O Αβεντίνος λόφος (λατιν. collis Aventinus), είναι ένας από τους Επτά λόφους της αρχαίας Ρώμης. Στην εποχή μας ανήκει στην περιοχή Ρίπα, που είναι το 12ο διαμέρισμα της Ρώμης.

Σχηματικός χάρτης της Ρώμης, που δείχνει τους επτά λόφους και το τείχος του Σεβήρου.

Θέση και όρια Επεξεργασία

Ο Αβεντίνος λόφος είναι ο νοτιοδυτικότερος από τους επτά λόφους της Ρώμης. Έχει δύο ξεχωριστές κορυφές, η υψηλότερη είναι στα νοτιοδυτικά και η χαμηλότερη στα νοτιοανατολικά· χωρίζονται από μία απότομη σχισμή, στην οποία φτιάχτηκε μία αρχαία οδός μεταξύ των κορυφών. Κατά τη Δημοκρατική περίοδο, οι δύο λόφοι (Aventinus Major και Aventinus Minor) μάλλον εθωρούντο ως μία ενότητα.[1] Οι μεταρρυθμίσεις του Αυγούστου στις προαστιακές γειτονιές (vicus, πληθ. vici) όρισε την οδό αυτή, τη σύγχρονη viale Aventino, ως το όριο μεταξύ της περιοχής ΧΙΙ, που περιέλαβε τον Aventinus Minor και την περιοχή ΧΙΙΙ, που απορρόφησε τον Aventinus Major.[2]

Ετυμολογία και μυθολογία Επεξεργασία

Οι πιο πολλές Ρωμαϊκές πηγές ανάγουν το όνομα του λόφου σε έναν μυθικό βασιλιά Αβεντίνο της Άλμπα. Ο Μαύρος Σέρβιος Ονοράτος βρήκε δύο βασιλείς με το όνομα αυτό, έναν της αρχαίας Ιταλίας και έναν από την πόλη Άλμπαν, που και οι δύο τάφηκαν στον λόφο στην απώτατη αρχαιότητα. Ο Σέρβιους πιστεύει, ότι ο λόφος ονομάστηκε από τον αρχαίο βασιλιά της Ιταλίας Αβεντίνο. Απορρίπτει την πρόταση του Βάρρου, ότι οι Σαβίνες ονόμασαν τον λόφο από τον γειτονικό Αβεντίνο ποταμό. Εκτιμά πως ο Αβεντίνος, γιος του Ηρακλή και της Ρέας Σιλβίας, μάλλον πήρε το όνομά του από τον λόφο.[3] Ο λόφος ήταν ένας σημαντικός τόπος στη Ρωμαϊκή μυθολογία. Στην Αινειάδα του Βιργιλίου, ένα σπήλαιο στην βραχώδη πλευρά του Αβεντίνου, δίπλα στο ποτάμι, ήταν η διαμονή του τερατώδους Κάκου, που έκλεψε τα βόδια του Γηρυόνη και ο Ηρακλής τον σκότωσε γι' αυτό.[4] Στον ιδρυτικό μύθο της Ρώμης, οι θεϊκά γεννηθέντες Ρώμος και Ρωμύλος είχαν έναν διαγωνισμό οιωνοσκοπίας· ο νικητής θα καθόριζε το δικαίωμα ίδρυσης, ονοματοθεσίας και ηγεμονίας σε μία νέα πόλη και θα έθετε τα όριά της. Στις πιο πολλές εκδοχές της ιστορίας, ο Ρώμος για την οιωνοσκοπία έθεσε τη σκηνή του στον Αβεντίνο και ο Ρωμύλος στο Παλατίνο λόφο.[5]

