Ο Έτορε Τρεβιζάν (23 Μαρτίου 192912 Νοεμβρίου 2020) ήταν Ιταλός ποδοσφαιριστής και μετέπειτα προπονητής ποδοσφαίρου.

Έτορε Τρεβιζάν
Προσωπικές πληροφορίες
Πλήρες όνομαΈττορε Τρεβιζάν
Ημερ. γέννησης23  Μαρτίου 1929
Τόπος γέννησηςΤεργέστη, Ιταλία
Ημερ. θανάτου12  Νοεμβρίου 2020
Τόπος θανάτουΤεργέστη, Ιταλία
Προπονητική καριέρα
ΠερίοδοςΟμάδα
1958–1959Μπελούνο
1959–1960Εθνικός Πειραιώς
1961–1962Νίκη Βόλου
1962Άρης Θεσσαλονίκης)
1963–1964Ολυμπιακός Βόλου
1965–1967Πορντενόνε
1967–1968Μέστρε
1968–1969Ποτέντσα
1969–1970Νότο
1970–1971Τόρρες
1971Σαβόια
1973–1974 Αϊτή
1974Ολυμπιακός Βόλου
1974–1975Πορντενόνε
1976–1977Βίγκορ Σενιγκάλια
1979–1980Μαρσάλα
1985Μαρσάλα

Ποδοσφαιρική σταδιοδρομία Επεξεργασία

Αγωνιζόμενος στη θέση του επιθετικού, ξεκίνησε την καριέρα του στα τμήματα υποδομών της Κοζέντσα Κάλτσιο και μετά της Τριεστίνα , η οποία τον δάνεισε  το 1948 πρώτα στη Ρετζίνα , (με τα χρώματα της οποίας όμως δεν αγωνίστηκε καθόλου σε επίσημους αγώνες), και μετά από τον Ιανουάριο του 1949 στη Μαρσάλα. Με τους Σικελούς, προβιβάστηκε στη Σέριε Γ, στο πρωτάθλημα της περιόδου 1948-1949, αγωνιζόμενος ως βασικός. Το 1949 εκδηλώθηκε ενδιαφέρον για να την απόκτησή του από την Ρετζίνα, ενώ παράλληλα δοκιμάστηκε και από τη Λάτσιο, προτού μετακομίσει τελικά στη Γαλλία, για λογαριασμό της Νις, όπου και παρέμεινε για μία σεζόν. Επέστρεψε στη χώρα του και αγωνίστηκε κυρίως ως αναπληρωματικός σε διάφορες ομάδες, όπως στη Λενιάνο, στη Μπάρι και την Πιατσέντζα, όπου και συνυπήρξε αγωνιστικά  με τον αδελφό του, Γουλιέλμο. Τον Νοέμβριο του 1952 παραχωρήθηκε δανεικός στη Ραβέννα, με την οποία έπαιξε 12 παιχνίδια πετυχαίνοντας ένα γκολ. Αφού έλαβε την ελευθέρας του από την Πιατσέντζα, επέστρεψε στην Τριεστίνα, η οποία το 1954 τον πούλησε στην Κουνέο. Μετά από σύντομες αγωνιστικές παρουσίες στις ερασιτεχνικές Montevecchio και S.S.D. Città di Teramo, ολοκλήρωσε την ποδοσφαιρική του καριέρα το 1958 αφού πρώτα αγωνίστηκε και σε δύο αγώνες με την ομάδα της Σανρεμέζε.

Προπονητική σταδιοδρομία Επεξεργασία

Ο Τρεβιζάν ξεκίνησε την προπονητική του σταδιοδρομία με την άσημη Ιταλική ομάδα τέταρτης κατηγορίας Μπελούνο. Προτού κλείσει τα 31 του έτη, ανέλαβε τα προπονητικά ηνία του Εθνικού Πειραιώς στην ελληνική κορυφαία κατηγορία και παράλληλα καταγράφεται στην ιστορία της Α' Εθνικής ως ο νεότερος ξένος προπονητής όλων των εποχών![1]. Ο Εθνικός, παρότι θεωρείτο μια εκ των ισχυρών ομάδων  εκείνη την εποχή τερμάτισε μόλις 12ος, η χειρότερη επίδοση στα χρονικά της ομάδας μέχρι τότε, που καταρρίφθηκε ύστερα από 22 χρόνια. Την επόμενη αγωνιστική σεζόν (1960-61), κι αφού ενδιάμεσα παντρεύτηκε στην Ιταλία, ανέλαβε τη Νίκη Βόλου, η οποία αγωνίζονταν στη δεύτερη κατηγορία και πέτυχε να την ανεβάσει στην ανώτερη κατηγορία. Συνέχισε και στην ιστορική πρώτη σεζόν της ομάδας της Νέας Ιωνίας στην τότε Α’ Εθνική (1961-62), με την οποία κατέλαβε την 11η θέση και εξασφάλισε τη σωτηρία της ομάδας από τον υποβιβασμό[2]. Το καλοκαίρι του 1962 υπέγραψε συμβόλαιο συνεργασίας με τον Άρη Θεσσαλονίκης, στον πάγκο του οποίου κάθισε μόνο για έντεκα αγώνες με απολογισμό, τέσσερις νίκες, μια ισοπαλία, και 6 ήττες. Απολύθηκε λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1962 (17/12/1962). Ενώ συμφώνησε αρχικά να αναλάβει την Τουρκική Μπεσίκτας,  τελικά τον Ιανουάριο του 1963  συνέχισε την προπονητική του καριέρα στον πάγκο του Ολυμπιακού Βόλου, στη δεύτερη κατηγορία, όπου και παρέμεινε μέχρι το 1964 διεκδικώντας την άνοδο στην Α’ Εθνική, την οποία έχασε στα μπαράζ από τα Τρίκαλα.  Μετά την εμπειρία στην Ελλάδα μετακόμισε στην Κορσική, στη Μπαστιά, μένοντας εκεί για λίγους μήνες αλλά λόγω γλωσσικών προβλημάτων και αδυναμίας προσαρμογής στο γαλλικό πρωτάθλημα, επέστρεψε, το 1965, στην Ιταλία και στον πάγκο της άσημης ερασιτεχνική Πορντενόνε στη Σέριε Δ (1965-67), της Μέστρε (1967-68), της Ποτέντσα (1968-69) στην  Σέριε Γ, της Νότο (1969-70), της Τόρρες (1970-71) και της Σαβόια (1971).  

Αργότερα, και πιο συγκεκριμένα το 1973, ο Τρεβιζάν ανέλαβε για ένα χρόνο, μάνατζερ της Εθνικής Αϊτής μέσω ειδικής συμφωνίας μεταξύ των κυβερνήσεων της Αϊτής και της Ιταλίας [3] , βοηθώντας τους να κερδίσουν το Πρωτάθλημα CONCACAF του 1973 (το οποίο χρησίμευε ως προκριματικός όμιλος του Παγκόσμιου Κυπέλλου) μπροστά από τις εθνικές ομάδες του Μεξικού, της Γουατεμάλας και της Ονδούρας και να προκριθούν τελικά στο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου του 1974 , τη μοναδική  πρόκριση της Αϊτής, σε Παγκόσμιο Κύπελλο. Αμέσως μετά την κλήρωση των ομίλων για το Παγκόσμιο Κύπελλο, παραιτήθηκε λόγω τριβών με την Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της Αϊτής, και αντικαταστάθηκε από τον βοηθό του, Αντουάν Τασί.  Στη συνέχεια, του προσφέρθηκε η θέση του προπονητή της Violette, της κυρίαρχης ομάδας του πρωταθλήματος της Αϊτής, όμως ο Τρεβιζάν επέστρεψε στην Ιταλία, λόγω δίωξης που ασκήθηκε εναντίον του από τις τοπικές αρχές της Αϊτής, για οικονομικής φύσεως ζητήματα. Το καλοκαίρι του 1974, επέστρεψε στο Βόλο και στην τεχνική ηγεσία του Ολυμπιακού Βόλου, ο οποίος αγωνίζονταν εκείνη τη σεζόν στην ελληνική κορυφαία κατηγορία. Τα ανεπιτυχή αποτελέσματα της ομάδας κατά την καλοκαιρινή προετοιμασία, οδήγησαν στην απόλυσή του (αντικαταστάθηκε τον Ντράγκαν Τσίκιτς), αμέσως μετά την πρώτη αγωνιστική (2/10/1974). Το Δεκέμβριο του 1974, συνέχισε την καριέρα του στην Ιταλία, αρχικά στην Πορντενόνε (1974-75) και μετέπειτα στην Βίγκορ Σενιγκάλια (1976-77) [4] , ομάδα τέταρτης κατηγορίας την οποία οδήγησε στη σωτηρία..

Αργότερα διετέλεσε προπονητής της Μαρσάλα (ομάδα της νότιας Σικελίας) σε δύο διακριτές περιόδους: την πρώτη φορά έλαβε και πέτυχε τη σωτηρία της ομάδας στο πρωτάθλημα Serie C2 (1979-1980), ενώ τη δεύτερη οδήγησε την ομάδα της Σικελίας στο προβιβασμό στην ανώτερη κατηγορία. Ωστόσο τη ακριβώς επόμενη σεζόν (1985-1986), παραιτήθηκε λίγο μετά την έναρξη του πρωταθλήματος.

Ο Τρεβιζάν, κάτοχος του άτυπου ρεκόρ παρουσιών (με 72 επίσημες παρουσίες) για Ιταλό προπονητή, σε αγώνες του Ελληνικού πρωταθλήματος[5], απεβίωσε στις 12 Νοεμβρίου 2020, σε ηλικία 91 ετών, στην Τεργέστη της Ιταλίας. 

Παραπομπές Επεξεργασία