Διωγμός των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης

μαζικές διώξεις των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης από το τούρκικο κράτος

Ο διωγμός των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης το 1964 με 1965 ήταν μια σειρά κρατικών εκτοπισμών και μαζικής απέλασης από τις αρχές της Τουρκίας με στόχο την αναγκαστική εκδίωξη των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Αν και οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης εξαιρέθηκαν αρχικά από την ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 και τους επετράπη να παραμείνουν στην πατρίδα τους, η τουρκική κυβέρνηση θέσπισε μια σειρά από μέτρα που οδήγησαν σε δραματική μείωση του πληθυσμού τους, όπως ο φόρος πλούτου το 1942 και αργότερα το ανθελληνικό πογκρόμ (γνωστό και ως Σεπτεμβριανά) τον Σεπτέμβριο του 1955.[1]

Το ποσοστό της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη (1955) και οι κύριοι στόχοι του πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης.

Ειδικά κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, η ελληνική μειονότητα χρησιμοποιήθηκε ως μηχανισμός πίεσης για το Κυπριακό ως μέρος των ελληνοτουρκικών σχέσεων.[2] Τα ανθελληνικά μέτρα του 1964-1965 είχαν ως αποτέλεσμα τη δραστική μείωση του αριθμού των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη. Ως εκ τούτου, από έναν πληθυσμό περίπου 80.000, μόνο 30.000 παρέμειναν το 1965.[3] Τα μέτρα είχαν επίσης ως αποτέλεσμα την μεταβίβαση μειονοτικών περιουσιών από το τουρκικό κράτος σε Τούρκους, και συνοδεύτηκαν από περιορισμούς στους τομείς της θρησκείας και της εκπαίδευσης.[4][5] Η απέλαση αυτή την περίοδο ήταν μέρος της τελικής φάσης των κρατικών μέτρων που στόχευαν στον εκτουρκισμό της τοπικής οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής.[6]

Ιστορικό Επεξεργασία

Μια μακροχρόνια πολιτική εθνοκάθαρσης και εκτουρκισμού της οικονομίας εφαρμόστηκε από το 1908 από τις τοπικές οθωμανικές αρχές.[7] Τέτοιες τάσεις συνεχίστηκαν και μετά την ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 κατά των υπόλοιπων ελληνικών κοινοτήτων, με παράδειγμα τον φόρο «πλούτου» του 1942 και το πογκρόμ του 1955.[5]

Μετά το πογκρόμ του 1955, η τουρκική κυβέρνηση χρησιμοποίησε την τοπική ελληνική μειονότητα στην Κωνσταντινούπολη ως εργαλείο πίεσης για το Κυπριακό.[8] Ως μέρος αυτού του πλαισίου, η Τουρκία αποφάσισε να χρησιμοποιήσει ξανά τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης στις αρχές της δεκαετίας του 1960,[8] ενώ η κυβέρνηση του Ισμέτ Ινονού και ο τοπικός Τύπος ξεκίνησαν μια εκστρατεία για τη δικαιολόγηση της προμελετημένης απέλασης των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης.[2][9]

Από το 1963 η Τουρκία βρέθηκε σε διπλωματική απομόνωση από το ΝΑΤΟ και το ΜΕΤΟ, οργανώσεις στις οποίες ήταν μέλος, αρνήθηκαν να υποστηρίξουν τις τουρκικές διεκδικήσεις στην Κύπρο.[8] Στις 16 Μαρτίου 1964, η Τουρκία κατήγγειλε μονομερώς την ελληνοτουρκική σύμβαση για την ίδρυση, το εμπόριο και τη ναυσιπλοΐα του 1930, σηματοδοτώντας την έναρξη μιας μαζικής ελληνικής φυγής.[10][11] Αν και οι τουρκικές αρχές αρχικά υποστήριξαν ότι οι απελάσεις απευθύνονταν σε συγκεκριμένα άτομα που επέδειξαν δραστηριότητες «επικίνδυνες για την εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια της Τουρκίας», ο εκπρόσωπος της τουρκικής κυβέρνησης, Mümtaz Soysal, παραδέχτηκε αργότερα ότι:[12]

Αν η ελληνική κυβέρνηση δεν αλλάξει στάση στο ζήτημα της Κύπρου, όλοι οι Έλληνες υπήκοοι στην Κωνσταντινούπολη μπορεί να απελαθούν μαζικά.

Πληθυσμός που επηρεάστηκε Επεξεργασία

Τα μέτρα επηρέασαν αμέσως περισσότερους από 10.000 Έλληνες που είχαν ελληνικά διαβατήρια και τους επετράπη να παραμείνουν στην Τουρκία σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης της Λωζάνης (1923), της μετέπειτα ελληνοτουρκικής ανταλλαγής πληθυσμών, καθώς και της ελληνοτουρκικής συμφωνίας του 1930.[10] Αυτοί οι Έλληνες, αν και είχαν ελληνικά διαβατήρια, ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη πριν από το 1918 και οι απόγονοί τους γεννήθηκαν στην Τουρκία αλλά είχαν αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα, μερικοί από αυτούς δεν είχαν ξαναβρεθεί στην Ελλάδα.[13][10] Ωστόσο, με τη μονομερή ακύρωση από την Τουρκία, υποχρεώθηκαν να φύγουν άμεσα από τη χώρα. Επειδή πολλοί είχαν παντρευτεί ομοεθνείς που είχαν τουρκική υπηκοότητα, αυτή η έξοδος επηρέασε αναπόφευκτα έναν πολύ μεγαλύτερο αριθμό.[14]

Το πρώτο κύμα απέλασης περιελάμβανε επιχειρηματίες και γενικά μέλη της κοινότητας που υποτίθεται ότι ασκούσαν δραστηριότητες επιζήμιες για το τουρκικό κράτος.[11] Στις 24 Μαρτίου 1964 δημοσιεύτηκε στις τουρκικές εφημερίδες ο πρώτος κατάλογος των Ελλήνων εκτοπισθέντων και πέντε μέρες αργότερα έγινε η απέλαση των πρώτων οικογενειών.[10] Τους επόμενους μήνες (Απρίλιος–Αύγουστος 1964), έγιναν περίπου 5.000 απελάσεις, ενώ άλλοι 10.000–11.000 Έλληνες εκδιώχθηκαν μετά τον Σεπτέμβριο του 1964. Στις 11 Οκτωβρίου 1964, η τουρκική εφημερίδα Cumhuriyet ανέφερε ότι 30.000 Τούρκοι υπήκοοι ελληνικής καταγωγής είχαν επίσης φύγει οριστικά.[15] Συνολικά, η ελληνική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης μειώθηκε από περίπου 80.000 σε περίπου 30.000 το 1965 ως αποτέλεσμα αυτής της κρατικής εκστρατείας μαζικής απέλασης.[3]

Μεταξύ αυτών που εκδιώχθηκαν ήταν και αρκετοί διακεκριμένοι επιχειρηματίες σε μακροχρόνια εμπορικά ιδρύματα που παρείχαν απασχόληση τόσο σε Έλληνες όσο και σε Τούρκους. Ως αποτέλεσμα των απελάσεων, περίπου 100 επιχειρήσεις χρειάστηκε να κλείσουν.[16] Οι κρατικές αρχές απέλασαν επίσης –υποτίθεται λόγω αντιτουρκικής δραστηριότητας– άτομα με ειδικές ανάγκες και αναπηρίες καθώς και άτομα με ψυχικές ασθένειες και άτομα που έπασχαν από ανίατες ασθένειες.[15]

Περιορισμοί Επεξεργασία

Θεμελιώδεις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων Επεξεργασία

Οι απελαθέντες ενημερώθηκαν για την εντολή απέλασής τους από αστυνομικούς είτε στο σπίτι είτε στον χώρο εργασίας τους. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στο «Ελληνικό Τμήμα» στο αρχηγείο της Κωνσταντινούπολης και αναγκάστηκαν να υπογράψουν έγγραφο στο οποίο έπρεπε να παραδεχτούν μια σειρά από κατηγορίες καθώς και ότι «...συναίνεσαν να φύγουν από την Τουρκία με τη θέλησή τους».[11] Επιτρεπόταν να πάρουν μαζί τους μόνο 220 τουρκικές λίρες (περίπου 22 δολάρια των ΗΠΑ), καθώς και μια αποσκευή βάρους 20 κιλών ή λιγότερο.[11][17] Τους απαγορευόταν να πάρουν μαζί τους αντικείμενα από πολύτιμα υλικά όπως χρυσό και ασήμι.[11]

Οι απελάσεις αποσκοπούσαν επίσης στη δήμευση της περιουσίας των απελαθέντων.[18] Τουρκικό υπουργικό διάταγμα απαγόρευε σε όλους τους Έλληνες να πραγματοποιούν συναλλαγές που αφορούσαν τα σπίτια τους ή οποιαδήποτε άλλη περιουσία και οι τραπεζικοί τους λογαριασμοί δεσμεύτηκαν. Οι τράπεζες έλαβαν επίσης οδηγίες να αρνηθούν οποιαδήποτε δάνεια σε επιχειρήσεις που ανήκουν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει σε Έλληνες.[11] Με άλλη υπουργική απόφαση διατάχθηκε η κατάσχεση όλης της ακίνητης περιουσίας και των τραπεζικών λογαριασμών που ανήκουν σε Έλληνες πολίτες, ενώ απαγορεύτηκε σε όλους τους Έλληνες πολίτες να αποκτήσουν περιουσία στην Τουρκία.[15]

Ανθελληνική εκστρατεία στον Τύπο Επεξεργασία

Η ελληνική κοινότητα βρέθηκε ευρέως στο στόχαστρο του τουρκικού Τύπου ως πιθανός εχθρός του κράτους και «εκμεταλλευτής» της τουρκικής οικονομίας.[19] Η ευρεία χρήση επιθετικής γλώσσας και ρητορικής μίσους κατά των Ελλήνων ήταν αρκετά χαρακτηριστική στα σύγχρονα τουρκικά μέσα ενημέρωσης, τα οποία προωθούσαν την ιδέα ότι οι απελάσεις έγιναν για να αποφευχθούν επικείμενοι κίνδυνοι για το «τουρκικό έθνος».[20] Χαρακτηριστικοί τίτλοι του τουρκικού Τύπου αναφέρονταν στους Έλληνες ως «γενετικά ελαττωματικούς και αδίστακτους αιματοχύτες» και «τον κακό, ιστορικό εχθρό των Τούρκων».[19] Οι τουρκικές εφημερίδες τύπωναν συχνά λίστες και πίνακες με τα ονόματα, τα επαγγέλματα και τα προσωπικά στοιχεία εκείνων που επρόκειτο να απελαθούν, καθιστώντας τους έτσι ανοιχτούς στόχους και θύματα εκστρατειών λιντσαρίσματος από φανατισμένους όχλους.[19]

Στις 14 Απριλίου 1964, τουρκικές φοιτητικές οργανώσεις εντάχθηκαν σε αυτήν την ανθελληνική εκστρατεία. Η κοινή τους δήλωση δημοσιεύτηκε στο εξώφυλλο σχεδόν όλων των εφημερίδων της Κωνσταντινούπολης:[19]

Σπουδαίο Τουρκικό Έθνος: έχοντας κατά νου ότι κάθε λίρα που κερδίζουν εκμεταλλευόμενοι εσάς, θα αποδεικνύεται ότι είναι όπλα στα αδέρφια σας στην Κύπρο, το καλύτερο πράγμα που μπορείτε να κάνετε στην υπηρεσία της τουρκικής ενότητας είναι να κόψετε κάθε συναλλαγή με αυτούς που μας εκμεταλλεύονται οικονομικά. . . . Σε αυτήν την περίοδο οικονομικού πολέμου, αν δεν θέλετε να είστε σκλάβοι των εθνών του κόσμου, γίνετε εθελοντές σε αυτήν την εκστρατεία.

