Έριχ Ραίντερ
Ο Έριχ Χανς Άλμπερτ Ραίντερ (Erich Johann Albert Raeder, 24 Απριλίου 1876 - 6 Νοεμβρίου 1960) ήταν Γερμανός μέγας ναύαρχος (γερμ. Großadmiral), επικεφαλής του γερμανικού πολεμικού ναυτικού (Kriegsmarine) πριν και κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Από την ηγεσία του ναυτικού παραιτήθηκε τον Ιανουάριο του 1943. Δικάσθηκε στη Δίκη της Νυρεμβέργης, όπου βρέθηκε ένοχος και καταδικάσθηκε σε ισόβια, για να αφεθεί αργότερα ελεύθερος.
Τα πρώτα χρόνια
ΕπεξεργασίαΟ Ραίντερ γεννήθηκε στις 24 Απριλίου 1876 στην κωμόπολη Βάντσμπεκ (Wandsbek) κοντά στο Αμβούργο. Ήταν ο πρώτος από τους τρεις γιους που απέκτησαν ο Χανς Ραίντερ, Καθηγητής Αγγλικών και Γαλλικών στο Matthias Claudius Gymnasium και της Γκέρτραουντ (πατρ. Χάρτμαν (Hartmann)). Ο μικρός Έριχ ήταν λαμπρός μαθητής, που ενδιαφερόταν ζωηρά για την Ιστορία, τη Γεωγραφία, τη σύγχρονη πολιτική και τις ξένες γλώσσες (ο πατέρας του του δίδασκε ήδη δύο, αν και η πολιτική του προκαλούσε απέχθεια, γι' αυτό και απαγόρευε τις πολιτικές συζητήσεις μπροστά του). Η αρχική απόφασή του ήταν να σπουδάσει στρατιωτικός ιατρός χειρουργός, αλλά, δύο εβδομάδες πριν τις απολυτήριες εξετάσεις του, ανήγγειλε στον πατέρα του ότι είχε αποφασίσει να γίνει αξιωματικός του Ναυτικού. Παρά το γεγονός ότι η προθεσμία υποβολής αιτήσεων είχε λήξει, η αίτησή του εξετάστηκε και τον Απρίλιο του 1894 εισήλθε στη Σχολή του Ναυτικού (Marineschule) στο Κίελο.[14]
Ολοκλήρωσε τη Σχολή Ναυτικού και τοποθετήθηκε σε διάφορα πολεμικά πλοία σε θέσεις ανάλογες του βαθμού του. Η πρώτη σημαντική τοποθέτησή του ήταν, το 1901, ως αξιωματικός διοίκησης στη Ναυαρχίδα του (τότε) Πρίγκιπα Χάινριχ "Kaiser Wilhelm der Grosse", διοικητή της 1ης Γερμανικής Ναυτικής Μοίρας. Παράλληλα, επηρεάζεται σημαντικά από τη ναυτική στρατηγική τακτική του Ναυάρχου Άλφρεντ φον Τίρπιτς (Alfred von Tirpitz).
Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
ΕπεξεργασίαΟι εξαίρετες ικανότητές του τού εξασφαλίζουν, εκτός από γρήγορες προαγωγές, τη θέση του Αρχηγού του Επιτελείου του σημαντικού ηγέτη του Ναυτικού Φραντς φον Χίππερ (Franz von Hipper) (1912). Από αυτή τη θέση έλαβε μέρος σε όλες τις σημαντικές ναυτικές συγκρούσεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως η Ναυμαχία της Γιουτλάνδης (1916). Οι προαγωγές του συνεχίζονται και μετά τον Πόλεμο και, το 1922 προάγεται σε Υποναύαρχο, το 1925 σε Αντιναύαρχο και, το 1928, σε Ναύαρχο και τοποθετείται επικεφαλής του Πολεμικού Ναυτικού της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (Oberbefehlshaber der Reichsmarine).
