Γουλιέλμος Σαμπλίτης
Ο Γουλιέλμος Σαμπλίτης (γαλλικά: Guillaume Ier de Champlitte, 1160 - 1209), όπως είναι γνωστότερος στα ελληνικά, ο "Καμπανέζης" (από την Καμπανία), ή σύμφωνα με τον πλήρη τίτλο του Γουλιέλμος Α΄ της Αχαΐας, ήταν ένας από τους ηγέτες στην Δ΄ Σταυροφορία και ο πρώτος Πρίγκιπας της Αχαΐας (1205 - 1209).[7][8][9] Ο Γουλιέλμος ήταν δεύτερος γιος του Εύδη Α΄ του Σαμπλίτ ή "Όντο Α΄ από την Καμπανία" κόμητα της Άνω Βουργουνδίας και της Σίβυλλας, ο πατέρας του ήταν γιος του Ούγου Α΄ της Καμπανίας.[10] Η οικογένειά του ήταν μέλη του Οίκου του Μπλουά : ο Εύδης Α΄ του Σαμπλίτ ήταν εξάδελφος του Στέφανου της Αγγλίας και του Θεοβάλδου Β΄ της Καμπανίας. Ο Γουλιέλμος ήταν υποκόμης του Ντιζόν από την κώμη Σαμπλίτ της κομητείας της Βουργουνδίας, εγγονός του κόμη της Καμπανίας.
Γουλιέλμος Σαμπλίτης | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Guillaume Ier d'Achaïe (Γαλλικά) |
Γέννηση | Δεκαετία του 1160 |
Θάνατος | 1209[1][2][3] Απουλία |
Χώρα πολιτογράφησης | Γαλλία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Παλαιά Γαλλικά[4] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | Ιππότης |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Eustachie de Courtenay (από 1201)[5] Alais (de Montréal), Dame de Meursault |
Τέκνα | Γουλιέλμος Β΄ Σαμπλίτης Elisabeth de Champlitte[6] Elisabeth de Champlitte, Dame de Meursault[6] Eudes de Champlitte, seigneur de Lamarche |
Γονείς | Όντο Α΄ ντε Σαμπλίτ και Sibille de La Ferté-sur-l'Aube[6] |
Αδέλφια | Βεατρίκη του Σαμπλίτ Όντο Β΄ του Σαμπλίτ |
Συγγενείς | Ροβέρτος Σαμπλίτης (ανιψιός) |
Οικογένεια | Οικογένεια των Σαμπλίτ-Πονταρλιέ |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Πρίγκιπας της Αχαΐας |
Πρίγκιπας της ΑχαΐαςΕπεξεργασία
Ο Γουλιέλμος και ο αδελφός του Όντο Β΄ του Σαμπλίτ που πέθανε στην Κωνσταντινούπολη ενώθηκαν με την Δ΄ Σταυροφορία τον Σεπτέμβριο του 1200 στο Σιτώ. Ο Γουλιέλμος υπέγραψε στην επιστολή που έστειλαν ο Βαλδουίνος Α΄ της Κωνσταντινούπολης, ο Λουδοβίκος του Μπλουά και ο Ούγος Δ΄ του Σαιν Πωλ στον πάπα Ιννοκέντιο Γ΄ που τους είχε αφορίσει για την κατοχή της Ζάρας.[11][12] Οι αρχηγοί ζήτησαν από τον πάπα να μην αφορίσει τον ηγέτη τους Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό για να μπορέσουν να ολοκληρώσουν την αποστολή τους.[13][14] Οι Σταυροφόροι άλωσαν την Κωνσταντινούπολη (13 Απριλίου 1204), εξέλεξαν αυτοκράτορα τον Βαλδουίνο της Φλάνδρας και ακολούθησε η στέψη του (16 Μαΐου 1204).[15][16] Ο Γουλιέλμος Σαμπλίτης ζήτησε από τον Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό να λύσει τις διαφορές του με τον Βαλδουίνο και τον ακολούθησε στην Θεσσαλονίκη που εξελέγη βασιλιάς ως υποτελής του αυτοκράτορα.[17][18] Σύμφωνα με το Partitio Terrarum Imperii Romaniae σε συνθήκη που υπέγραψαν οι αρχηγοί της Δ΄ Σταυροφορίας παραχώρησαν στην Βενετική Δημοκρατία εδάφη και τίτλους στην Πελοπόννησο.[19]
Στις αρχές του 1205 ένας παλιός του φίλος ο Γοδεφρείδος Α΄ Βιλλεαρδουίνος έφτασε στο στρατόπεδο του Βονιφάτιου στο Ναύπλιο.[20] Είχε καταλάβει μερικές περιοχές της Μεσσηνίας και πίεσε τον βασιλιά να καταλάβει την βορειοανατολική Πελοπόννησο που ήταν η δυσκολότερη περιοχή.[21] Ο Γοδεφρείδος δήλωσε πρόθυμος να μοιράσει την Πελοπόννησο με τον Γουλιέλμο.[22] Ο Βονιφάτιος του Μομφερράτου διόρισε τον Γουλιέλμο Σαμπλίτη κύριο της Πελοποννήσου.[23] Ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος έδωσε όρκο υποτέλειας στον Βονιφάτιο και στον Γουλιέλμο μαζί με 100 ιππότες που άφησε ο βασιλιάς στην συνοδεία του με εντολή να κατακτήσουν την υπόλοιπη Πελοπόννησο.[24] Όταν ο Γουλιέλμος σταθεροποίησε την ισχύ του στο Μορέα, ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ τον ονόμασε ηγεμόνα όλης της Αχαΐας. Λόγω του ονόματος του πατέρα του και του τόπου καταγωγής του ονομαζόταν από τους Έλληνες και «Καμπανέζης», όπως φαίνεται στο Χρονικόν του Μορέως.
Επικράτηση στην ΗλείαΕπεξεργασία
Ο Γοδεφρείδος και ο Γουλιέλμος ξεκίνησαν από το Ναύπλιο, βάδισαν βόρεια για την Κόρινθο και από εκεί έφτασαν παραλιακά στην Πάτρα όπου κατέλαβαν εύκολα το κάστρο της πόλης.[25] Συνέχισαν παραλιακά για την Ανδραβίδα όπου τους δέχτηκαν οι κάτοικοι θερμά και οι ιερείς μετέφεραν σταυρούς και εικόνες, οι Έλληνες τους αναγνώρισαν ηγεμόνες και τους έδωσαν όρκο υποτέλειας.[26] Μαζί με την Ανδραβίδα είχαν στην κατοχή τους και την Ήλιδα, οι Έλληνες δεν τους έφεραν αντίσταση επειδή τους υποσχέθηκε ότι θα τους αφήσει να διατηρήσουν την θρησκεία, τα έθιμα και τα προνόμια τους.[27]
Επικράτηση στην νότια ΠελοπόννησοΕπεξεργασία
Στην Κυπαρισσία συνάντησαν την πρώτη σοβαρή αντίσταση από γαιοκτήμονες της Αρκαδίας και της Λακωνίας υπό την διοίκηση της οικογένειας Χαμάρετου, γαιοκτήμονες που είχαν συμμαχήσει με τους Μηλιγγούς από τον Ταΰγετο και την Μάνη.[28] Ένας Βυζαντινός ευγενής με το όνομα Μιχαήλ που είχε συμμαχήσει με τον Μιχαήλ Καντακουζηνό ήρθε να βοηθήσει τους γαιοκτήμονες, ο ευγενής ήταν ο Μιχαήλ Α΄ Κομνηνός Δούκας που ίδρυσε την ίδια εποχή το Δεσποτάτο της Ηπείρου.[29] Ο Γουλιέλμος εξόπλισε την Μεθώνη Μεσσηνίας και ετοιμάστηκε να επιτεθεί στους Έλληνες.[30] Η Μάχη του ελαιώνα του Κούντουρα που έγινε το καλοκαίρι του 1205 ήταν καθοριστικής σημασίας για το μέλλον του Λατινικού πριγκιπάτου της Αχαΐας.[31] Οι καλά εξοπλισμένοι και οργανωμένοι Φράγκοι συνέτριψαν τους περισσότερους σε αριθμό Έλληνες.[32] Ο Μιχαήλ δραπέτευσε από το πεδίο της μάχης, στη συνέχεια υποχώρησε στην Ήπειρο ιδρύοντας εκεί το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Ο Γουλιέλμος κατέλαβε την Κορώνη, την Καλαμάτα και την Κυπαρισσία.[33]
Η Πελοπόννησος δεν είχε κατακτηθεί ωστόσο εξ'ολοκλήρου επειδή ο Έλληνας άρχοντας Λέων Σγουρός εξακολουθούσε να κατέχει την Ακροκόρινθο, το Άργος και το Ναύπλιο αλλά ο Γουλιέλμος Σαμπλίτης ορκίστηκε ο πρώτος πρίγκιπας της Αχαΐας.[34][35] Το όνομα του πριγκιπάτου προσδιόριζε μονάχα την Αχαία και την βορειοδυτική Πελοπόννησο αλλά οι Φράγκοι την έκαναν πρωτεύουσα ολόκληρης της Πελοποννήσου.[36] Ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ σε ένα γράμμα του στον Λατίνο πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Θωμά Μοροζίνι καταγράφει τον Γουλιέλμο σαν "Πρίγκιπα όλης της επαρχίας της Αχαΐας".[37][38] Οι Βενετοί ωστόσο διεκδίκησαν τα δικαιώματα τους στην Πελοπόννησο από την συμφωνία που είχαν κάνει με τους Σταυροφόρους (1204) να αποκτήσουν τα σημαντικότερα λιμάνια, στις αρχές του 1206 κατέλαβαν την Μεθώνη και την Κορώνη και έδιωξαν τις φρουρές των Φράγκων.[39]
ΘάνατοςΕπεξεργασία
Όταν έμαθε ότι πέθανε ο μεγαλύτερος αδελφός του Γουλιέλμος αποφάσισε να φύγει για την Βουργουνδία για να διεκδικήσει τα δικαιώματα της οικογένειας του.[40][41] Διόρισε τον Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο βάιλο της Αχαΐας και κηδεμόνα του μικρού ανιψιού του Ούγο Σαμπλίτη και έφυγε για την Ευρώπη, πέθανε όμως κατά την διάρκεια του ταξιδιού στην Απουλία.[42][43] Ο Ούγος πέθανε αμέσως μετά και τον διαδέχθηκε στο πριγκιπάτο ο Γοδεφρείδος ο οποίος πήρε τη θέση του Ούγου ως βάιλος μέχρι να εμφανιστεί ο κληρονόμος του Γουλιέλμου, Ροβέρτος Σαμπλίτης. Με μηχανορραφία του Γοδεφρείδου, ο Ροβέρτος καθυστέρησε και οι άλλοι ευγενείς αναγνώρισαν αυτόν για πρίγκιπα της Αχαΐας ως Γοδεφρείδο Α'.
ΟικογένειαΕπεξεργασία
Παντρεύτηκε σε πρώτο γάμο την Αλίκη, κυρία του Μερσώ με την οποία έκανε μια κόρη την Ιζαμπέλα ντε Σαμπλίτ. Με την σύμφωνη γνώμη της συζύγου του έκανε δωρεές στο Κιστερκιανό αβαείο του Αουμπερίν στην μνήμη του μικρότερου αδελφού του Ούγου (1196).[44] Παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την Ελισάβετ ντε Μον Σαιν-Ζαν (1196) με την οποία χώρισε (1199).
Στον τρίτο του γάμο, το 1200 ή το 1201, νυμφεύτηκε την Ευσταθία ντε Κουρτεναί (Eustachie de Courtenay), κυρία του Πλασύ (Dame de Placy-sur-Armancon), χήρα του Γουλιέλμου ντε Μπριέν (Guillaume de Brienne). Ήταν κόρη του Πέτρου των Καπετιδών της Γαλλίας (Pierre de France), κυρίου του Κουρτεναί (Seigneur de Courtenay) και της γυναίκας του Ελισάβετ, κυρίας του Κουρτεναί (Elisabeth Dame de Courtenay), με την οποία έκανε άλλη μια κόρη, την:
- Ελισάβετ ντε Σαμπλίτ [45]
και τον
ΠαραπομπέςΕπεξεργασία
- ↑ Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage. p12007.htm#i120067. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
- ↑ «Gran Enciclopèdia Catalana» (Καταλανικά) Grup Enciclopèdia. 0031594.
- ↑ Leo van de Pas: (Αγγλικά) Genealogics. 2003. I00118854.
- ↑ «Identifiants et Référentiels». (Γαλλικά) IdRef. Agence bibliographique de l'enseignement supérieur. Ανακτήθηκε στις 11 Μαΐου 2020.
- ↑ p12007.htm#i120067. Ανακτήθηκε στις 7 Αυγούστου 2020.
- ↑ 6,0 6,1 6,2 6,3 Leo van de Pas: (Αγγλικά) Genealogics. 2003.
- ↑ Runciman 1951, p. 126.
- ↑ Longnon 1969, p. 239.
- ↑ Nicolas Cheetham, Mediaeval Greece (New Haven: Yale University Press, 1981), p. 94
- ↑ Evergates 2007, p. 220.
- ↑ Runciman 1951, p. 115.
- ↑ Andrea 2000, pp. 54-56.
- ↑ Runciman 1951, p. 111.
- ↑ Andrea 2000, p. 55.
- ↑ Fine 1994, p. 62.
- ↑ Runciman 1951, pp. 124-125.
- ↑ Runciman 1951, p. 125.
- ↑ Setton 1976, p. 16.
- ↑ Runciman 1951, p. 125.
- ↑ Fine 1994, p. 69.
- ↑ Fine 1994, p. 69.
- ↑ Longnon 1969, p. 237.
- ↑ Fine 1994, p. 69.
- ↑ Fine 1994, p. 69.
- ↑ Setton 1976, p. 25.
- ↑ Setton 1976, p. 25.
- ↑ Setton 1976, p. 25.
- ↑ Setton 1976, p. 25.
- ↑ Setton 1976, p. 25.
- ↑ Setton 1976, p. 25.
- ↑ Setton 1976, p. 25.
- ↑ Setton 1976, p. 25.
- ↑ Setton 1976, p. 25.
- ↑ Setton 1976, p. 25.
- ↑ Fine 1994, p. 70.
- ↑ Fine 1994, p. 70.
- ↑ Runciman 1951, p. 124.
- ↑ Setton 1976, p. 26.
- ↑ Fine 1994, p. 71.
- ↑ Fine 1994, p. 71.
- ↑ Setton 1976, p. 33.
- ↑ Fine 1994, p. 71.
- ↑ Setton 1976, p. 34.
- ↑ Bouchard 1987, p. 121.
- ↑ http://fmg.ac/Projects/MedLands/BURGUNDIAN%20NOBILITY.htm Ανακτήθηκε στις 23 Ιουλίου 2007
- ↑ http://a.decarne.free.fr/gencar/dat32.htm#14 Αρχειοθετήθηκε 2007-02-06 στο Wayback Machine. Ανακτήθηκε στις 23 Ιουλίου 2007
ΠηγέςΕπεξεργασία
- Andrea, Alfred J. (2000). Contemporary Sources for the Fourth Crusade. Brill.
- Bouchard, Constance Brittain (1987). Sword, Miter, and Cloister: Nobility and the Church in Burgundy, 980-1198. Cornell University Press.
- Evergates, Theodore (2007). The Aristocracy in the County of Champagne, 1100-1300. University of Pennsylvania Press.
- Fine, John Van Antwerp (1994). The Late Medieval Balkans: A Critical Survey from the Late Twelfth Century to the Ottoman Conquest. University of Michigan Press.
- Joinville, Jean de; Villehardouin, Geoffroi de; Shaw, Margaret R. B. (1963). Chronicles of the Crusades. Penguin Books.
- Longnon, Jean (1969). "The Frankish States in Greece, 1204–1311". In Wolff, Robert Lee; Hazard, Harry W. A History of the Crusades, Volume II: The Later Crusades, 1189–1311. University of Wisconsin Press.
- Runciman, Steven (1951). A History of the Crusades, Volume III: The Kingdom of Acre and the Later Crusades. Cambridge University Press.
- Setton, Kenneth M. (1976). The Papacy and the Levant (1204–1571), Volume I: The Thirteenth and Fourteenth Centuries. Philadelphia, Pennsylvania: The American Philosophical Society.
- Finley Jr, John H. "Corinth in the Middle Ages." Speculum, Vol. 7, No. 4. (Oct., 1932), pp. 477–499.
- Tozer, H. F. "The Franks in the Peloponnese." The Journal of Hellenic Studies, Vol. 4. (1883), pp. 165–236.