Το μάρκο (γερμ. Deutsche Mark) ήταν από το 1948 μέχρι το 1999 το νόμισμα της (πρώην Δυτικής) Γερμανίας και μετά την επανένωση, το 1990, και της Ανατολικής Γερμανίας. Κατόπιν αντικαταστάθηκε από το ευρώ με ισοτιμία €1 = 1,95583 μάρκα. Παρέμεινε σε κυκλοφορία στη Γερμανία, ως υποδιαίρεση του ευρώ και ως μέσο πληρωμής, μέχρι την εισαγωγή των τραπεζογραμματίων και των κερμάτων του κοινού νομίσματος το 2002. Διαιρούνταν σε 100 πφένιγκ (γερμ. pfennig).

Γερμανικό μάρκοDeutsche Mark
Χρυσό γερμανικό μάρκο, 2001
Χώρα Γερμανία(εκτός από την πόλη Μπύσινγκεν, η οποία είναι κωμόπολη της Γερμανίας, και αποτελεί ενκλάβιο της Ελβετίας.)
Δυτική Γερμανία (1949-1990)
Ανατολική Γερμανία (Ιούλιος - Οκτώβριος 1990)
Δυτικό Βερολίνο (1949-1990)
Τρίζωνο (1948-1949)
Κοσσυφοπέδιο(1999–2002)
Βοσνία και Ερζεγοβίνη(1992–1998)
Μαυροβούνιο (1999–2002, χρησιμοποιούνταν ανεπίσημα αντί του Δηναρίου της Γιουγκοσλαβίας)
Υποδιαίρεση100 πφένιγκ
ISO 4217DEM
Αποσύρθηκε1 Ιανουαρίου 1999


Ο κωδικός ISO 4217 για το μάρκο ήταν το DEM.

Ιστορία Επεξεργασία

Το μάρκο ήταν νόμισμα της Γερμανίας από την ενοποίησή της το 1871. Πιο πριν κάθε γερμανικό κρατίδιο εξέδιδε δικό του νόμισμα με αναφορά στον άργυρο. Παρόλο που το μάρκο κατά την εισαγωγή του ήταν χρυσό, εντούτοις χρησιμοποιήθηκε η αναλογία 3:1 για τη μετατροπή των παλαιών νομισμάτων.

 
Πάπιερμαρκ (Papiermark), χαρτονόμισμα εκατό εκατομμυρίων μάρκων, 1923

Το πρώτο (χρυσό) μάρκο κυκλοφόρησε το 1873. Με το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, το μάρκο αποσυνδέθηκε από τον χρυσό και έγινε γνωστό ως Πάπιερμαρκ (χάρτινο μάρκο, γερμανικά: Papiermark), καθώς ο υπερπληθωρισμός οδήγησε στην έκδοση τραπεζογραμματίων τεραστίων ποσών. Για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση, το 1923 εισήχθη το Ρέντενμαρκ και το 1924 το Ράιχσμαρκ.

Το γερμανικό μάρκο (γερμ. Deutsche Mark) εισήχθη στις 21 Ιουνίου του 1948 από τους Δυτικούς Συμμάχους (ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο και Γαλλία). Τα παλιά Ράιχσμαρκ και Ρέντενμαρκ ανταλλάχθηκαν με αναλογία 1 γερμανικό μάρκο = 10 ράιχσμαρκ, με ανώτατο όριο τα 40 μάρκα ανά άτομο. Η κίνηση αποσκοπούσε να ελέγξει τον υπερπληθωρισμό και τη μαύρη αγορά, πλην όμως εξαγρίωσε τη Σοβιετική Διοίκηση του Ανατολικού Βερολίνου, η οποία το θεώρησε απειλή και απέκοψε τις συγκοινωνίες μεταξύ Δυτικής Γερμανίας και Δυτικού Βερολίνου. Λίγες μόλις μέρες αργότερα, ξεκίνησαν οι διαδικασίες που κατέληξαν στην έκδοση, τον Ιούλιο του 1948, του Ανατολικογερμανικού μάρκου.

Το γερμανικό μάρκο, βασισμένο στη σφικτή νομισματική πολιτική της Κεντρικής Τράπεζας της Γερμανίας (Deutsche Bundesbank), η οποία το εξέδιδε, απέκτησε γρήγορα τη φήμη σταθερού νομίσματος και απολάμβανε μεγάλης εμπιστοσύνης στις αγορές χρήματος. Έγινε σύντομα σημείο αναφοράς για νομίσματα χωρών που προσπαθούσαν να αποφύγουν τον πληθωρισμό, αλλά και αντικείμενο υπερηφάνειας για το γερμανικό λαό.

Κατά τη διαδικασία της επανένωσης της Γερμανίας (1990), το γερμανικό μάρκο αντικατέστησε το ανατολικογερμανικό τον Ιούλιο του 1990. Η απόφαση να αντικατασταθούν οι πρώτες χιλιάδες ανατολικογερμανικών μάρκων με το γερμανικό μάρκο σε αναλογία 1:1 υπέστη κριτική από πολλούς οικονομολόγους, οι οποίοι θεώρησαν την αναλογία πολύ γενναιόδωρη, αλλά και πηγή των πρώτων οικονομικών προβλημάτων που παρουσιάστηκαν στα νέα γερμανικά κρατίδια.

Το γερμανικό μάρκο αντικαταστάθηκε στις νομισματικές συναλλαγές (Bargeld) από το ευρώ το 2002 ως επίσημο νόμισμα της Γερμανίας, αφού από το 1999 το τελευταίο είχε εισαχθεί ως λογιστικό μέγεθος (Buchgeld). Η Κεντρική Τράπεζα της χώρας δέχεται την ανταλλαγή μάρκων σε ευρώ χωρίς καταληκτική προθεσμία.

Χώρες που χρησιμοποιούσαν ανεπίσημα το Γερμανικό Μάρκο Επεξεργασία

Με τη λήξη του εμφυλίου της Γιουγκοσλαβίας, το Μαυροβούνιο, χωρίς να είναι ανεξάρτητη χώρα, προσπάθησε να περισώσει τον εαυτό του από τις επιπτώσεις της ήττας του Μιλόσεβιτς, προσφέροντας «γη και ύδωρ», ιδίως στη Γερμανία. Έτσι, στη χώρα υιοθετήθηκε ως το μόνο επίσημο νόμισμα το γερμανικό μάρκο. Ωστόσο, την 1η Ιανουαρίου του 2002, τα εθνικά ευρωπαϊκά νομίσματα καταργούνται και αντικαθίστανται από το ευρώ με το Μαυροβούνιο βρίσκεται μπροστά σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Πιο συγκεκριμένα, το 2006 όταν η χώρα έγινε διεθνώς ανεξάρτητη, κλήθηκε να επιλέξει αν θα κυκλοφορήσει κάποιο δικό της νόμισμα ή αν θα ακολουθήσει την νέα νομισματική ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Τελικά, επέλεξε το δεύτερο και έγινε η πρώτη χώρα που υιοθέτησε το ευρώ, χωρίς όμως να ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή την Ευρωζώνη και χωρίς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να ελέγχει τη δημοσιονομική του πολιτική.

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία