Αλέσσο Μπαλντοβινέττι

Ιταλός ζωγράφος της πρώιμης Αναγέννησης

Ο Αλέσσο (ή Αλέσσιο) Μπαλντοβινέττι (Alesso ή Alessio Baldovinetti, 14 Οκτωβρίου 1425 – 29 Αυγούστου 1499[3]) ήταν Ιταλός ζωγράφος της πρώιμης Αναγέννησης.

Αλέσσο Μπαλντοβινέττι
Γέννηση14  Οκτωβρίου 1425[1]
Φλωρεντία
Θάνατος29  Αυγούστου 1499[1]
Φλωρεντία
Ιδιότηταζωγράφος[2]
Σημαντικά έργαAdoration of the shepherds, Annunciation και Retable of Cafaggiolo
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Βίος και έργο Επεξεργασία

Ο Μπαλντοβινέττι γεννήθηκε στη Φλωρεντία το 1425 και ανήκε σε ευγενή και εύπορη οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν εύπορος έμπορος, αλλά ο Αλέσσο επέλεξε να μην ακολουθήσει το πατρικό επάγγελμα[4] και το 1448, σε ηλικία 21 ετών[5] καταγράφηκε ως μέλος στη Συντεχνία του Αγίου Λουκά: «Alesso di Baldovinetti, dipintore»[6].

Ήταν οπαδός της ομάδας του επιστημονικού ρεαλισμού και νατουραλισμού στην Τέχνη. Στην ομάδα αυτή συγκαταλέγονταν ζωγράφοι όπως οι Αντρέα ντελ Καστάνιο, Πάολο Ουτσέλλο και Ντομένικο Βενετσιάνο, η επίδραση, μάλιστα, του Βενετσιάνο στο έργο του Μπαλντοβινέττι είναι ιδιαίτερα εμφανής[3]. Το έργο του Μπαλντοβινέττι αποσαφήνισε την προσεκτική απεικόνιση της φόρμας και της ακριβούς απεικόνισης του φωτός, χαρακτηριστικό του πλέον προοδευτικού ύφους της φλωρεντινής ζωγραφικής κατά το τελευταίο ήμισυ του 15ου αιώνα. Την ίδια περίοδο συνέβαλε σημαντικά στην πρωτοεμφανιζόμενη, τότε, τοπιογραφία.[4] Στα πρώτα του έργα συγκαταλέγονται εικόνες για τις θύρες του παρεκκλησίου του Ευαγγελισμού στο σύμπλεγμα του ναού Santissima Annunziata (περί το 1449) και μία εικόνα για την Αγία Τράπεζα για τον ναό Pieve di Borgo San Lorenzo στο Μουγγέλο (Mugello), το 1450. Έχει υποτεθεί ότι εργάστηκε ως βοηθός του Ντομένικο Βενετσιάνο, η επίδραση του οποίου είναι εμφανής, ιδιαίτερα στο καθαρό, διεισδυτικό φως στα διασωθέντα πρώιμα έργα του: Τη «Βάπτιση του Χριστού», τον «Γάμο στην Κανά» και τη «Μεταμόρφωση».[4]

Κατά την περίοδο 1441 - 1451, αν και δεν υπάρχει σχετική τεκμηρίωση, ήταν βοηθός στη διακόσμηση του ναού του San Egidio της Ρώμης, που έγινε από τους καλλιτέχνες Αντρέα ντελ Καστάνιο και Ντομένικο Βενετσιάνο.[4]

Το 1460-1462 τού ανατέθηκε να ζωγραφίσει τη μεγάλη τοιχογραφία του Ευαγγελισμού στη Μονή και Βασιλική του Ευαγγελισμού στη Φλωρεντία. Από τα τμήματα της τοιχογραφίας που έχουν διασωθεί διαπιστώνεται η δύναμη του καλλιτέχνη τόσο στην απομίμηση των φυσικών λεπτομερειών με εκπληκτική πιστότητα κσθώς και της χωροταξικής διάταξης των μορφών του σε ένα τοπίο με ισχυρή ατμοσφαιρική αίσθηση και μεγάλες αποστάσεις, γεγονότα που επιβεβαιώνουν τον Τζόρτζο Βαζάρι στα όσα έγραψε γι' αυτόν: «... αρεσκόταν ιδιαίτερα στην απεικόνιση φυσικών τοπίων ακριβώς όπως είναι, γι' αυτό βλέπουμε στους πίνακές του ποταμούς, γέφυρες, βράχους, φυτά, καρπούς, δρόμους, χωράφια, πόλεις και μια απειρία παρόμοιων πραγμάτων», ενώ ήταν μανιώδης με τους πειραματισμούς σε τεχνικά θέματα.

