Η άλωση της Λέσβου από τους Οθωμανούς Τούρκους πραγματοποιήθηκε το Σεπτέμβριο του 1462. Η οθωμανική αυτοκρατορία, υπό τον σουλτάνο Μωάμεθ Β, πολιόρκησε και κατέλαβε την πρωτεύουσα του νησιού, Μυτιλήνη. Μετά την παράδοσή της, παραδόθηκαν και τα άλλα κάστρα του νησιού. Το γεγονός τερμάτισε την ημι-αυτόνομη Γενουάτικη κυριαρχία που ο οίκος των Γκατιλλούσιο είχε εγκαταστήσει στο βορειοανατολικό Αιγαίο από τα μέσα του 14ου αιώνα κι επιτάχυνε την έναρξη του πρώτου οθωμανικού-βενετσιάνικου πολέμου το επόμενο έτος.

Άλωση της Λέσβου
Τόπος

Στα μέσα του 14ου αιώνα, η γενοβέζικη οικογένεια Γκατιλλούζιο ασκούσε αυτόνομη κυριαρχία υπό τη βυζαντινή επικυριαρχία στη Λέσβο. Μέχρι το 1453, οι κτήσεις των Γκατιλλούσιο είχαν πια επεκταθεί στα περισσότερα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, όπως η Λήμνος κι η Θάσος. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 όμως, ο Μωάμεθ Β' άρχισε να αφαιρεί μια μια ττης κτήσεις των Γκατιλλούσιο. Ως το τέλος του 1456, μόνο η Λέσβος είχε μείνει στα χέρια τους, με αντάλλαγμα ένα ετήσιο φόρο υποτέλειας στο σουλτάνο. Το 1458 ο Νικολό Γκαττιλούζιο άρπαξε με τη βία την εξουσία του νησιού από τον αδελφό του και άρχισε να προετοιμάζεται για ενδεχόμενη οθωμανική επίθεση. Παρά τις εκκλήσεις του, ωστόσο, δεν έφτασε καμμία βοήθεια από άλλες δυτικές δυνάμεις. Ο Μωάμεθ Β' ξεκίνησε την εκστρατεία του εναντίον της Λέσβου τον Αύγουστο του 1462 και οι Οθωμανοί αποβιβάστηκαν στο νησί την 1η Σεπτεμβρίου. Μετά από αψιμαχίες για μερικες ημέρες, οι Οθωμανοί έφεραν το πυροβολικό τους και άρχισαν να βομβαρδίζουν το Κάστρο της Μυτιλήνης. Την όγδοη μέρα οι Οθωμανοί είχαν καταλάβει τις οχυρώσεις του λιμανιού και δύο μέρες αργότερα κατέλαβαν την κάτω πόλη από το Μελανούδι. Τότε ξέσπασε πανικός στους υπερασπιστές και η αντοχή τους για αντίσταση κατέρρευσε. Ο Νικολό Γκαττιλούζιο παρέδωσε το κάστρο και το υπόλοιπο νησί στις 15 Σεπτεμβρίου, με την υπόσχεση να λάβει ακίνητα ισοδύναμης αξίας. Τότε μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου στραγγαλίστηκε με συνοπτικές διαδικασίες. Παρά τις υποσχέσεις, εκτελέστηκαν και πολλοί άλλοι υπερασπιστές και ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων μεταφέρθηκε ως δούλοι στο παλάτι του σουλτάνου ή ως έποικοι στην αραιοκατοικημένη Κωνσταντινούπολη. Η οθωμανική κυριαρχία στη Λέσβο διήρκεσε, με μικρές διακοπές, μέχρι το 1912.

Ιστορικό: Οι Γκαττιλούζιο και οι Οθωμανοί Επεξεργασία

Κατά το Μεσαίωνα, το νησί της Λέσβου ανήκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Στη δεκαετία του 1090, το νησί καταλήφθηκε για πρώτη φορά από Τούρκο, για λίγα χρόνια από τον τουρκικό εμίρη Τζάχα. Τον 12ο αιώνα, το νησί έγινε συχνά στόχος λεηλασίας επιδρομών από τους Βενετούς. Μετά την Τέταρτη Σταυροφορία (1202-1204), το νησί πέρασε στη Λατινική Αυτοκρατορία, αλλά επανακτήθηκε από την Αυτοκρατορία της Νίκαιας και τον Ιωάννη Γ' Δούκα Βατάτζη λίγο μετά το 1224. Το 1354, παραχωρήθηκε ως φέουδο στον Γενουάτη Φραντσέκο Α Γκατιλλούζιο . [1] Οι Γκατιλλούζιο επίσης κυβερνούσαν την Φώκαια της Μικράς Ασίας και την πόλη του Αίνου στη Θράκη, αλλά από τη δεκαετία του 1430, με την απότομη πτώση της βυζαντινής εξουσίας, κατέλαβαν επίσης τη Θάσο και τη Σαμοθράκη[2].

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 από το νεαρό και φιλόδοξο οθωμανό σουλτάνο Μωάμεθ Β ' αποτέλεσε σημείο καμπής για την ευρύτερη περιοχή. [3] Οι Γκατιλούζιο επωφελήθηκαν και κατέλαβαν το νησί της Λήμνου[4] αλλά ο σουλτάνος απαίτησε πια από τους ηγεμόνες της Λέσβου τεράστιο ετήσιο φόρο υποτελείας (3.000 χρυσά νομίσματα και άλλα 2.325 χρυσά νομίσματα για τη Λήμνο) [5]. Η συμφωνία υποταγής επικυρώθηκε το 1455, όταν τμήμα του οθωμανικού στόλου υπό τον Χαμζά Μπέι περιόδευσε στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου: ο Ντομένικο Γκατιλούσιο, ο ηγεμόνας της Λέσβου, έστειλε τον Έλληνα γραμματέα του, τον ιστορικό Δούκα, να συναντήσει τον στόλο με πλούσια δώρα και υποσχέσεις φιλίας και αφοσίωσης [6]. Ο Ντομένικο είχε πρόσφατα διαδεχτεί τον πατέρα του Ντορίνο. Όταν έστειλε τον Δούκα στον σουλτάνο με το συνηθισμένο φόρο λίγο μετά τη επίσκεψη του Χάμζα, ο Δούκας άκουσε την απαίτηση να έρθει ο ίδιος ο Ντομένικο μπροστά στο Μωάμεθ για να επικυρωθεί η διαδοχή του. Ο Ντομένικο συμμορφώθηκε, αλλά αναγκάστηκε να παραχωρήσει τη Θάσο και να δεχθεί την αύξηση του φόρου υποτέλειας για τη Λέσβο σε 4.000 χρυσά νομίσματα και να αναλάβει την υποχρέωση να καταδιώξει τους καταλανούς πειρατές που έκαναν επιδρομές στην Μικρά Ασία απέναντι από τη Λέσβο. [7] [8]

Αυτό δεν εμπόδισε τον σουλτάνο να καταλάβει τη Φώκαια τον Δεκέμβριο του 1455 και να επιτεθεί σε κτήσεις του ξαδέρφου του Ντομένικο, Ντορίνο Β' Γκατιλλούσιο, τον Γενάρη του 1456: Ο ίδιος ο Μωάμεθ κατέλαβε τον Αίνο ενώ ο ναύαρχος Γιουνούς πασάς κατέλαβε την Ίμβρο και τη Σαμοθράκη. [8] [9] Η Λήμνος, που κυβερνούσε ο νεώτερος αδελφός του Ντομένικο Νικολό Γκατιλούζιο, χάθηκε επίσης όταν ο τοπικός πληθυσμός επαναστάτησε την άνοιξη του 1456 και ζήτησε οθωμανική παρέμβαση [10] [11]. Η Λέσβος γλίτωσε την ίδια μοίρα προσωρινά, από τη μια λόγω της γενικής ανικανότητας των χριστιανικών δυνάμεων στο Αιγαίο που δεν αποτελούσαν άμεση απειλή κι από την άλλη επειδή η προσοχή του Μωάμεθ ήταν τότε στο βορρά, σε πολέμους με Σερβία και Ουγγαρία . [12] Το φθινόπωρο του 1456, μια μοίρα του παπικού στόλου υπό τον καρδινάλιο Λουντοβίκο Τρεβιζάν κατέλαβε τη Λήμνο, τη Θάσο και τη Σαμοθράκη[13] [14] Παρ' ότι οι Γκατιλούζιο δεν είχαν καμμία σχέση με αυτό, το καλοκαίρι του 1457 ο Μωάμεθ έστειλε το στόλο του να επιτεθεί Λέσβο. Η επίθεση των Οθωμανών στη Μήθυμνα(Μόλυβο) απέτυχε, χάρη στην αποφασιστική αντίσταση και τη βοήθεια των πλοίων του Τρεβιζάν. [14] [15]