Ο καθένας είδε έναν αριθμό από οιωνούς να πετούν (aves), που σήμαιναν θεϊκή συγκατάθεση, αλλά ο Ρέμος είδε λιγότερα από τον Ρωμύλο, έτσι ο τελευταίος συνέχισε με την ίδρυση της πόλης της Ρώμης στη θέση, που ήταν επιτυχής η οιωνοσκοπία. Μία πιο πρώιμη εκδοχή, που βρίσκουμε στον Έννιο και σε μερικές μετέπειτα πηγές, ο Ρωμύλος έκανε την οιωνοσκοπία του στον Αβεντίνο και ο Ρώμος αλλού, ίσως στη χαμηλότερη κορυφή του Αβεντίνου, η οποία από τον Έννιο ταυτίζεται με τον Mons Murcus.[6] Ο Σκούτς (1961) θεωρεί την εκδοχή του Έννιου ως την πιο πιθανή, με την οιωνοσκοπία του Ρωμύλου στον Παλατίνο λόφο ως μετέπειτα επινόηση, καθώς επίσημα Αβεντίνος ονομαζόταν μόνο η υψηλότερη κορυφή, αλλά η κοινή χρήση επέκτεινε το όνομα και στη γειτονική χαμηλότερη. Οι κανόνες της οιωνοσκοπίας και ο μύθος ο ίδιος χρειάζονται ο καθένας από τους διδύμους να κάνει την οιωνοσκοπία του σε διαφορετική θέση. Έτσι ο Ρωμύλος, που κέρδισε τον διαγωνισμό και ίδρυσε την πόλη, μετατοπίστηκε στον πιο τυχερό Παλατίνο, την παραδοσιακή θέση ίδρυσης της Ρώμης. Ο λιγότερο τυχερός Ρώμος, που έχασε αργότερα και τη ζωή του, έμεινε στον Αβεντίνο: ο Σέρβιους σημειώνει τη φήμη του Αβεντίνου ως στοιχειωμένου με δυσοίωνα πτηνά.[7][8]

Ιστορία Επεξεργασία

Σύμφωνα με την Ρωμαϊκή παράδοση ο λόφος του Αβεντίνου δεν βρισκόταν στα αρχικά όρια της πόλης της Ρώμης, ήταν έξω από τα ιδρυτικά τείχη. Ο Ρωμαίος ιστορικός Τίτος Λίβιος έγραψε ότι ο τέταρτος βασιλιάς της Ρώμης Άνκος Μάρκιος νίκησε μια Λατινική πόλη και τοποθέτησε τους ηττημένους στον λόφο του Αβεντίνου.[9] Ο Ρωμαίος γεωγράφος Στράβων χρεώνει στον Άνκο Μάρκο την επέκταση των τειχών της Ρώμης για να εισέλθει μέσα στα όρια της ο λόφος του Αβεντίνου.[10] Σύμφωνα με άλλους συγγραφείς στην επέκταση των τειχών της Ρώμης χρεώνεται ο έκτος βασιλιάς Σέρβιος Τύλλιος, τα περίφημα Σέρβια Τείχη με λίθους που κλάπηκαν από κτίσματα των Βηίων. Η φυλή αυτή ζούσε περιφερειακά της Ρώμης ως ανεξάρτητο προάστειο και κατακτήθηκαν αργότερα (393 π.Χ.). Ο λόφος του Αβεντίνου έγινε σταδιακά το επίκεντρο για να αναπτυχθούν τα έθιμα και οι λατρείες των ξένων. Ο Σέρβιος Τύλλιος οικοδόμησε νέο ναό στον Αβεντίνο αφιερωμένο στην Ντιάνα, ήταν ένας Ρωμαϊκός προορισμός για την νέα Λατινική Λίνγκα. Την εποχή που εξορίστηκε ο τελευταίος βασιλιάς της Ρώμης Ταρκύνιος ο Υπερήφανος (493 π.Χ.) και ανακηρύχθηκε η Ρωμαϊκή δημοκρατία ιδρύθηκε στον ομώνυμο λόφο η "Τριάδα των Αβεντίνων" : Κέρες, Λίμπερ και Λίμπερα. Οι θεότητες της Αβεντινής Τριάδας έγιναν προστάτιδες των Πληβείων και των κατώτερων κοινωνικά τάξεων. Ο ναός επέβλεπε στον Μέγα Ιππόδρομο και ο Ναός της Εστίας στη Ρώμη βρισκόταν απέναντι από τον Παλατίνο λόφο. Ο λόφος και ειδικά ο θεός του κρασιού και της μέθης Λίμπερ έγιναν το κέντρο αντίστασης των Πληβείων απέναντι στην Ρωμαϊκή εξουσία.[11] Οι Γαλάτες αργότερα έκαναν επιδρομή πέρασαν τον λόφο του Αβεντίνου και το Άρεως Πεδίον και κατέλαβαν προσωρινά την πόλη της Ρώμης (391 π.Χ.). Μετά από το γεγονός αυτό τα τείχη της Ρώμης οικοδομήθηκαν ξανά με προσεκτικό τρόπο ώστε ο λόφος του Αβεντίνου να βρίσκεται μέσα στα όρια της πόλης. Ο λόφος χρησιμοποιήθηκε από τους Πληβείους με στόχο να αποκτήσουν δημόσια αξιώματα την εποχή που οι Αγορανόμοι και οι Τριβούνοι ασχολήθηκαν με τις δημόσιες υποθέσεις.[12]

Αναφορές στον λαϊκό πολιτισμό Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Lawrence Richardson, A new topographical dictionary of ancient Rome, Johns Hopkins University Press, 1992, σ. 47 googlebooks preview. Richardson asserts the single identity of the two heights as Aventine during the Republican era as commonly accepted in modern scholarship. O. Skutsch, "Enniana IV: Condendae urbis auspicia", The Classical Quarterly, New Series, Τομ. 11, No. 2 (Nov., 1961), σσ. 252-267
  2. Lawrence Richardson, A new topographical dictionary of ancient Rome, Johns Hopkins University Press, 1992, σ. 47 googlebooks preview. Richardson asserts the single identity of the two heights as Aventine during the Republican era as commonly accepted in modern scholarship. O. Skutsch, "Enniana IV: Condendae urbis auspicia", The Classical Quarterly, New Series, Τομ. 11, No. 2 (Nov., 1961), σσ. 252-267
  3. http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Serv.+A.+7.657&redirect=true
  4. Brill's New Pauly: Encyclopaedia of the Ancient World. "Cacus"
  5. T.P. Wiseman, Remus: a Roman myth, Cambridge University Press, 1995, σ.7 ff. For discussion of Ennius' much copied, corrupted and problematic text, particularly his Mons Murca as the lesser Aventine hill, see O. Skutsch, "Enniana IV: Condendae urbis auspicia", The Classical Quarterly, New Series, Vol. 11, No. 2 (Nov., 1961), σσ. 255-259
  6. T.P. Wiseman, Remus: a Roman myth, Cambridge University Press, 1995, σ.7 ff. For discussion of Ennius' much copied, corrupted and problematic text, and particularly his Mons Murca as the lesser Aventine hill, see O. Skutsch, "Enniana IV: Condendae urbis auspicia", The Classical Quarterly, New Series, Vol. 11, No. 2 (Nov., 1961), σσ. 255-259
  7. Otto Skutsch, "Enniana IV: Condendae urbis auspicia", The Classical Quarterly, New Series, Τομ. 11, No. 2 (Nov., 1961), σσ. 252-267
  8. http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Serv.+A.+7.657&redirect=true
  9. Τίτος Λίβιος, "Ab urbe condita", 1.33
  10. https://penelope.uchicago.edu/Thayer/E/Roman/Texts/Strabo/5C*.html
  11. Cornell, T., The beginnings of Rome: Italy and Rome from the Bronze Age to the Punic Wars (c.1000–264 BC), Routledge, 1995, σ. 264
  12. Carter, Jesse Benedict. "The Evolution of the City of Rome from Its Origin to the Gallic Catastrophe"], Proceedings of the American Philosophical Society, September 2, 1909, σσ. 132 - 140

Πηγές Επεξεργασία

  • Lawrence Richardson, A new topographical dictionary of ancient Rome, Johns Hopkins University Press, 1992, p.47 googlebooks preview
  • Maurus Servius Honoratus, Commentary on the Aeneid of Vergil, 7. 657
  • Orlin, Eric M., Foreign Cults in Republican Rome: Rethinking the Pomerial Rule, Memoirs of the American Academy in Rome, Vol. 47 (2002), pp. 4-5. For Camillus and Juno, see Stephen Benko, The virgin goddess: studies in the pagan and Christian roots of mariology, BRILL, 2004, p.27