Αγαπημένη του μέθοδος στην τοιχογραφία ήταν να αποτυπώνει αρχικά τη σύνθεσή του στον τοίχο και να την ολοκληρώνει «στεγνά» (a secco) με μίγμα από κρόκο αβγού και υγρό βερνίκι. Αυτός, όπως αναφέρει ο Βαζάρι, ήταν ο τρόπος του καλλιτέχνη να προστατεύει το δημιούγημά του από την υγρασία. Εν τούτοις, προϊόντος του χρόνου, τμήματα του έργου που έγιναν με αυτή τη μέθοδο αποκολλήθηκαν κι έτσι το «μέγα μυστικό» που πίστευε ότι είχε εφεύρει, αποδείχθηκε ολοσχερής αποτυχία.[7]

Το 1463 δημιούργησε ένα «καρτούν» (cartoon, σχεδίασμα για ταπισερί), το οποίο υλοποίησε ο Τζουλιάνο ντε Μαϊάνο (Giuliano de Maiano) στο σκευοφυλάκιο του καθεδρικού ναού, το οποίο εξακολουθεί να υπάρχει ακόμη και σήμερα στη Βασιλική του Ευαγγελισμού της Φλωρεντίας.[7]

Περί το 1465 ζωγράφισε το πορτρέτο μιας «Κυρίας στα κίτρινα». Περί το 1466 χρονολογούνται οι «Τέσσερις Ευαγγελιστές και οι Τέσσερις Πατέρες» σε τοιχογραφία, και ο «Ευαγγελισμός» σε πάνελ, τα οποία ακόμη κοσμού το πορτογαλικό παρεκκλήσιο της βασιλικής του Σαν Μινιάτο, έργα που εσφαλμένα ο Βαζάρι είχε αποδώσει στον Πιέρο Πολλαϊουόλο (Pollaiuolo). Έργο του 1467 είναι η τοιχογραία του αναστηθέντος Χριστού ανάμεσα σε Αγγέλους στον καθαγισμένο τάφο του παρεκκλησίου της οικογένειας Ρουτσελλάι (Rucellai), η οποία διασώζεται και σήμερα.

Το 1471 ο Μπαλντοβινέττι ανέλαβε σημαντικές εργασίες για τον ναό Santa Trìnita, κατά παραγγελία του Μποντζάννι Τζανφιλιάτσι (Bongianni Gianfigliazzi): Αρχικά μια εικόνα για την Αγία Τράπεζα με έξι Αγίους, την οποία ολοκλήρωσε το 1472. Στη συνέχεια ξεκίνησε μια σειράα τοιχογραφιών, με θέματα από την Παλαιά Διαθήκη. Σύμφωνα με το συμβόλαιό του, αυτές θα ολοκληρώνονταν σε περίοδο πέντε ετών, αλλά η ολοκλήρωσή τους απαίτησε, τελικά, δεκαέξι. Το 1497 η ολοκληρωμένη σειρά, στην οποία απεικονίζονταν πολλοί επιφανείς Φλωρεντινοί, σποτιμήθηκε σε αξία χιλίων χρυσών φιορινίων από επιτροπή αποτελούμενη από τους Κόζιμο Ροσινέλλι, Μπενότσο Γκοτσόλι, Περουτζίνο και Φιλιππίνο Λίππι. Από τη σειρά αυτή σήμερα διασώζονται μόνο ορισμένα τμήματα. Στο μεταξύ, ο Μπαλντοβινέττι ασχολούνταν με άλλες έρευνες και αναζητήσεις τεχνικής φύσεως, εκτός από τη ζωγραφική. Από τους συγχρόνους του θεωρούνταν ως ο καλλλιτέχνης που είχε επαναφέρει στο προσκήνιο και είχε πλήρως κατανοήσει την επι μακρόν παραμελημένη τέχνη του ψηφιδωτού κσι για τον λόγο αυτόν είχε προσληφθεί, μεταξύ 1481 και 1483, για να επισκευάσει τα ψηφιδωτά επάνω από τη θύρα του ναού του Σαν Μινιάτο, καθώς και ορισμένα που βρίσκονταν μέσα και έξω από το Βαπτιστήριο του ίδιου ναού.[4]

Ο Μπαλντοβινέττι απεβίωσε στις 29 Αυγούστoυ 1499 στο νοσοκομείο του Σαν Πάολο και τάφηκε στον ναό του Σαν Λορέντσο[7]. Μαθητές του διετέλεσαν οι Ντομένικο Γκιρλαντάιο, Πιέρο ντι Γκιζόνε (Piero di Ghisone)[8]


Παραπομπές Επεξεργασία