Στα τέλη του 1458, ο Νικολό Γκατιλούζιο, που είχε βρει καταφύγιο στη Λέσβο, επιτέθηκε κι έπνιξε το μεγάλο αδελφό του Ντομένικο, αρπάζοντας την εξουσία. Σε συνδυασμό με την ανοχή που επέδειξε στις πειρατικές επιδρομές των Καταλανών,έδωσε το τέλειο πρόσχημα στο Μωάμεθ να επιτεθεί στη Λέσβο.[16] [17] Προετοιμάζοντας την επικείμενη εκστρατεία, ο Σουλτάνος επέκτεινε σημαντικά το στόλο του και διέταξε εκτεταμένα οχυρωματικά έργα γύρω από την Κωνσταντινούπολη και τα Δαρδανέλια, για να εξασφαλίσει μια ασφαλή βάση για το ναυτικό του.[17] Ο Νικολό Γκατιλούζιο έστειλε πολλούς διπλωμάτες για να ζητήσει βοήθεια από τη Γένοβα, τον πάπα και άλλα ευρωπαϊκά κράτη, αλλά ελάχιστα κατάφερε. Οι πολιτικές αντιπαλότητες μεταξύ των Γενοβέζικων οικογενειών δεν επέτρεψαν βοήθεια ούτε καν από τη γειτονική Χίο που επίσης κατείχαν Γενουάτες, που αρχικά είχε αναλάβει την ευθύνη να στείλει 300 άνδρες αν η Λέσβος απειλούνταν από την οθωμανική επίθεση. [18] [19] Σταδιακά οι Οθωμανοί κατάφεραν να ανάκτηση των νησιών που έχασαν από τον Τρεβιζάν (1459) και να υποτάκουν το τελευταίο Βυζαντινό κράτος στον ελλαδικό χώρο Δεσποτάτο του Μορέως (1460) κι ένα χρόνο μετά την Τραπεζούντα, επιβεβαιώνοντας την κυριαρχία τους και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ο τελευταίος Δεσπότης του Μιστρά, Δημήτριος Παλαιολόγος, έλαβε πρώην κτήσεις των Γκαττιλούζιο στον Αίνο ως αντάλλαγμα για να παραδόσει το Μιστρά και δέχτηκε[20]. Ωστόσο, ο Νικολό φρόντισε να ενισχύσει τις οχυρώσεις στο Κάστρο της Μυτιλήνης, να συγκεντρώσει προμήθειες και να σκάψει "τάφρους, πύλες κι αναχώματα", σύμφωνα με τον Δούκα [21], δραστηριότητα που ήταν ίσως η αφορμή για μια επιγραφή στα τείχη του κάστρου που χρονολογείται στο 1460. [18]

Κατάκτηση της Λέσβου Επεξεργασία

Αντιμαχόμενες δυνάμεις Επεξεργασία

 
Σύγχρονος χάρτης της Λέσβου (κορυφή) και των νησιών της Χίου (κάτω)

Τον Αύγουστο του 1462, ο Μωάμεθ πέρασε στην Μικρά Ασία. Μετά την επίσκεψη στα ερείπια της Τροίας - όπου, σύμφωνα με τον Κριτόβουλο, είδε τον εαυτό του ως εκδικητή των αρχαίων Τρώων ενάντια στους Έλληνες - προχώρησε στην Άσσο, στη μικρασιατική ακτή βόρεια από τη Λέσβο. Ένας λογαριασμός Ιωαννιτών Ιπποτών της εποχής, γραμμένος λίγες εβδομάδες αργότερα, τοποθετεί τη δύναμη του στρατού του σε 40.000 άνδρες. Ο στρατός συνοδευόταν από ισχυρό στόλο, με επικεφαλής τον Μαχμούντ Πασά. [18] [22] Οι πηγές διαφέρουν ως προς τη δύναμη και τη σύνθεσή του: ο λογαριασμός των Ιωαννιτών καταγράφει 8 πλοία "οπλισμένα με πολιορκητικές μηχανές" (πιθανώς κανόνια), 25 γαλέρες και 80 μικρότερα σκάφη. Ο Ιταλός αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης Μπενεντέτο σε επιστολή του καταγράφει 5 κανονιοφόρους, 24 καταδρομικά και 96 φούστες(πλοία). Ο Στέφανο Μάνιο γράφει 6 κανονιοφόρους, 12 καταδρομικά και 47 φούστες . Ο Δούκας καταγράφει 7 πλοία μεταφοράς και 60 βοηθητικά. Ο Λαονικός Χαλκοκονδύλης καταγράφει 25 πλοία κι 100 μικρότερα σκάφη. Οι ενετικές αναφορές μιλάνε συνολικά για 65 σκάφη ενώ ο Κριτόβουλος ανεβάζει τον αριθμό τους σε 200. [23]

Ο Δούκας τοποθετεί τους υπερασπιστές στους 5.000, ενώ ο Αρχιεπίσκοπος Μπενεντέτο γράφει ότι παρόντες ήταν μόνο 1.000, μεταξύ των οποίων 70 Ιωαννίτες Ιππότες και 110 Καταλανοί μισθοφόροι [24] [25]. Σύμφωνα με τον Δούκα, η πόλη της Μυτιλήνης είχε άμαχο πληθυσμό περίπου 20.000 κατοίκων [21]. Οι υπερασπιστές επιπλέον ήλπιζαν στη βοήθεια των Βενετών. Ένας βενετσιάνικος στόλος υπό το ναύαρχο Βέτορε Καπέλο ήταν στη Χίο, αλλά ο διοικητής του είχε αυστηρές οδηγίες να μην κάνει τίποτα που θα μπορούσε να προκαλέσει πόλεμο με τους Οθωμανούς. Μετά την πολιορκία, ο Καπέλο με τα 29 πλοία του ταξίδεψε προς τη Λέσβο και θα μπορούσε εύκολα να επιτεθεί στον τουρκικό στόλο, του οποίου τα πληρώματα είχαν κατέβει στην ξηρά για να βοηθήσουν στην πολιορκία, αλλά επέλεξε να μην το κάνει. [26] [27]

Πολιορκία της Μυτιλήνης Επεξεργασία

Την 1η Σεπτεμβρίου 1462, ο στόλος υπό το Μαχμούντ Πασά έφθασε στο νησί, ελλιμενιζόμενος στο λιμανάκι του Αγίου Γεωργίου. Ο Νικολό έστειλε πρέσβεις να μάθει το λόγο άφιξής τους, αφού είχε τηρήσει την καταβολή του φόρου υποτέλειας. Ο Μαχμούντ Πασάς απάντησε απαιτώντας την παράδοση της Μυτιλήνης και ολόκληρου του νησιού. Ο ίδιος ο Μωάμεθ πέρασε το στρατό του στο νησί από το "Αγιασμάτι" κι επανέλαβε την απαίτηση του προς τον Νικολό. Αυτός όμως αρνήθηκε και προσθεσε ότι μόνο με τα όπλα θα υποκύψει. Ο Μαχμούντ Πασάς έπεισε τότε τον Σουλτάνο να επιστρέψει στην Ασία και να αφήσει σ' αυτόν την πολιορκία, εκτός κι αν τον παρενοχλήσει ο βενετσιάνικος στόλος [28] [24].

Ο Οθωμανός ναύαρχος αποβίβασε επιδρομείς, οι οποίοι λεηλάτησαν χωριά, αλλά βρήκαν μόνο λίγους Λέσβιους, καθώς οι περισσότεροι είχαν ήδη καταφύγει στα κάστρα του νησιού(Σίγρι, Μόλυβος και Μυτιλήνη). Μετά από τέσσερις ημέρες, έφτασαν έξι μεγάλα κανόνια, καθένα από τα οποία μπορούσε να ρίξει βράχους βάρους πάνω από 320 κιλά. Τρία τοποθετήθηκαν στο σαπωνοποιείο κοντά στο τείχος της πόλης, ένα στον Άγιο Νικόλαο, ένας στην Αγια Καλή και ένα στα προάστια απέναντι από ένα πύργο των τειχών, που κρατούσαν ένας μοναχός και ένας Ιωαννίτης Ιππότης. Τεράστιες πέτρες είχαν τοποθετηθεί μπροστά στα κανόνια για να τα προστατεύσουν από τις μικρότερες που εκτόξευαν οι πολιορκημένοι. Ο βομβαρδισμός διήρκεσε δέκα ημέρες και προκάλεσε μεγάλες ζημιές στσ τείχη: ο πύργος της Παναγίας και οι παρακείμενα τοίχη έγιναν ερείπια, ενώ το κανόνι του Αγίου Νικολάου ήταν τόσο αποτελεσματικό ενάντια στον πύργο που φρουρούσε το λιμάνι, που κανένας αμυνόμενος δεν τόλμησε να το προσεγγίσει. Οι Τούρκοι κατέλαβαν τον μισοκατεδαφισμένο πύργο την όγδοη μέρα και έθεσαν κόκκινη σημαία πάνω τους[28].

Οι Οθωμανοί συγκέντρωσαν τις προσπάθειές τους στο κατώτερο κάστρο, γνωστό ως Μελανούδι που υπερασπιζόταν ο εξάδελφος του Νικολό, ο Λουτσίνο Γκαττιλούζιο. Οι πιο έμπειροι αξιωματικοί του πρότειναν να τον πυρπολήσουν και να τον εγκαταλείψουν, για να μην τον καταλάβουν οι Τούρκοι και τον χρησιμοποιήσουν για να πάρουν όλο το κάστρο. Ο Λουτσίνο όμως επέμενε ότι μπορούσε να κρατήσει τη θέση. Πραγματικά κράτησε για πέντε ημέρες ενάντια σε επανειλημμένες οθωμανικές επιθέσεις, αν και οι Τούρκοι κατάφεραν να αναρριχηθούν στους τοίχους και να πάρουν μια αραγονική σημαία ως τρόπαιο. Την επόμενη μέρα όμως, μια μαζική επίθεση από 20.000 Οθωμανούς έκαμψε τους πολιορκημένους και τους οδήγησε στην ακρόπολη ως τελευταίο καταφύγιο. Ο ίδιος ο Λουτσίνο μετα βίας γλιτωσε με το σπαθί στο χέρι. Η ζωντανή περιγραφή του για την οθωμανική δύναμη τρομοκράτησε το λαό που είχε καταφύγει στην ακρόπολη. [29]

Ο πανικός τους αυξήθηκε από την πυρκαγιά που προκάλεσε ένα τεράστιου ολμοβόλο, που κατέστρεψε ολόκληρα σπίτια κι έκαψε εκείνους που έμειναν σε αυτά διώχνοντας τους υπερασπιστές από τα τείχη και προκαλώντας τεράστιες ζημιές. Με τις φήμες που κυκλοφόρησαν ότι ο Λουτσίνο και ο διοικητής του κάστρου είχαν δείξει στον Μαχμούντ τα αδύναμα τμήματα του τείχους, το ηθικό τους κατέρρεσε εντελώς. Οι στρατιώτες έσπασαν κλειδαριές και μπήκαν σε αποθήκες και τις λεηλατούσαν, πίνοντας κρασί και καταναλώνοντας προμήθειες που θα επέτρεπαν στο κάστρο να κρατήσει για ένα ολόκληρο χρόνο. Όταν οι Γενίτσαροι έφτασαν εκεί, βρήκαν μικρή αντίσταση. Όπως παρατήρησε ο ιστορικός William Miller, "αν και καλά εφοδιασμένος με τρόφιμα και μηχανές πολέμου, ο τόπος δεν είχε έναν γενναίο και πεπειραμένο στρατιώτη που θα ενέπνεε την φρουρά με ενθουσιασμό" και μετά από ένα συμβούλιο αποφασίστηκε να παραδοθεί στον Σουλτάνο, αρκεί να γίνουν σεβαστές η ζωή και οι περιουσίες τους [30] [31].

Παράδοση και επακόλουθα Επεξεργασία

 
Πορτρέτο του Mωάμεθ Β από τον Gentile Bellini

Ο Μαχμούντ Πασάς συνέταξε ένα έγγραφο με τους όρους της παράδοσης και ορκίστηκε στο σπαθί του και στο κεφάλι του σουλτάνου ότι η ζωές τους θα ήταν ασφαλείς. Ο Νικολό ζήτησε επίσης να του δοθεί, ως ανταμοιβή, ένα κτήμα ισοδύναμης αξίας. Μαθαίνοντας την παράδοση, ο Μωάμεθ έφτασε και πάλι στο νησί, όπου παρέμεινε για τέσσερις ημέρες. Συνοδευόμενος από τους επισκόπους της Μυτιλήνης, ο Νικολό παρέδωσε τα κλειδιά του φρουρίου στον σουλτάνο και παρακάλεσε για συγχώρεση. Ο Μωάμεθ δέχτηκε αφού του έδωσε εντολή να διατάξει την άμεση παράδοση και των άλλων οχυρών στο νησί - τη Μήθυμνα, την Ερεσό και τους Αγίους Θεοδώρους (πιθανώς κοντά στην Άντισσα). Ο Νικολό συμμορφώθηκε κι έστειλε γράμμα με τη σφραγίδα του στα κάστρα, προτρέποντας τις φρουρές να παραδοθούν [32] [33] [34]. Η φρουρά των Αγίων Θεοδώρων έστειλε πρέσβεις στον Βενετό Καπέλο για να παραδώσουν το φρούριο στη Βενετία, αλλά αυτός αρνήθηκε [26] [35], έτσι όλο το νησί παραδόθηκε στους Τούρκους. Ο Μωάμεθ επέτρεψε στα στρατεύματά του να γιορτάσουν τη νίκη τους με ένα μεθυστικό πανηγύρι, κατα το οποίο έκαψαν τα υπόλοιπα σπίτια της πόλης, κι εγκατέστησε φρουρά 200 γεντιτσάρων και 300 ατακτων πεζών (αζάπες ) στη Μυτιλήνη με κυβερνήτη τον Πέρση σεΐχη Ali al-Bistami. [32] [36]

Αν και οι ζωές όλων των κατοίκων του νησιού γλίτωσαν, περίπου 300 ιταλοί στρατιώτες εκτελέστηκαν ως πειρατές κόβοντας τους στα δυο - ο σουλτάνος έτσι τίμησε την υπόσχεση του Μαχμούντ Πασά να μην «πειράξει το κεφάλι» τους[32] [36]. Ο άμαχος πληθυσμός δεν πειράχτηκε στην αρχή, αλλά στις 17 Σεπτεμβρίου οι κάτοικοι της Μυτιλήνης διατάχτηκαν να κάνουν παρέλαση μπροστά στον σουλτάνο ενώ τρεις υπάλληλοί του κατέγραφαν τα ονόματά τους: επιλέχθηκαν περίπου 800 αγόρια και κορίτσια για το παλάτι/χαρέμι του σουλτάνου, συμπεριλαμβανομένης της περίφημης στην ομορφιά αδερφής του Νικολό Μαρίας, η οποία έγινε μέλος του χαρεμιού του σουλτάνου και του γιου του Αλέξιο, που έγινε υπηρέτης στο παλάτι, ενώ ο υπόλοιπος πληθυσμός χωρίστηκε στα τρία: οι ασθενέστεροι και πιο ηλικιωμένοι μπορούσαν να μείνουν στα σπίτια τους, οι δυνατοί και υγιέστεροι πωλούνταν σε δημοπρασία ως σκλάβοι στους γενίτσαρους και το τρίτο τμήμα, με τους ευγενείς, αποστέλλονταν ως έποικοι στην αραιοκατοικημένη Κωνσταντινούπολη [33] [36] [37]. Συνολικά, περίπου 10.000 κάτοικοι του νησιού ξεριζώθηκαν βίαια από τα σπίτια τους, μερικοί από τους οποίους έχασαν τη ζωή τους στα υπερφορτωμένα πλοία που τους μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη και σα σκλαβοπάζαρα [36]. Ο ίδιος ο Νικολό Γκαττιλούζιο μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τον ξάδερφό του Λουτσίνο. Ασπάστηκαν το Ισλάμ σε μια προσπάθεια να σώσουν τη ζωή τους, αλλά σύντομα στραγγαλίστηκαν κατ εντολή του Μωάμεθ [38] [39].