Θρησκευτικές και εκπαιδευτικές διώξεις Επεξεργασία

 
Το Ελληνορθόδοξο Ορφανοτροφείο της Πριγκήπου (εικόνα 2015) αναγκάστηκε να σταματήσει τη λειτουργία του ως αποτέλεσμα των κρατικών μέτρων του 1964.

Στο στόχαστρο των αρχών και του Τύπου βρέθηκαν και η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία και ειδικότερα το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, χαρακτηριζόμενη χαρακτηριστικά ως «ανεπιθύμητο υπόλειμμα ελληνικής επιρροής» στην Τουρκία.[21] Το τυπογραφείο του Πατριαρχείου –που λειτουργούσε από το 1672– έκλεισε αφού η αστυνομία ακύρωσε την άδεια λειτουργίας του και στη συνέχεια ανέφερε έναν νέο νόμο του 1964 που όριζε ότι «μόνο πρόσωπα και νομικά πρόσωπα μπορούν να έχουν τυπογραφεία», ενώ πολλές τουρκικές εφημερίδες ισχυρίστηκαν ότι η λειτουργία του ήταν μια υποτιθέμενη παραβίαση της Συνθήκης της Λωζάνης.[22] Οι θρησκευτικές εκδόσεις του απαγορεύτηκαν.[23][21] Εν τω μεταξύ, υψηλόβαθμοι ιερείς εκδιώχθηκαν αμέσως λόγω καταγγελιών για συμμετοχή σε ανατρεπτικές «πολιτικές, διοικητικές, εκπαιδευτικές και κοινωνικές δραστηριότητες», ενώ όλοι οι μη Τούρκοι υπήκοοι που φοιτούσαν στην Ελληνορθόδοξη Σχολή της Χάλκης εκδιώχθηκαν από την Τουρκία. Το θεολογικό τμήμα του σεμιναρίου έκλεισε το 1971.[21]

Απαγορεύτηκε η είσοδος σε ελληνορθόδοξους κληρικούς στα τοπικά ελληνικά σχολεία. Τον Νοέμβριο του 1964 απαγορεύτηκε η πρωινή προσευχή στα ελληνικά σχολεία. Η τουρκική κυβέρνηση άρχισε επίσης να αρνείται την άδεια για την επισκευή ερειπωμένων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.[24] Κατά παράβαση της Συνθήκης της Λωζάνης, τα ελληνικά σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης δέχτηκαν τον διορισμό Τούρκων βοηθών διευθυντών.[25] Στις 15 Σεπτεμβρίου 1964, οι αρχές απαγόρευσαν όλα τα βιβλία γραμμένα στα ελληνικά μέσα στα ελληνικά σχολεία της Κωνσταντινούπολης και στις βιβλιοθήκες τους. Οι θρησκευτικές γιορτές, συμπεριλαμβανομένων των Χριστουγέννων και του Πάσχα, ήταν επίσης απαγορευμένες μέσα στα σχολεία. Από τον Δεκέμβριο του 1964, απαγορεύτηκε στους Έλληνες μαθητές να μιλούν ελληνικά στα διαλείμματα.[26] Στις 21 Απριλίου 1964, οι τοπικές αρχές κατέλαβαν βίαια και έκλεισαν το Ελληνικό Ορφανοτροφείο της Πριγκήπου, στερώντας έτσι τη στέγαση και την εκπαίδευσή τους από 165 ορφανά.[24][26]

 
Το συγκρότημα του Πατριαρχικού Ναού του ΑΓίου Γεωργίου έγινε στόχος τουρκικών όχλων σε διάφορες περιπτώσεις το 1964-1965, καθώς και αρκετές ορθόδοξες εκκλησίες στην Κωνσταντινούπολη.

Σε όλη αυτή την περίοδο σημειώθηκαν πολλά επεισόδια και επιθέσεις κατά της εκκλησιαστικής περιουσίας. [27] Σε διάφορες περιπτώσεις, τουρκικοί όχλοι επιτέθηκαν στο Πατριαρχείο και σε άλλα θρησκευτικά μνημεία. Σε μια περίπτωση, στις 9 Σεπτεμβρίου 1964, το ελληνικό νεκροταφείο στο Κουζκουντούκ βεβηλώθηκε.[27] Ο Βρετανός Πρόξενος στην Κωνσταντινούπολη ανέφερε ότι: [28]

Αυτός [ο Πατριάρχης] και η ιεραρχία του, οι εκκλησίες, τα σχολεία και τα σεμινάρια του, υφίσταντο συνεχώς παρενοχλήσεις, μερικές φορές μεγάλου μεγθους. Κανένα από τα κτίριά του δεν επιτρέπεται, για παράδειγμα, να επισκευαστεί ή να ξαναχτιστεί.

Αντιδράσεις εκτός Τουρκίας Επεξεργασία

Καθώς η πολιτική απέλασης έγινε ευρεία, η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε έκτακτη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών τον Σεπτέμβριο του 1964. Ο πρόεδρος του συμβουλίου Πλάτωνας Μορόζοφ, καθώς και η Σοβιετική Ένωση, καταδίκασαν τις μαζικές απελάσεις. Ωστόσο, οι δυτικές χώρες προτίμησαν να αποφύγουν οποιαδήποτε ανάμειξη ενάντια στη συνεχιζόμενη πολιτική απέλασης.[18]

Συνέπεια Επεξεργασία

 
Ελληνικός πληθυσμός στην Κωνσταντινούπολη και ποσοστά του πληθυσμού της πόλης (1844–1997). Τα πογκρόμ και οι πολιτικές στην Τουρκία οδήγησαν στην απέλαση της υπόλοιπης ελληνικής κοινότητας.

Ο διωγμός των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης έδειξε ότι η συνύπαρξη Μουσουλμάνων και Ελλήνων Ορθοδόξων στην Κωνσταντινούπολη, η οποία επικυρώθηκε με τους όρους της Συνθήκης της Λωζάνης, είχε αποτύχει πλήρως.[29] Η απέλαση είχε πολλαπλές και σύνθετες επιπτώσεις για την Τουρκία τόσο στον τομέα της εσωτερικής όσο και της εξωτερικής πολιτικής. Έπληξε επίσης την έννοια μιας πλουραλιστικής κοινωνίας, σε μια χώρα που θα ανεχόταν την παρουσία του εναπομείναντος μη μουσουλμανικού στοιχείου. Από την άλλη πλευρά, τροφοδότησε τον σωβινιστικό φανατισμό και επιδείνωσε περαιτέρω τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.[21]

Οι εκδιωθέντες βρήκαν καταφύγιο κυρίως στην Ελλάδα. Το 1965 ιδρύθηκε στην Αθήνα η «Εταιρεία των Εκδιωγμένων Ελλήνων από την Τουρκία» από επιφανή μέλη της διασποράς τους.[17] Η έξοδος συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια με επιπλέον χιλιάδες ντόπιους Έλληνες να εγκαταλείπουν την Κωνσταντινούπολη φοβούμενοι να χάσουν τη ζωή και τις περιουσίες τους.[15]

Η απαγόρευση των Ελλήνων να πουλήσουν τις περιουσίες τους στην Τουρκία άρθηκε τελικά το 1989 από τον πρωθυπουργό Τουργκούτ Οζάλ. Αυτό συνέβη μετά από πίεση που άσκησε το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της αίτησης της Τουρκίας για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, οι κρατικές αρχές στην Τουρκία εξακολουθούσαν να επιβάλλουν περιορισμούς και να οικειοποιούνται μειονοτικές περιουσίες μέσω παρόμοιων νομικών διαδικασιών και συνέχισαν να αρνούνται να επιτρέψουν στους Έλληνες πολίτες να κατέχουν ή να κληρονομούν οποιοδήποτε είδος περιουσίας. Ομοίως, οι δωρεές μελών της ελληνικής μειονότητας σε ιδρύματα μη μουσουλμανικής μειονότητας θεωρήθηκαν ιδιοκτησία του τουρκικού κράτους.

Ως αποτέλεσμα τέτοιων πολιτικών εκτουρκισμού, αρκετές περιοχές της Κωνσταντινούπολης που κατοικούνταν από Έλληνες εκκενώθηκαν κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1950 και του 1960. Ορισμένα κτίρια καταλήφθηκαν στη συνέχεια από αγροτικούς μετανάστες που τελικά κατέκτησαν την ιδιοκτησία μετά από μια ορισμένη χρονική περίοδο αδιαμφισβήτητης κατοχής.[4] Άλλα πωλήθηκαν με ασαφείς νομικές διαδικασίες.[30] Σήμερα η Κωνσταντινούπολη έχει χάσει το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής της κοινότητας σηματοδοτώντας έτσι το τέλος συνεχής ελληνικής παρουσίας από την αρχαιότητα (από την αρχαία πόλη του Βυζαντίου που εξελίχθηκε στη Κωνσταντινούπολη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας), αφού έχει πλέον μετατραπεί σε αστική περιοχή όπου το 99,99% των κατοίκων είναι μουσουλμάνοι.[30]

Πηγές Επεξεργασία

Περαιτέρω ανάγνωση Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. «Pope Francis visit: Turkey's Christians face tense times». BBC News. 27 Νοεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 2020. 
  2. 2,0 2,1 Akgönül, Samim (2013). The Minority Concept in the Turkish Context: Practices and Perceptions in Turkey, Greece and France (στα Αγγλικά). BRILL. σελ. 82. ISBN 978-90-04-24972-1. 
  3. 3,0 3,1 Kaliber, 2019, p. 1-2
  4. 4,0 4,1 Mills, 2010, p. 56
  5. 5,0 5,1 Kaliber, 2019, p. 10
  6. Kaliber, 2019, p. 10: " The expulsion of Istanbul Greeks in 1964 constituted the final stage of Turkish governments’ deliberate moves since 1914 to Turkify the economic, societal and cultural life in the country."
  7. Kaliber, 2019, p. 9
  8. 8,0 8,1 8,2 Alexandris, 1992, p. 280
  9. Kaliber, 2019, p. 2
  10. 10,0 10,1 10,2 10,3 Alexandris, 1983, p. 281
  11. 11,0 11,1 11,2 11,3 11,4 11,5 Kaliber, 2019, p. 12
  12. Alexandris, 1992, p. 281-282
  13. Alexandris, 256–260
  14. Kaliber, 2019, p. 1
  15. 15,0 15,1 15,2 15,3 Alexandris, 1983, p. 282
  16. Alexandris, 1002, p. 285
  17. 17,0 17,1 Alexandris, 1992, p. 284
  18. 18,0 18,1 Alexandris, 1992, p. 283
  19. 19,0 19,1 19,2 19,3 Kaliber, 2019, p. 13
  20. Kaliber, 2019, p. 15
  21. 21,0 21,1 21,2 21,3 Kaliber, 2019, p. 16
  22. İnci, Salih (2018). «Journal of the Ecumenical Patriarchate of Istanbul: Orthodoxia (1926-1963)» (στα tr). Journal of Eurasian Inquires 7 (2): 182–217. https://dergipark.org.tr/tr/download/article-file/610741. «10 Nisan 1964’de, 5681 sayılı yasaya göre “sadece yasal kurumların ve şahısların matbaa sahibi olabileceği” hükmü gereği Patrikhane matbaası İstanbul polisinin siyasi işler bürosunca kapatıldı. Dönemin bazı gazetelerinde bu faaliyetleri nedeni ile Patrikhanenin Lozan’da kendisine tanınmış olan hakların ötesinde bir takım işlere giriştiği ifade edildi». 
  23. Alexandris, 1992, p. 299
  24. 24,0 24,1 Alexandris, 1983, p. 287
  25. Alexandris, 1983, p. 286
  26. 26,0 26,1 Niarchos, 2005, p. 191, 192
  27. 27,0 27,1 Niarchos, 2005, p. 194
  28. Niarchos, 2005, p. 193
  29. Alexandris, 1992, p. 296
  30. 30,0 30,1 Mills, 2010, p. 57