Περίοδος του Γ' Ράιχ
ΕπεξεργασίαΤο 1933 το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα καταλαμβάνει την εξουσία στη Γερμανία. Ο Ραίντερ δεν είναι ιδιαίτερα ένθερμος υποστηρικτής του Εθνικοσοσιαλισμού. Είναι όμως Ναυτικός ηγέτης και υποστηρίζει πολύ θερμά τις προσπάθειες του Χίτλερ για την ανασυγκρότηση του Πολεμικού Ναυτικού (που, στο μεταξύ, έχει μετονομαστεί σε Kriegsmarine). Το Ναυτικό κατασκευάζει δύο πραγματικά αριστουργήματα της ναυπηγικής τέχνης, τα θωρηκτά τσέπης "Γκραφ Σπέε" και "Ντόιτσλαντ" (ύστερα από τη βύθιση του "Γκραφ Σπέε" θα μετονομαστεί σε "Λύτσοβ"), επιτρεπόμενα από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, καθώς έχουν εκτόπισμα μόνον 10.000 τόνων[15] (στην πραγματικότητα το εκτόπισμα ήταν περίπου 12.000 τόνοι, αλλά αυτό επιμελώς απεκρύβη). Κατασκευάζονται, επίσης, δύο βαριά καταδρομικά, ενώ υπάρχουν ακόμη "στα σκαριά" δύο βαρέα θωρηκτά (τα οποία δεν θα είναι έτοιμα παρά μόνο προς το μέσον του Πολέμου). Το 1935 ο Πλοίαρχος Καρλ Νταίνιτς ξεκινά τη δημιουργία του πρώτου στολίσκου υποβρυχίων. Ο Ραίντερ δεν τον βλέπει με ιδιαίτερα ευνοϊκό μάτι, καθώς είναι (και θα παραμείνει μέχρι τέλους) κλασικός αξιωματικός σκαφών επιφανείας. Γνωρίζοντας, όμως, τη σημασία του υποβρύχιου όπλου, δεν αποτρέπει ούτε τον σχηματισμό ούτε την επέκτασή του. Το 1936 ο Χίτλερ ονομάζει τον Ραίντερ Αρχιναύαρχο (Generaladmiral). Ο Ραίντερ, ωστόσο, ποτέ δεν θα σταματήσει να συγκρούεται με τον Χέρμαν Γκαίρινγκ, επικεφαλής του "τετραετούς σχεδίου" ανάπτυξης της Οικονομίας, για την απορρόφηση πόρων για την ανασυγκρότηση του Ναυτικού (ο Γκαίρινγκ απορροφούσε πόρους αναδιοργανώνοντας την Πολεμική Αεροπορία και αδικούσε το Πολεμικό Ναυτικό στο θέμα αυτό). Ως συνέπεια, ούτε ο υποβρυχιακός στόλος αναπτύσσεται όπως θα ήθελε ο δημιουργός του, ούτε ο Στόλος επιφανείας ανασυγκροτείται στον επιθυμητό βαθμό.[16]
Αυτό δεν εμποδίζει τον Χίτλερ να ονομάσει, το 1939, τον Ραίντερ Μέγα Ναύαρχο (Großadmiral). Ο Ραίντερ, ωστόσο, δεν "πετά στα σύννεφα": Στις 3 Σεπτεμβρίου 1939, με την κήρυξη του Πολέμου, γράφει: "...Σήμερα ξέσπασε ο Πόλεμος με την Αγγλία και τη Γαλλία.(...) Είναι εμφανές ότι το Ναυτικό μας δεν είναι επαρκές για να ξεκινήσει έναν αγώνα με το Βρετανικό Ναυτικό. (...) Οι δυνάμεις επιφανείας είναι τόσο μικρές σε αριθμό και εξοπλισμό σε σύγκριση με τις βρετανικές που, το μόνο το οποίο μπορούν να κάνουν, είναι να δείξουν ότι γνωρίζουν πώς να πεθάνουν με έντιμο τρόπο".[17]
Τον Οκτώβριο του 1939 ο Χίτλερ διαβλέπει ότι η σύγκρουση με τη Βρετανία στη θάλασσα δεν θα μπορέσει να αποβεί υπέρ της Γερμανίας, αν αυτή δεν διαθέτει τους λιμένες της Δανίας και της Νορβηγίας. Η κατάκτηση της πρώτης επιτυγχάνεται αναίμακτα, όταν η Δανική Κυβέρνηση παραδίδει, υπό την απειλή βομβαρδισμού της Κοπεγχάγης, τη χώρα αμαχητί. Η Νορβηγία αρνείται να κάνει το ίδιο, δεν διαθέτει όμως παρά ελάχιστα στρατεύματα. Οι Βρετανοί και οι Γάλλοι στέλνουν εκστρατευτικά σώματα, ωστόσο ο Ραίντερ τους έχει προλάβει και, δημιουργώντας δέκα μικρές νηοπομπές, που περνούν απαρατήρητες από το Βρετανικό Ναυτικό, στέλνει πρώτος στρατεύματα στη Νορβηγία (Απρίλιος 1940). Οι Άγγλοι αιφνιδιάζονται και, επιδεικνύοντας ατολμία, αφήνουν να χαθεί η Νορβηγία. Ωστόσο, η εκστρατεία αυτή στοιχίζει ακριβά στον Γερμανικό Στόλο, ο οποίος χάνει 10 από τα 22 αντιτορπιλικά που διαθέτει.[15] Για τις απώλειες αυτές ο Χίτλερ μέμφεται τον Ραίντερ.