Όταν ξέσπασε ο πρώτος Βενετοτουρκικός πόλεμος το 1463, οι πρώην κτήσεις των Γκαττιλούζιο κι η Λέσβος ήταν από τους στόχος για τους χριστιανικούς στόλους. Ωστόσο αν και οι Βενετοί κατέλαβαν τη Λήμνο το 1464, κι έπειτα την Ίμβρο, την Τενέδο και τη Σαμοθράκη, αυτές οι κατακτήσεις αποδείχθηκαν εφήμερες, καθώς είτε ανακαταλήφθηκαν από τους Τούρκους είτε εγκαταλείφθηκαν στο τέλος του πολέμου. Τον Απρίλιο του 1464, οι Βενετοί υπό τον Ορσάτο Τζουστινιάνο πολιόρκησαν τη Μυτιλήνη, αλλά αναγκάστηκαν να αποσυρθούν μετά από έξι εβδομάδες άκαρπων επιθέσεων, παίρνοντας όσο περισσότερους χριστιανούςμαζί τους. Το νησί παρέμεινε υπό οθωμανική κυριαρχία για τέσσερισήμισυ αιώνες, μέχρι να το πάρει πίσω το Βασίλειο της Ελλάδος στις 8 Νοεμβρίου 1912, κατά τη διάρκεια του πρώτου βαλκανικού πολέμου [40].

Βιβλιογραφικές αναφορές Επεξεργασία

  1. Gregory 1991.
  2. Wright 2014, σελ. 61.
  3. Wright 2014, σελίδες 67–68.
  4. Wright 2014, σελ. 68.
  5. Babinger 1978, σελίδες 103, 132.
  6. Babinger 1978, σελ. 130.
  7. Babinger 1978, σελίδες 132–133.
  8. 8,0 8,1 Wright 2014, σελ. 69.
  9. Babinger 1978, σελίδες 135–136.
  10. Wright 2014, σελίδες 69–70.
  11. Babinger 1978, σελ. 136.
  12. Babinger 1978, σελίδες 136–137.
  13. Babinger 1978, σελίδες 145–146, 150.
  14. 14,0 14,1 Wright 2014, σελ. 71.
  15. Babinger 1978, σελίδες 149–150.
  16. Miller 1921, σελίδες 342, 346.
  17. 17,0 17,1 Babinger 1978, σελ. 209.
  18. 18,0 18,1 18,2 Miller 1921, σελ. 345.
  19. Wright 2014, σελίδες 72–73, 74.
  20. Wright 2014, σελ. 73.
  21. 21,0 21,1 Magoulias 1975, σελ. 261.
  22. Babinger 1978, σελίδες 209–210.
  23. Wright 2014, σελ. 74 (note 226).
  24. 24,0 24,1 Babinger 1978, σελ. 210.
  25. Wright 2014, σελ. 74 (note 227).
  26. 26,0 26,1 Miller 1921, σελ. 349.
  27. Babinger 1978, σελίδες 212–213.
  28. 28,0 28,1 Miller 1921, σελ. 346.
  29. Miller 1921, σελίδες 346–347.
  30. Miller 1921, σελ. 347.
  31. Babinger 1978, σελίδες 210–211.
  32. 32,0 32,1 32,2 Babinger 1978, σελ. 211.
  33. 33,0 33,1 Wright 2014, σελ. 75.
  34. Miller 1921, σελίδες 347–348.
  35. Babinger 1978, σελ. 213.
  36. 36,0 36,1 36,2 36,3 Miller 1921, σελ. 348.
  37. Babinger 1978, σελίδες 211–212.
  38. Babinger 1978, σελ. 212.
  39. Miller 1921, σελίδες 348–349.
  40. Miller 1921, σελίδες 349–350.

Πηγές Επεξεργασία