Αμμάν

Πρωτεύουσα της Ιορδανίας

Το Αμμάν (αραβ.:عمان) είναι η πρωτεύουσα της Ιορδανίας (χασεμιτικού Βασιλείου της Ιορδανίας) και του κυβερνείου του Αμμάν και η μόνη πόλη της Ιορδανίας με σύγχρονη πολεοδομική υποδομή. Κατοικείται από 2.125.400 ανθρώπους (εκτίμ. 2005).

Αμμάν

Σημαία
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Αμμάν
31°57′0″N 35°56′0″E
ΧώραΙορδανία[1]
Διοικητική υπαγωγήΚυβερνείο Αμμάν
Διοίκηση
 • ΔήμαρχοςYousef Shawarbeh (από 2017)
Έκταση1.680 km²
Υψόμετρο784 μέτρα
Πληθυσμός4.007.526 (2015)
Ταχ. κωδ.11110–17198
Ζώνη ώραςΏρα Ανατολικής Ευρώπης
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Άποψη του Αμμάν από την ακρόπολη

Είναι χτισμένη σε λοφώδες έδαφος στα ανατολικά όρια του Τζέμπελ Ατζλούν, πάνω στις όχθες του μικρού Ουάντι Αμμάν, που ρέει σχεδόν όλο τον χρόνο, και των παραποτάμων του.

Επίκεντρο του οικισμού σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της πόλης ήταν και είναι το μικρό ψηλό τριγωνικό οροπέδιο (το σημερινό Τζέμπελ αλ-Κάλα), βόρεια του ποταμού. Πάνω σε αυτό είχαν χτιστεί οχυρωμένοι οικισμοί από τη μακρινή Αρχαιότητα.

Ιστορία Επεξεργασία

Τα πιο αρχαία ερείπια είναι της Χαλκολιθικής Περιόδου (περίπου 4000-3000 π.Χ.). Αργότερα, η πόλη έγινε πρωτεύουσα των Αμμωνιτών, σημιτικού λαού που αναφέρεται συχνά στη Βίβλο. Τόσο οι βιβλικές όσο και οι σύγχρονες ονομασίες έχουν τις ρίζες τους στον Άμμωνα. Οι Αμμωνίτες αποκαλούσαν την πόλη Ραββάθ Αμμών .Η «βασιλική πόλη» που κυριεύθηκε από τον στρατηγό του Δαβίδ, Ιωάβ, ήταν προφανώς η ακρόπολη στην κορυφή του οροπεδίου. Ο βασιλιάς Δαβίδ έστειλε τον Χετταίο Ουρία να επιτεθεί στα τείχη της πόλης, βέβαιος για τον θάνατό του, ώστε να μπορέσει μετά να νυμφευθεί τη γυναίκα του, Βηθσαβεέ. Το περιστατικό αυτό αναφέρεται και στη μουσουλμανική παράδοση.

Στους κατοπινούς αιώνες η Ραββάθ Αμμών έπεσε σε παρακμή. Ακολούθως περιήλθε στη κατοχή των Ασσύριων, των Περσών και στη συνέχεια των Ελλήνων. Μετά την κατάκτηση της από τον Πτολεμαίο Β΄ το Φιλάδελφο (285 π.Χ.)τον Έλληνα άρχοντα της Αιγύπτου μετονομάστηκε προς τιμήν του σε Φιλαδέλφεια. Η Φιλαδέλφεια έγινε τμήμα του βασιλείου των Ναβαταίων μέχρι και το 106 μ.Χ. όποτε κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους ενώ διατήρησε την ονομασία της μέχρι και τα βυζαντινά χρόνια. Την περίοδο εκείνη η πόλη ανήκε στη Δεκάπολη των Ελληνιστικών Χρόνων (1ος αίωνας π.Χ. - 2ος αιώνας μ.Χ.). Οι Ρωμαίοι ανοικοδόμησαν την πόλη και μερικά εξαιρετικά ερείπια αυτής της εποχής διασώζονται μέχρι σήμερα.

Το 324, ο Χριστιανισμός γίνεται επίσημη θρησκεία του ρωμαϊκού κράτους, συνεπώς και της Φιλαδέλφειας η οποία μάλιστα έγινε και έδρα μιας επισκοπής στις αρχές του Βυζαντίου. Μια από τις εκκλησίες τις εποχής διασώζεται μέχρι σήμερα στην ακρόπολη του Αμμάν.