Το καλοκαίρι του 1940 ο Χίτλερ, έχοντας μόλις κατακτήσει τη Γαλλία, αρχίζει να σκέπτεται το σχέδιο απόβασης στη Βρετανία (Επιχείρηση Θαλάσσιος Λέων (Seelowe). Οι Στρατηγοί του την εγκρίνουν και υπερθεματίζουν: Έχουν δίκιο, καθώς οι βρετανικές χερσαίες δυνάμεις είναι ολοσχερώς ανεπαρκείς για να καλύψουν τα "τρωτά σημεία" μιας ενδεχόμενης απόβασης. Το βάρος της απόβασης πέφτει στο Ναυτικό, που πρέπει να μεταφέρει, σε μικρό χρονικό διάστημα, μεγάλο αριθμό μεραρχιών σε δύο κύματα, μέσω της Μάγχης και σε εποχή που δεν προσφέρεται ιδιαίτερα για κάτι τέτοιο. Ο Ραίντερ υποστηρίζει ότι το Ναυτικό δεν έχει ούτε τον χρόνο να το προετοιμάσει, ούτε μέσα να το φέρει σε πέρας και να το υποστηρίξει όπως πρέπει. Το δεύτερο κύμα μπορεί να ακολουθήσει μόνο μετά από δεκαπέντε ημέρες και όλα αυτά υπό την προϋπόθεση ότι τα σκάφη του δεν θα δέχονται επιθέσεις από εχθρικά πλοία και αεροσκάφη: πρέπει, κατά συνέπεια, η Γερμανία να εξασφαλίσει την κυριαρχία του ουρανού, για να μπορέσει το Ναυτικό να φέρει σε πέρας αυτή την αποστολή. Ο Γκέρινγκ και ο Χίτλερ δέχονται την πρόκληση, ξεκινώντας τη Μάχη της Αγγλίας. Η Λουφτβάφφε αποτυγχάνει να εξουδετερώσει τη RAF και το σχέδιο απόβασης εγκαταλείπεται, όχι όμως χωρίς να προκαλέσει τη δυσαρέσκεια του Χίτλερ απέναντι στον Ναύαρχό του, που τον θεωρεί άτολμο. Ο Ραίντερ δεν είναι άτολμος: γνωρίζει πολύ καλά τόσο την ανεπάρκεια των Ναυτικών δυνάμεων, στην οποία είχε συμβάλει ο Γκέρινγκ, όσο και την αδυναμία των σκαφών επιφανείας απέναντι στα σύγχρονα βομβαρδιστικά. Η αντίδρασή του μπορεί να χαρακτηριστεί "σώφρων", ως προς το Όπλο του.
Στα τέλη Δεκεμβρίου του 1942 Γερμανική μοίρα με το θωρηκτό τσέπης "Λύτσοβ", δύο βαριά καταδρομικά και τρία αντιτορπιλικά, συνεπικουρούμενη από τρία υποβρύχια, επιτίθεται κατά της νηοπομπής JW 51B, η οποία μεταφέρει πολεμικό υλικό στην ΕΣΣΔ. Τη νηοπομπή αυτή, που την αποτελούν 14 εμπορικά σκάφη, δεν συνοδεύουν παρά μερικά αντιτορπιλικά και λίγα βοηθητικά πλοία. Η εποχή και οι συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές για ναυμαχία, η οποία, ωστόσο, διεξάγεται υπό συνθήκες που δεν επιτρέπουν ούτε τον εντοπισμό των φίλιων και εχθρικών σκαφών (Ναυμαχία της Θάλασσας Μπάρεντς [18]). Τα προπετάσματα καπνού και οι τορπίλες των μικρών αντιτορπιλικών, τα οποία προς το τέλος ενισχύονται από δύο βρετανικά καταδρομικά, προκαλούν βαριές ζημιές σε γερμανικά σκάφη, τα οποία αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη μάχη με το πενιχρό επίτευγμα της βύθισης δύο αντιτορπιλικών. Κανένα εμπορικό σκάφος δεν βυθίζεται και όλα φθάνουν ανέπαφα στον Αρχάγγελο.
Η αποτυχία αυτή προκαλεί πραγματική μανία στον Χίτλερ, ο οποίος καλεί τον Ραίντερ και, σε έξαλλο ύφος, του δηλώνει ότι το Ναυτικό επιφάνειας είναι άχρηστο και το μόνο που κάνει είναι να απορροφά πόρους χωρίς αντίκρισμα. Γι' αυτό και θα διαταχθεί άμεσα η διάλυση όλων των σκαφών επιφανείας. Ο Ραίντερ, αν και είναι ακόμη από τους λίγους αξιωματικούς, των οποίων τη γνώμη ακούει ο Χίτλερ, προσπαθεί να δικαιολογήσει το γεγονός και να σώσει τον Στόλο επιφανείας. Ο Χίτλερ είναι ανένδοτος και ο Ναύαρχος, μη βλέποντας ποιον ρόλο θα μπορούσε να διαδραματίζει χωρίς να διαθέτει στόλο, υποβάλλει παραίτηση. Ο Χίτλερ την αποδέχεται και του ζητεί να υποδείξει διάδοχο. Ο Ραίντερ υποδεικνύει έναν, άσημο κατά τον Χίτλερ, Ναύαρχο και τον Νταίνιτς. Προς μεγάλη απογοήτευση του Ραίντερ, διάδοχός του ορίζεται ο Νταίνιτς (30 Ιανουαρίου 1943)[15], ο οποίος ωστόσο καταφέρνει να διασώσει από τη διάλυση τον Στόλο Επιφανείας. Αυτός είναι όμως πλέον τόσο μικρός, ώστε δεν θα διαδραματίσει κανένα ρόλο στα επερχόμενα γεγονότα του Πολέμου. Ο Ραίντερ παραμένει "σε εφεδρεία" ως "Αρχιεπιθεωρητής του Στόλου".
Μετά τον Πόλεμο
ΕπεξεργασίαΟ Ραίντερ παραμένει σε αποστρατεία μέχρι τη λήξη του Πολέμου, οπότε και συλλαμβάνεται από τους σοβιετικούς και παραπέμπεται να δικαστεί στη Δίκη της Νυρεμβέργης. Λόγω της επίθεσης εναντίον της Νορβηγίας το Δικαστήριο τον κρίνει ένοχο και τον καταδικάζει σε ισόβια κάθειρξη. Στη δίκη αρνήθηκε να πει είτε να γράψει το οτιδήποτε για την κατηγορία του[19] Εγκλείεται στη φυλακή του Σπάνταου. Η ποινή του μετριάζεται και για λόγους υγείας αποφυλακίζεται στις 26 Σεπτεμβρίου 1955. Εγκαθίσταται στο Λίπστατ (Lippstadt) της Βεστφαλίας, όπου και συγγράφει την αυτοβιογραφία του, που εκδίδεται, υπό τον τίτλο "Mein Leben" (Η ζωή μου), το 1957.
Ο Ραίντερ απεβίωσε στο Κίελο στις 6 Νοεμβρίου 1960.
Βιβλιογραφία
Επεξεργασία- Gordon Williamson, Malcolm McGregor, German Commanders of World War II (2): Waffen-SS, Luftwaffe and Navy, Osprey Publishing, 2006 ISBN 1-84176-597-X
- Keith W. Bird, Erich Raeder: Admiral of the Third Reich, Naval Institute Press, 2006 ISBN 1-55750-047-9
Πηγές, Αναφορές
Επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 1,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 9 Απριλίου 2014.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data
.bnf .fr /ark: /12148 /cb13510090f. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2015. - ↑ 3,0 3,1 «Encyclopædia Britannica» (Αγγλικά) biography/Erich-Raeder. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
- ↑ Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. 118743511. Ανακτήθηκε στις 14 Αυγούστου 2015.
- ↑ 5,0 5,1 5,2 «Большая советская энциклопедия» (Ρωσικά) Η Μεγάλη Ρωσική Εγκυκλοπαίδεια. Μόσχα. 1969. Ανακτήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 2015.
- ↑ www
.britannica .com /EBchecked /topic /489405 /Erich-Raeder. - ↑ Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2014.
- ↑ www
.maritimequest .com /daily _event _archive /2011 /10 _oct /01 _erich _raeder .htm. - ↑ Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data
.bnf .fr /ark: /12148 /cb13510090f. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2015. - ↑ «Nuremberg Trials Project»
- ↑ Ανακτήθηκε στις 14 Ιουνίου 2019.
- ↑ BOE-A-1930-9849.
- ↑ Antti Matikkala: «Kunnian ruletti: korkeimmat ulkomaalaisille 1941-1944 annetut suomalaiset kunniamerkit» (Φινλανδικά) Suomalaisen Kirjallisuuden Seura. Ελσίνκι. 2017. σελ. 511. ISBN-13 978-952-222-847-5.
- ↑ Keith W. Bird, Erich Raeder: Admiral of the Third Reich, Naval Institute Press, 2006 ISBN 1-55750-047-9
- ↑ 15,0 15,1 15,2 Ρεϊμόν Καρτιέ, Ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Πάπυρος, Αθήνα, 1966
- ↑ «Spartacus Schoolnet». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Οκτωβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 2008.
- ↑ Williamson Murray, Allan R. Millett, A War to be won: Fighting the Second World War, Harvard University Press, 2001 ISBN 0-674-00680-1
- ↑ German Kriegsmarine Encyclopedia
- ↑ Σορέλ, Λουί (1967). Η δίκη της Νυρεμβέργης. ΑΘΗΝΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΑΜΙΑΝΟΥ. σελ. 51.