Ο Γίσκο ή Γίσκων (3ος αι. π.Χ.) ήταν ένας Καρχηδόνιος στρατηγός που υπηρετούσε κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών του Α΄ Καρχηδονιακού Πολέμου (264-239 π.Χ.), και πήρε έναν ηγετικό ρόλο στα γεγονότα που πυροδότησαν τον Πόλεμο των Μισθοφόρων. Ήταν πολίτης της πόλης της Καρχηδόνας, η οποία βρισκόταν σε αυτό που είναι σήμερα η Τυνησία. Η ημερομηνία γέννησής του και η ηλικία του κατά το θάνατό του είναι άγνωστες, όπως και οι δραστηριότητές του πριν την άνοδό του σε εξέχουσα θέση προς το τέλος του Α΄ Καρχηδονιακού Πολέμου.

Γίσκο (απεβ. 239 π.Χ.)
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Giscón Γέσκων (Αρχαία Ελληνικά)
Θάνατος239 π.Χ. (περίπου)
Συνθήκες θανάτουανθρωποκτονία
Χώρα πολιτογράφησηςΑρχαία Καρχηδόνα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός
αξιωματικός
Οικογένεια
ΤέκναHamilcar
Hasdrubal Gisco[1]
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςστρατηγός

Όταν οι Καρχηδόνιοι παραδέχθηκαν την ήττα στον πόλεμο το 241 π.Χ., ο Γίσκο ήταν διοικητής της κύριας βάσης του Λιλύβαιου (σύγχρονη Μαρσάλα) στη Σικελία, υποτακτικός του Αμίλκα Βάρκα, του συνολικού Καρχηδόνιου διοικητή στο νησί. Όταν του δόθηκε εντολή να διαπραγματευτεί μια ειρηνευτική συνθήκη, ο Αμίλκας αποσύρθηκε στην Καρχηδόνα με οργή, αφήνοντας τον Γίσκο ως τον επόμενο ανώτατο διοικητή, υπεύθυνο για τις διαπραγματεύσεις με τους Ρωμαίους. Αυτές οδήγησαν στη συνθήκη του Λουτάτιου, η οποία τερμάτισε τον πόλεμο. Μέχρι τότε, οι στρατιώτες που είχε στείλει από τη Σικελία στην Αφρική για να επαναπατριστούν, ήταν σε κατάσταση ανταρσίας λόγω μιας διαφοράς μισθών, και ο Γίσκο, ο οποίος είχε καλή φήμη μαζί τους, ανακλήθηκε βιαστικά για να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Η δυσαρέσκεια φαινόταν να έχει μειωθεί, όταν -για κάποιο άγνωστο λόγο- η πειθαρχία διερράγη. Πολλοί στρατιώτες επέμεναν ότι δεν ήταν αποδεκτή η συμφωνία με την Καρχηδόνα, ξέσπασε μία ταραχή και οι διαφωνούντες λιθοβολήθηκαν μέχρι θανάτου. Ο Γίσκο και το προσωπικό του συνελήφθησαν και το ταμείο του κατασχέθηκε.

Κρατήθηκε φυλακισμένος για δύο χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων οι αντάρτες υπέστησαν αρκετές ήττες. Μετά από μια μεγάλη δύναμη ανταρτών που εγκατέλειψαν στους Καρχηδόνιους το 239 π.Χ. και είχαν γίνει ευπρόσδεκτοι, οι ηγέτες των ανταρτών φοβήθηκαν την διάλυση του στρατού τους. Για να απομακρύνουν την πιθανότητα καλής θέλησης μεταξύ των δύο πλευρών, έκαναν να βασανιστεί μέχρι θανάτου ο Γίσκο και 700 άλλοι Καρχηδόνιοι κρατούμενοι.

Βιογραφία

Επεξεργασία

Ο Γίσκο, γνωστός επίσης ως Γέσκο[2] και Γέσγο,[3] ήταν πολίτης της πόλης της Καρχηδόνας,[2] η οποία βρισκόταν σε αυτό που είναι σήμερα η Τυνησία. Μέχρι τα μέσα του 3ου αι. π.Χ. κυριαρχούσε σε μεγάλο μέρος των παράκτιων περιοχών της Βόρειας Αφρικής, της νότιας Ιβηρικής, των Βαλεαρίδων Νήσων, της Κορσικής, της Σαρδηνίας και του δυτικού μισού της Σικελίας, επικράτεια της στρατιωτικής και εμπορικής αυτοκρατορίας της πόλης του. [4] Η ημερομηνία γέννησης και η ηλικία του Γίσκo κατά το τέλος του είναι και τα δύο άγνωστα, όπως και οι δραστηριότητές του πριν την άνοδό του στην εξέλιξη προς το τέλος του Α΄ Καρχηδονιακού Πολέμου. [5]

Α΄ Καρχηδονιακός Πόλεμος

Επεξεργασία
 
Ρωμαϊκές επιθέσεις 250-249 π.Χ.. μώβ: Ρωμαϊκή επικράτεια ή πρόοδοι (βέλη)πράσινο: επικράτεια Συρακουσών γκρι: επικράτεια Καρχηδονίων

Ο Α΄ Καρχηδονιακός Πόλεμος ξεκίνησε το 264 π.Χ. και διεξήχθη μεταξύ της Καρχηδόνας και της Ρώμης, των δύο κύριων δυνάμεων της δυτικής Μεσογείου τον 3ο αι. π.Χ.. Για 23 χρόνια, στη μεγαλύτερη συνεχή σύγκρουση και τον μεγαλύτερο ναυτικό πόλεμο της αρχαιότητας, οι δύο δυνάμεις αγωνίστηκαν για την υπεροχή, κυρίως στη Σικελία και τη δυτική Μεσόγειο. [6] Το 250 π.Χ. το κύριο Σικελικό οχυρό της Καρχηδόνας, το Λιλύβαιον (σύγχρονη Μαρσάλα), πολιορκήθηκε από τη στεριά. Οι αποφασιστικές προσπάθειες των Ρωμαίων να εισβάλουν στην πόλη αποκρούστηκαν. Μέχρι το 248 π.Χ. οι Καρχηδόνιοι είχαν καταλάβει μόνο δύο πόλεις στη Σικελία: το Λιλύβαιον και το Δρέπανον. Αυτές ήταν καλά οχυρωμένες και βρίσκονταν στη δυτική ακτή, μπορούσαν να προμηθεύονται εφόδια και να ενισχύονται από τη θάλασσα, χωρίς οι Ρωμαίοι να μπορούν να χρησιμοποιήσουν τον ανώτερο στρατό τους για να παρεμβαίνουν. [7][4]

Μετά από περισσότερο από 20 χρόνια πολέμου, και τα δύο κράτη ήταν οικονομικά εξαντλημένα και υπέφεραν από μια μεγάλη πτώση των ανδρών πολιτών σε μάχιμη ηλικία. [8] Απόδειξη της οικονομικής κατάστασης της Καρχηδόνας είναι η αίτησή τους για δάνειο 2.000 ταλάντων από την Πτολεμαϊκή Αίγυπτο, η οποία απορρίφθηκε. [9] Η Ρώμη ήταν επίσης κοντά στην πτώχευση, και ο αριθμός των ενηλίκων ανδρών πολιτών, οι οποίοι έδιδαν το ανθρώπινο δυναμικό για το ναυτικό και τις λεγεώνες, είχε μειωθεί κατά 17% από την αρχή του πολέμου. [10] Ο κλασικός ερευνητής Άντριαν Γκόλντσγουορθυ περιγράφει τις απώλειες ρωμαϊκής ανθρώπινης δύναμης ως "τρομακτικές".[11] Όταν ο Αμίλκας Βάρκας ανέλαβε την διοίκηση των Καρχηδονίων στη Σικελία το 247 π.Χ., του δόθηκε μόνο ένας μικρός στρατός και ο Καρχηδονιακός στόλος αποσύρθηκε σταδιακά. [12][7][13]

Στα τέλη του 243 π.Χ., συνειδητοποιώντας ότι δεν θα καταλάβουν το Δρέπανον και το Λιλύβαιον αν δεν μπορέσουν να επεκτείνουν το αποκλεισμό τους στη θάλασσα, η Ρωμαϊκή Σύγκλητος αποφάσισε να ναυπηγήσει έναν νέο στόλο.[14] Με τα ταμεία του κράτους να έχουν εξαντληθεί, η Σύγκλητος προσέγγισε τους πλουσιότερους πολίτες της Ρώμης για δάνειο, για την κατασκευή ενός πλοίου ο καθένας, που θα αποπληρωθεί από τις αποζημιώσεις που θα επιβληθούν στην Καρχηδόνα μόλις κερδιθεί ο πόλεμος. Το αποτέλεσμα ήταν ένας στόλος περίπου 200 πεντηρών (quinqueremes), κατασκευασμένος, εξοπλισμένος και πληρωμένος με ιδιωτικούς πόρους. [15] Οι Καρχηδόνιοι συγκέντρωσαν έναν μεγαλύτερο στόλο που σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν για να μεταφέρουν προμήθειες στη Σικελία. Διακόπηκε από τον ρωμαϊκό στόλο υπό τον Γάιο Λουτάτιο Κάτουλο και τον Κόιντο Βαλέριο Φάλτο, και στη σκληρή μάχη των Νήσων Αιγάτες, οι καλύτερα εκπαιδευμένοι Ρωμαίοι νίκησαν τον με λίγους άνδρες και κακοεκπαιδευμένο Καρχηδονιακό στόλο. [16][17] Μετά την επίτευξη αυτής της αποφασιστικής νίκης, οι Ρωμαίοι συνέχισαν τις χερσαίες επιχειρήσεις τους στη Σικελία ενάντια στο Λιλύβαιον και το Δρέπανον.[4]

Ο Γίσκο καταγράφεται για πρώτη φορά σε αυτή την εποχή, ως ο διοικητής του Λιλύβαιου. Ο διοικητής του κατά τα πρώτα χρόνια της πολιορκίας ήταν ο Ιμίλκο. Πότε αντικαταστάθηκε από τον Γίσκο δεν είναι γνωστό. Κατά τη διάρκεια της θητείας του Γίσκο, η στρατιωτική κατάσταση ήταν ήρεμη γύρω από το Λιλύβαιον. Οι Ρωμαίοι είχαν αποδεχθεί ότι δεν μπορούσαν να εισβάλουν στην πόλη, και είχαν κατασκευάσει ισχυρά τείχη από χώμα και ξύλο, για να αποτρέψουν τις επιδρομές των Καρχηδονίων, αλλά που θα εμπόδιζαν επίσης σημαντικά τις περαιτέρω επιθέσεις στην πόλη. [18] Το επίκεντρο των μαχών μεταφέρθηκε προς τον βορρά.[19]

Η συνθήκη του Λουτάτιου

Επεξεργασία

Με την αποτυχία της προσπάθειας βοήθειάς τους, η Καρχηδονιακή Γερουσία δίσταζε να διαθέσει τους πόρους που απαιτούνταν, για να ναυπηγήσει και να πληρώσει άλλον στόλο. Σε κάθε περίπτωση, ήταν πιθανό οι Καρχηδονιακές φρουρές τους να λιμοκτονούσαν και να ήθελαν να παραδοθούν πριν γίνει ο στόλος. [20] Αντ' αυτού, διέταξε τον Αμίλκα να διαπραγματευτεί μια ειρηνευτική συνθήκη με τους Ρωμαίους, με όποιους όρους μπορούσε να επιτύχει. Μετά την παραλαβή της διαταγής να κάνει ειρήνη, ο Αμιλκας αρνήθηκε, υποστηρίζοντας ότι η παράδοση ήταν περιττή. Είναι πιθανό για πολιτικούς και λόγους κύρους ο Αμίλκας να μην επιθυμούσε να συνδεθεί με τη συνθήκη, που επικύρωνε την ήττα της Καρχηδόνας στον 23χρονο πόλεμο. Ως ο επόμενος στη διοίκηση Καρχηδόνιος στο νησί, άφησε τον Γίσκο για να διαπραγματευτεί τους όρους ειρήνης.[2][20][21]

Ο Γίσκο άρχισε συζητήσεις με τον Κάτουλο, τον νικητή των Αιγάτων, ο οποίος τώρα διοικούσε τις ρωμαϊκές δυνάμεις στη Σικελία. Η Ρωμαϊκή διαδικασία ήταν -εδώ και πολύ καιρό- να διορίζει κάθε χρόνο δύο άνδρες, γνωστοί ως ύπατοι, για να οδηγούν ο καθένας έναν στρατό. Η θητεία του Κάτουλου ήταν κοντά στο τέλος της και ο αντικαταστάτης του θα μπορούσε να αναμένεται να φτάσει σύντομα στη Σικελία. Αυτό τον έκανε να είναι πρόθυμος να συνάψει οριστική ειρήνη, και έτσι να διεκδικήσει ότι έφερε το τέλος του μακροχρόνιου πολέμου. [2] [3] Ο Γίσκο συμφώνησε ότι η Καρχηδών θα παραδώσει ό,τι είχε ακόμη στη Σικελία· θα απελευθερώσει όλους τους Ρωμαίους αιχμαλώτους χωρίς λύτρα, αλλάι θα έπρεπε να πληρώσει λύτρα για να εξασφαλιστεί η απελευθέρωση των κρατούμενων από τους Ρωμαίους· και θα πλήρωνε αποζημίωση 2.200 τάλαντα αργύρου -57.000 κιλά- σε 20 χρόνια. Οι όροι αυτοί διαβιβάστηκαν στη Ρώμη για επικύρωση, όπου απορρίφθηκαν ως ήπιοι. Έστειλαν μια επιτροπή δέκα ανδρών για να διευθετήσουν το ζήτημα. Δεδομένου ότι η επιτροπή προεδρευόταν από τον αδελφό του Κάτουλου Κόιντο Λουτάτιο Κέρκο, ο οποίος θα τον διαδέχονταν ως ύπατος, αυτό μπορεί να ήταν σε μεγάλο βαθμό μια διαπραγματευτική απάτη για πιο σκληρούς όρους. Η Γίσκo συμφώνησε γρήγορα σε περαιτέρω παραχωρήσεις με την επιτροπή: θα παραδίδονταν επίσης πολλά νησιά κοντά στη Σικελία· η αποζημίωση αυξήθηκε σε 3.200 ταλέντα, με τα επιπλέον 1.000 τάλαντα να καταβληθούν αμέσως, και ο χρόνος για την πληρωμή των υπόλοιπων μειώθηκε στα 10 χρόνια. Υπήρχαν άλλες μικρές ρήτρες στη τελική συμφωνία, η οποία αποτέλεσε τη συνθήκη του Λουτάτιου. [22][4] Ο Αμίλκας αμέσως παρέδωσε τη διοίκηση της Σικελίας στον Γίσκο, και του ανατέθηκε να ενημερώσει επίσημα την Καρχηδόνα για το τι είχε συμφωνηθεί. [22]

Πολέμος των Μισθοφόρων

Επεξεργασία

Οι Καρχηδονιακές δυνάμεις στην Σικελία εκκένωσαν το υπόλοιπο του νησιού και συγκεντρώθηκαν στο Λιλύβαιον. Η αποχώρηση αυτών των 20.000 ανδρών από τη Σικελία ήταν στα χέρια του Γίσκο. Λίγοι, αν και κάποιοι, από αυτούς θα ήταν Καρχηδόνιοι· στις περισσότερες περιπτώσεις, η Καρχηδών είχε στρατολογήσει ξένους για να αποτελέσουν τον στρατό της. Πολλοί θα ήταν από τη Βόρεια Αφρική, με άλλους από την Ιβηρική, τη Γαλατία, την Ιταλία, την Ελλάδα, τη Σικελία και τις Βαλεαρίδες Νήσους. [23][24] Επειδή δεν επιθυμούσε οι πρόσφατα αδρανείς στρατιώτες να ενωθούν για δικούς τους σκοπούς, ο Γίσκο διαίρεσε τον στρατό σε αποσπάσματα (μικρές δυνάμεις) με βάση τις περιοχές καταγωγής τους. Τα έστειλε πίσω στην Καρχηδόνα, ένα προς ένα. Τους είπε ότι θα τους πληρώσουν αμέσως τον αρκετών ετών μισθό που τους όφειλαν, και μετά να βιαστούν στον δρόμο για το σπίτι τους. [21] Όμως οι αρχές της Καρχηδόνας αποφάσισαν να περιμένουν μέχρι να φτάσουν όλα τα στρατεύματα, και στη συνέχεια να προσπαθήσουν να διαπραγματευθούν μια διευθέτηση με χαμηλότερο μισθό. Εν τω μεταξύ, καθώς κάθε ομάδα έφτανε, τοποθετείτο μέσα στην πόλη της Καρχηδόνας, όπου τα πλεονεκτήματα του πολιτισμού (της τρυφηλής ζωής) εκτιμήθηκαν πλήρως μετά από δέκα χρόνια που ήταν υπό πολιορκία. Τόσο πολύ, που πριν φτάσουν και οι τελευταίοι από τους 20.000, είχαν μεταφερθεί στη Σίκκα Βενερία (σύγχρονη Ελ Κεφ) 180 χλμ μακριά, παρόλο που ένα σημαντικό μέρος των καθυστερημένων τους έπρεπε να πληρωθεί πριν φύγουν. [25]

 
Οι στρατιώτες εξεγείρονται και επιτίθενται στον Γίσκο, καθώς και στο προσωπικό του, όπως πτο φαντάστηκαν ο Ζορτζ Ροσεγκρός και ο Εζέν-Αντρέ Σαμπολιόν

Απελευθερωμένοι από τη μακρά περίοδο στρατιωτικής πειθαρχίας τους και χωρίς να έχουν τίποτε να κάνουν, οι άνδρες δυσανασχέτησαν, και αρνήθηκαν όλες τις προσπάθειες των Καρχηδονίων να τους πληρώσουν λιγότερο από το πλήρες οφειλόμενο ποσό. Απογοητευμένοι από τις προσπάθειες των Καρχηδονίων απεσταλμένων να διαπραγματευθούν, όλοι οι 20.000 στρατιώτες μετέβησαν στην Τύνιδα, 16 χλμ από την Καρχηδόν. Πανικοβλημένη, η Γερουσία συμφώνησε να πληρώσει πλήρως. Οι εξεγερμένοι στρατιώτες απάντησαν απαιτώντας ακόμη περισσότερα. Ο Γίσκο, ο οποίος είχε καλή φήμη με το στρατό, μεταφέρθηκε από τη Σικελία στα τέλη του 241 π.Χ. και απεστάλη στο στρατόπεδο με αρκετά χρήματα, για να πληρώσει το μεγαλύτερο μέρος των οφειλόμενων. Άρχισε να τα καταβάλλει, με υποσχέσεις ότι θα τα πληρώσει τα υπόλοιπα μόλις τα εισπράξουν. Η δυσαρέσκεια φαινόταν να έχει μειωθεί, όταν για κάποιον άγνωστο λόγο, η πειθαρχία διερράγη. Πολλοί στρατιώτες επέμειναν ότι καμία συμφωνία με την Καρχαδόνα δεν θα ήταν αποδεκτή, έτσι ξέσπασε μια εξέγερση, όπου οι διαφωνούντες λιθοβολήθηκαν μέχρι θανάτου, ο Γίσκο και το προσωπικό του συνελήφθησαν αιχμάλωτοι και το ταμείο του κατασχέθηκε. [26] Ο Σπένδιος, ένας δραπέτης Ρωμαίος σκλάβος ο οποίος αντιμετώπιζε θάνατο με βασανιστήρια αν τον έπιαναν ξανά, και ο Μάθο, ένας Βέρβερος που δεν ήταν ικανοποιημένος από τη στάση της Καρχηδόνας όσον αφορά την αύξηση φόρων στις αφρικανικές της κτήσεις, ανακηρύχθηκαν στρατηγοί. Τα νέα για ένα σχηματισμένο, έμπειρο, αντι-καρχηδονιακό στρατό στην καρδιά της επικράτειάς της εξαπλώθηκαν γρήγορα και πολλές πόλεις και κώμες εξεγέρθηκαν. Προμήθειες, χρήματα και ενισχύσεις συγκεντρώθηκαν, και επιπλέον 70.000 άνδρες, σύμφωνα με τον Πολύβιο.[7][4][27][28] Η διαφωνία των μισθών είχε γίνει μια πλήρης εξέγερση, που απειλούσε την ύπαρξη της Καρχηδόνας ως κράτους. [29][30]

Η Καρχηδών, η οποία είχε κουραστεί από τον πόλεμο, δεν τα κατάφερε καλά στις πρώτες εμπλοκές του πολέμου. Τον στρατός της διοικούσε ο Άννo Β΄ ο Μέγας. Ο στρατιωτικός ιστορικός Nάιγκελ Μπάγκναλ έγραψε για την "ανεπάρκειά του ως διοικητή πεδίου μάχης".[31][32] Σε κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια του 240 π.Χ. οι Καρχηδόνιοι ανέπτυξαν μια άλλη, μικρότερη δύναμη, περίπου 10.000, η οποία τοποθετήθηκε υπό τη διοίκηση του Αμίλκα, ο οποίος είχε διοικήσει τις Καρχηδονιακές δυνάμεις στη Σικελία για τα τελευταία έξι χρόνια του Α΄ Καρχηδονιακού Πολέμου. [32] Τον αντιμετώπισε μια επαναστατική δύναμη 25.000 ανδρών υπό την διοίκηση του Σπένδιου, ο οποίος εξακολουθούσε να κρατάει τον Γίσκο και το προσωπικό του ως αιχμάλωτους. Ο Αμίλκας νίκησε αυτόν τον στρατό στη μάχη του ποταμού Βαγράδα. [29][33][7]

Ενώ ο Άννο Β΄ έκανε ελιγμούς εναντίον του Μάθο προς τον βορρά κοντά στην Ιππώνα (σύγχρονη Μπιζέρτε), ο Αμίλκας αντιμετώπισε διάφορες πόλεις και κώμες που είχαν περάσει στους επαναστάτες, φέρνοντάς τους πίσω στην πίστη των Καρχηδονίων με μείγμα διπλωματίας και δύναμης. Ήταν υπό την σκιά του (τον παρακολουθούσε) μία αντάρτικη δύναμη ανώτερου μεγέθους, η οποία βάδιζε σε ανώμαλο έδαφος από τον φόβο του ιππικού και των ελεφάντων του Αμίλκα, η οποία κακοποιούσε τους τροφοσυλλέκτες και τους ανιχνευτές του. [34][35] Κάποια στιγμή το 239 π.Χ. ο Αμίλκας μετακίνησε την δύναμή του στα βουνά νοτιοδυτικά της Ιτύκης, σε μια προσπάθεια να φέρει τους επαναστάτες στη μάχη, αλλά περικυκλώθηκε.[31] Οι Καρχηδόνιοι σώθηκαν από την καταστροφή μόνο όταν ένας Νουμίδης ηγέτης, ο Ναράβας, ο οποίος είχε υπηρετήσει και θαύμαζε τον Αμίλκα στη Σικελία, άλλαξε πλευρά με τους 2.000 ιππείς του.[36][5] Αυτό αποδείχθηκε καταστροφικό για τους επαναστάτες, και στην ακόλουθη μάχη έχασαν 10.000 νεκρούς και 4.000 αιχμαλώτους. [37]

Από τότε που έφυγε από την Καρχηδόνα, ο Αμίλκας είχε αντιμετωπίσει ήπια τους επαναστάτες που είχε συλλάβει, και τους πρόσφερε την επιλογή να ενταχθούν στον στρατό του ή να επιστρέψουν ελεύθερα σπίτι. Έκανε την ίδια προσφορά στους 4.000 αιχμάλωτους από την πρόσφατη μάχη. [37] Οι ηγέτες των ανταρτών αντιλήφθηκαν, ότι αυτή η γενναιόδωρη μεταχείριση ήταν το κίνητρο πίσω από την απομάκρυνση του Ναβάρα, και φοβήθηκαν την διάλυση τού στρατού τους. Ήξεραν ότι τέτοιοι γενναιόδωροι όροι δεν θα επεκτείνονταν σε αυτούς. Για να απομακρύνουν την πιθανότητα καλής θέλησης μεταξύ των δύο πλευρών, βασάνισαν μέχρι θανάτου τον Γίσκο και 700 άλλους Καρχηδόνιους κρατούμενους: έκοψαν τα χέρια τους, τα γεννητικά τους όργανα, έσπασαν τα πόδια τους, και αφού τους πέταξαν σε έναν λάκκκο, τους έθαψαν ζωντανούς.[36][38]

Ο Αμίλκας σε αντίποινα σκότωσε τους 4.000 κρατούμενούς του. Από αυτό το σημείο, καμία πλευρά δεν έδειξε καθόλου έλεος, και η ασυνήθιστη αγριότητα των μαχών έκανε τον Πολύβιο να τον αποκαλέσει "πόλεμος χωρίς ανακωχή".[36][38] Όποιος άλλο κρατούμενο έπιαναν οι Καρχηδόνιοι, καταπατιόταν μέχρι θανάτου από ελέφαντες, ενώ οι επαναστάτες σταύρωσαν πολλούς αιχμαλώτους Καρχηδονίους. [39][40] Το 238 π.Χ. στη μάχη του Πρίονος, ο Αμίλκας κράτησε τον Σπένδιο και εννέα από τους κύριους υποδιοικητές του κατά τη διάρκεια συνομιλιών, και με τη σειρά του τους σταύρωσε. [7][5]

Σημειώσεις, παραπομπές και πηγές

Επεξεργασία

Σημειώσεις

Επεξεργασία
  1. Benedikt Niese: «Geskon 3» (Γερμανικά) 1910.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 Lazenby 1996, σελ. 157.
  3. 3,0 3,1 Goldsworthy 2006, σελ. 128.
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 Goldsworthy 2006.
  5. 5,0 5,1 5,2 Hoyos 2007.
  6. Lazenby 1996, σελ. x.
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 Bagnall 1999.
  8. Bringmann 2007, σελ. 127.
  9. Bagnall 1999, σελ. 92.
  10. Bagnall 1999, σελ. 91.
  11. Goldsworthy 2006, σελ. 131.
  12. Lazenby 1996, σελ. 144.
  13. Goldsworthy 2006, σελ. 95.
  14. Miles 2011, σελ. 195.
  15. Lazenby 1996, σελ. 49.
  16. Miles 2011, σελ. 196.
  17. Bagnall 1999, σελ. 96.
  18. Lazenby 1996, σελ. 131.
  19. Lazenby 1996, σελ. 122.
  20. 20,0 20,1 Bagnall 1999, σελ. 97.
  21. 21,0 21,1 Goldsworthy 2006, σελ. 133.
  22. 22,0 22,1 Lazenby 1996.
  23. Goldsworthy 2006, σελ. 32.
  24. Koon 2015, σελ. 80.
  25. Bagnall 1999, σελ. 112.
  26. Hoyos 2007, σελ. 66.
  27. Hoyos 2000, σελ. 371.
  28. Hoyos 2007, σελ. 63.
  29. 29,0 29,1 Scullard 2006, σελ. 567.
  30. Miles 2011, σελ. 204.
  31. 31,0 31,1 Eckstein 2017, σελ. 6.
  32. 32,0 32,1 Bagnall 1999, σελ. 115.
  33. Miles 2011, σελ. 207.
  34. Bagnall 1999, σελ. 117.
  35. Miles 2011.
  36. 36,0 36,1 36,2 Miles 2011, σελ. 208.
  37. 37,0 37,1 Bagnall 1999, σελ. 118.
  38. 38,0 38,1 Eckstein 2017, σελ. 7.
  39. Miles 2011, σελ. 210.
  40. Goldsworthy 2006, σελ. 135.

Συμπεράσματα

Επεξεργασία
  • Hoyos, Dexter (2007). Truceless War: Carthage's Fight for Survival, 241 to 237 BC. Leiden ; Boston: Brill. ISBN 978-90-474-2192-4. 

Περαιτέρω ανάγνωση

Επεξεργασία
  • Πολύβιου "Κεφάλαια 66-88". Ιστορία Α΄, περί του Α΄ Καρχηδονιακού ΠΟλέμου.