Η όπερα είναι ο ιταλικός όρος διεθνούς χρήσης για ένα θεατρικό και μουσικό είδος, στο οποίο η σκηνική δράση συνδυάζεται με τη μουσική, το μπαλέτο και το τραγούδι. Η ονομασία «όπερα» αποτελεί τη συμβατική συντομογραφία της ονοματικής φράσης όπερα στη μουσική. Δεν είναι τυχαίο ότι η λέξη «όπερα» χρησιμοποιείται πάντοτε σε όλες σχεδόν τις γλώσσες του κόσμου: ακόμα κι αν άλλα έθνη έχουν επίσης οπερατικές παραδόσεις αναμφισβήτητης σημασίας και αξίας, το είδος γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στην Ιταλία, μια χώρα που έχει τον μεγαλύτερο αριθμό θεάτρων όπερας στον κόσμο και ένα από τα μεγαλύτερα καυχήματά της είναι ότι θεωρείται παγκοσμίως η πατρίδα της όπερας.

Μεταξύ των πολυάριθμων συνωνύμων, περισσότερο ή λιγότερο κατάλληλων, αρκεί να θυμηθούμε το μελόδραμα, την όπερα στη μουσική, το μουσικό θέατρο και το λιγότερο κατάλληλο συνώνυμο, τη λυρική όπερα, έκφραση που χρησιμοποιείται από την κοινή γλώσσα και τη γλώσσα των μέσων ενημέρωσης, αλλά όχι από τη μουσικολογία [1] [2]. Ο όρος είναι έντονα συσχετισμένος με τη χρήση του, καθώς η λέξη όπερα, στα ιταλικά, είναι λατινικής προέλευσης που υποδεικνύει κατά κανόνα ένα έργο, ιδιαίτερα στον καλλιτεχνικό τομέα [3].

Από τον Αύγουστο του 2013, η Ένωση Επαγγελματιών Τραγουδιστών της Ιταλίας έχει καταθέσει στο Υπουργείο Πολιτιστικών Αγαθών και Δραστηριοτήτων (MIBACT) την αίτηση υποψηφιότητας στην UNESCO για την ιταλική λυρική όπερα, με σκοπό να καταχωριστεί η όπερα στην Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά που προστατεύεται από την UNESCO.

Χαρακτηριστικά Επεξεργασία

Το θέατρο της πρόζας χρησιμοποιεί ως μέσα τη σκηνογραφία, τα κουστούμια και την υποκριτική. Το ειδικά συνθεμένο λογοτεχνικό κείμενο, το οποίο περιέχει τους διαλόγους που διεξάγονται από τους χαρακτήρες και τις επεξηγηματικές σημειώσεις, ονομάζεται λιμπρέτο. Οι τραγουδιστές συνοδεύονται από ενόργανο σύνολο διαφόρων μεγεθών, συμπεριλαμβανομένης μιας μεγάλης συμφωνικής ορχήστρας. Από την πρώτη εμφάνισή της, η όπερα πυροδοτούσε έντονες διαφωνίες μεταξύ των διανοουμένων, με στόχο να καθοριστεί αν το σημαντικότερο στοιχείο ήταν η μουσική ή το ποιητικό κείμενο.

Τα θέματα που εκπροσωπούνται είναι ποικίλα και μπορούν να αντιστοιχούν σε ορισμένα υποείδη: σέρια, μπούφα, παιγνιώδες δράμα, ημισοβαρή, φάρσα.

Η όπερα διαιρείται συμβατικά σε ποικίλα «μουσικά νούμερα», που περιλαμβάνουν είτε σκηνές συνόλου (ντουέτα, τερτσέτα, κοντσέρτα, χορωδίες, μπαλέτα) είτε σόλο (άριες, αριόζο, ρομάντζα, καβατίνες, καμπαλέτες).

Στην πραγματικότητα, σήμερα η επιτυχία μιας όπερας απορρέει από ένα συνδυασμό παραγόντων, στη βάση των οποίων εκτός από την ποιότητα της μουσικής (που θα πρέπει να ικανοποιεί την επικρατούσα γεύση αλλά και μερικές φορές να έχει έντονα χαρακτηριστικά καινοτομίας), βρίσκεται η θεατρική αποτελεσματικότητα του λιμπρέτο και όλα εκείνα τα στοιχεία από τα οποία αποτελείται η θεατρική παράσταση.

Ιδιαίτερα σημαντικά είναι, επομένως, και το στήσιμο (σκηνογραφία, σκηνοθεσία, κοστούμια και ενδεχομένως η χορογραφία), η υποκριτική, αλλά κυρίως η ποιότητα φωνής των τραγουδιστών.

Η ιστορία της όπερας καλύπτει μια περίοδο πάνω από τέσσερις αιώνες, από το τέλος του 16ου αιώνα μέχρι και σήμερα. Μετά τα μέσα του 20ου αιώνα, η παραγωγή νέων έργων μειώθηκε σημαντικά, λόγω της εμφάνισης νέων μορφών θεάματος και ψυχαγωγίας, που δεν συνδέονται πλέον με το χώρο του θεάτρου, όπως ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο και η τηλεόραση.

Νούμερα, τραγουδιστές και ρόλοι Επεξεργασία

 
Ο διάσημος πίνακας του Φρέντερικ Λέιτον (1864) που απεικονίζει το μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης, ένα από τα πρώτα θέματα που καλύφθηκαν την αυγή του 19ου αιώνα από το θέατρο στη μουσική

Μέχρι σχεδόν ολόκληρο το 19ο αιώνα, η ιταλική όπερα χωριζόταν σε μουσικά νούμερα: άριες, ντουέτα, χορωδίες, τελικές πράξεις κλπ.

Το 18ο αιώνα, ατομικά νούμερα συνδεδεμένα με ρετσιτατίβα, που συνοδεύονταν μόνο από τσέμπαλο και μπάσο, έγιναν γνωστά ως ρετσιτατίβα σέκο, στα οποία εξελίχθηκε το «<i>recitar cantando</i>» (απαγγελία με τραγούδι) του μελοδράματος του τέλους του 16ου αιώνα. Στο μουσικό θέατρο της γαλλικής και γερμανικής κωμωδίας (δηλαδή στα είδη της όπερας κομίκ και της Singspiel) τα ρετσιτατίβα σέκο αντικαθίστανται από προφορικούς διάλογους.

Αργότερα, το ρετσιτατίβο ακομπανιάτο, αυτό δηλαδή που συνοδεύεται από ορχήστρα, θα συμπεριληφθεί στο μουσικό νούμερο με την ονομασία της σκηνής. Το είδος της άριας θα αντικατασταθεί τότε από εκείνο της σκηνής και της άριας. Αυτά τα δύο είδη συμβίωναν κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου αιώνα, έως ότου το τελευταίο έπεσε σε αχρηστία, επιβιώνοντας λίγο περισσότερο στον τομέα του κωμικού μουσικού θεάτρου.

Οι τραγουδιστές και οι ρόλοι που ερμηνεύουν διακρίνονται με βάση την τονικότητα της φωνής.

Οι ανδρικές φωνές ονομάζονται, από τις πιο βαρείες έως τις πιο οξείες, βαθύφωνες (μπάσες), βαρύτονες, οξύφωνες (τενόροι). Σε αυτούς τους τύπους μπορούν να προστεθούν οι φωνές του κοντρα-τενόρουκοντράλτο) και της αρσενικής σοπράνου, οι οποίες χρησιμοποιούν μια προσέγγιση υψιφωνίας (falsetto) για να μιμηθούν τη γυναικεία φωνή. Ερμηνεύουν ρόλους που έχουν ανατεθεί στους καστράτους.

Οι γυναικείες φωνές ταξινομούνται, από τις πιο βαρείες έως τις πιο οξείες, σε κοντράλτο, μεσόφωνες (μετσο-σοπράνο) και υψίφωνες (σοπράνο). Εκτελούν ακόμα και σήμερα, πολύ συχνότερα από τις αντίστοιχες ανδρικές φωνές, τους ρόλους των σοπράνο και/ή των κοντράλτο που γράφτηκαν για τις φωνές των καστράτων.

Κατηγορίες Επεξεργασία

 
Το οπερατικό θέατρο Σκάλα του Μιλάνου

Καθ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας δημιουργήθηκαν ποικίλα είδη και διαφορετικές κατηγορίες λυρικής όπερας, με συνεχή επιρροή και απόρροια της μιας κατηγορίας από την άλλη, ακολουθώντας τις προτιμήσεις του κοινού ή δημιουργώντας από την πλευρά των καλλιτεχνών πρωτότυπα θέματα και έργα.

Όπερα σέρια Επεξεργασία

Η όπερα σέρια (σοβαρή όπερα) αποτελεί ένα χαρακτηριστικό είδος της ιταλικής όπερας. Είναι ιστορικά αντίθετη με το είδος της όπερας μπούφα, σε τέτοιο βαθμό που η παρακμή της τελευταίας, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, κατέληξε πρωτίστως να την καταστήσει αβέβαιη, κι έπειτα μη αναγνωρίσιμη. Τα κύρια θέματα της όπερας σέρια είναι το δράμα και τα ανθρώπινα πάθη.

Όπερα μπούφα Επεξεργασία

Αναπτύχθηκε στη Νάπολη το πρώτο μισό του 18ου αιώνα ως κωμική όπερα και από εκεί μεταφέρθηκε στη Ρώμη και τη Βόρεια Ιταλία. Διάσημοι συνθέτες, όπως ο Μότσαρτ, ο Ροσσίνι κι άλλοι, συνέβαλαν σημαντικά στην ανάπτυξη αυτού του οπερατικού είδους.

Παιγνιώδες μελόδραμα Επεξεργασία

Το παιγνιώδες μελόδραμα ή παιγνιώδες δράμα αποτελεί ένα οπερατικό είδος που γεννήθηκε στην Ιταλία στα μέσα του 18ου αιώνα. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Τζιοβάνι Κόζιμο Βιλιφράνκι ως πρόλογος στο κωμικό έργο του Ο υποχόνδριος, αν και ο Κάρλο Γκολντόνι άρχισε να τον χρησιμοποιεί τακτικά από το 1748. Ένα παιγνιώδες δράμα έχει συναισθηματική ή θλιβερή πλοκή που ολοκληρώνεται με ένα ευτυχισμένο τέλος. Τοποθετείται, επομένως, ανάμεσα στην όπερα σέρια και όπερα μπούφα.

Όπερα ημισοβαρή Επεξεργασία

Η ημισοβαρή όπερα (opera semiseria) αποτελεί ένα οπερατικό είδος στο οποίο οι χαρακτήρες, οι μορφές και τα στυλ εμπνέονται από την όπερα σέρια και την όπερα μπούφα. Ιστορικά, αυτό το είδος επικράτησε στην Ιταλία τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα, με βάση το μοντέλο του γαλλικού pièce au sauvatage.

Φάρσα Επεξεργασία

Η φάρσα είναι ένα οπερατικό είδος διαδεδομένο μεταξύ της τελευταίας δεκαετίας του 18ου αιώνα και των τριών πρώτων του 19ου αιώνα, κυρίως στη Βενετία και τη Νάπολη και σε μικρότερο βαθμό στην υπόλοιπη Ιταλία. Ήταν συνήθως όπερα κωμικού χαρακτήρα με μία πράξη, που μερικές φορές εκπροσωπούνταν μαζί με μπαλέτα.

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. «Dizionario». dizio. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου 2019. 
  2. «Google Libri». 
  3. «Vocabolario on line òpera». Treccani.