To έλκος Buruli (γνωστό και ως έλκος Bairnsdale, έλκος Searls ή έλκος Daintree[2][3][4]) είναι μία μολυσματική νόσος που προκαλείται από το Μυκητοβακτήριο ulcerans.[5] Το αρχικό στάδιο της μόλυνσης χαρακτηρίζεται από ένα ανώδυνο οζίδιο ή περιοχή οιδήματος.[5] Το οζίδιο αυτό ενδέχεται να μετατραπεί σε έλκος.[5] Το έλκος μπορεί να είναι μεγαλύτερο εσωτερικά, από ότι στην εξωτερική επιφάνεια του δέρματος,[6] και μπορεί να περιβάλλεται από οίδημα.[6] Καθώς η νόσος επιδεινώνεται, μπορεί να μολυνθούν τα οστά.[5] Τα έλκη Buruli επηρεάζουν κυρίως τα άκρα[5] και συνήθως δεν συνοδεύονται από πυρετό.[5]

Έλκος Buruli
Buruli ulcer on the ankle of a person from Ghana.
Ειδικότηταλοιμωξιολογία
Συμπτώματανέκρωση[1]
Ταξινόμηση
ICD-10A31.1 (ILDS A31.120)
ICD-9031.1
DiseasesDB8568
MeSHD009165

Αίτια Επεξεργασία

Το μυκητοβακτήριο M. ulcerans απελευθερώνει μια τοξίνη γνωστή ως mycolactone, η οποία μειώνει την λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος και επιφέρει θάνατο των ιστών.[5] Βακτήρια της ίδιας οικογένειας μπορούν επίσης να προκαλέσουν φυματίωση και λέπρα (M. tuberculosis και M. leprae αντίστοιχα).[5] Δεν είναι γνωστό το πώς μεταδίδεται η νόσος.[5] Στην εξάπλωση μπορεί να συμβάλλουν οι υδάτινες πηγές.[6] Από το 2013 δεν υπάρχει αποτελεσματικό εμβόλιο.[5][7]

Θεραπεία Επεξεργασία

Εάν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, η χορήγηση αντιβιοτικών για οκτώ εβδομάδες είναι αποτελεσματική στο 80% των περιπτώσεων.[5] Συχνά η θεραπεία περιλαμβάνει τα φάρμακα ριφαμπικίνη και στρεπτομυκίνη.[5] Η κλαριθρομικίνη ή η μοξιφλοξασίνη χρησιμοποιούνται μερικές φορές αντί της στρεπτομυκίνης.[5] Άλλες θεραπείες μπορεί να περιλαμβάνουν την αφαίρεση του έλκους.[5][8] Μετά την θεραπεία της μόλυνσης, στην περιοχή απομένει συνήθως μια ουλή.[7]

Σχόλια Επεξεργασία

Τα έλκη Buruli ενδημούν κυρίως στην αγροτική υποσαχάρια Αφρική, ειδικότερα δε στην Ακτή Ελεφαντοστού, όμως μπορεί να εμφανιστούν και στην Ασία, τον Δυτικό Ειρηνικό και την Αμερική.[5] Έχουν σημειωθεί κρούσματα σε περισσότερες από 32 χώρες.[6] Κάθε χρόνο εμφανίζονται περίπου πέντε με έξι χιλιάδες περιπτώσεις.[5] Η νόσος εμφανίζεται επίσης σε μια σειρά ζώων, εκτός του ανθρώπου.[5] Ο Albert Ruskin Cook ήταν ο πρώτος που περιέγραψε τα έλκη buruli το 1897.[6]

Αναφορές Επεξεργασία

  1. (Αγγλικά) οντολογία των ασθενειών. 27  Μαΐου 2016. purl.obolibrary.org/obo/doid.owl. Ανακτήθηκε στις 30  Νοεμβρίου 2020.
  2. James, William D.· Berger, Timothy G.· Odom, Richard B. (2006). Andrews' Diseases of the Skin: clinical Dermatology. Saunders Elsevier. σελίδες 340. ISBN 0-7216-2921-0. 
  3. Rapini, Ronald P.· Bolognia, Jean L.· Jorizzo, Joseph L. (2007). Dermatology: 2-Volume Set. St. Louis: Mosby. Chapter 74. ISBN 1-4160-2999-0. 
  4. Lavender, Caroline J; Senanayake, Sanjaya N; Fyfe, Janet A M; Buntine, John A; Globan, Maria; Stinear, Timothy P; Hayman, John A; Johnson, Paul D R (Ιανουαρίου 2007). «First case of Mycobacterium ulcerans disease (Bairnsdale or Buruli ulcer) acquired in New South Wales». Medical Journal of Australia 186 (2): 62–63. doi:10.5694/j.1326-5377.2007.tb00801.x. 
  5. 5,00 5,01 5,02 5,03 5,04 5,05 5,06 5,07 5,08 5,09 5,10 5,11 5,12 5,13 5,14 5,15 5,16 «Buruli ulcer (Mycobacterium ulcerans infection) Fact sheet N°199». World Health Organization. Ιουνίου 2013. Ανακτήθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 2014. 
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 Nakanaga, K; Yotsu, RR; Hoshino, Y; Suzuki, K; Makino, M; Ishii, N (2013). «Buruli ulcer and mycolactone-producing mycobacteria.». Japanese journal of infectious diseases 66 (2): 83–8. PMID 23514902. 
  7. 7,0 7,1 Einarsdottir T, Huygen K (November 2011). «Buruli ulcer». Hum Vaccin 7 (11): 1198–203. doi:10.4161/hv.7.11.17751. PMID 22048117. http://www.landesbioscience.com/journals/hv/abstract.php?id=17751. 
  8. Sizaire V, Nackers F, Comte E, Portaels F (2006). «Mycobacterium ulcerans infection: control, diagnosis, and treatment». Lancet Infect Dis 6 (5): 288–296. doi:10.1016/S1473-3099(06)70464-9. PMID 16631549. http://linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/S1473-3099(06)70464-9.