 
Τζαμί του Βασιλιά Αμπτουλλάχ Β΄, Αμμάν

Μετά την άνοδο του Ισλάμ, το Αμμάν καταλήφθηκε από τον Άραβα στρατηγό Γιαζίντ ιμπν Αμπί Σουφιάν το 635 μ.Χ. Η πόλη άνθισε υπό τα Χαλιφάτα των Ουμμεϋάδων (στη Δαμασκό) και των Αββασίδων (στη Βαγδάτη). Γύρω στο 1300 η πόλη επλήγη από έναν καταστροφικό σεισμό με αποτέλεσμα να σβήσει από τον χάρτη και να παραμείνει για αιώνες μια συλλογή από ερείπια. Στα τέλη του 19ου αιώνα ο Οθωμανός Σουλτάνος αποφάσισε να χτίσει ένα σιδηρόδρομο που θα συνέδεε τη Δαμασκό με την ιερή πόλη Μεδίνα, γεγονός που ευνόησε το Αμμάν καθιστώντας το έτσι μια στάση για τους προσκηνητές και ένα σημαντικό εμπορικό σταθμό.

Ύστερα από την ήττα των Οθωμανών στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Υπεριορδανία αποτέλεσε τμήμα της βρετανικής εντολής της Παλαιστίνης, αλλά η βρετανική κυβέρνηση την απέσπασε από τη δυτική Παλαιστίνη το 1921 και δημιούργησε το προτεκτοράτο του εμιράτου της Υπεριορδανίας υπό την ηγεσία του Αμπντουλάχ Α΄. Το Αμμάν έγινε σύντομα πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους. Εφόσον δεν υπήρχε εκ των προτέρων παλάτι, ο βασιλιάς ανέλαβε την κυβέρνηση στο σταθμό μέσα σ'ένα βαγόνι ενός τρένου. Το Αμμάν παρέμεινε μια μικρή πόλη μέχρι το 1948, όταν στην αστική περιοχή της εγκαταστάθηκε μεγάλος αριθμός Παλαιστινίων Αράβων προσφύγων μετά τον Αραβο-Ισραηλινό πόλεμο του 1948-1949. Στη μεταπολεμική περίοδο άρχισε να επιταχύνεται η σύγχρονη ανάπτυξη της πόλης και ειδικότερα από το 1952, υπό την ηγεσία των Χουσεΐν και Αμπντάλα Β΄.

Το πρόβλημα των προσφύγων έγινε ακόμη οξύτερο με τον Πόλεμο των Έξι Ημερών του 1967, οπότε και η Ιορδανία έχασε τα εδάφη της στη δυτική όχθη του Ιορδάνη. Η πολιτική διαμάχη ανάμεσα στην ιορδανική κυβέρνηση και στους Παλαιστίνιους αντάρτες (Φενταγίν) οδήγησε σε εμφύλιο πόλεμο το 1970 στους δρόμους του Αμμάν. Τελικά οι κυβερνητικές δυνάμεις υπερίσχυσαν, αλλά η πόλη υπέστη μεγάλες καταστροφές.

Ένα άλλο κύμα ραγδαίας ανάπτυξης των μεταναστών σημειώθηκε το 1991 κατά τον πόλεμο του Κόλπου. Παλαιστίνιοι Άραβες που ζούσαν και εργάζονταν στο Κουβέιτ αποφάσισαν να στηρίξουν την εισβολή του Σαντάμ και όταν η βασιλική οικογένεια του Κουβέιτ επανήλθε στην εξουσία εκδιώχθηκαν από τη χώρα. Το πρώτο κύμα Ιρακινών προσφύγων εγκαταστάθηκε στο Αμμάν μετά τον πρώτο πόλεμο, μειώνοντας δραματικά το κοινωνιο-οικονομικό επίπεδο του Ιράκ. Μια δεύτερη μαζική μετανάστευση με προέλευση το Ιράκ έλαβε χώρα μετά την εισβολή και κατοχή του Ιράκ από τα αμερικανικά στρατεύματα.

Τα τελευταία 12 χρόνια η ραγδαία αύξηση των κτηρίων και νέων περιφερειών μέσα στην πόλη (κυρίως στο δυτικό Αμμάν) επιτείνει την ανεπάρκεια υδάτων σε όλη την Ιορδανία και εκθέτει το Αμμάν στους κινδύνους της ταχείας εξάπλωσης στην απουσία δημοτικού αναπτυξιακού προγράμματος.

Στις 9 Νοεμβρίου 2005, τρία ξενοδοχεία του Αμμάν έλαβαν επίθεση από συγχρονισμένες εκρήξεις προκαλώντας τον τρόμο και τον πανικό στην ειρηνική πόλη. Η ισλαμιστική οργάνωση Αλ Κάιντα ανέλαβε την ευθύνη. Παρά το γεγονός ότι η πόλη της Ζάρκα -30 χλμ έξω από το Αμμάν- είναι η γενέτειρα του Αμπού Μουσάμπ αλ-Ζαρκάουι, ενός από τους ηγέτες της τρομοκρατικής οργάνωσης και το ότι υπήρξε προμαχώνας στήριξης για την ιδεολογία του, η αμιγής κτηνωδία των επιθέσεων προκάλεσε ευρύτατη αποστροφή ανάμεσα στην πλειονότητα των Ιορδανών.

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. (Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά) archINFORM. 1202. Ανακτήθηκε στις 6  Αυγούστου 2018.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία