Η γαλακτόζη (galactose) είναι ένας υδατάνθρακας, μονοσακχαρίτης που δεν απαντάται ελεύθερος στη φύση, και που ενώνεται με τη γλυκόζη προκειμένου να σχηματίσει τη λακτόζη, ένα δισακχαρίτη που απαντάται στο γάλα.


Η γαλακτόζη είναι φυσικό προϊόν της πέψης και απορροφάται από το έντερο σε μεγαλύτερο βαθμό απ΄ ότι οι άλλοι μονοσακχαρίτες. Πρόκειται για λευκή ουσία με σημείο τήξης τους 166 °C. Υφίσταται αλκοολική ζύμωση με αργότερο ρυθμό από τη γλυκόζη, τη μαννόζη και τη φρουκτόζη. Με ήπια οξειδωτικά μέσα μετατρέπεται σε γαλακτονικό οξύ, ενώ με ισχυρά σε γαλακταρικό οξύ και με αναγωγικά σε δουλκιτόλη (ή δουλκίτη). Κατά τον μεταβολισμό η γαλακτόζη καταλύεται από το ένζυμο γαλακτοκινάση.

Ανάλογα με τον δεξιόστροφο D ή αριστερόστροφο L αντιποδα του μορίου της η γαλακτόζη διακρίνεται σε D-γαλακτόζη και L-γαλακτόζη.

Η D-γαλακτόζη βρίσκεται κυρίως στα γλυκολιποειδή που απαντώνται στον εγκέφαλο και σε νευρικούς ιστούς των ζώων, καθώς επίσης αποτελεί τμήμα του μορίου της εξτεσίνης που με τη σειρά της αποτελεί δομικό υλικό των φυτικών κυτταρικών τοιχωμάτων. Επίσης απαντάται και στη καζεΐνη του αγελαδινού γάλακτος καθώς και στο αραβικό κόμι και τις γαλακτάνες.

Η L-γαλακτόζη απαντάται στο άγαρ εκ των διαφόρων φυκών καθώς και σε πολυσακχαρίτες.

  • Όλα τα γλυκοζιτικά παράγωγα της γαλακτόζης ονομάζονται γενικά γαλακτοζίτες.

Δείτε επίσης

Επεξεργασία
  • Λεξικό Βιολογίας Collins, σ. 398 - Εκδόσεις Ι. Φλώρος - Αθήνα
  • "Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα" τ.16ος σ.15.