωγών της) και η "SCP Music", που θυμίζει την "A Beat C", απλά προσθέτει στις ενορχηστρώσεις κιθάρες.

Η "Time" είναι η γνωστή ιταλική "Time Records", στην οποία κατά της αρχές της δεκαετίας του 1980 κυκλοφόρησαν μερικές από μεγαλύτερες Italo Disco επιτυχίες.

Η Eurobeat στην Ελλάδα Επεξεργασία

Στην Ελλάδα ακούστηκε για πρώτη φορά ο όρος "Eurobeat", όταν ξεκίνησε να αναμεταδίδεται το MTV Europe στην Αθήνα, το 1988. Υπήρχαν αρκετοί γνωστοί DJ της εποχής που χρησιμοποιούσαν τον όρο "Eurobeat" στις ραδιοφωνικές εκπομπές τους ήδη από το 1987, κυρίως από τον Αθήνα 9,84 και τον Antenna Radio. Στην Ελλάδα ονομάζονταν Eurobeat τα εμπορικά χορευτικά τραγούδια από την Αγγλία. Έως και το 1990, στα δισκάδικα της Αθήνας υπήρχαν ράφια δίσκων με τίτλο "Eurobeat".

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία